Εκλογικό σύστημα και Σύνταγμα – Διάλογος

Tο bonus των 50 εδρών: ανώφελο και αντισυνταγματικό, του Χαράλαμπου Ανθόπουλου [εδώ]

Αντισυνταγματικό το “μπόνους” των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, της Λίνας Παπαδοπούλου

  1. Πώς κρίνετε συνταγματικά τον εκλογικό νόμο Παυλόπουλου και ειδικότερα τη ρύθμιση πριμοδότησης του πρώτου κόμματος με 50 επιπλέον έδρες ανεξαρτήτως του ποσοστού που θα λάβει στις εκλογές;

 

Το εκλογικό bonus των 50 (πλέον, από 40 που ήταν πριν) εδρών στο πρώτο κόμμα μπολιάζει το καταρχήν αναλογικό εκλογικό μας σύστημα με ένα στοιχείο πλειοψηφικό. Το ερώτημα είναι αν η πριμοδότηση αυτή είναι συνταγματικά ανεκτή ενόψει της αρχής της ισότητας της ψήφου. Καταρχήν, ναι, αφού η τελευταία αυτή αρχή δεν συνεπάγεται και απόλυτη ισοδυναμία της ψήφου. Η ισοδυναμία αυτή κάμπτεται προκειμένου να επιτευχθούν δύο κυρίως συνταγματικά θεμιτοί σκοποί: Πρώτον, η γεωγραφική (ή «περιγραφική», ως προς τον τόπο) αντιπροσώπευση, που επιβάλλει την εκλογή βουλευτών από όλες τις εκλογικές περιφέρειες. Ωστόσο, η κατανομή των εδρών σε εκλογικές περιφέρειες σημαίνει εξορισμού ότι κάθε έδρα δεν κερδίζεται με ίσο ακριβώς αριθμό ψήφων. Παρότι αυτό σχετικοποιεί την ισοδυναμία της ψήφου είναι απολύτως συνταγματικά θεμιτό.

Δεύτερος θεμιτός συνταγματικός σκοπός που εξυπηρετείται από τη σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου είναι  η κυβερνησιμότητα. Αυτό σημαίνει ότι το εκλογικό σύστημα πρέπει να βοηθάει και όχι να υπονομεύει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Ο σκοπός αυτός σταθμίζεται με την αρχή της ισότητας της ψήφου και άρα επιτρέπει παρεκκλίσεις από την τελευταία εφόσον και καθόσον η ενίσχυση του πρώτου κόμματος δεν είναι υπέρμετρη και υπηρετεί την κυβερνησιμότητα.

Ωστόσο, το μέγεθος της ενίσχυσης που παρέχει ο ισχύων εκλογικός νόμος (50 έδρες) δύσκολα κρίνεται ως μη υπέρμετρο. Ήδη οι 40 έδρες που έδινε ο προηγούμενος νόμος ήταν πολλές και οριακά ανεκτές συνταγματικά.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από ένα ακόμη στοιχείο: είναι λογικό και διευκολύνει το σχηματισμό κυβέρνησης να ενισχύεται το πρώτο κόμμα όταν αυτό βρίσκεται κοντά στο 50% και άρα χρειάζεται λίγο «σπρώξιμο» για να σχηματίσει κυβέρνηση. Έτσι για παράδειγμα είναι λογικό και υπηρετεί το σκοπό της κυβερνησιμότητας να κερδίζει το bonus εδρών ένα κόμμα που έχει λάβει τουλάχιστον 40% των ψήφων. Το να αποκλειστεί το κόμμα αυτό από την Κυβέρνηση –όπως θα μπορούσε θεωρητικά να γίνει αν δεν απολάμβανε της κατ’ αποτέλεσμα ενίσχυσής του- θα ήταν αντιπλειοψηφικό και ως τέτοιο αντιδημοκρατικό. Αντίθετα, όταν το κόμμα υπολείπεται κατά πολύ του ποσοστού αυτού (π.χ. λαμβάνει ποσοστά κατώτερα του 35%), η πριμοδότησή του όχι μόνο δεν διευκολύνει αλλά μάλλον δυσκολεύει το σχηματισμό Κυβέρνησης από τα υπόλοιπα κόμματα. Αν αυτό ισχύει, τότε δεν υπηρετείται ο συνταγματικά θεμιτός σκοπός της κυβερνησιμότητας, αλλά αντιθέτως αυτός υποσκάπτεται. Συνεπώς, η σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου, ως έκφανσης της ισότητας αυτής, δεν υπηρετεί πλέον συνταγματικά θεμιτό σκοπό, και άρα πρέπει να κριθεί ως αντισυνταγματική.

 

  1. Από τι εξαρτάται η επίτευξη αυτοδυναμίας από το πρώτο κόμμα και ποιο είναι ένα ασφαλές ποσοστό για αυτοδυναμία;

Καταρχάς και κυρίως από το εκλογικό ποσοστό που θα κερδίσει. Σκεφτείτε ότι οι 50 έδρες του αποδίδονται αυτόματα λόγω της πρωτιάς του. Άρα, μένουν άλλες 250 να μοιραστούν, και το πρώτο κόμμα, αφού έχει ήδη λάβει τις 50 ως πριμοδότηση, χρειάζεται άλλες 101 τουλάχιστον από τις διανεμόμενες 250 για να έχει αυτοδυναμία. Άρα ένα ποσοστό γύρω στο 40% δίνει αυτοδυναμία. Μπορεί όμως και λίγο μικρότερο να αρκέσει, αν πολλά μικρά κόμματα μείνουν εκτός Βουλής, εφόσον δεν έχουν περάσει το κατώφλι του 3% των εγκύρων ψήφων σε όλη την επικράτεια. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα έγκυρα δε συμπεριλαμβάνονται τα λευκά ψηφοδέλτια.

 

  1. Σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας ο νέος εκλογικός νόμος προβλέπει κυβερνήσεις συνεργασίας; 

Ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας (αλλά όχι μόνο) προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 37 παρ. 2 και 3. Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

Άρθρο 37 παρ. 2 εδ. β΄: « κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.

  1. Aν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες.»

Συνεπώς, το Σύνταγμα, αν μπορούμε να μιλήσουμε γι αυτό σαν να ήταν πρόσωπο, «επιθυμεί» το σχηματισμό κυβέρνησης, δηλαδή ευνοεί την κυβερνησιμότητα έναντι της ακυβερνησίας. Αλλά σίγουρα δεν ταυτίζει την κυβερνησιμότητα με τη μονοκομματική κυβέρνηση, δηλ. την αυτοδυναμία, αλλά δίνει τη δυνατότητα στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να βρουν τους κατάλληλους συμμάχους και να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού.

Αν η Βουλή έχει τέτοια σύνθεση που δεν μπορεί να αναδείξει κυβέρνηση (είτε μονοκομματική είτε συμμαχική) τότε αναγκαστικά διαλύεται, δηλαδή ξαναγίνονται εκλογές. Γι αυτό και μπορεί να λέει ο κ. Σαμαράς ότι ο ίδιος δεν θα συμπράξει και άρα (αφού προϋποθέτει ότι θα είναι πρώτο κόμμα) χωρίς τη ΝΔ δεν θα μπορεί να σχηματιστεί Κυβέρνηση και άρα θα πάμε αναγκαστικά ξανά μέσα σε 30 μέρες σε εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν από μια εκλογική κυβέρνηση (δηλ. μια κυβέρνηση που δεν θα κυβερνάει αλλά ως μοναδικό της σκοπό θα έχει να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές).

 

  1. Τι ακριβώς γίνεται με τις διερευνητικές εντολές;

 

Η διερευνητική εντολή δεν είναι μια νομική απόφαση, αλλά μια πολιτική δυνατότητα. Ο αρχηγός του πρώτου κόμματος έχει για τρεις ημέρες την πρωτοβουλία αναζήτησης συμμαχιών, αν βεβαίως το επιθυμεί. Αν όχι (π.χ. ο κ. Σαμαράς δήλωσε πως δεν θα ήθελε να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας), ή πάντως με την παρέλευση τριών ημερών, τότε η εντολή πάει στα χέρια του αρχηγού του 2ου σε ψήφους κόμματος και έπειτα στον αρχηγό του τρίτου. Βεβαίως, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο και αν είμαστε, εφόσον υπάρξει συμμαχία των κομμάτων ικανή να στηρίξει κυβέρνηση, η διαδικασία διακόπτεται και οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν συμφωνήσει να κυβερνήσουν δηλώνουν υπεύθυνα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στο λαό ότι έχουν την απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή για να σχηματίσουν Κυβέρνηση και προτείνουν το πρόσωπο που επιθυμούν να γίνει Πρωθυπουργός. Σημειωτέον, ότι Πρωθυπουργός δεν χρειάζεται να είναι ο Πρόεδρος του μεγαλύτερου από τα συνεργαζόμενα κόμματα ούτε καν ένας από τους αρχηγούς, Μπορεί να είναι και άλλο πρόσωπο, είτε βουλευτής είτε όχι.

Μάλιστα, η πρόνοια για αποτροπή της ακυβερνησίας (ακόμη και σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας) φαίνεται και από το γεγονός ότι η νέα Κυβέρνηση χρειάζεται να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία όμως, σύμφωνα με μία τουλάχιστον άποψη, αρκεί να συνίσταται στην απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (και όχι του όλου αριθμού των βουλευτών), αρκεί ο συνολικός αριθμός όσων δώσουν θετική ψήφο να είναι τουλάχιστον 120 (άρθρο 84 παρ. 6 Σ.).

Γι αυτό και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας, ανέφερε πρόσφατα για την πιθανότητα να δεχτεί και από τον Πρόεδρο του κόμματος «Ανεξάρτητοι Έλληνες» «ψήφο ανοχής». Αυτό μπορεί υποθετικά να συμβεί στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τρίτο σε δύναμη κόμμα και -υπό την προϋπόθεση ότι η ΝΔ δεν θα δεχτεί να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ, όπως έχει διαμηνύσει ο Πρόεδρός της, κ. Σαμαράς- ο κ. Τσίπρας λάβει –μετά τους αρχηγούς των δύο πρώτων κομμάτων- τη διερευνητική εντολή. Αυτό που πρότεινε ο κ. Τσίπρας για «ψήφο ανοχής» σημαίνει (υποθετικά) ότι οι βουλευτές του Καμμένου δεν θα είναι παρόντες μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων, και με αυτό τον τρόπο οι παρόντες θα είναι λιγότεροι από 300 και άρα η Κυβέρνηση θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης με λιγότερους των 151 βουλευτών (υπό την προϋπόθεση ότι θα την υπερψήφιζαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα πλην του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ).

 

 

  1. Πώς μοιράζονται οι έδρες;

Οι έδρες μοιράζονται με βάση τον αριθμό των ψήφων που έλαβε κάθε κόμμα. Καταρχάς, 50 έδρες πηγαίνουν αυτόματα στο πρώτο κόμμα, όπως προείπαμε. Επίσης, αποκλείονται από την κατανομή των εδρών όσα κόμματα δεν έχουν πιάσει το 3% των ψήφων σε επίπεδο επικράτειας. Η κατανομή των υπόλοιπων (250) εδρών γίνεται με βάση τον αριθμό των ψήφων που έλαβε κάθε κόμμα σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Καταρχάς διαιρείται ο αριθμός εγκύρων ψήφων (των κομμάτων που δικαιούνται εδρών) δια του αριθμού των εδρών για να έχουμε το εκλογικό μέτρο. Όσες φορές χωράει το εκλογικό μέτρο στον αριθμό των ψήφων που έλαβε ένα κόμμα, τόσες είναι οι έδρες που πρέπει να λάβει το κόμμα αυτό. Οι έδρες που περισσεύουν πηγαίνουν στο κόμμα με το μεγαλύτερο υπόλοιπο.

Το επόμενο ερώτημα είναι σε ποιες περιφέρειες παίρνει κάθε κόμμα τις έδρες που δικαιούται. Η διαδικασία είναι ανάλογη με την προηγούμενη με τη διαφορά ότι εδώ για να βγει το εκλογικό μέτρο διαιρούμε τον αριθμό όλων των εγκύρων ψήφων δια του αριθμού των εδρών της περιφέρειας. Έτσι κάθε περιφέρεια έχει διαφορετικό εκλογικό μέτρο (εξού και είπαμε στην αρχή ότι και μόνο η ύπαρξη εκλογικών περιφερειών σχετικοποιεί την ισοδυναμία της ψήφου, αφού κάθε έδρα αντιστοιχεί σε διαφορετικό αριθμό ψήφων). Για να δούμε πόσες έδρες παίρνει κάθε συνδυασμός σε μια εκλογική περιφέρεια διαιρούμε τον αριθμό των εγκύρων ψήφων που έλαβε δια του εκλογικού μέτρου. Το πηλίκο της διαίρεσης κατά το ακέραιο μέρος του (όχι τα δεκαδικά) μας δίνει τον αριθμό των εδρών. Από τη διαδικασία αυτή, δεδομένου ότι τα δεκαδικά δεν δίνουν έδρα, μας μένουν κάποιες έδρες αδιάθετες.

Στα στάδιο αυτό (2η κατανομή) μετρούμε: πόσες έδρες δικαιούται ο συνδυασμός πανελλαδικά (σύμφωνα με την πρώτη μέτρηση των πανελλαδικών ποσοστών); Πόσες έχει πάρει στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες (βάση της διαίρεσης των ψήφων σε κάθε περιφέρεια με το εκλογικό μέτρο); Πόσες ακόμη πρέπει να πάρει; Στο στάδιο αυτό το πρώτο κόμμα παίρνει και τις 50 έδρες της πριμοδότησης. Οι συνδυασμοί παίρνουν τις έδρες που δικαιούνται, επιπλέον αυτών που ήδη πήραν στις περιφέρειες με την πρώτη κατανομή, σε εκείνες τις περιφέρειες όπου έχουν το μεγαλύτερο υπόλοιπο ψήφων (μεγαλύτερο δεκαδικό ψηφίο στο πηλίκο της διαίρεσης ψήφων δια εκλογικού μέτρου).

 

 

  1. Η λευκή ψήφος ως έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας θεωρείται έγκυρη ψήφος ή πηγαίνει υπέρ του πρώτου κόμματος;

Η λευκή ψήφος δεν προσμετράται στις έγκυρες ψήφους. Συνεπώς ούτε (κενή) έδρα εκλέγει, ούτε στον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου επιδρά.

Το 2005 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την με αριθμό 12/2005 απόφασή του είχε ανατρέψει προηγούμενη σταθερή νομολογία του ίδιου αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας και είχε καταλήξει (πλειοψηφία 6 προς 5) στο συμπέρασμα η εξαγωγή του εκλογικού μέτρου χωρίς να συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι θίγει τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις […] συνταγματικές διατάξεις και αυτό επειδή η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, και άρα θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Με μεταγενέστερη διάταξη (άρθρο 1 του Ν. 3434/2006) προβλέφθηκε ρητά ότι οι λευκές ψήφοι δεν συνυπολογίζονται για το εκλογικό μέτρο και έτσι επιστρέψαμε στην προηγούμενη πρακτική που ακολουθούνταν σταθερά και όπως είπαμε δεν αμφισβητήθηκε παρά στη μοναδική περίπτωση της απόφασης 12/2005 από τα ελληνικά Δικαστήρια.

 

  1. Η ψήφος σε κόμματα με μικρό ποσοστό, κάτω του 3% (ελάχιστο όριο για την είσοδο στη Βουλή) μειώνει τη δύναμη των μεγάλων κομμάτων ή αντιθέτως τα ενισχύει;

Ενισχύει τη δύναμη του πρώτου κόμματος έμμεσα, υπό την έννοια ότι αν πολλά μικρά κόμματα μείνουν εκτός Βουλής, μειώνεται το ποσοστό που απαιτείται να πιάσει το πρώτο κόμμα για να κερδίσει αυτοδυναμία.

 

  1. Υπάρχει κάποιο ποσοστό αποχής, λευκών και ακύρων, πέραν του οποίου θα είναι υποχρεωτική η προκήρυξη νέων εκλογών;

Όχι, όσο και αν είναι αυτό το ποσοστό, το αποτέλεσμα είναι νόμιμο, δηλ. οι προαναφερθείσες διαδικασίες για κατανομή εδρών και σχηματισμό κυβέρνησης ακολουθούνται κανονικά.

Άλλο είναι το ζήτημα της νομιμοποίησης: αν η αποχή είναι μεγάλη ή το ποσοστό των λευκών πολύ υψηλό, η Κυβέρνηση που θα προκύψει (αν προκύψει) θα είναι νόμιμη, αλλά θα απολαύει μικρότερης, πιο αδύναμης, πολιτικής νομιμοποίησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Κυβέρνηση θα είναι νόμιμη, αφού νομιμότητα σημαίνει ότι όλα έγιναν σύμφωνα με το νόμο, αλλά θα πάσχει η πολιτική της νομιμοποίηση που σημαίνει ότι μπορεί να πήρε την πλειοψηφία της Βουλής αλλά έχει τη μειοψηφία του λαού.