Η πιστοποίηση άριστης γνώσης της γερμανικής γλώσσας και η γραμματική ερμηνεία του π.δ. 50/2001 από την πλευρά της Διοίκησης

Ελευθέρογλου Εμμανουήλ, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, Μ.Δ.Ε στο Δημόσιο Δίκαιο και τις ΠολιτικέςΕπιστήμες του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

      Διάγραμμα

Ι. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

ΙΙ. Τα ενιαία Ευρωπαϊκά κριτήρια στην πιστοποίηση γνώσης αλλοδαπής γλώσσας

ΙΙΙ. Σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με ιδιοκτήτη το Γερμανικό Κράτος

ΙV. Πιστοποιητικά ισοτιμίας και Νομολογία του ΣτΕ, Διοικητικού Εφετείου

V. Απουσία συστηματικής ερμηνείας του Νόμου από την πλευρά της Διοίκησης και παράβαση νόμου (Υπουργική Απόφαση Π 23// 2008)

VI. Γνωμοδοτήσεις από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στον αντίποδα της ερμηνείας της διοίκησης

VII. Επίμετρο- Θεραπεία

 

Ι. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Η προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων στην πλειονότητα τους ανάμεσα στις άλλες προϋποθέσεις που θέτουν , θέτουν συνήθως και την «άριστη» γνώση μιας ξένης γλώσσας ή την «πολύ καλή» ή την «καλή» γνώση από τον υποψήφιο. Η άριστη αυτή γνώση πιστοποιείται με τους τρόπους που ρητά αναφέρονται στο άρθρο 28 του Π.Δ 50/2001. Συγκεκριμένα για τη Γερμανική γλώσσα που θα εξεταστεί και στο παρόν, είναι οι εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΠΔ 50/2001 παράγραφος 2 και εδάφιο ν ορίζεται ότι «Λοιποί τίτλοι ή πιστοποιητικά που πιστοποιούν την άριστη γνώση της ξένης γλώσσας και που αναγνωρίζονται από τον αρμόδιο φορέα πιστοποίησης γλωσσομάθειας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Μεταβατικά και μέχρι τον καθορισμό των συγκεκριμένων τίτλων ή πιστοποιητικών της παραπάνω περίπτωσης ορίζει ο Πίνακας εξειδίκευσης του Α.Σ.Ε.Π στον οποίο παραπέμπει το ΠΔ 50/2001 με το «πρώτο εδάφιο της περ. Α αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 παρ. 1 ΠΔ 116/2006, ΦΕΚ Α 115/9.6.2006. Στην παρ.2 του αυτού άρθρου του Π.Δ/τος ορίζεται ότι Πιστοποιητικά φορέων, τα οποία ως τη δημοσίευση του παρόντος έχουν γίνει αποδεκτά από το Α.Σ.Ε.Π ως αποδεικτικά γνώσης ξένης γλώσσας σε οποιοδήποτε επίπεδο, δεν θίγονται». 

 
Συγκεκριμένα για την Γερμανική γλώσσα:

 Άριστη γνώση (Γ2/C2):

  • Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2 του ν.2740/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.19 του άρθρου 13 του ν.3149/2003.

  • Πιστοποιητικό (), του Πανεπιστημίου – του Μονάχου και του Ινστιτούτου .

  • DEUTSCHES SPRACHDIPLOM (KDS), του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και του Ινστιτούτου Goethe.

  • OBERSTUFENPRUFUNG (ZOP) του Ινστιτούτου Goethe.

  • V.B.L.T. Professionales Leben του Πανεπιστημίου Γενεύης.

 

Αυτά είναι τα ενδεικτικά πτυχία που αποδεικνύουν γνώσεις σε άριστο επίπεδο της Γερμανικής γλώσσας. Στο ίδιο διάταγμα αναφέρονται και γενικοί τρόποι κτήσης άριστης γνώσης κάθε γλώσσας άρα και της Γερμανικής. Συγκεκριμένα και όπως ακριβώς αναφέρεται στις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος και συγκεκριμένα στο άρθρο 28.

 

 Η άριστη γνώση της ξένης γλώσσας αποδεικνύεται και με τους εξής τρόπους:
(i) Με Πτυχίο Ξένης Γλώσσας και Φιλολογίας ή Πτυχίο Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας ΑΕΙ της ημεδαπής ή αντίστοιχο και ισότιμο σχολών της αλλοδαπής,
(ii) Με Πτυχίο, προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή διδακτορικό δίπλωμα οποιουδήποτε αναγνωρισμένου ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της αλλοδαπής,
(iii) Με Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2 ,
(iv) Με Απολυτήριο τίτλο ισότιμο των ελληνικών σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφόσον έχει αποκτηθεί μετά από κανονική φοίτηση τουλάχιστον έξι ετών στην αλλοδαπή.

 

 

 

Με αυτό το υλικό καλείται η διοίκηση να κρίνει αντικειμενικά τους πολίτες υποψηφίους για να εξετάσει αν πληρούνται      οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για συμμετοχή στον εκάστοτε διαγωνισμό του δημοσίου.

 

 

 

 

ΙΙ. Τα ενιαία Ευρωπαϊκά κριτήρια στην πιστοποίηση γνώσης αλλοδαπής γλώσσας

 

 

Συγκεκριμένα στο Άρθρο 165

(πρώην άρθρο 149 της ΣΕΚ)

1. Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία.

Η Ένωση συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τις ιδιαιτερότητές του, τις δομές του που βασίζονται στον εθελοντισμό καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο.

2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο:

— να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας, μέσω ιδίως της εκμάθησης και της διάδοσης των γλωσσών των κρατών μελών,

— να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών,

— να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,

— να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών μελών,

— να ευνοεί την ανάπτυξη των ανταλλαγών νέων, καθώς και οργανωτών κοινωνικομορφωτικών δραστηριοτήτων, και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των νέων στο δημοκρατικό βίο της Ευρώπης,

— να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως,

— να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση του αθλητισμού, προάγοντας τη δικαιότητα και τον ανοιχτό χαρακτήρα των αθλητικών αναμετρήσεων και τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων για τον αθλητισμό φορέων, καθώς και προστατεύοντας τη σωματική και ηθική ακεραιότητα των αθλητών, ιδίως των νεότερων μεταξύ τους.

3. Η Ένωση και τα κράτη μέλη ευνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα παιδείας και αθλητισμού, και ειδικότερα με το Συμβούλιο της Ευρώπης.

 

 

 

 Στο Άρθρο 197 ορίζεται ότι

 

  1. Η αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη, που είναι ουσιώδους σημασίας για την καλή λειτουργία της Ένωσης, θεωρείται ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος.

 

Και στο Άρθρο 45

(πρώην άρθρο 39 της ΣΕΚ)

  1. Εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης.

 

 

Επίσης σύμφωνα με το

Άρθρο 45

 

 

Ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής

  1. Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών

 αλλά και το Άρθρο 20

 όπου ορίζεται ότι «Ισότητα έναντι του νόμου» και

 ότι Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου.

 

Όλες οι προαναφερθείσες αρχές και διατάξεις οδήγησαν στο να πιστοποιείται ενιαία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο τρόπος πιστοποίησης μίας ευρωπαϊκής γλώσσας και αυτός είναι το κωδικοποιημένο σύστημα Α1/Α2, Β1/Β2, Γ1/Γ2 ως αποτέλεσμα του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης που προέκυψε σαν αποτέλεσμα από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Συνεπώς όχι μόνο πιστοποιείται από το Γερμανικό κράτος, το οποίο είναι και το αρμόδιο η γνώση της γερμανικής γλώσσας με τον παρόν τρόπο ως (Γ2) άριστη αλλά αυτό γίνεται και με ενιαία ευρωπαϊκά κριτήρια.

 

 

Συγκεκριμένα το κοινό πλαίσιο αναφοράς για τις γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αναφέρεται υποχρεωτικά και στον επίσημο τύπο βιογραφικού Γιούροπας (Europass) ονομάζεται εν συντομία Κ.Ε.Π.Α.

 

Κοινά Επίπεδα Αναφοράς: σφαιρική κλίμακα

 

 

Ικανός

χρήστης

 

Γ2/C2

 

Μπορεί να κατανοήσει με ευκολία σχεδόν όλα όσα ακούει ή διαβάζει.

Μπορεί να κάνει περιλήψεις με βάση πληροφορίες που προέρχονται

από διαφορετικές προφορικές ή γραπτές πηγές, ανασυνθέτοντας

επιχειρήματα και περιγραφές σε μια συνεκτική παρουσίαση. Μπορεί

να εκφραστεί αυθόρμητα, με μεγάλη άνεση και ακρίβεια,

διαχωρίζοντας λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις ακόμα και σε

ιδιαίτερα σύνθετες περιστάσεις.

 

Γ1/C1

 

 

Μπορεί να κατανοήσει ένα ευρύ φάσμα απαιτητικών, μακρoσκελών

κειμένων και να αναγνωρίσει σημασίες που υπονοούνται. Μπορεί να

εκφραστεί άνετα και αυθόρμητα χωρίς να φαίνεται συχνά πως

αναζητά εκφράσεις. Μπορεί να χρησιμοποιεί τη γλώσσα ευέλικτα και

αποτελεσματικά για κοινωνικούς, ακαδημαϊκούς και επαγγελματικούς

σκοπούς. Μπορεί να παραγάγει σαφή, καλά διαρθρωμένα, λεπτομερή

κείμενα για σύνθετα θέματα, επιδεικνύοντας ελεγχόμενη χρήση

οργανωτικών σχημάτων, συνδετικών στοιχείων και μηχανισμών

συνοχής.

 

 

Ανεξάρτητος

Χρήστης

 

Β2/B2

 

 

Μπορεί να κατανοήσει τις κύριες ιδέες ενός σύνθετου κειμένου, τόσο

για συγκεκριμένα, όσο και για αφηρημένα θέματα,

συμπεριλαμβανομένων συζητήσεων πάνω σε τεχνικά ζητήματα της

ειδικότητάς του. Μπορεί να συνδιαλλαγεί με κάποια άνεση και

αυθορμητισμό που καθιστούν δυνατή τη συνήθη επικοινωνία με

φυσικούς ομιλητές της γλώσσας χωρίς επιβάρυνση για κανένα από τα

δύο μέρη. Μπορεί να παραγάγει σαφές, λεπτομερές κείμενο για ένα

ευρύ φάσμα θεμάτων και να εξηγήσει μια άποψη πάνω σε ένα

κεντρικό ζήτημα, δίνοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των

διαφόρων επιλογών.

 

 

Β1/B1

 

 

Μπορεί να κατανοήσει τα κύρια σημεία που του παρουσιάζονται με

σαφήνεια και χωρίς αποκλίσεις από τον κοινό γλωσσικό τύπο και που

αφορούν θέματα που συναντώνται τακτικά στη δουλειά, στο σχολείο,

στον ελεύθερο χρόνο, κτλ. Μπορεί να χειριστεί καταστάσεις που είναι

πιθανό να προκύψουν στη διάρκεια ενός ταξιδιού σε μια περιοχή

όπου ομιλείται η γλώσσα. Μπορεί να παραγάγει απλό κείμενο σχετικό

με θέματα που γνωρίζει ή που τον αφορούν προσωπικά. Μπορεί να

περιγράψει εμπειρίες και γεγονότα, όνειρα, ελπίδες και φιλοδοξίες και

να δώσει συνοπτικά λόγους και εξηγήσεις για τις γνώμες και τα σχέδιά

του.

 

 

Βασικός

Χρήστης

 

 

Α2/A2

 

 

Μπορεί να κατανοήσει προτάσεις και εκφράσεις που

χρησιμοποιούνται συχνά και που σχετίζονται με περιοχές που είναι

άμεσα συναφείς (π.χ. πολύ βασικές ατομικές και οικογενειακές

πληροφορίες, αγορές, τοπική γεωγραφία, εργασία). Μπορεί να

επικοινωνήσει σε απλά και συνηθισμένα καθήκοντα που απαιτούν

απλή και απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών για θέματα που του

είναι οικεία και για θέματα ρουτίνας. Μπορεί να περιγράψει με απλά

λόγια πτυχές του ιστορικού του, του άμεσου περιβάλλοντός του

καθώς και θέματα άμεσης ανάγκης.

 

 

Α1/A1

 

 

Μπορεί να κατανοήσει και να χρησιμοποιήσει καθημερινές εκφράσεις

που του είναι οικείες και πολύ βασικές φράσεις που έχουν στόχο την

ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. Μπορεί να συστηθεί και να

συστήσει άλλους και μπορεί να ρωτήσει και να απαντήσει ερωτήσεις

που αφορούν προσωπικά στοιχεία, όπως το πού μένει, τα άτομα που

γνωρίζει και τα πράγματα που κατέχει. Μπορεί να συνδιαλλαγεί με

απλό τρόπο υπό την προϋπόθεση ότι ο συνομιλητής του μιλάει αργά

και καθαρά και είναι διατεθειμένος να βοηθήσει

 

 

 

ΙΙΙ. Σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με ιδιοκτήτη το Γερμανικό Κράτος

 

 

Στα πλαίσια της γερμανικής φιλοδοξίας για γερμανικό «πολιτισμικό Imperium» και κυρίως με την κρατική περαιτέρω ενίσχυση της εποχής της καγκελαρίας του Χέλμουτ Κολ (γερμ. Helmut Kohl) άνθησαν παγκοσμίως γερμανικά σχολεία από την Αργεντινή και το Γιοχάνεσμπουργκ μέχρι την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αυτά τα σχολεία είχαν ιδιοκτήτη το Γερμανικό Κράτος . Οι μαθητές αυτών των σχολείων ήταν αποκλειστικά Γερμανικής Υπηκοότητας ή και της οικείας χώρας που εδράζονταν το σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το πρόγραμμα όμως γίνονταν αποκλειστικά στα Γερμανικά και για τις δύο κατηγορίες. Απλώς στην πρώτη , διδάσκονταν ξένη γλώσσα (τη γλώσσα της έδρας του σχολείου) και στη δεύτερη κατηγορία Γερμανικά σχεδόν κάθε μέρα για έξι χρόνια. Ταυτόχρονα μαθήματα υποχρεωτικά ακόμα και θεωρητικής κατεύθυνσης (εξεταζόμενα στις Πανελλήνιες Εξετάσεις για εισαγωγή στα Ανώτατα Εκπαιδευτήρια Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης) , όπως Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά αλλά ακόμα και Μαθηματικά γίνονταν στα Γερμανικά. Στο τέλος της εξαετούς φοίτησης ακολουθούσαν διπλές εξετάσεις εισαγωγής σε Τριτοβάθμια Ιδρύματα, δηλαδή και αυτές του Γερμανικού κράτους (Abitur) αλλά παράλληλα και της οικείας χώρας όπως οι δικές μας Πανελλήνιες εξετάσεις. Με την επιτυχή κτήση του «Abitur», λάμβανε ταυτόχρονα ο επιτυχών και πιστοποιητικό ισοτιμίας από το Γερμανικό προξενείο ότι κατέχει γνώσεις Γερμανικής γλώσσας Άριστες. Συγκεκριμένα αναφέρει « Ο επιτυχών κατέχει γνώσεις στη Γερμανική Γλώσσα αντίστοιχες τουλάχιστον αυτών που απαιτούνται για το Γερμανικό Δίπλωμα Γλώσσας της Συνδιάσκεψης Υπουργών Παιδείας των Ομοσπονδιακών Κρατιδίων της Γερμανίας Βαθμίδα ΙΙ ( Deutsches Sprachdiplom der Kultusministerkonferenz Stufe II) βαθμίδα που αναγνωρίζεται ως η πιο υψηλή που υπάρχει και είναι ισότιμη καθολοκληρίαν με το KLEINES DEUTSCHES SPRACHDIPLOM (KDS), του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και του Ινστιτούτου Goethe. διότι την ισοτιμία αυτήν την πιστοποιεί το Γερμανικό κράτος και όχι μια οποιαδήποτε αρχή. Δεν είναι μια αμφίβολη πιστοποίηση ισοτιμίας αντιθέτως είναι η κατάκτηση του ίδιου πτυχίου από άλλη οδό και συγκεκριμένα παίρνοντας απολυτήριο γερμανικού σχολείου και όχι ελληνικού (Abitur). Ταύτη την επικύρωση κατάκτησης γνώσεων ίσες τουλάχιστον με το πτυχίο KLEINES DEUTSCHES SPRACHDIPLOM (KDS), του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και του Ινστιτούτου Goethe την αναλαμβάνει όπως είναι αρμόδιο το οικείο προξενείο. Υπάρχουν πιο απλά ,δύο τρόποι κατάκτησης αυτού του πτυχίου το οποίο προβλέπεται ενδεικτικά από τον πίνακα του Α.Σ.Ε.Π και το άρθρο 28 του ΠΔ 50/2001 ως μία εκ των πιστοποιήσεων άριστης γνώσης της γερμανικής γλώσσας. Για τους μαθητές αλλόγλωσσων (όχι γερμανικών δηλαδή) σχολείων –έστω και διφυών όπως η ελληνογερμανική αγωγή- ο τρόπος αυτός είναι η εξέταση τους στις αρμόδιες εξετάσεις για την κτήση του επίδικου πτυχίου .Για τους μαθητές γερμανικών σχολείων όμως που αναγνωρίζονται και από την ελληνική νομοθεσία ως τέτοια είναι η επιτυχής εξέταση του μαθητή στις εξετάσεις του Αbitur. Αυτές τις εξετάσεις τις δίνει κάθε μαθητής που θέλει να προχωρήσει στη γερμανική τριτοβάθμια εκπαίδευση και ταυτόχρονα με την επιτυχία του πιστοποιεί και το γερμανικό κράτος την άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας. Στα κράτη που λειτουργούν γερμανικά σχολεία η πιστοποίηση αυτή γίνεται από το γερμανικό Προξενείο προφανώς, όπως και το πιστοποιητικό ελληνομάθειας σε κάποιο ελληνικό σχολείο της Γερμανίας για παράδειγμα ,γίνεται από την ελληνική Πρεσβεία ή Προξενείο παρότι ο μαθητής

(Έλληνας η αλλοδαπός σε ελληνικό σχολείο) έχει δώσει κανονικά πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση όπως ο μαθητής σε γερμανικό σχολείο δίνει το λεγόμενο Abitur για εισαγωγή στην Γερμανική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το πιστοποιητικό γλωσσομάθειας συνεπώς είναι παρεπόμενο στοιχείο της επιτυχίας του μαθητή πρόσβασης σε γερμανικά ,στην περίπτωση μας, ανώτατα ιδρύματα.

 

 

 

 

ΙV. Πιστοποιητικά ισοτιμίας και Νομολογία του ΣτΕ, Διοικητικού Εφετείου

 

 

Στην απόφαση 2508/2009 του ΔΕΦ ΑΘ (ΑΚΥΡ) ορίζεται μεταξύ άλλων ότι «Κρίση ότι εφόσον η σε επίπεδο γλωσσομάθειας Β2 (Lower) γνώση της Αγγλικής αποδεικνύεται με τίτλο από φορέα, ο οποίος κατά το χρόνο απονομής του τίτλου ήταν αναγνωρισμένος από το αγγλικό κράτος, μη νομίμως δεν λαμβάνεται υπόψη» 
Ακόμα ορίζει ότι «Επειδή, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2740/1999 (φ. Α` 186), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 19 περιπτ. α` του άρθρου 13 του ν. πιστοποιητικό γλωσσομάθειας τη γνώση της ξένης γλώσσας είναι το επίπεδο Α1 για τη στοιχειώδη γνώση, το επίπεδο Α2 για τη βασική γνώση, το επίπεδο Β1 για τη μέτρια γνώση, το επίπεδο Β2 για την καλή γνώση, το επίπεδο Γ1 για την πολύ καλή γνώση και το επίπεδο Γ2 για την άριστη γνώση της ξένης γλώσσας καθώς και με τίτλους ή πιστοποιητικά που χορηγούνται από φορείς πιστοποιημένους από τον αρμόδιο φορέα πιστοποίησης γλωσσομάθειας του Υπουργείου Εθνικής 
Παιδείας και Θρησκευμάτων ή μεταβατικά και μέχρι τον καθορισμό των ως άνω πιστοποιημένων από το ΥΠ.Ε.Π.Θ. φορέων, η ως άνω γνώση της ξένης γλώσσας, ειδικότερα δε της εν προκειμένω ένδικης που είναι η Αγγλική, γίνεται από τα Πανεπιστήμια Cambridge ή Michigan ή από φορείς, πανεπιστημιακούς ή μη, πιστοποιημένους ή αναγνωρισμένους από την αρμόδια αρχή της οικείας χώρας για να διενεργούν εξετάσεις και να χορηγούν πιστοποιητικά γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στο προαναφερόμενο επίπεδο.
Επομένως, εφόσον η σε επίπεδο γλωσσομάθειας Β2 (Lower) 
γνώση υπό της αιτούσας της Αγγλικής αποδεικνύεται εν προκειμένω με τίτλο φορέα, ο οποίος κατά το χρόνο απονομής του τίτλου ήταν αναγνωρισμένος από το αγγλικό κράτος προκειμένου να διενεργεί εξετάσεις και να χορηγεί πιστοποιητικά γνώσης της Αγγλικής στο προαναφερόμενο επίπεδο, μη νομίμως και ειδικότερα κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 3 του ΠΔ 50/2001, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν και ισχύουν δεν ισχύει και το παρόν για τη Γερμανική Γλώσσα»

 

Συνεπώς και με βάση τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας καθώς και της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας των ελλήνων πολιτών στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας εκάστου ( άρθρα 4 παρ/φοι 1 και 4 και 5 παρ 1 του Συντάγματος) αυτό ισχύει αντίστοιχα και για τη Γερμανική Γλώσσα.

 

Αν δεν ερμηνευθεί αυτό έτσι από τη διοίκηση όπως συμβαίνει άλλωστε παγίως τόσα χρόνια, υπάρχει καταφανής παρερμηνεία της διάταξης του άρθρου 28 παρ. 2 στοιχείο (iv) του ΠΔ 50/2001 και του πίνακα εξειδίκευσης του Α.Σ.Ε.Π που αυτό παραπέμπει.

 

Στο στοιχείο αυτό ορίζεται ρητά πως

 

«Η γνώση οποιασδήποτε ξένης γλώσσας σε επίπεδο άριστο διαπιστώνεται με το οικείο κατά περίπτωση γλώσσας απολυτήριο τίτλο ισότιμο των ελληνικών σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφόσον έχει αποκτηθεί μετά από κανονική φοίτηση τουλάχιστον έξι ετών, στην αλλοδαπή,»

 

Προφανώς η λέξη στην αλλοδαπή δε σημαίνει στην αλλοδαπή χώρα δίοτι αυτό θα δημιουργούσε παράνομη διάκριση μεταξύ των γερμανικών σχολείων απανταχού της γης παραβιάζοντας έτσι και το άρθρο 45 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των πολιτών της Ευρωπαικής Ένωσης για ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής (απόφαση 0220/2012 ΔΕΚ και απόφαση 4-12/2008 του ΔΕΚ επίσης) . Των σχολείων δηλαδή που έχουν ιδιοκτήτη το Γερμανικό Κράτος και όχι των ιδιωτικών σχολείων που διδάσκουν και γερμανικά ανάμεσα στα άλλα, όπως η Ελληνογερμανική αγωγή που προαναφέρθηκε. Τα σχολεία του Γερμανικού Κράτους που βρίσκονται σε πολλές χώρες του κόσμου λειτουργούν με την ίδια εκπαιδευτική νομοθεσία και πρόγραμμα και καταλήγουν στις εξετάσεις για την κατάκτηση του γερμανικού απολυτηρίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Abitur).

 

Η λέξη «στην αλλοδαπή» σημαίνει προφανώς στην αλλοδαπή γλώσσα γεγονός που έχει απαντηθεί και νομολογιακά στην απόφαση 48/2009 του ΣΤΕ.

 

Σε αυτήν την απόφαση ορίζεται πως « για την κατάληψη της επίδικης θέσης απαιτείτο και η άριστη ή η πολύ καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας» και ορίζει και «Δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το προσόν αυτό».

Συγκεκριμένα και όταν η παρούσα απόφαση του ΣτΕ (48/2009) προχωράει σε ερμηνεία της κάθε διάταξης ,παραγράφου και εδαφίου του άρθρου 28 του Πδ 50/2001 αναφέρεται και στο επίδικο εδάφιο (άρθρου 28 παράγραφος 2 στοιχείο (iv) του ΠΔ 50/2001) ως « Με απολυτήριο τίτλο ισότιμο των ελληνικών σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της οικείας γλώσσας».

Η αδιάστικτη αυτή διατύπωση του ΣτΕ επικυρώνει ότι το Διάταγμα αναφέρεται «στην αλλοδαπή γλώσσα» και όχι χώρα και έτσι θεραπεύονται οι προβληματικές που αγγίζουν βασικές κοινοτικές και συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες.

 

 

Το προαναφερθέν έχει απαντηθεί νομολογιακά στην απόφαση 434/ 2010 του ΔΕΦ ΑΘ (ΑΚΥΡ) όπου το εξεταζόμενο ζήτημα ήταν 

 
«Διαγωνισμός προσλήψεως. Απόδειξη γνώσης ξένης γλώσσας. Τίτλοι που αποδεικνύουν την γνώση αγγλικής γλώσσας. Νόμιμη η μη λήψη υπόψη σχετικού πιστοποιητικού που δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των καθορισθέντων από την προκήρυξη τίτλων, στο οποίο δεν αναφέρεται η αντιστοιχία του με τα απαιτούμενα από την προκήρυξη πτυχία των Πανεπιστημίων που ορίζονται σ` αυτή ή άλλων Πανεπιστημίων δημόσιου χαρακτήρα, αφού δεν προσκομίστηκε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο από αρμόδιο φορέα της οικείας χώρας περί της αντιστοιχίας του πιστοποιητικού αυτού.»

 
Ως πιστοποιητικό αντιστοιχίας (που προβλέπεται σα δυνατότητα ρητώς) συγκεκριμενοποιείται σε άλλη διάταξη της ίδιας απόφασης:

 
«…………..Αν δεν υπάρχει φορέας πιστοποίησης ή αναγνώρισης στην οικεία χώρα, απαιτείται βεβαίωση του αρμόδιου Υπουργείου ή της Πρεσβείας της χώρας στην Ελλάδα, ότι τα πιστοποιητικά που χορηγούνται σε 
τρίτους, οι οποίοι δεν έχουν ως μητρική γλώσσα την αγγλική, από πανεπιστήμια δημόσιου χαρακτήρα είναι αποδεκτά σε δημόσιες υπηρεσίες της αυτής χώρας ως έγκυρα αποδεικτικά γνώσης της αγγλικής γλώσσας σε άριστο επίπεδο………»

 

 

 

 

V. Απουσία συστηματικής ερμηνείας του Νόμου από την πλευρά της Διοίκησης και παράβαση νόμου (Υπουργική Απόφαση Π 23// 2008)

 

 

 

 

 

Η δήθεν γραμματική ερμηνεία της διοίκησης αντιβαίνει στις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας ,της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθώς και της αξιολόγησης του συνόλου των προσόντων των διαγωνιζομένων.

 

Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει ρητώς το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της

ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ Ολομ. 1252, 1253/2003). Ειδικότερα, η αρχή της ισότητας του νόμου έχει όπως γίνεται δεκτό τις ακόλουθες συνέπειες:

(α) Επιτάσσει την ίση μεταχείριση όμοιων ή παρόμοιων περιπτώσεων.

(β) Απαγορεύει την ευμενή μεταχείριση που συνιστά προνόμιο αλλά και την αδικαιολόγητα δυσμενή.

(γ) Με άλλες λέξεις, δεν επιτρέπεται, δηλαδή απαγορεύεται άνιση ρύθμιση παρόλο που συνέτρεχε, και για όσους αφορά, η βασική προϋπόθεση όσων ευνοήθηκαν. Έτσι, δεν επιτρέπεται αυθαίρετα ο νομοθέτης:

ι. να αγνοήσει το αντικειμενικό κριτήριο του όμοιου ή παρόμοιου – κοινού στοιχείου,

ιι. να λάβει υπόψη το συμπτωματικό κριτήριο του ανόμοιου στοιχείου και του χρονικού σημείου κατ’αντίθεση προς την αρχή της ισότητας.

 

Επιπλέον έχει κριθεί ότι η αρχή της ισότητας είναι εφαρμοστέα και διαχρονικά. Διότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας, η ευμενής ή δυσμενής ρύθμιση έννομης σχέσης όταν ενεργείται με βάση χρονικό κριτήριο που είναι όλως τυπικό, συμπτωματικό, τυχαίο ή άσχετο και όχι αντικειμενικό (ΣτΕ 3072, 3074/1983, 2717/2003, 2396/2004).

 

Η αρχή της αξιοκρατίας απορρέει από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 4, 5 παρ. 1 και 16 παρ.4 εδ. β’ του Συντάγματος, είναι δε ρητώς διατυπωμένη στο άρθρο 103 παρ. 7 εδ. β’ του Συντάγματος. Υπαγορεύει δε, όπως, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Συνακόλουθα, δεν επιτρέπεται Έλληνας πολίτης να αποστερείται από το δικαίωμα κατάληψης δημόσιας θέσης και παραμονής σε αυτήν, ανάλογης με τα προσόντα του. Η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί έκφραση της αναλογικής ισότητας και τη συμπληρώνει (βλ.ΣτΕ 1253/2003: η αρχή της ισότητας διασφαλίζει την πραγμάτωση του Κράτους Δικαίου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους).

Τέλος και με βάση την παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως ο νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής».

 

Εν προκειμένω και σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΠΔ 50/2001 παράγραφος 2 και εδάφιο ν ορίζεται ότι «Λοιποί τίτλοι ή πιστοποιητικά που πιστοποιούν την άριστη γνώση της ξένης γλώσσας και που αναγνωρίζονται από τον αρμόδιο φορέα πιστοποίησης γλωσσομάθειας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Μεταβατικά και μέχρι τον καθορισμό των συγκεκριμένων τίτλων ή πιστοποιητικών της παραπάνω περίπτωσης ορίζει ο Πίνακας εξειδίκευσης του Α.Σ.Ε.Π στον οποίο παραπέμπει το ΠΔ 50/2001 με το «πρώτο εδάφιο της περ. Α αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 παρ. 1 ΠΔ 116/2006, ΦΕΚ Α 115/9.6.2006. Στην παρ.2 του αυτού άρθρου και ΠΔ/τος ορίζεται ότι Πιστοποιητικά φορέων, τα οποία ως τη δημοσίευση του παρόντος έχουν γίνει αποδεκτά από το Α.Σ.Ε.Π ως αποδεικτικά γνώσης ξένης γλώσσας σε οποιοδήποτε επίπεδο, δεν θίγονται». 

 
Συγκεκριμένα για την Γερμανική γλώσσα:

 Άριστη γνώση (Γ2/C2):

  • Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2 του ν.2740/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.19 του άρθρου 13 του ν.3149/2003.

  • Πιστοποιητικό (), του Πανεπιστημίου – του Μονάχου και του Ινστιτούτου .

  • DEUTSCHES SPRACHDIPLOM (KDS), του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και του Ινστιτούτου Goethe.

  • OBERSTUFENPRUFUNG (ZOP) του Ινστιτούτου Goethe.

  • V.B.L.T. Professionales Leben του Πανεπιστημίου Γενεύης.

όπως προαναφέρθηκε.

 

Η αντίληψη- νομική ερμηνεία αυτή της διοίκησης αντίκειται ανάμεσα στα άλλα και στην Υπουργική Απόφαση Π 23// 2008 όπου αναφέρονται περιοριστικά οι τίτλοι σπουδών που πιστοποιούν την άριστη γνώση μίας ξένης γλώσσας για το διορισμό ορκωτών μεταφραστών του Υπουργείου Εξωτερικών (δημόσια θέση που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύει ότι καλύπτεται από τους άριστους εκ των αρίστων λόγω της φύσης της εργασίας). Συγκεκριμένα και στην παράγραφο Β εδάφιο 2 ορίζεται ότι «η άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας πιστοποιείται με απολυτήριο τίτλο ξενόγλωσσης σχολής που λειτουργεί στην Ελλάδα ισότιμο των ελληνικών σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» και στο εδάφιο 5 που αναφέρει τους τίτλους που αποδεικνύουν αυτό « ……., Abitur για τα Γερμανικά»

 

 

VI. Γνωμοδοτήσεις από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στον αντίποδα της ερμηνείας της διοίκησης .

 

 

 

Η απουσία συστηματικής ερμηνείας από τη διοίκηση είναι αντίθετη στο πνεύμα της 178/2007 ΓΝΜΔ ΝΣΚ και της 344/2008 ΓΝΜΔ ΝΣΚ .

 

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 344/2008 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αναφέρεται ρητά ότι «Υπό το νομικό καθεστώς του ΠΔ 146/2007 δεν προβλέπεται η δυνατότητα εκδόσεως πιστοποιητικών γνώσης της αγγλικής γλώσσας σε άριστο επίπεδο από φορείς που δεν είναι οι ίδιοι πιστοποιημένοι ή αναγνωρισμένοι από την αρμόδια αρχή της οικείας χώρας για να διενεργούν εξετάσεις και να χορηγούν τα παραπάνω πιστοποιητικά, αλλά συνεργάζονται για το σκοπό αυτό με άλλο φορέα που διαθέτει τη σχετική πιστοποίηση ή αναγνώριση και συνυπογράφει το πιστοποιητικό.»

 
Α contrario λοιπόν το Γερμανικό Προξενείο είναι κατεξοχήν αρμόδιο μια και είναι η έκφραση του Γερμανικού Κράτους άρα η έκφραση της κρατικής αρχής και κυριαρχίας κατά πλάσμα δικαίου σε αλλοδαπές χώρες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και το Γερμανικό Σχολείο αλλά και το Γερμανικό Προξενείο είναι τα κατεξοχήν αρμόδια να εκδηλώσουν την πιστοποίηση της γνώσης της γερμανικής γλώσσας. Διότι τα σχολεία καταρχήν που ανήκουν στο δημόσιο (άρα και στο γερμανικό δημόσιο όπως στην περίπτωση μου) εκφράζουν την εκπαιδευτική πολιτική του οικείου κράτους και για αντίστοιχες σαν και αυτή διακρατικές ισοτιμίες μεσολαβεί το γερμανικό προξενείο-όπως προαναφέρθηκε για να διαβεβαιώσει και να επικυρώσει την ισχύ και την νομική υπόσταση των ισοτιμιών εκφράζοντας τη βούληση του και του Κράτους που το φιλοξενεί αλλά και την ενιαία αντίληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πιστοποίηση μιας ξένης γλώσσας.

 

 

 

VII. Επίμετρο- Θεραπεία

 

Η παρούσα ερμηνεία της διοίκησης είτε βασιζόμενη σε έλλειψη εμπειρίας και γνώσης για μια ομολογουμένως σπάνια περίπτωση, είτε σε ένα μη εναρμονιζόμενο με την κοινοτική αντίληψη διοικητικό πράττειν, σε κάθε περίπτωση λοιπόν από νομικής άποψης σφάλλει. Η θεραπεία αυτής της αντίληψης κρίνεται ζωτικής σημασίας. Το νομικό σφάλμα προφανώς δεν βασίζει την ισχύ του στο προεδρικό διάταγμα 50/2001 και στο άρθρο 28 αλλά στην πλημμελή και εντέλει λανθασμένη ερμηνεία αυτού του διατάγματος από την πλευρά της διοίκησης η οποία υπό το φόβο της παρελθούσας υπόνοιας για μη αντικειμενικότητα «κρύβεται» πίσω από τη γραμματική ερμηνεία κάθε νόμου και διατάγματος καταλήγοντας να είναι «ακριβή στα πίτουρα και φτηνή στο αλεύρι».

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × 4 =