Η ιδιαίτερη ποινική ευθύνη των Υπουργών και εν γένει των προσώπων που μετέχουν στην κυβέρνηση αποτελεί τμήμα της γενικότερης ευθύνης που αυτοί φέρουν για την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη αυτή συναπαρτίζεται από την πολιτική ευθύνη αλλά και από την αστική ευθύνη. Από τις μορφές αυτές της ευθύνης, οι δύο οι οποίες παρουσιάζουν το μεγαλύτερο θεσμικό και πρακτικό ενδιαφέρον είναι η πολιτική και η ποινική ευθύνη. Μάλιστα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο ο θεσμός της πολιτικής ευθύνης έπεται ιστορικά του θεσμού της ποινικής ευθύνης, αφού η τελευταία εμφανίζεται πριν από τη θεσμική ολοκλήρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της κοινοβουλευτικής αρχής, ενώ και η πολιτική ευθύνη υπό τη σύγχρονη εκδοχή της αποτελεί ως ένα βαθμό μετεξέλιξη της ενιαίας ευθύνης των υπουργών που υπήρχε στο προδημοκρατικό αγγλικό πολίτευμα. Η επικράτηση εντούτοις, της κοινοβουλευτικής αρχής (παρόλο που η πολιτική ευθύνη παρατηρείται και στα προεδρικά ή ημιπροεδρικά συστήματα διακυβέρνησης) αφενός έχει διασπάσει τις δύο πτυχές τις υπουργικής ευθύνης και αφετέρου έχει καταστήσει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους εφόσον μοιραία στην απόδοση ποινικών ευθυνών υπεισέρχονται πολιτικές σταθμίσεις.
Στο ειδικό ζήτημα της ευθύνης των Υπουργών βεβαίως χωρούν βελτιωτικές αλλαγές, όπως αυτές εκτέθηκαν, οι οποίες όμως κατά τη γνώμη μας δε χρειάζεται και δεν πρέπει να διαρρήξουν συθέμελα το ισχύον σύστημα. Διότι κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί ότι αν η δίωξη ασκείται από τους Εισαγγελείς και όχι από τη Βουλή ότι θα παύσει η παραβατικότητα των πολιτικών προσώπων. Και τότε είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν πολλοί «πρόθυμοι» να επικρίνουν το θεσμό για ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Πιο σώφρονα και πιο χρήσιμη είναι μία αναθεώρηση – μεταρρύθμιση, η οποία θα ενισχύσει τους μηχανισμούς ελέγχου και λογοδοσίας των υπουργών ώστε να αποτρέπεται εξ αρχής η παραβατικότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό ίσως θα έπρεπε να ενισχυθεί περισσότερο η έννοια της πολιτικής ευθύνης, η οποία σε τελική ανάλυση συνάδει με τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η ευθύνη αυτή θα συνίσταται σε ανάληψη ευθύνης και ουσιαστική κύρωση για τον Υπουργό που παραβατεί: λόγου χάρη, έκπτωση από το υπουργικό αξίωμα, ή απαγόρευση για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πολιτικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Και ίσως έτσι μια τέτοια ευθύνη να λειτουργήσει πολύ πιο αποτελεσματικά και ο εκάστοτε Υπουργός να το σκεφθεί δυο φορές πριν παρανομήσει.
Εν κατακλείδι, ο εν λόγω θεσμός έχει δικαιοκρατικά στοιχεία και ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να διατηρηθεί. Λύση στα προβλήματα εφαρμογής δεν είναι η δαιμονοποίηση του Συντάγματος αλλά η τήρηση και ειλικρινής εφαρμογή του. Ο αναθεωρητικός οίστρος λοιπόν ίσως θα έπρεπε να εστιάσει στο πώς θα προστατεύσει το κράτος στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πώς θα το θωρακίσει απέναντι στα κελεύσματα των «αγορών», ώστε να μη χαθεί ο δικαιοκρατικός και εγγυητικός του χαρακτήρας και πώς εν τέλει θα εξασφαλίσει την ουσιαστική πολιτική ωρίμανση του λαού ως προς τη συμμετοχή του και εμπιστοσύνη στους θεσμούς.