Η παρούσα εργασία αποτελεί μια απόπειρα να σκιαγραφηθεί η έννοια του εγκλήματος μίσους, η οποία παίζει νευραλγικό ρόλο στην άσκηση πολιτικής στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη, καθώς και μια κριτική προσέγγιση του θεσμού, τόσο μέσα από μια συγκριτική ανάλυση της εφαρμογής του στο εξωτερικό, όσο και μέσα από την επιλεκτική παράθεση απόψεων της θεωρίας διεθνώς, που εκφράζουν έναν αξιόλογο αντίλογο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, μέσα από τη χρήση παραδειγμάτων και παραπομπών, στις κατηγορίες των εγκλημάτων μίσους λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, καθώς και σε ζητήματα φύλου που ανακύπτουν.
Η έννοια του εγκλήματος μίσους εγείρει σοβαρές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες προβληματικές γύρω από ποινικού δικαίου ζητήματα – κυρίως στις έννομες τάξεις εκτός του αγγλοσαξονικού τόξου, σαν την ελληνική – , όπως αυτά της επιμέτρησης της ποινής, της «χρωματισμένης» έννοιας του κινήτρου και των ορίων του, καθώς και του προστατευόμενου έννομου αγαθού. Πολλές είναι ακόμη οι αντιρρήσεις ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όταν επιβάλλονται βαρύτερες ποινές λόγω τέλεσης ενός εγκλήματος μίσους, αλλά και ως προς την αξίωση για δίκαιη ανταπόδοση (just dessert) – η οποία υποστηρίζεται από ορισμένους θεωρητικούς. Ωστόσο, δεν είναι στους σκοπούς της γράφουσας να καταπιαστεί με αυτά τα θέματα με την απαιτούμενη συνέπεια, παρά μόνον ακροθιγώς και για τις ανάγκες της εργασίας.
Στην Ελλάδα εισήχθη για πρώτη φορά το 2008 στον ποινικό κώδικα το άρθρο 79§3, τελευταίο εδάφιο, που τυποποιούσε το «έγκλημα μίσους» και όριζε ότι: «Η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση». Το 2013, με το άρθρο 66 του ν.4139/2013, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε ως εξής: «Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η ποινή δεν αναστέλλεται». Αποτελεί λυπηρό γεγονός πως η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ από τα ελληνικά δικαστήρια, ούτε έχει αναλυθεί -παρά μόνο κατ’ εξαίρεση και ανεπαρκέστατα- από τη νομική θεωρία.
Η σε ανύποπτους χρόνους εναλλαγή στα γένη των αφηρημένων προσώπων που ακολουθείται στο κείμενο είναι ηθελημένη.