Ο εκλογικός νόμος αποτελεί τον σπουδαιότερο μετά το Σύνταγμα νόμο του Κράτους και εκείνον που συνδέεται πιο στενά με το Σύνταγμα από οποιονδήποτε άλλον κοινό νόμο. Πράγματι, όλες οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές που διέπουν τις πολιτικές σχέσεις, δηλαδή η δημοκρατική αρχή, η αντιπροσωπευτική αρχή, η κοινοβουλευτική αρχή και η αρχή του πολυκομματισμού, πρέπει να επαληθεύονται στον εκλογικό νόμο και αυτός με τη σειρά του πρέπει να κινείται στο πλαίσιο τους. Για τον λόγο αυτόν ο εκλογικός νομοθέτης και στη συνέχεια το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η εξέταση της συνταγματικότητας του εκλογικού νόμου, πρέπει να μεριμνούν ιδιαιτέρως για την αρμονία του προς το Σύνταγμα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, ούτε όσον αφορά αυτόν που τον θεσπίζει, ούτε αυτόν που τον ελέγχει. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, θέλοντας να δώσει τέλος στην κακή συνήθεια να έχει σχεδόν κάθε εκλογή και τον δικό της εκλογικό νόμο, έθεσε αυστηρές προϋποθέσεις για τη μεταβολή του εκλογικού συστήματος στη βάση μιας ευρύτερης διακομματικής συμφωνίας. Μάταια όμως. Μετά την αναθεώρηση του 2001 ο εκλογικός νόμος έχει ήδη αλλάξει τρεις φορές, το 2004 («νόμος Σκανδαλίδη» σύστημα bonus 40 εδρών), το 2008 («νόμος Παυλόπουλου» bonus 50 εδρών με πρακτικά αδύνατη την κάρπωσή του από συνασπισμούς κομμάτων), και το 2016 (σύστημα καθαρής αναλογικής), και επίκειται και τέταρτη αλλαγή του, μάλλον μετά την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Πρωθυπουργός έχει ήδη προαναγγείλει την πρόθεσή του να μην προχωρήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας εάν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές διεξαχθούν με τον ισχύοντα νόμο (ν. 4406/2016), που δεν αφήνει πράγματι καμία ρεαλιστική δυνατότητα για τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης. Ωστόσο, αν το κυβερνών κόμμα επιμείνει στην ψήφιση του «δικού» του εκλογικού νόμου, που θα του εξασφαλίζει σύμφωνα με τις προβλέψεις του – οι οποίες φυσικά μπορεί να διαψευστούν – αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις μεθεπόμενες εκλογές, που θα γίνουν αμέσως μετά τις επόμενες, επειδή δεν θα μπορεί να σχηματισθεί κυβέρνηση, τότε θα έχουμε, για μιαν ακόμη φορά, εργαλειοποίηση του εκλογικού συστήματος, κατά τα ειωθότα.
Ίσως όμως υπάρχουν περιθώρια για έναν συναινετικό εκλογικό νόμο, όπως θέλει το άρθρο 54 παρ. 1 Συντ., χωρίς βέβαια να μπορεί να τον επιβάλλει. Νομίζω ότι η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα αναλογικό κατά βάση εκλογικό σύστημα με μια εύλογη ενίσχυση του πρώτου κόμματος που δεν θα υπερβαίνει σε ποσοστό εδρών το 10% σε σχέση με το ποσοστό των ψήφων του, έτσι ώστε το πρώτο κόμμα να μπορεί να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία εδρών με ένα ποσοστό λίγο πιο πάνω από το 40% της λαϊκής ψήφου. Αυτή, ως γνωστόν, ήταν η πρόταση του Δημήτρη Τσάτσου στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, δηλαδή να θεσπιστεί στο άρθρο 54 παρ. 1 Συντ. ειδική πρόβλεψη ότι «κατά την κατανομή των βουλευτικών εδρών, δεν επιτρέπεται η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ των ψήφων και εδρών του πλειοψηφήσαντος κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων να υπερβαίνει το 10% των ποσοστών υπολογιζομένων επί του συνολικού αριθμού των ψήφων και εδρών της Βουλής αντιστοίχως» (βλ. Χ. Ανθόπουλος, Εκλογικά συστήματα και συνταγματικές δεσμεύσεις, εκδ. Σάκκουλας, 2016, σ. 56). Η αναθεωρητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ υπό τη μορφή ερμηνευτικής δήλωσης ότι «εκλογικό σύστημα θεωρείται αναλογικό, εφόσον το τελικό ποσοστό κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν αποκλίνει περισσότερο από δέκα τοις εκατό από το αντίστοιχο ποσοστό ψήφων που έλαβε κάθε συνδυασμός στο σύνολο της Επικράτειας», κινείται στο πλαίσιο μιας σχεδόν καθαρής αναλογικής, ενώ η πρόταση Τσάτσου καθιέρωνε μια διορθωμένη –αλλά όχι ενισχυμένη- αναλογική. Πρακτικά, σύμφωνα με την πρόταση Τσάτσου ένα κόμμα με 40% μπορεί να εξασφαλίσει έως 150 έδρες, ενώ στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ το 40% αντιστοιχεί το πολύ σε 132 έδρες.
Από τη στιγμή που έχει ανοίξει προς αναθεώρηση το άρθρο 54 παρ. 1 Συντ., η παλιά αυτή πρόταση του Τσάτσου, η οποία κατοχυρώνει τον πυρήνα της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, αλλά συγχρόνως επιτρέπει και την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης, σε ένα κόμμα που κινείται πέριξ του 40%, θα μπορούσε να περιληφθεί και στο συνταγματικό κείμενο, αφού είναι βασικά ουδέτερη απέναντι σε όλα τα κόμματα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ” το Σαββατοκύριακο 26/27-10-2019