Πριν από λίγους μήνες η εξαγγελλία εκ μέρους του Πρωθυπουργού της πρόθεσης της Κυβέρνησης να δρομολογήσει
τις απαιτούμενες διαδικασίες για την αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος οδήγησε στην ανάπτυξη ενός διαλόγου με τη συμμετοχή νομικών, πολιτικών και όχι μόνο σχετικά με τις διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν, εκείνες που πρέπει να παραμείνουν ως έχουν και τους νέους θεσμούς και μηχανισμούς που πρέπει να εισαχθούν στον θεμελιώδη νόμο του κράτους. Το ενδιαφέρον κεντρίζουν, κυρίως, η υιοθέτηση περισσότερων θεσμών άμεσης δημοκρατίας, η ρύθμιση του άρθρου 86 περί ευθύνης Υπουργών, η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό και το ασυμβίβαστο βουλευτικής και υπουργική ιδιότητας.
Ωστόσο, ένα από τα ζητήματα που δεν θίγονται σχεδόν καθόλου και ως προς το οποίο δεν υπάρχει ενεργός διάλογος είναι αυτό της θεσμοθέτησης ενός δεύτερου νομοθετικού σώματος, παράλληλα προς τη Βουλή, η ίδρυση δηλαδή μιας Γερουσίας.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει και παρουσιάζει κατά τρόπο συνοπτικό τον συγκεκριμένο θεσμό, με σκοπό να επαναφέρει στη συζήτηση το ερώτημα περί της σκοπιμότητας σύστασής του και να καταδείξει ότι η απόρριψή του δεν θα πρέπει να είναι βιαστική και χωρίς ενδελεχή έρευνα των πολλαπλών παραμέτρων που παρουσιάζει και των πορισμάτων που έχει να προσφέρει η συγκριτική επισκόπηση.