Γιατί πρέπει να υποστηριχθεί το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια

Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πάει καιρός που είχα αποφασίσει να μην αρθρογραφήσω ξανά για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Δεν είναι μόνο που προσπάθειες είκοσι ετών είχαν αποδειχθεί μάταιες. Είχα συγκρουστεί άσχημα με άπειρους συναδέλφους για το θέμα. Δεν χρειαζόταν να χάσω και άλλους. Στο κάτω κάτω της γραφής, είχα κλείσει την ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία. Ας έπαιρναν τη σκυτάλη οι νεότεροι…

Παρακολουθώντας, ωστόσο, τη συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων για το υπό συζήτηση νομοσχέδιο της κ. Κεραμέως, δεν άντεξα στον πειρασμό. Το χούι μιας ολόκληρης ζωής δεν δαμάζεται εύκολα.

Προϋπόθεση κάθε ειλικρινούς διαλόγου είναι να μην αρνείται κανείς την πραγματικότητα. Διαβάζοντας, ωστόσο, όσα γράφουν οι περισσότεροι πολέμιοι του νομοσχεδίου, πολύ φοβούμαι ότι, είτε εσκεμμένα είτε επειδή ζουν στον δικό τους κόσμο, δεν βλέπουν τα αυταπόδεικτα και προφανή. «Οι βιαιότητες στα πανεπιστήμια είναι περιθωριακές», υποστηρίζουν. «Οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί δεν εμποδίζονται στη δουλειά τους και οι φοιτητές γεμίζουν τα αμφιθέατρα». Οσο για το επίπεδο των πανεπιστημίων μας, διατείνονται, είναι γενικά υψηλό. «Θα έπρεπε να ντρέπονται όσοι λένε το αντίθετο».

Είμαι έτοιμος να δεχθώ ότι περιστατικά όπως η απαίσια διαπόμπευση του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου, το περασμένο φθινόπωρο, όντως δεν συμβαίνουν κάθε μέρα. Το ίδιο και οι ξυλοδαρμοί πανεπιστημιακών, όπως των συναδέλφων Πανούση και Παπαδάτου, προ ετών στο ΕΚΠΑ. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η βία είναι απούσα από την καθημερινότητα του πανεπιστημίου. Τουναντίον. Θα παρακαλούσα, λοιπόν, συναδέλφους που εκτιμώ, όπως η Θάλεια Δραγώνα και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, με τους οποίους συμπορευτήκαμε σε τόσα και τόσα τις τελευταίες δεκαετίες, να μου απαντήσουν με το χέρι στην καρδιά αν θα καλούσαν στο μάθημά τους, χωρίς να φοβούνται παρατράγουδα, όχι βέβαια τον Αμερικανό ή τον Γερμανό πρέσβη, αλλά δημοσιογράφους που έχουν αρθρογραφήσει ανοιχτά είτε κατά της 17Ν είτε υπέρ του νεοφιλελευθερισμού. Σε ένα πανεπιστήμιο, ωστόσο, στο οποίο ο διδάσκων δεν μπορεί να καλέσει στο μάθημά του όποιον επιθυμεί δεν υπάρχει ακαδημαϊκή ελευθερία.

Προχωρώ όμως λίγο βαθύτερα, σε ένα θέμα-ταμπού, που συνδέεται άμεσα με το νομοσχέδιο: τις αντιγραφές. Δεν υπάρχει πανεπιστημιακός στην Ελλάδα που να μην του έχει συμβεί, όχι μία αλλά εκατό φορές, να εντοπίσει ανοιχτά βιβλία ή συνεννόηση ανάμεσα στους εξεταζομένους κατά τη διάρκεια των γραπτών εξετάσεων. Οι προφορικές εξετάσεις, που αποτελούν βέβαια την ορθή εναλλακτική λύση, δύσκολα μπορούν να γενικευτούν, ειδικά στις μαζικές σχολές. Επιπλέον, αυτές συνήθως επικρίνονται ως ευνοούσες την «καθηγητική αυθαιρεσία». Προκαλώ, λοιπόν, τους ίδιους συναδέλφους να μου αναφέρουν έστω και μία περίπτωση που ο αντιγραφέας να τιμωρήθηκε στη σχολή τους με κάτι περισσότερο από την αφαίρεση της κόλλας του στη συγκεκριμένη εξέταση. Κάτι που σημαίνει ότι, τρεις μήνες το πολύ αργότερα, μπορεί να εμφανιστεί και να περάσει το μάθημα –αντιγράφοντας ή όχι, είναι αδιάφορο– σαν να μην συνέβη τίποτα.

Προκαλώ ακόμη τον Νίκο Φίλη και τον Κώστα Γαβρόγλου, που έχουν ξιφουλκήσει τελευταία περί του αντιθέτου, να μου αναφέρουν έστω και ένα πανεπιστήμιο στην Ευρώπη, στην Αμερική ή και στην Ασία στο οποίο να μην υπάρχει πειθαρχικό συμβούλιο για τέτοια περιστατικά και όπου, από φόβο προπηλακισμού ή ακόμη και μιας «αδέσποτης» κατάληψης «για να απαλλαγούν οι εγκαλούμενοι», δεν τολμά κανείς να αντιμιλήσει σε αυτούς που με τραμπουκισμούς δυναμιτίζουν την ηρεμία, την οποία είναι φυσικό να επιζητεί κανείς σε πανεπιστημιακούς χώρους. Υπό αυτές τις συνθήκες, για ποιον «κώδικα τιμής» κατά των αντιγραφών, για ποιο περιβάλλον στοχασμού και αυτοσυγκέντρωσης μιλούν κάποιοι αφελείς συνάδελφοι; Δίχως άλλο, θύλακες ποιότητας υπάρχουν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Κανείς δεν τους αρνείται. Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν κρίνεται από αυτούς, αλλά από τους μέσους όρους.

Αντί λοιπόν οι ανωτέρω συνάδελφοι να αποδεχθούν την πραγματικότητα και από εκεί και πέρα όλοι μαζί να προσπαθήσουμε να βρούμε τις καλύτερες λύσεις, την αρνούνται πεισματικά.

Σε ό,τι με αφορά, δεν κρύβω ότι με ενόχλησε πολύ η ταυτόχρονη παρουσία Κεραμέως και Χρυσοχοΐδη στη γνωστή συνέντευξη Τύπου. Οι συμβολισμοί μετρούν. Γιατί λοιπόν προκαλούν χωρίς λόγο; Η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση είναι θέμα υπουργείου Παιδείας και όχι Δημόσιας Τάξης. Από εκεί και πέρα, στον βαθμό που αποδεδειγμένα τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να προστατεύσουν την περιουσία τους, ούτε καν να εγγυηθούν την ασφάλεια των φοιτητών, των καθηγητών και των εργαζομένων τους, είναι μοιραίο να ζητηθεί η εμπλοκή της ΕΛ.ΑΣ.

«Πανεπιστημιακό σώμα φύλαξης» υπαγόμενο στον πρύτανη, όπως προτείνει σήμερα το ΚΙΝΑΛ, έχω υποστηρίξει «γραπτά, προφορικά και διά του Τύπου» από το 2005. Εκτοτε δεν περιγράφεται τι έχω ακούσει. Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη και αν η πολιτεία το αποτολμούσε, κανένας πρύτανης δεν θα επιθυμούσε να έχει στα πόδια του ένα τέτοιο Σώμα. Γιατί στην καλύτερη περίπτωση αυτό θα λειτουργήσει ως στέγη αργομίσθων, ενώ στη χειρότερη ως συνεργός των δυναμικών μειοψηφιών. Ορθά λοιπόν προβλέπεται στο νομοσχέδιο ότι το Σώμα αυτό θα αποτελεί ειδική υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ., υπαγόμενη στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, η οποία θα είναι παρούσα όπου χρειάζεται και θα μπορεί να παρεμβαίνει αυτεπαγγέλτως όποτε χρειασθεί.

Στο ερώτημα αν αυτό συμβιβάζεται με την «πλήρη αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ, την οποία προβλέπει το άρθρο 16 του Συντάγματος, η απάντηση είναι, νομίζω, σαφής. Ναι, αν προβλεφθεί ως δικλίδα ασφαλείας και ultimum remedium ένα βέτο, όχι βέβαια του πρύτανη του οικείου πανεπιστημίου –κάτι που θα τον εξέθετε σε απίθανες πιέσεις–, αλλά ενός ολιγομελούς πανεπιστημιακού οργάνου. Αποτελούμενο από καθηγητές από άλλα κατά προτίμηση ΑΕΙ, ώστε να αποφαίνονται απερίσπαστοι, το όργανο αυτό θα λειτουργεί ως εγγυητής, αφού σε μια οριακή στιγμή θα μπορεί να διατάξει την αστυνομία να αποχωρήσει. Θα πρόκειται, επαναλαμβάνω, για δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) και όχι για προηγούμενη άδεια.

Για υπόλοιπα ζητήματα που θίγει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο (βάσεις εισαγωγής, «αιώνιοι» φοιτητές) θα προτιμήσω να σιωπήσω, γιατί δεν διαθέτω την απαιτούμενη σφαιρική γνώση. Θα αναφερθώ ακροθιγώς μόνο στις πειθαρχικές διατάξεις του νομοσχεδίου (άρθρα 15-22), οι οποίες δεν θέτουν κατ’ αρχήν προβλήματα. Και τούτο γιατί η πειθαρχική διαδικασία ανατίθεται σε αμιγώς πανεπιστημιακά όργανα. (Με μία επιφύλαξη μόνο: κατά πάγια νομολογία, η εκδίκαση των πειθαρχικών παραπτωμάτων, ακόμη και των ελαφρύτερων, όπως εν προκειμένω, δεν μπορεί να ανατεθεί στον ασκούντα την πειθαρχική δίωξη.)

Συνοψίζοντας, παρά τον ατυχή χειρισμό που επισήμανα ανωτέρω σε επίπεδο συμβόλων, αλλά και τη βαριά συγκυρία που διανύουμε λόγω πανδημίας, νομίζω ότι το νομοσχέδιο θα πρέπει να υποστηριχθεί από τους πανεπιστημιακούς – εργαζομένους, φοιτητές και καθηγητές. Διότι επιχειρεί να θέσει τέρμα σε μιαν από τις σημαντικότερες κληρονομιές ενός ζοφερού παρελθόντος, που δηλητηριάζει την πανεπιστημιακή ζωή και καθηλώνει τα πανεπιστήμιά μας στη μιζέρια και στην κακομοιριά.

 

Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», 08.02.2021

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

three × 1 =