Η μελέτη αυτή αποτελεί μία αναλυτική ερμηνεία του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, που φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτικές εγκύκλιοι και οδηγίες». Ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή. Εντοπίζει παθογένειες του φορολογικού συστήματος, θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς και καταλήγει σε προτάσεις. Αφορμή για τη συγγραφή της αποτέλεσε η πρακτική ενασχόληση με το πεδίο που ρυθμίζει το παραπάνω άρθρο, δηλαδή τις Εγκυκλίους και τις Οδηγίες. Η αξία των «εργαλείων» αυτών, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από «εσωτερικά μέσα διοίκησης», ήταν και είναι στην πράξη πολύ μεγάλη, δίχως εντούτοις το γεγονός αυτό να αποτυπώνεται κανονιστικά στο ευρύτερο πλαίσιο. Την αντίφαση αυτή έρχεται να θεραπεύσει για πρώτη φορά με συστηματικό και οριζόντιο τρόπο το άρθρο 9 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Με άλλα λόγια, είναι η πρώτη φορά που Εγκύκλιοι και Οδηγίες φαίνεται ότι αποκτούν «κανονιστική ποιότητα», η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο σύστημα δικαίου και συνεισφέρει στην προστασία των δικαιωμάτων του φορολογούμενου. Το εν λόγω άρθρο «σκληραίνει», ουσιαστικά, πράξεις soft law σε βάρος της Φορολογικής Διοίκησης και υπέρ του φορολογούμενου, δίνοντας έμφαση στη χρήση της διακριτικής ευχέρειας από μέρους της πρώτης και τελικώς – όπως υποστηρίζεται στην παρούσα – επιτρέπει την επίκληση της κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας, ήτοι την κακή εφαρμογή των Εγκυκλίων, ως λόγο ακύρωσης ατομικών κανονιστικών πράξεων. Το πόσο σημαντική είναι η εξέλιξη αυτή μπορεί να γίνει κατανοητό από την αντιπαραβολή της με το γεγονός ότι Εγκύκλιοι και Οδηγίες της Φορολογικής Διοίκησης έχουν αντικαταστήσει στην πράξη τους κανόνες του φορολογικού δικαίου.
ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Εγκύκλιοι, Ερμηνευτικές Εγκύκλιοι, Οδηγίες , Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, soft law, Φορολογική Διοίκηση, ΑΑΔΕ