Το Συμβούλιο της Επικρατείας με τη νομολογία του έχει αναδείξει τη σημασία των φορολογίας (απόφαση Ολομέλειας 1738/2017), η οποία έγκειται στην είσπραξη των φόρων προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την κάλυψη των δαπανών για τη λειτουργία του κράτους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι των πολιτών.
Το Δικαστήριο έχει κάνει επίσης δεκτό ότι η καταστολή της φοροδιαφυγής μέσω της διαπίστωσης παραβάσεων και επιβολής διαφυγόντων φόρων και κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα, επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και έργο της φορολογικής διοίκησης ( ΣτΕ 1992/2016). Οι έλεγχοι αποτελούν σοβαρό παράγοντα καταστολής ή μείωσης της φοροδιαφυγής, όπως έχει καταδείξει η διεθνής πρακτική, καθώς ο φορολογούμενος πρέπει να έχει την αίσθηση ότι μη νόμιμες ενέργειές του εντοπίζονται. Το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί (ΣτΕ 1934/2017) ότι η εξέταση της ακρίβειας των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος ( πχ με βάση το υπόλοιπο και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου) αποτελεί εργαλείο που έχει στο οπλοστάσιο ο έλεγχος και οφείλει να αξιοποιεί, δεδομένου ότι η χρήση του διευκολύνεται από την τεχνολογία η οποία εξελίσσεται ώστε να εξυπηρετεί την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.
Σε αποφάσεις του (ΣτΕ 1312/2023) το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι είναι συνταγματικός ο ειδικός φόρος για ακίνητα που ανήκουν σε εξωχώριες εταιρείες με τη σκέψη ότι αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του κατά το Σύνταγμα σκοπού της καταπολέμησης (σε εθνικό επίπεδο) του διεθνούς και ολοένα εντεινόμενου (λόγω εντατικοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας και αύξησης βαθμού αλληλεξάρτησης στις οικονοµικές σχέσεις µεταξύ των κρατών) φαινομένου της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής στον ειδικότερο κλάδο των ακινήτων. Στον κλάδο αυτό “δραστηριοποιούνται” δομές (tax planning structures) με τα χαρακτηριστικά μυστικότητας και αδιαφάνειας. Δηλαδή εξυπηρετείται διαχρονικά κεντρικός στόχος τόσο των κυβερνήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και της ΕΕ αλλά και διεθνών οργανισμών, όπως ο Ο.Ο.Σ.Α. Και τούτο διότι η εξ αυτού του φαινομένου συνεχιζόμενη διάβρωση της φορολογικής βάσης αποτελεί κίνδυνο για τα φορολογικά έσοδα των χωρών, την κρατική κυριαρχία, κατεξοχήν έκφραση της οποίας αποτελεί η φορολογική εξουσία, και τη φορολογική δικαιοσύνη που επιτάσσει δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, ενδέχεται δε να προκαλέσει στρεβλώσεις στην κίνηση των κεφαλαίων και στους όρους του ανταγωνισμού (βλ. το από 2013 Σχέδιο Δράσης Ο.Ο.Σ.Α για αντιμετώπιση της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και μεταφοράς κερδών, απόφαση ΕΔΔΑ 3.11.2022, Vegotex International S.A. κατά Βελγίου, 49812/09).
Πολλές κατηγορίες πολιτών ενώ φοροδιαφεύγουν συστηματικά και δεν συμμετέχουν στα δημόσια βάρη, διαμαρτύρονται ότι λαμβάνουν πλημμελείς παροχές στην παιδεία, την υγεία, την πρόνοια και σε άλλους κρίσιμους τομείς της κρατικής δράσης!!!Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα του πολιτικού συστήματος διότι τα αυξανόμενα σύνθετα προβλήματα της εποχής μας, που θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον του πλανήτη και της ανθρωπότητας, επιβάλλουν το κράτος να εισπράττει δημόσια έσοδα, στο μέγιστο βαθμό, από το σύνολο των πολιτών, ανάλογα με το πραγματικό εισόδημα και τη φοροδοτική τους ικανότητα, για να ανταποκριθεί στον μεγάλο όγκο δημοσίων δαπανών. Αν η πάταξη της φοροδιαφυγής δεν προχωρήσει με στέρεη πολιτική βούληση οι δημόσιες πολιτικές θα μείνουν γράμμα κενό, η κοινωνία θα εξακολουθήσει να βιώνει φαινόμενα αδικίας στην κατανομή των βαρών με βαριές συνέπειες για την κοινωνική δικαιοσύνη, την αποτελεσματικότητα της κρατικής δράσης και, το κυριότερο, η δημοκρατία θα έχει υποστεί ακόμα ένα πλήγμα.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής, 13.8.2023