Ένας Κώδικας Δεοντολογίας για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ;

Αλέξανδρος Κυριακίδης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Πανεπιστήμιο LUISS Guido Carli (Ιταλία) και Υπεύθυνος Λειτουργίας και Ερευνών, Κέντρο Έρευνας Δημοκρατίας και Δικαίου, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Προσφάτως αποκαλύφθηκε ότι ένας εκ των εννέα Ανωτάτων Δικαστών (Associate Justices) του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ), ο Clarence Thomas, δεν συμπεριέλαβε στις οικονομικές δηλώσεις που υπέβαλε όχι μόνον πολυτελή ταξίδια, τα οποία είχαν ο ίδιος και η σύζυγος του δεχθεί δωρεάν για πλέον των 20 ετών από μεγαλοεπιχειρηματία και σημαντικό δωρητή (άνω των 10 εκατομμυρίων δολαρίων) του Ρεπουμπλικανικού κόμματος[1], αλλά και την πώληση στον ίδιο μεγαλοπειχειρηματία το 2014 τριών ακινήτων ιδιοκτησίας του, σε ένα εκ των οποίων διαμένει ακόμη η μητέρα του. Επίσης, δημοσιεύθηκε ότι συνεχίζει να εισπράττει ενοίκια από μία μεσιτική εταιρεία που έχει παύσει τη λειτουργία της από το 2006. Τα ανωτέρω δημιούργησαν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία του και πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Παρόμοια ερωτήματα για τον ίδιο Δικαστή είχαν προκύψει και πέρυσι, όταν αποκαλύφθηκε ότι η σύζυγος του είχε αποστείλει το 2020 μηνύματα κινητού τηλεφώνου στον τότε Επιτελάρχη (Chief of Staff) του Λευκού Οίκου, ενθαρρύνοντας τον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των αποτελεσμάτων των Προεδρικών εκλογών.

Τα ανωτέρω φαίνεται να έχουν επιφέρει πλήγμα στην αξιοπιστία και εμπιστοσύνη στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μάλιστα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας κάλεσε τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου John Roberts να προσέλθει για κατάθεση ενώπιον της  Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες δεοντολογίας του Δικαστηρίου. Παρ’ ότι όχι σύνηθες – η τελευταία ακρόαση Ανώτατου Δικαστή ενώπιον της Επιτροπής έλαβε χώρα προ 12 ετών – η κλήση Ανώτατων Δικαστών ενώπιον του Κογκρέσου είναι επιτρεπτή. Ευρέως προτεινόμενη λύση είναι η υιοθέτηση από το Δικαστήριο ενός Κώδικα Δεοντολογίας (ΚΔ). Είναι, όμως, κάτι τέτοιο δυνατό, και ποια θέματα εγείρονται;

Ισχύον καθεστώς

Στις ΗΠΑ, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει, ούτε υπόκειται υποχρεωτικά σε, ΚΔ. Οι δικαστές των κατώτερων ομοσπονδιακών δικαστηρίων, όμως, υπάγονται (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας για Δικαστές των ΗΠΑ (Code of Conduct for United States Judges), ο οποίος υιοθετήθηκε το 1973[2] από το Δικαστικό Συμβούλιο[3] και ισχύει έως σήμερα. Εντός αυτού καθορίζονται οι υποχρεώσεις δεοντολογίας των δικαστών, σε τι συνίσταται πιθανή επιρροή ή σύγκρουση συμφερόντων, η υποχρέωση τους να εκτελούν πιστά και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα τους, οι περιπτώσεις στις οποίες δικαστές θα πρέπει να αυτοεξαιρεθούν από εκδίκαση υπόθεσης, κ.α. Ο Κώδικας δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο και δεν περιλαμβάνει μηχανισμούς επιβολής ποινών – η τήρηση του επαφίεται στους ίδιους τους δικαστές. Όμως, πιθανές παραβάσεις δύνανται να επιφέρουν πειθαρχικές ποινές (π.χ. διαθεσιμότητα) ή αποκλεισμό από την εκδίκαση μίας υπόθεσης, σύμφωνα με τη γενικότερη σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ.

Ο ανωτέρω Κώδικας, εκ των ίδιων των διατάξεων του, δεν έχει εφαρμογή στους Ανώτατους Δικαστές. Το Αμερικανικό Σύνταγμα (Άρθρο ΙΙΙ, παρ. 1) προβλέπει άμεσα την ίδρυση μόνον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και μάλιστα δίχως να προβλέπει σχετικές πειθαρχικές διατάξεις, και δίνει τη δυνατότητα στο Κογκρέσο να ιδρύσει και κατώτερα δικαστήρια. Το Δικαστικό Συμβούλιο, συνεπώς, δημιουργήθηκε από το Κογκρέσο μόνον για αυτά τα κατώτερα δικαστήρια που το ίδιο δημιούργησε. Η μόνη συνταγματικά προβλεπόμενη δυνατότητα άσκησης ελέγχου του Κογκρέσου στους Ανώτατους Δικαστές υπάρχει μέσω του Άρθρου ΙΙ, παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο αφορά στην καθαίρεση, από το Κογκρέσο, του Προέδρου, του Αντιπροέδρου, και των πολιτικών υπαλλήλων (οι Ανώτατοι Δικαστές ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία) των ΗΠΑ για υψηλά εγκλήματα και πταίσματα.

Πλέον της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, οι ίδιοι οι Ανώτατοι Δικαστές «συμβουλεύονται» τον προαναφερθέντα Κώδικα, όπως και πολλαπλές άλλες πηγές (ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, το Γραφείο Νομικής Υποστήριξης του Δικαστηρίου, κ.α.) κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των δεοντολογικών υποχρεώσεων τους. Επιπροσθέτως, οι Δικαστές έχουν εθελούσια επιλέξει να δεσμεύονται από επιμέρους διατάξεις επί ειδικών θεμάτων που έχει θεσμοθετήσει το Κογκρέσο, όπως αυτοεξαίρεση (recusal) από εκδίκαση υποθέσεων, υποβολή οικονομικών δηλώσεων, περιορισμοί σε δώρα και τυχόν επιπλέον εισοδήματα, κ.α., δίχως να έχουν προβεί σε αξιολόγηση της συνταγματικότητας των διατάξεων αυτών, κάτι το οποίο έχουν τη δυνατότητα να πράξουν (πιθανότατα κρίνοντας τις διατάξεις αυτές αντισυνταγματικές).

Ακόμη και η εθελούσια εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων, βέβαια, επιχειρηματολογείται ότι υπόκειται σε προσαρμογές, δεδομένης της ιδιαίτερης φύσης του Δικαστηρίου. Παραδείγματος χάριν, οι Δικαστές δεν είναι δυνατό να ασκήσουν έλεγχο σε απόφαση, ή μη, αυτοεξαίρεσης ενός εξ αυτών, δεδομένου ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση επιρροής στις αποφάσεις μέσω της επιλογής των Ανωτάτων Δικαστών που συμμετέχουν, ή δεν συμμετέχουν, στην εκδίκαση υποθέσεων. Επίσης, ο αριθμός των Δικαστών είναι εξαιρετικά περιορισμένος, οπότε δεν υπάρχει η ίδια ευχέρεια αντικατάστασης, όπως υπάρχει στα κατώτερα δικαστήρια.

ΚΔ για το Ανώτατο Δικαστήριο;

Είναι το ισχύον καθεστώς επαρκές, έστω και με τις ανωτέρω προσαρμογές; Πιθανότατα όχι. Ο έλεγχος καθαίρεσης από το Κογκρέσο για υψηλά εγκλήματα και πταίσματα έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής και αφορά σε ποινικά κολάσιμες πράξεις με επιβολή της μέγιστης ποινής (καθαίρεση). Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του σε έτερου είδους, μικρότερης βαρύτητας, πράξεις, οι οποίες μάλιστα απαιτούν διαφορετικά είδη ποινών. Όσον αφορά, δε, στην εθελούσια εφαρμογή των υπαρχόντων Κανόνων Δεοντολογίας, και συναφών έτερων διατάξεων και κανόνων, από τους Ανώτατους Δικαστές, αυτό είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, η απουσία ενιαίου κειμένου – έστω και μη δεσμευτικού – το οποίο να περιλαμβάνει αναλυτικά τους σχετικούς κανόνες και για την τήρηση του οποίου να υπάρχει – έστω και εθελούσια – δέσμευση των Δικαστών, σίγουρα δυσχεραίνει τη διαφάνεια και την συνεπή και ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών κανόνων. Επίσης, με το ισχύον καθεστώς, οι Δικαστές διατηρούν το δικαίωμα να ανακαλέσουν την εθελούσια δέσμευση τους από τους υπάρχοντες κανόνες ή ακόμη, στην περίπτωση των νομοθετημένων από το Κογκρέσο κανόνων, να τους ανακυρήξουν ως αντισυνταγματικούς.

Από πλευράς της νομοθετικής εξουσίας, έχουν, κατά καιρούς, υπάρξει προσπάθειες υιοθέτησης σχετικής νομοθεσίας. Τον Ιούλιο του 2021 κατατέθηκε πρόταση νόμου στη Γερουσία εξουσιοδοτώντας το Δικαστικό Συμβούλιο να εκδώσει, εντός ενός έτους, κώδικα δεοντολογίας για όλους τους δικαστές των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των Ανωτάτων Δικαστών. Παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί και παλαιότερα (π.χ., 2011, 2017, 2018, 2019), δίχως, όμως, κάποια εξ αυτών να έχει νομοθετηθεί. Τον Οκτώβριο του 2021 εγκρίθηκε σχετικό Ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων του Κογκρέσου που εκδηλώνει την ανάγκη υπαγωγής των Ανωτάτων Δικαστών στον προαναφερθέντα, ισχύοντα για κατώτερα δικαστήρια, Κώδικα, δίχως όμως το Ψήφισμα να είναι νομικά δεσμευτικό.

Όμως, ακόμη και εάν νομοθετηθούν, εν τέλει, σχετικές διατάξεις, εγείρονται σημαντικά ζητήματα. Η συνταγματικότητα των διατάξεων αυτών υπόκειται στην κρίση του ίδιου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δύναται να τις κρίνει αντισυνταγματικές και, συνεπώς, να μην τις εφαρμόσει. Υπάρχουν θέματα και στην εφαρμογή των πιθανών αυτών διατάξεων: π.χ., σε περιπτώσεις αιτήματος εξαίρεσης δικαστή, αυτό συνήθως κρίνεται από ανώτερο δικαστήριο, το οποίο δεν υπάρχει σε αυτήν την περίπτωση. Όσον αφορά, δε, στην επιβολή κυρώσεων, πέραν της καθαίρεσης (ανωτέρω), οποιαδήποτε άλλη επέμβαση από το Κογκρέσο θα ήταν πιθανώς αντίθετη στη συνταγματική επιταγή για διατήρηση της ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την νομοθετική εξουσία. Τέλος, πιθανή εμπλοκή του Δικαστικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω διαδικασιών θα δημιουργούσε θέματα ιεραρχίας και συνταγματικότητας, δεδομένου ότι θα επέτρεπε στους κατώτερους δικαστές που συμμετέχουν στο Συμβούλιο να έχουν επιρροή σε σημαντικά θέματα των Ανωτάτων Δικαστών.

Παρά τα ανωτέρω, και πάντοτε λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι, κατ’ αρχήν, η δυνατότητα του Δικαστηρίου να καθορίζει τα εσωτερικά του θέματα δίχως επιρροή θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική προστασία έναντι πολιτικών επιρροών και τη διατήρηση εμπιστοσύνης των πολιτών στο Δικαστήριο ως έναν μη-πολιτικό θεσμό, η ανάγκη υιοθέτησης ενός ΚΔ (είτε νέου είτε βασισμένου σε υπάρχοντες κανόνες) – έστω και από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο – καθίσταται πλέον αυξανόμενα αναγκαία μετά και τις πρόσφατες αποκαλύψεις, επί της οποίας ανάγκης (ανεξαρτήτως των ειδικότερων λεπτομερειών) φαίνεται να υπάρχει συμφωνία και στην ευρύτερη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία.

[1] Ο ίδιος ισχυρίσθηκε ότι δεν τα δήλωσε διότι, σύμφωνα με τη νομική συμβουλή που έλαβε, «αυτού του είδους η προσωπική φιλοξενία από έναν κοντινό φίλο, ο οποίος δεν είχε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν όφειλε να δηλωθεί».

[2] Βασίσθηκε στους Κανόνες Δικαστικής Δεοντολογίας (Canons of Judicial Ethics) που υιοθετήθηκαν από τον Αμερικανικό Δικηγορικό Σύλλογο (American Bar Association) το 1924, σε συνέχεια διεργασίας από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, William Howard Taft και την Επιτροπή Δικαστικής Δεοντολογίας (Commission of Judicial Ethics) στην οποία προέδρευε.

[3] Ιδρύθηκε από το Κογκρέσσο αρχικά το 1922 ως Συμβούλιο Ανώτατων Περιφερειακών Δικαστών (Conference of Senior Circuit Judges), και, μετά το 1948, μετονομάσθηκε και επεκτάθηκαν τα μέλη και οι αρμοδιότητες του. Πλέον, προβλέπεται στο άρθρο 331 του Κώδικα ΗΠΑ (28 USC 331). Συγκαλείται ετησίως από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Chief Justice) και έχει ως μέλη τον ίδιο (ως προεδρεύοντα), τον Πρόεδρο και ένα μέλος από τα δικαστήρια κάθε δικαστικής περιφέρειας (υπάρχουν συνολικά δεκατρείς: ένδεκα ανά τις ΗΠΑ, η Περιφέρεια της Κολούμπια, η οποία είναι η πρωτεύουσα, και μία ομοσπονδιακή περιφέρεια) και τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Διεθνούς Εμπορίου. Είναι το εθνικό όργανο πολιτικής της ομοσπονδιακής δικαστικής εξουσίας, έχοντας ως κύριες αρμοδιότητες την επίβλεψη των εργασιών των ομοσπονδιακών δικαστηρίων, την υποβολή προτάσεων για ομογενοποίηση διαδικασιών, τη διεξαγωγή πειθαρχικού ελέγχου, και την παρακολούθηση ορθής εφαρμογής από τα ομοσπονδιακά δικαστήρια των κανόνων λειτουργίας που έχουν τεθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

8 + fifteen =