ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Αφορμή για την επανέκδοση αυτού του βιβλίου ήταν η διαπίστωση ότι το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων που ανέδειξε, πριν από είκοσι χρόνια, εξακολουθούν να βρίσκονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην επικαιρότητα.
Αυτό ισχύει, εν πρώτοις, ως προς το βασικό θεωρητικό πρίσμα υπό το οποίο προσεγγίζεται η σχέση της παγκοσμιοποίησης με το Σύνταγμα και την Δημοκρατία. Δεν θέλουμε να ευλογήσουμε τα γένια μας αλλά αυτή η μελέτη είναι η πρώτη στην χώρα μας που έθεσε επί τάπητος το πρόβλημα της απειλής που συνιστούν, ως προς τις κατακτήσεις της σύγχρονης Συνταγματικής Δημοκρατίας, ορισμένες πρωτόγνωρες πτυχές της παγκοσμιοποίησης. Αυτές συνδέονται, ιδίως, με μια ιδιότυπη μετάλλαξη του εξουσιαστικού φαινομένου, λόγω της ανάδυσης, σε μια γκρίζα υπερεθνική ζώνη, γιγάντιων ιδιωτικών εξουσιών, που συνδυάζουν αφ’ενός μεν τεράστια και ολιγοπωλιακή οικονομική ισχύ αφ’ετέρου δε νόσφιση εξουσίας των εθνικών κρατών, μέσω της πολλαπλής υπονόμευσης τόσο της κυριαρχίας όσο και της πολιτικής αυτονομίας τους. Δυστυχώς δε το πρόβλημα αυτό, έκτοτε, όχι μόνον αποδείχθηκε μείζον, διαψεύδοντας την αρχική αμεριμνησία και την υποβάθμισή του από το μεγαλύτερο μέρος της συνταγματικής θεωρίας, αλλά και παροξύνθηκε, οδηγώντας σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα οικονομική και θεσμική κρίση, με χειρότερο ίσως θύμα την χώρα μας αλλά και με ορατό πλέον τον κίνδυνο μετάπτωσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος σε μια ανέλεγκτη «ολιγαρχία των αγορών».
Η επικαιρότητα όμως του βιβλίου δεν περιορίζεται στην γενική προσέγγιση, η οποία πλέον, έστω και με βραδυφλεγή θεωρητικά αντανακλαστικά, τείνει να επικρατήσει. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και ως προς τις ειδικότερες θέσεις και προτάσεις που διατυπώθηκαν εκεί, με αφορμή την αναθεώρηση του 2001. Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε αβίαστα από την όλη συζήτηση για την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, καθώς πολλές από τις θέσεις και προτάσεις του βιβλίου υιοθετήθηκαν πλέον, επιλεκτικά και κατά περίπτωση, από τις πολιτικές δυνάμεις (ιδίως από το ΚΙΝΑΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από την ΝΔ) και εντάχθηκαν εν τέλει στις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες τους (έστω και χωρίς αναφορά της πηγής…). Τελικά όμως ούτε αυτή τη φορά επιδείχθηκε η αναγκαία τόλμη για ευρύτερες και ριζοσπαστικότερες συνθέσεις και συγκλίσεις. Η συνταγματική πολιτική των κομμάτων κινήθηκε και πάλι μακριά από τις προκλήσεις των καιρών, με αποτέλεσμα να φθάσουμε σε μια δεύτερη, μετά το 2008, άγονη αναθεώρηση. Ως εκ τούτου, πολλές από τις αναγκαίες συνταγματικές τροποποιήσεις παραμένουν ακόμη εκκρεμείς και αναμένουν την επόμενη αναθεώρηση, εφόσον βέβαια οι δυνάμεις που με τόση καθυστέρηση τις υιοθέτησαν όχι μόνον θα εξακολουθήσουν να τις υποστηρίζουν αλλά και θα επιδιώξουν να τις εντάξουν σε ένα ευρύτερο και εποικοδομητικότερο συναινετικό πλαίσιο…
Αυτές λοιπόν οι σκέψεις, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον που δείχνει αδιαλείπτως όλα αυτά τα χρόνια η ακαδημαϊκή κοινότητα ως προς το βιβλίο, είτε για μεταπτυχιακά προγράμματα είτε για ειδικές εισαγωγικές εξετάσεις, με ώθησαν να προτείνω στις εκδόσεις Παπαζήση –με τις οποίες συνεργάζομαι ευδοκίμως από καιρό– την επανέκδοσή του. Αισθάνομαι δε στο σημείο αυτό την ανάγκη να εκφράσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον εκδότη Αλέξανδρο Παπαζήση, ο οποίος όχι μόνον αποδέχθηκε ένθερμα αυτήν την πρόταση αλλά και με προέτρεψε, ορθώς, να προσθέσουμε ένα μεγάλο επίμετρο, που θα περιέχει επιστημονικά κείμενά μου της τελευταίας δεκαετίας, ώστε να επικαιροποιηθεί ακόμη περισσότερο ο προβληματισμός του βιβλίου αλλά και να καλυφθούν όλες οι κρίσιμες εξελίξεις που σφράγισαν, με επίκεντρο την κρίση, την πρόσφατη ευρωπαϊκή και ελληνική συνταγματική πραγματικότητα.
Βρήκα την ιδέα αυτήν πολύ ενδιαφέρουσα και επέλεξα τέσσερα εκτενή σχετικά κείμενα, δημοσιευμένα σε συλλογικούς τόμους (: «Η οικονομική κρίση ως ευκαιρία για την επαναθεμελίωση του κράτους», «Η συνταγματική ελευθερία στην εποχή των ραγδαίων αλλαγών», «Το Σύνταγμα στην εποχή της Κρίσης» και «Αλλαγή Παραδείγματος. Η πρόκληση μιας νέας συνταγματικής οργάνωσης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο»). Σε αυτά δε έκρινα σκόπιμο να προσθέσω και δύο ειδικότερα κείμενα, που αφορούν την πανδημία του Covid 19 («Η Δημοκρατία απέναντι στην πανδημία», «Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην πανδημία», «Από την τοπική απαγόρευση στην γενική αναστολή των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων»), η οποία όχι μόνον διαδέχθηκε αλλά και επέτεινε την κρίση, ιδίως στο πεδίο της Δημοκρατίας και της συνταγματικής ελευθερίας.
Τα προαναφερθέντα κείμενα έχουν ως θεωρητική αφετηρία το βιβλίο, κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με αυτό και εξειδικεύουν –αλλά και αναοριοθετούν, με βάση τα δεδομένα της κρίσης και της πανδημίας– πολλούς από τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις του. Καταλήγουν δε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε έναν ευρύ και πολλαπλά επικαιροποιημένο αναστοχασμό ως προς τις προοπτικές του σύγχρονου δημοκρατικού συνταγματισμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ανιχνεύοντας ιδίως τις δυνατότητες να εμπλουτισθεί επαρκώς το θεσμικό του οπλοστάσιο, προκειμένου αφ’ενός μεν να αντιστοιχηθεί στις νέες προκλήσεις, με πρόσφορες μεταρρυθμίσεις, αφ’ετέρου δε να αντιμετωπίσει τους νέους κινδύνους που εγκυμονούν οι διαβρωτικοί άνεμοι της παγκοσμιοποίησης και οι πολλαπλά αρνητικές επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών και θεσμικών αποκυημάτων της.
Θάσος, Ιανουάριος 2022
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
ΕΝΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ*
Κώστας Στρατηλάτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Σκέψεις για το βιβλίο: Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Επίμετρο: Από την παγκοσμιοποίηση στην κρίση και στην πανδημία, 2η έκδοση εμπλουτισμένη με επιλεγμένα επίκαιρα κείμενα, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2022.
Το «Σύνταγμα και Δημοκρατία» εκδόθηκε πρώτη φορά το 2000: έντεκα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, την περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα εισερχόταν στην ΟΝΕ κι ενώ εκτυλισσόταν η δεύτερη συνταγματική αναθεώρηση της Μεταπολίτευσης. Ο Σωτηρέλης ανέλυσε τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης για τα εθνικά συντάγματα, ιδίως για το ελληνικό, με το βλέμμα στραμμένο στη συγκυρία της αναθεώρησης, εισφέροντας έτσι πρωτότυπες προτάσεις συνταγματικής πολιτικής. Επρόκειτο για έργο προορισμένο να αντέξει στο χρόνο, όχι μόνο εξαιτίας της σημασίας των θεμάτων που κάλυπτε, αλλά και επειδή ο συγγραφέας του κατόρθωσε να συνδυάσει την πληρότητα και την καθαρή δομή της ανάλυσης με γραφή κρυστάλλινη, εξόχως περιεκτική, συχνά «κοφτερή» κι όμως πάντα εμπλουτισμένη με αποχρώσεις, προς ανάδειξη των αναγκαίων ισορροπιών εντός του κεντρικού επιχειρήματός του: ότι δεν αρκεί η «καταγγελία» των προβλημάτων που θέτει η παγκοσμιοποίηση, αλλά ότι επείγει η αντιμετώπισή τους με εμβάθυνση της δημοκρατίας, στο επίπεδο του εθνικού κράτους και συνάμα στο επίπεδο της ΕΕ, προκειμένου η παγκοσμιοποίηση να καταστεί συμβατή με το συνταγματισμό.
Είκοσι και πλέον έτη μετά την πρώτη έκδοση του έργου, οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος που είχε επισημάνει ο συγγραφέας μένουν οι ίδιες, οι προσδοκίες του από την ΕΕ σε μεγάλο βαθμό αδικαίωτες και οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που είχε προτείνει ανεκπλήρωτες. Μεσολάβησαν ασφαλώς πολλά. Προς κάλυψη των εξελίξεων, ο Σωτηρέλης εισφέρει τις εκατόν πενήντα νέες σελίδες του Επιμέτρου. Όμως και χωρίς αυτές, ο κορμός του έργου έχει να δώσει πολλά στον αναγνώστη, καθώς τα περιεχόμενά του παραμένουν επίκαιρα.
- Ως επίφοβες όψεις της παγκοσμιοποίησης ο Σωτηρέλης κατονομάζει τη «διαμόρφωση τεράστιων υπερεθνικών ιδιωτικών κερδοσκοπικών συγκροτημάτων, που δεσπόζουν πλέον στην διεθνή οικονομική και πολιτική σκηνή μέσω της ραγδαίας ιδιωτικοποίησης ζωτικής σημασίας δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, της αδίστακτης εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών και γενικότερα της βαθμιαίας αχρήστευσης ή και ανατροπής των συνταγματικών εγγυήσεων, που εξειδικεύουν την πολιτική δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας»· το «διεθνές και εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που αποτελεί πλέον, απροκάλυπτα, την μακρά χείρα των εν λόγω συγκροτημάτων, έχοντας επιβάλει σχεδόν ολοκληρωτικά τη μονεταριστική πολιτική και την καταθλιπτική κυριαρχία της αγοράς»· και τα «διεθνή χρηματιστήρια, που κυριαρχούνται πλήρως από την ανενδοίαστη κερδοσκοπία των “νομαδικών κεφαλαίων” και παράλληλα αποστασιοποιούνται ολοένα και περισσότερο από την πραγματική οικονομία» (σελ. 61). Γιγαντώνονται σε αυτό το πλαίσιο επιχειρηματικά και μηντιακά κέντρα ιδιωτικής ισχύος τα οποία ποδηγετούν τις κρατικές εξουσίες αξιοποιώντας τις επιταγές που εισάγουν, αδιαφανώς, παγκόσμιοι οργανισμοί όπως ο ΠΟΕ και η λέσχη G7. Άλλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η ΕΕ, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αναλαμβάνουν εξουσίες που αγγίζουν το σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας, όπως η έκδοση νομίσματος και οι αρμοδιότητες του συστήματος Schengen. Το ΝΑΤΟ, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, καθοδηγεί γεωπολιτικές εξελίξεις που δεν καθορίζονται από το ιδεώδες της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Ο Σωτηρέλης αντιπαραθέτει σε αυτές τις εξελίξεις την εθνική κυριαρχία, εξηγώντας ότι αυτή υπήρξε το «θερμοκήπιο» για την ανάπτυξη της δημοκρατίας· ότι παρά τις παρεκτροπές του εθνικισμού, το έθνος-κράτος στέγασε αισθήματα αλληλεγγύης και σφυρηλάτησε τον πολιτικό δεσμό που καθιστά δυνατές τις δημοκρατικές διαδικασίες όπως τις γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ο συγγραφέας βλέπει (πολύ) θετικά τις προσπάθειες διαμόρφωσης υπερεθνικών δεσμών και διακρατικών θεσμών οι οποίοι θα αποβλέπουν στην πολιτική ενοποίηση περιοχών όπως η Ευρώπη. Ωστόσο, όπως γράφει, «κάθε κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να εμπεριέχει, σε κάθε περίπτωση, μια τριπλή ασφαλιστική δικλείδα:
– Πρώτον, η όποια θεσμική αποδυνάμωση του εθνικού κράτους να διαθέτει ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση, συνταγματικά προβλεπόμενη και οριοθετούμενη.
– Δεύτερον, οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες να ανατίθενται σε υπερεθνικά όργανα με την ίδια ή ανάλογη δημοκρατική νομιμοποίηση, ώστε να ενσωματώνεται σε αυτά ένα πολιτικό ισοδύναμο της μεταφερόμενης κυριαρχίας, που να μπορεί να συμβάλλει στη σταδιακή διαμόρφωση θεσμικής παράδοσης αντίστοιχης με εκείνη των εθνικών κρατών.
– Τρίτον, ότι θα αναζητηθούν θεσμικά αντίβαρα της εθνικής κυριαρχίας και προς τα κάτω, με τη συνταγματική καθιέρωση αποκεντρωμένων και αυτοδιοικούμενων περιφερειών» (σελ. 103-104).
Υπό το πρίσμα της πρώτης ως άνω υπόδειξης, ο Σωτηρέλης προτείνει αναθεώρηση των άρθρων 27 και 28 του ελληνικού Συντάγματος, με κύρια κατεύθυνση να τεθεί απαίτηση για αυξημένη πλειοψηφία τριών πέμπτων (δηλαδή, 180 τουλάχιστον θετικές ψήφους) όχι μόνο όταν η Βουλή πρόκειται να κυρώσει συνθήκες διά των οποίων συντελείται εκχώρηση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών (όπως το Σύνταγμα απαιτεί και σήμερα), αλλά και για οιονδήποτε άλλο ουσιαστικό περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, όπως ιδίως η υποδοχή, στάθμευση και διέλευση ξένης στρατιωτικής δύναμης στην / μέσα από την ελληνική επικράτεια (ζήτημα που ήταν τότε επίκαιρο λόγω του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας και είναι και πάλι σήμερα επίκαιρο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία). Από την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων ο Σωτηρέλης εξαιρεί συνθήκες που αμβλύνουν το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ. Προτείνει ταυτόχρονα καθιέρωση δημοψηφίσματος επί της ρύθμισης που συνεπάγεται περιορισμό της κυριαρχίας. Τέτοιο δημοψήφισμα θα ακολουθεί τη σχετική απόφαση της Βουλής και θα μπορεί να προκληθεί είτε με λαϊκή πρωτοβουλία (με συλλογή σημαντικού αριθμού υπογραφών), είτε από 120 τουλάχιστον βουλευτές, είτε από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Το επόμενο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εστιάζει στην υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας «εκ των έσω»: από ιδιωτικά κέντρα οικονομικής ισχύος «που επιδιώκουν την ικανοποίηση συμφερόντων τους είτε με την χειραγώγηση –ή και απροκάλυπτη υπαγόρευση– κρίσιμων κρατικών αποφάσεων, ιδίως οικονομικής υφής, είτε με την αχρήστευση ελεγκτικών κρατικών μηχανισμών είτε με την προκλητική υποκατάστασή τους στην θέση των δημόσιων υπηρεσιών, μέσα ευθείας ή έμμεσης και διαμεσολαβημένης ιδιωτικοποίησής τους. Την ζοφερή αυτή εικόνα συμπληρώνει η συνεχής και συστηματική παραπλάνηση της κοινής γνώμης από τα ιδιωτικά ΜΜΕ, και ιδίως από τα τηλεοπτικά, των οποίων η ευρύτατη εμβέλεια, η τεράστια δύναμη επιβολής και η καταχρηστική αξιοποίηση συνετέλεσαν στο να γιγαντωθεί η πλέον επίφοβη ίσως “ιδιωτική εξουσία”, η οποία αποτελεί την αιχμή του δόρατος της “διαπλοκής”» (σελ. 142-143). Ως πρώτη γραμμή άμυνας έναντι αυτών των φαινομένων ο Σωτηρέλης υποδεικνύει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και τις Ανεξάρτητες Αρχές που αναλαμβάνουν τη ρύθμιση του ανταγωνισμού και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ως δεύτερη γραμμή άμυνας προβάλλει η αντιμετώπιση της εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών μέσα από συνταγματοποίηση της νομολογίας που δεν επιτρέπει ούτε τη μεταφορά κομβικών κρατικών αρμοδιοτήτων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ούτε την παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας σε ιδιώτες όταν πρόκειται για κοινωνικά αγαθά ζωτικής σημασίας.
- Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με θέμα τη συνταγματική αναζωογόνηση της δημοκρατίας, προτείνεται καταρχάς η καθιέρωση της δυνατότητας πρόκλησης δημοψηφίσματος επί ψηφισμένων νομοσχεδίων είτε εκ μέρους μερίδας του εκλογικού σώματος –όχι μικρότερης του 3%, κατά το συγγραφέα–, είτε με πρόταση μεγάλου αριθμού βουλευτών –τουλάχιστον των 2/5 ή εναλλακτικά, με πρόταση δύο τουλάχιστον κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης– προκειμένου η προκήρυξη δημοψηφίσματος να απεξαρτηθεί από τη βούληση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ο Σωτηρέλης έχει ασφαλώς επίγνωση των κινδύνων που συνδέονται με τα δημοψηφίσματα. Προς απάλυνση τους προτείνει εξαίρεση από αυτά ρυθμίσεων που συνεπάγονται συρρίκνωση ατομικών δικαιωμάτων, επίσης δυνατότητα άσκησης αναβλητικού βέτο εκ μέρους του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής ή της Κυβέρνησης –βέτο το οποίο θα οδηγεί σε αξιολόγηση του προβλήματος που προβάλλεται, όπως ιδίως η διατύπωση του ερωτήματος του δημοψηφίσματος, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Εν συνεχεία, εισερχόμενος στο πεδίο της πολιτικής αντιπροσώπευσης, ο Σωτηρέλης εξετάζει το πρόβλημα των πελατειακών και οικονομικών εξαρτήσεων των υποψηφίων βουλευτών, τοποθετείται, δε, υπέρ της κατάργησης του σταυρού προτίμησης και υπέρ της υιοθέτησης του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών (λίστες), υπό τον όρο όμως ότι θα τεθούν ισχυρές εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας, όπως η ανάθεση της ευθύνης κατάρτισης των συνδυασμών στα συλλογικά κομματικά όργανα και η δυνατότητα των εκλογέων να ανατρέπουν τη σειρά κατάταξης. Αυτό που δεν εξηγείται είναι ποιες ακριβώς θα ήταν αυτές οι εγγυήσεις και πώς θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικές χωρίς να συνεπάγονται υπέρμετρες παρεμβάσεις της δικαστικής ή άλλης κρατικής εξουσίας στην οργανωτική αυτονομία των κομμάτων. Περαιτέρω, ο Σωτηρέλης τοποθετείται υπέρ του αναλογικού εκλογικού συστήματος, ως προσφορότερου για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας, για την πιστότητα της πολιτικής αντιπροσώπευσης και για εκπλήρωση της πολιτικής ισότητας (έκφανση της οποίας είναι και η αρχή της ισοδυναμίας των ψήφων), προτείνοντας πάντως και ενίσχυση του πρώτου κόμματος όταν τα εκλογικά ποσοστά του είναι ιδιαίτερα υψηλά (λ.χ. πάνω από 45%) και βρίσκονται σε αρκετή απόσταση (λ.χ. υπέρτερη του 2%) από τα εκλογικά ποσοστά του δεύτερου κόμματος.
Σε επόμενο κεφάλαιο αναλύονται εκτενώς –ίσως υπερβολικά εκτενώς– ζητήματα που σχετίζονται με την αναβάθμιση της Βουλής και την καλύτερη οργάνωση του νομοθετικού και ελεγκτικού έργου της. Μεταξύ των προτάσεων που κατατίθενται στο κεφάλαιο αυτό ξεχωρίζω την ορθή, όπως απέδειξε η πράξη, επιμονή του συγγραφέα στη σχέση ανάμεσα στη Βουλή και τις Ανεξάρτητες Αρχές, στη βάση αναζήτησης της ευρύτερης δυνατής νομιμοποίησης των τελευταίων, εφόσον οι εξουσίες τους είναι νευραλγικής σημασίας.
Επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην αποκατάσταση, καθώς φρονεί ο συγγραφέας, του ρυθμιστικού ρόλου του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, μέσα από μετριασμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του/της: πρωτοβουλία και διακριτική ευχέρεια ως προς την προκήρυξη δημοψηφίσματος, το ίδιο και ως προς την απεύθυνση διαγγελμάτων στον Ελληνικό λαό, σύγκληση σύσκεψης πολιτικών αρχηγών, πλήρης έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων πριν την έκδοση και δημοσίευσή τους. Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου ο Σωτηρέλης είχε διατυπώσει την άποψη ότι τέτοια ενίσχυση αρμοδιοτήτων θα πρέπει να συνοδεύεται από την άμεση εκλογή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα. Στο Επίμετρο της δεύτερης έκδοσης ο συγγραφέας ανατοποθετείται, απορρίπτοντας την ιδέα της άμεσης εκλογής, με το επιχείρημα ότι αυτή θα μπορούσε να βάλει τον εκλεγέντα ή την εκλεγείσα στον πειρασμό να διεκδικήσει εξουσίες που δεν προσιδιάζουν στο ρυθμιστικό ρόλο του/της.
- Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, με θέμα τα συνταγματικά δικαιώματα, ο Σωτηρέλης επανέρχεται στο πρόβλημα των μεταλλάξεων του εξουσιαστικού φαινομένου, πιο συγκεκριμένα στην ανάδυση ιδιωτικών υπερεξουσιών που παράγουν νέες πηγές διακινδύνευσης των ατομικών ελευθεριών. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς οι οποίοι, εκτός από τη δημοκρατία, θέτουν σοβαρές απειλές για τα δικαιώματα της προσωπικότητας και της ιδιωτικότητας, για το τεκμήριο αθωότητας, για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών και για τα συνταγματικά αγαθά της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Στο πεδίο αυτό, πέρα από αυτά τα δικαιώματα και αγαθά, το ΕΣΡ καλείται να προασπίσει επίσης τον πλουραλισμό, όχι μόνο υπό την έννοια της επιχειρηματικής πολυμέρειας στο χώρο των ΜΜΕ, αλλά και υπό την έννοια ενός minimum πολυφωνίας στα ενημερωτικά προγράμματα κάθε τηλεοπτικού σταθμού ξεχωριστά. Στην ίδια κατεύθυνση ο Σωτηρέλης προτείνει συνταγματική κατοχύρωση της πιο προωθημένης εκδοχής του δικαιώματος απάντησης: ένα γενικότερο «δικαίωμα να ακούγεται στα ΜΜΕ και η άλλη πλευρά». Προτείνει, επίσης, την υποχρεωτική παραχώρηση ζωνών του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου σε μη κυβερνητικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Πολύ σημαντική είναι και η πρόταση για ρητή κατοχύρωση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων έναντι των εργοδοτών τους (στην κατεύθυνση αυτή κινείται πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).
Εν συνεχεία, ο συγγραφέας εστιάζει στην ολοκλήρωση της συνταγματικής προστασίας της ετερότητας. Προτείνει, πρώτον, ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος στη διαφορά, ως «νέου συνεκδοχικού δικαιώματος, που θα αποτυπώνει κανονιστικά, κατά τρόπο απτό και συγκεκριμένο, την έντονη αποδοκιμασία της ελληνικής έννομης τάξης προς την έλλειψη ανεκτικότητας» (σελ. 358). Επαναφέρει, δεύτερον, την παλαιότερη πρότασή του για χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας και προτείνει, τρίτον, την απάλειψη του θεοκρατικού προοιμίου του Ελληνικού Συντάγματος, την κατάργηση του άρθρου 3 (το οποίο περιλαμβάνει και τη ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας), καθώς και την απάλειψη από το Σύνταγμα όλων των διατάξεων περί προσηλυτισμού, περί ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης και περί θρησκευτικού όρκου, «δεδομένης και της στρεβλής ερμηνείας τους και γενικότερα του “θρησκευτικού πατριωτισμού” της Διοίκησης και των Δικαστηρίων, που δεν αφήνουν, κατά τα ανωτέρω, πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για μια διαφορετική ερμηνευτική τους προσέγγιση» (σελ. 399).
Το κεφάλαιο του βιβλίου για την ανασημασιοδότηση των κοινωνικών δικαιωμάτων ξεκινά με ανάλυση της κρίσης του κράτους πρόνοιας. Ο συγγραφέας διασυνδέει την κρίση τούτη με την επικράτηση της αντίληψης περί αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Εύστοχα ο Σωτηρέλης επισημαίνει ότι η αντίληψη αυτή δεν εξυπηρετεί απλώς την ιδέα του ελεύθερου διασυνοριακού εμπορίου, αλλά ότι στοχοποιεί κάθε παρεμβατική δράση του κράτους. Η συνεπαγόμενη αποδυνάμωση της κανονιστικής δύναμης των κοινωνικών δικαιωμάτων λαμβάνει χώρα επίσης με επίκληση της στενότητας πόρων για κοινωνικές παροχές, στενότητα η οποία, κατά τους θιασώτες αυτές της αντίληψης, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι οι σπάνιοι οικονομικοί πόροι του κράτους θα πρέπει να διατίθενται αποκλειστικά στους πιο ευάλωτους. Κατά τον Σωτηρέλη, πρόκειται για επιχείρημα «έωλο αλλά και επικίνδυνο», καθώς στηρίζεται στην «τέχνη της “μισής αλήθειας”» (σελ. 442), ειδικότερα στη σκέψη ότι «το εθνικό κράτος οφείλει να “προσαρμόζεται” άνευ ετέρου και αδιακρίτως στις “σύγχρονες” οικονομικές εξελίξεις και ως εκ τούτου δεν έχει περιθώρια αυτόνομης κοινωνικής πολιτικής, όντας αναγκασμένο να υιοθετεί μία οιονεί νομοτελειακή επιλεκτική κοινωνική προστασία. Παραγνωρίζεται, έτσι, τόσο η περιορισμένη μεν αλλά διόλου αμελητέα δυνατότητά του για την οργάνωση προωθημένων μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής όσο και ιδίως τα ευρέα περιθώρια ριζικού μετασχηματισμού των θεσμών και μηχανισμών του, προς την κατεύθυνση του ουσιαστικού εκδημοκρατισμού και της αποτελεσματικότερης λειτουργίας του» (σελ. 442- 443). Εξάλλου, ο περιορισμός της κοινωνικής προστασίας «σε ένα μικρό δίκτυ ασφαλείας των περιθωριακών εν τέλει κοινωνικών στρωμάτων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην συρρίκνωση και την πλήρη υποβάθμιση των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας (προς όφελος φυσικά της αγοράς …) και κατ’ επέκτασιν στην μετάπτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων σε θεσμικά σύνορα για την περιχαράκωση των περιοχών του κοινωνικού αποκλεισμού» (σελ. 443).
Ως αντίδραση στις εξελίξεις αυτές ο Σωτηρέλης προτείνει τη συνταγματική κατοχύρωση του «σχετικού κοινωνικού κεκτημένου», υπό την έννοια ενός απαραβίαστου πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων ο οποίος θα πρέπει να αποσαφηνιστεί κάπως στο συνταγματικό κείμενο χωρίς όμως να κατοχυρώνει και κάθε συντεχνιακό κεκτημένο. Προτείνονται επίσης η συνταγματική εγγύηση του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, η «συνταγματική αποτύπωση μιας γενικής ερμηνευτικής ρήτρας, που θα αποβλέπει στην επίτευξη πραγματικής ισότητας, προβλέποντας ρητά ως καθήκον του κράτους την έμπρακτη διασφάλιση ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών, με την λήψη (και) θετικών μέτρων» (σελ. 472), καθώς και (προς ενίσχυση της δημοσιονομικής δυνατότητας για τα παραπάνω) η «καταπολέμηση της διαφθοράς και της συναλλαγής, ιδίως δε των πελατειακών και συντεχνιακών παρεκτροπών του κράτους πρόνοιας», και η «εκτεταμένη χρήση αναδιανεμητικών μηχανισμών, όπως πχ ειδικός φόρος στα ανώτερα και ανώτατα εισοδήματα, με παρακράτηση στην πηγή» (σελ. 483-484).
- Όταν έπιασα πρώτη φορά τη νέα έκδοση του βιβλίου στα χέρια μου ήμουν κάπως ανήσυχος, καθώς αναλογίστηκα πόσα χωρίζουν την εποχή μας από το 2000 και πόσο κόπο θα χρειαζόταν να καταβάλει ο συγγραφέας ώστε να διανύσει αυτή την απόσταση σε ένα ήδη εκτενές βιβλίο. Η νέα ανάγνωση με έπεισε για την ορθότητα της επιλογής του Σωτηρέλη να μην επιχειρήσει να μεταβάλλει τα αρχικά περιεχόμενα του έργου. Πάντως, το βιβλίο θα μπορούσε πλέον να φιλοξενήσει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στις θεωρητικές αντιστάσεις του συνταγματισμού όπως αυτός αναπτύσσεται πέραν του εθνικού κράτους, στο πεδίο των διεθνών και κοσμοπολιτικών σχέσεων και των υπερεθνικών οργανισμών. Περιορίζοντας την εθνική κυριαρχία, οι οργανισμοί αυτοί θα μπορούσαν να αναβαθμίζουν, όχι μόνο να παρακάμπτουν, τη δημοκρατία. Οι θεωρητικές βάσεις για τέτοια προσέγγιση έχουν τεθεί από το ρεύμα ή μάλλον τα ρεύματα της συνταγματικής σκέψης που στεγάζονται υπό τον όρο «πλανητικός συνταγματισμός» (global constitutionalism). Τα ρεύματα αυτά έχουν προσφέρει κατά την τελευταία δεκαετία πολύτιμα θεωρητικά πλαίσια για να συλλάβουμε την προοπτική των θεμελιωδών αρχών και των συστατικών μεγεθών του συνταγματισμού (του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, της συντακτικής εξουσίας, της διάκρισης των εξουσιών, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της αρχής της αναλογικότητας κ.λπ.) στο πεδίο των διεθνών οργανισμών (βλ. ενδεικτικά A. F. Land and A. Wiener (eds), Handbook on Global Constitutionalism, Edward Elgar Publishing, 2017). Ταυτόχρονα, έχουν υπάρξει παρεμβάσεις που μεταφέρουν στο συνταγματικό πεδίο της ΕΕ όχι μόνο τις θεμελιώδεις αρχές αλλά και τη γενεσιουργό δύναμη και την ιστορική αιτία του συνταγματισμού: τη συντακτική εξουσία (βλ. ιδίως M. Patberg, Constituent Power in the European Union, Oxford University Press, 2021, όπου παρουσιάζονται και όλες οι σχετικές προσεγγίσεις). Πρόκειται για εξελίξεις οι οποίες προς το παρόν μένουν στο επίπεδο της θεωρίας, καθώς δεν ευνοούνται από τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς ισχύος. Το βάθος τους είναι πάντως τέτοιο που θα τους έδινε θέση σε ένα βιβλίο για το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Οφείλω πάντως να τονίσω ότι η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτή καθ’ εαυτήν, είναι παρούσα, και ηχηρή, σε πολλά σημεία του βιβλίου. Μάλιστα, σε κείμενο του Επιμέτρου ο συγγραφέας δεν διστάζει να κατονομάσει τις δύο υπαρκτές επιλογές ως προς το σύστημα κυβέρνησης που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από τη ριζική εξέλιξη της ΕΕ σε Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, με χαρακτηριστικά ομοσπονδιακού κράτους: είτε μετασχηματισμός των ασθενών κοινοβουλευτικών θεσμών που υφίστανται σήμερα σε ένα μοντέλο «ορλεανικού κοινοβουλευτισμού», στο οποίο η Επιτροπή, μετατραπείσα σε ισχυρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση, θα πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και ενός δεύτερου ισχυρού νομοθετικού σώματος στο οποίο θα εκπροσωπούνται με τη μέγιστη δυνατή ισοτιμία τα κράτη μέλη· είτε ριζική ανακατεύθυνση προς ένα προεδρικό μοντέλο, με τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας να εκλέγεται άμεσα από τους ευρωπαίους πολίτες και με το νομοθετικό σώμα να διαθέτει «ακόμη σημαντικότερες αρμοδιότητες και ακόμη ισχυρότερο δικαίωμα αρνησικυρίας για κρίσιμες αποφάσεις» (σελ. 609). Εν συνεχεία, διατυπώνονται οι προϋποθέσεις τέτοιου εγχειρήματος: σταδιακή συγκρότηση ενιαίου ευρωπαϊκού δήμου, ο οποίος θα αποτελεί πηγή νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος· αναδιοργάνωση του κομματικού συστήματος της ΕΕ με ισχυρά πανευρωπαϊκά κόμματα τα οποία θα καταστούν μοχλοί «για την επίτευξη ενός νέου, υπερεθνικού πλέον, πολιτικού πλουραλισμού, που θα αποτελέσει την βάση της ουσιαστικής κοινωνικοπολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης» (σελ. 610).
- Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση με μία γενικότερη γνώμη για το έργο και τις δημόσιες παρεμβάσεις του Σωτηρέλη. Ο Γιώργος διαθέτει το χάρισμα που χαρακτήριζε αρκετά μέλη της προηγούμενης γενιάς συνταγματολόγων της χώρας: την ικανότητα να κρίνουν σε σχετική αυτονομία από τις κομματικές προτιμήσεις τους, εντός όμως της συγκυρίας και παραμένοντας προσηλωμένοι σε μία ευρύτερη ιδεολογία, στη δική τους προτεραιοποίηση αρχών και συνταγματικών αξιών ο καθένας/η καθεμία, συγκροτώντας έτσι αυτό που θα ονόμαζα «ακεραιότητα και ταυτότητα του/της συνταγματολόγου συν τω χρόνω». Το «Σύνταγμα και Δημοκρατία» είναι κομβικό στοιχείο της ακεραιότητας και της ταυτότητας του Σωτηρέλη ως συνταγματολόγου συν τω χρόνω. Ταυτόχρονα, αποτελεί αναγκαίο ανάγνωσμα, όχι μόνο για κάθε συνταγματολόγο, αλλά και για κάθε πολίτη που ενδιαφερόμενος/-η για την απαξίωση των θεσμών αναζητεί κάποιες απαντήσεις εκ μέρους της συνταγματικής θεωρίας.
* Συντομευμένη εκδοχή άρθρου-βιβλιοκριτικής που πρόκειται να δημοσιευτεί στην επιθεώρηση e-Πολιτεία