ΕΔΔΑ: Δικαστικός έλεγχος φορολογικής πολιτικής

με σχόλιο Αναστάσιου Παυλόπουλου, Δικηγόρου, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Δ.Π.Θ., Υπ. Διδ. Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Α.Π.Θ.

[αναδημοσίευση από την Τριμηνιαία Επιθεώρηση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης «Το Σύνταγμα», τεύχος 3-4/2013, σελ. 696-713 (μετάφραση), 713-719 (Παρατηρήσεις)]

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Υπόθεση Ν.Μ.Κ. κατά Ουγγαρίας*

Δεύτερο Τμήμα

Αρ. προσφυγής 66529/11

Απόφαση της 14ης Μαΐου 2013

[Αιφνίδια φορολογική επιβάρυνση σε ποσοστό 52% της αποζημίωσης απόλυσης που έχει ως συνέπεια η καλόπιστη προσφεύγουσα να στερείται το μεγαλύτερο μέρος εγγυημένου δικαιώματος, που εξυπηρετεί το ειδικό κοινωνικό συμφέρον της επανένταξης αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ]

 


* Μετάφραση-επιμέλεια: Αναστάσιος Παυλόπουλος, Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Δ.Π.Θ., Υποψήφιος Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Α.Π.Θ. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον κ. Στέλιο Κουτνατζή, Λέκτορα Δημοσίου Δικαίου Νομικής Δ.Π.Θ. για την παρότρυνσή του να ασχοληθώ με το θέμα του δικαστικού ελέγχου μέτρων φορολογικής πολιτικής και την εν γένει συνδρομή του για την περάτωση της παρούσας συμβολής.

Περίληψη

Η προσφεύγουσα ενώπιον του ΕΔΔΑ ήταν δημόσια υπάλληλος, που απολύθηκε, στο πλαίσιο ενός κύματος παρόμοιων μέτρων σε όλη τη δημόσια διοίκηση.

Λόγω του γεγονότος αυτού είχε δικαίωμα να λάβει αποζημίωση απόλυσης, που αντιστοιχούσε σε μισθούς οκτώ μηνών. Η αποζημίωση αυτή φορολογήθηκε στη συνέχεια κατά τέτοιο τρόπου, που να ισοδυναμεί με μείωση του 52% του συνόλου της αποζημίωσης. Το Δικαστήριο εξέτασε τη συμβατότητα του μέτρου αυτού προς το δικαίωμα περιουσίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ: Στο πρώτο στάδιο εξετάστηκε κατά πόσον η αποζημίωση απόλυσης συνιστά περιουσιακό αγαθό, προστατευόμενο από το εν λόγω δικαίωμα. Κρίθηκε, συναφώς, πως η νομοθετικά προβλεπόμενη αποζημίωση αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη προσδοκία από την πλευρά του δημόσιου υπαλλήλου και μια υποχρέωση από την πλευρά του κράτους ως εργοδότη.

Στο δεύτερο στάδιο, το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η εξεταζόμενη φορολόγηση αποτέλεσε στέρηση της περιουσίας ή περιορισμό «προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών», κατά την έννοια της §2 του ίδιου άρθρου, καταλήγοντας στο ότι ο χαρακτηρισμός ενός γενικού μέτρου που λαμβάνεται στο πλαίσιο της προώθησης της κοινωνικής πολιτικής της αναδιανομής ως  «ρύθμιση χρήσεως» της περιουσίας και όχι ως «στέρηση» της περιουσίας δεν είναι καθοριστικός, αφού η νομιμότητα της νομοθετικής επέμβασης θα κριθεί με τα ίδια κριτήρια.

Στο τρίτο στάδιο, το ΕΔΔΑ εξέτασε τη νομιμότητα της νομοθετικής επέμβασης, με την αιτιολογία αφενός ότι προβλέπεται μέσω νόμου και αφετέρου ότι δεν θίγεται το απαιτούμενο μέτρο προστασίας κατά της αυθαιρεσίας, και απάντησε καταφατικά, με το αιτιολογικό ότι σε θέματα γενικής κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, για την οποία οι γνώμες μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία μπορεί εύλογα να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, θα πρέπει να παρέχεται στα κράτη ένα ιδιαίτερα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.

Στο τέταρτο στάδιο εξετάστηκε, εάν το επίδικο μέτρο δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το ΕΔΔΑ, απαντώντας καταφατικά, τόνισε πως η «αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης του πληθυσμού», σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον για την προστασία των δημοσίων οικονομικών και την κατανομή των κοινών βαρών, ικανοποιεί την απαίτηση της Σύμβασης για ένα νομοθετικό σκοπό, παρά την ευρύτητα του.

Στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο, εξετάστηκε κατά πόσον το υπό κρίση φορολογικό μέτρο είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι ο στόχος που επιδιώκεται με την παροχή αποζημίωσης απόλυσης είναι η βοήθεια στους εργαζόμενους που απολύθηκαν να βρουν νέα εργασία. Έτσι κατέληξε ότι τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με την απροσδόκητη και ταχεία φύση της αλλαγής του φορολογικού καθεστώτος, που έκανε οποιαδήποτε προετοιμασία σχεδόν αδύνατη για τους ενδιαφερόμενους, εξέθεσαν την αιτούσα σε σημαντικές προσωπικές δυσκολίες, με τρόπο υπερβολικό και δυσανάλογο. Επομένως, συμπέρανε ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και διέγνωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας.