Η αμφίθυμη στάση του Αρ. Μάνεση απέναντι στη δικαστική εξουσία

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης προερχόταν από οικογένεια δικαστικών. Και ο πατέρας του, Ιωάννης Μάνεσης, και ο πεθερός του, Εμμανουήλ Μανωλεδάκης, υπηρετούσαν ως Εφέτες και, αργότερα, ως Πρόεδροι Εφετών στη Θεσσαλονίκη, όταν ο ίδιος, ως  βοηθός  των εδρών του Συνταγματικού και του Διοικητικού Δικαίου από το 1951,   έκανε  τα πρώτα επιστημονικά του βήματα στο Αριστοτέλειο, υπό τον καθηγητή Ηλία Κυριακόπουλο. Πρωτύτερα, μάλιστα, ως παιδί και ως έφηβος, είχε ακολουθήσει με την οικογένειά του τον πατέρα του στις ανά την Ελλάδα τοποθετήσεις του.

Με βενιζελικές καταβολές, αυστηροί ως δικαστές και άκρως υπηρεσιακοί στις κοινωνικές σχέσεις τους,  πατέρας Μάνεσης και ο Μανωλεδάκης είναι  βέβαιο ότι τον επηρέασαν ως πρότυπα ακεραιότητας και ευθυδικίας. Πολύ περισσότερο που, ειδικά τον Μανωλεδάκη, στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1950, περιέβαλε η φήμη ότι είναι τάχα «φιλοκομμουνιστής», επειδή, ως ποινικός δικαστής, είχε την τάση να αθωώνει κατηγορούμενους -κομμουνιστές και «συνοδοιπόρους»-  που διώκονταν περισσότερο για τις ιδέες παρά για τις πράξεις τους. Θυμίζω ότι την ίδια περίοδο υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη και ο Παύλος Δελαπόρτας, ο ακέραιος εισαγγελέας της «υπόθεσης Λαμπράκη», συγγραφέας ενός πολύτιμου βιβλίου, στο οποίο περιέγραφε τις πιέσεις που υφίσταντο οι δικαστές στην προδικτατορική Ελλάδα[1].

Παρ’ όλα αυτά, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Αριστόβουλος Μάνεσης,  ασχολήθηκε μάλλον περιθωριακά με τους δικαστές. Λες και η δικαστική εξουσία,  για να επαναλάβω τον τίτλο του γνωστότερου βιβλίου του,   δεν ήταν μια από τις σπουδαιότερες  «εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος». Ως συνταγματολόγος δεν μπορούσε βέβαια να αγνοήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η θεμελιώδης αυτή αρχή, ωστόσο,    τον απασχόλησε περισσότερο στο σκέλος της  που αφορούσε τις σχέσεις εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, παρά στην άλλη διάστασή της, δηλαδή τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας.  Που οφειλόταν  η επιφυλακτικότητά  του;

Ας δούμε από πιο κοντά πώς εξελίχθηκε η σκέψη του  στο κεφαλαιώδες αυτό κεφάλαιο.

*****

Στο πρωτόλειό του, που ήταν και η διδακτορική διατριβή του για το δίκαιο της ανάγκης, ο Μάνεσης αφιέρωσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον δικαστικό έλεγχο των «αναγκαστικών νόμων», των πράξεων δηλαδή που, με ισχύ  νόμου,  εξέδιδε όλο και συχνότερα  από το 1946 η εκτελεστική εξουσία, χωρίς προηγούμενη νομοθετική εξουσιοδότηση και παρά την παρουσία της Βουλής, για να αντιμετωπίσει έκτακτες υποτίθεται ανάγκες[2]. Έως την μεταγενέστερη κύρωσή τους από τη Βουλή, συχνά ύστερα από μήνες,  θα ίσχυαν; Αφού παρουσίασε διεξοδικά την πολυσχολιασμένη σύγκρουση Αρείου Πάγου και Συμβουλίου Επικρατείας,  για το ζήτημα αυτό –ένα ζήτημα που είχε διχάσει τότε τους Έλληνες νομικούς και που βρίσκεται πίσω από την σχετική αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου[3]– ο Μάνεσης τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του δικαστικού ελέγχου της συνδρομής ή μη της ανάγκηςˑ ένα ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό, για το οποίο, ο παροιμιώδης ήδη από τότε θετικισμός του δεν τον εμπόδισε να πάρει την τολμηρή αυτή θέση, φτάνοντας  μάλιστα ως το σημείο  να επικρίνει έναν κορυφαίο και κατά πολύ αρχαιότερό του  διοικητικολόγο, τον Φαίδωνα Βεγλερή, ο οποίος, για έναν αναγκαστικό νόμο του 1948, είχε υποστηρίξει την αντίθετη άποψη[4]. Σε μια δημοκρατία, υποστήριζε ο Μάνεσης,  η εκτελεστική εξουσία δεν ενεργεί ανέλεγκτα. Η δράση της

δεν είναι δυνατόν να βασίζηται επί στοιχείων τόσον αποκρύφων, ώστε να μην περιέρχωνται ταύτα, έστω και εν γενικαίς γραμμαίς, εις γνώσιν άλλων και ν’ αποκλείηται συνεπώς ο σχηματισμός γενικής περί τούτων γνώσεως –πολλώ μάλλον εντός κύκλου τινός μορφωμένων πολιτών και κρατικών λειτουργών, ως είναι οι δικασταί […][5].

Η σχετική κρίση, συνέχιζε, είναι «δικανική» και

ουδέν τον ανώμαλον ενέχει όπως ακριβώς δεν συνιστά συνταγματικήν ανωμαλίαν ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων[6].

Η αντίθετη άποψη, κατέληγε, ότι δηλαδή ο δικαστής δεν έχει εν προκειμένω αρμοδιότητα,

εμμέσως, καίτοι αθελήτως, καταλήγει, εφ’ όσον γίνη αποδεκτή και υπό των δικαστηρίων, να νομιμοποιή αυθαιρεσίας των κυβερνώντων[7].

Ένα χρόνο αργότερα, συνεπής προς την άποψη αυτή, ο Μάνεσης προχωρούσε ακόμη περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι την συνδρομή ή μη της ανάγκης όφειλαν να ελέγχουν τα δικαστήρια και όσον αφορά την έκδοση των νομοθετικών διαταγμάτων  του άρθρου 35 του Συντάγματος του 1952, ύστερα από σύμφωνη γνώμη  της  λεγόμενης «επιτροπής εξουσιοδοτήσεως»[8]. Εδώ, συνεκτιμώντας προφανώς το γεγονός ότι η Βουλή –έστω και μέσω του  60μελούς αυτού σχηματισμού της[9]–  συμμετείχε εν τέλει σε αυτή τη διαδικασία, υποστήριζε ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι έλεγχος ορίων, δηλαδή της «υπέρ το προσήκον μέτρον» άσκησης της σχετικής αρμοδιότητας, η οποία, σημειωτέον, με την πάροδο των ετών, είχε γίνει  ο συνηθέστερος τρόπος νομοθέτησης, υπό το Σύνταγμα του 1952[10]. Υπέρ του δικαστικού ελέγχου, χωρίς επιφυλάξεις, τάχθηκε και το 1955, σχολιάζοντας μιαν απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που είχε εφαρμόσει άνευ ετέρου μια πράξη του υπουργικού συμβουλίου που είχε εκδοθεί χωρίς προηγούμενη νομοθετική εξουσιοδότηση[11].

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων  απασχόλησε περιθωριακά  τον Μάνεση στο opus magnum του, τις Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος[12]. Στο βιβλίο αυτό,  ωστόσο, όπως έσπευδε να διευκρινίσει στο προεισαγωγικό κιόλας κεφάλαιο του πρώτου τόμου, τον απασχολούσαν προπάντων  οι προληπτικές  εγγυήσεις, παρά οι κατασταλτικές. Διότι, όπως υποστήριζε,

[τ]ο ουσιώδες είναι να προλαμβάνεται συγκεκριμένη τις παραβίασις του Συντάγματοςˑ διότι είναι γνωστόν ότι η αποκατάστασις της ήδη παραβιασθείσης υπό των κυβερνώντων συνταγματικής τάξεως είναι απείρως δυσχερεστέρα ή η πρόληψις αυτής[13].

Για να διευκρινίσει ευθύς αμέσως ότι υπάρχουν ασφαλώς και εγγυήσεις

κατασταλτικής φύσεως, αι οποίαι, αναμφισβητήτως, ενέχουν σπουδαιότητα, όταν ιδίως εφαρμόζωνται υπό δικαστηρίων  περιβεβλημένων με εγγυήσεις ανεξαρτησίας (π.χ. έλεγχος της συνταγματικότητος των νόμων υπό των δικαστηρίων, ή  και η υπ’ αυτών ακύρωσις  παρανόμων εν γένει πράξεων των διοικητικών αρχών, αιτήσει των διοικουμένων). Η λειτουργία όμως των κατασταλτικών κυρώσεων δεν καθίσταται δυνατή ειμή εφ’ όσον οι φορείς  των κρατικών οργάνων, εναντίον των οποίων αύται στρέφονται, συγκατατίθενται να τας υποστούν[14].

Κάτι το οποίο δεν συμβαίνει πάντοτε, αφού οι φορείς αυτοί διαθέτουν συνήθως «εξαναγκαστικά μέσα επιβολής»[15].

Στον δεύτερο τόμο των Εγγυήσεων, εξ άλλου, αναλύοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, υποστήριζε την «ιεραρχική διαβάθμισή» τους, με την νομοθετική εξουσία να υπέρκειται όχι μόνον της εκτελεστικής, αλλά και της δικαστικής εξουσίας[16].  Η τελευταία υπόκειται στην νομοθετική «εξ ορισμού», όπως έγραφε, αφού ναι μεν είναι ανεξάρτητη «οφείλει όμως να τηρή και να εφαρμόζη τους νόμους»[17].

H Mεταπολίτευση βρήκε τον Μάνεση πολύ αριστερότερα στο πολιτικό φάσμα, μετά την τετραετή παραμονή του στο Παρίσι  (1970-1974). Ήταν η εποχή του «Κοινού Προγράμματος» της γαλλικής Αριστεράς, που υποσχόταν την ειρηνική μετάβαση σε έναν πλουραλιστικό σοσιαλισμό, με δημοκρατία και σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στο ημιτελές κεφάλαιο περί ερμηνείας του Συντάγματος, το οποίο περιέλαβε στο επίσης ημιτελές Συνταγματικό Δίκαιό του[18], αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο «τεκμήριο συνταγματικότητας» των νόμων. Γι’ αυτόν

κάθε νόμος εμπεριέχει ερμηνεία του Συντάγματος. Σε ένα δημοκρατικό ιδίως πολίτευμα, ο νομοθέτης είναι  ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για τη συγκεκριμενοποίηση –άρα, ουσιαστικά, γισα την ερμηνεία του Συντάγματος. Αυτό  σημαίνει ότι συντρέχει κατ’ αρχήν μια ερμηνευτική ένδειξη «τεκμηρίου συνταγματικότητας» των πράξεών του […], μολονότι το «τεκμήριο» τούτο είναι βέβαια μαχητό […]»[19].

Την ίδια κατά βάση σκέψη ο Μάνεσης επανέλαβε με τον Αντώνη Μανιτάκη, στη γνωμοδότηση που συνέταξαν  για την «υπόθεση Ανδρεάδη», την ίδια εποχή. Αυτή τη φορά, ωστόσο, απευθυνόταν προς τον δικαστή. Για τους γνωμοδοτούντες, ο νόμος που ψηφίζει ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης «τεκμαίρεται συνταγματικός» αφού, όπως προκύπτει άλλωστε και από την γραμματική διατύπωση της παραγράφου 4 του άρθρου 93, το Σύνταγμα «υποχρεώνει τον δικαστή να ερευνήσει όχι τη (θετική) συμφωνία,  αλλά την ενδεχόμενη αντίθεση του νόμου προς το Σύνταγμα». Όπως υποστήριζαν,

[τ]ούτο θα πρέπει να έχει υπ’ όψη του ο πολιτικός ή ποινικός δικαστής, όταν καλείται να αποφανθεί για την συνταγματικότητα ενός νόμου: για Να κριθεί διάταξη νόμου αντισυνταγματική, δεν αρκεί η έλλειψη συμφωνίας της προς το Σύνταγμαˑ πρέπει να υπάρχει σαφής αντίθεσή της[20].

Τα χρόνια που ακολούθησαν, το «τεκμήριο» επικαλέστηκαν πολιτικοί, νομικοί αλλά και δικαστές, όπως ο Δημ. Τσάτσος, ο οποίος την ταύτιζε προς την γερμανική θεωρία της «σύμφωνης προς το Σύνταγμα ερμηνείας του νόμου»[21], οι Βασίλης Σκουρής και Ευάγγελος Βενιζέλος[22] και ο Βάσος Ρώτης[23] ενώ, διόλου συμπτωματικά εν όψει των παθών εκείνης της περιόδου,  αντιτάχθηκαν προς τη χρήση του οι Φαίδων Βεγλερής και Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος[24].

Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Μάνεσης εξακολούθησε να μην αναφέρεται συστηματικά  στη δικαστική εξουσία, αλλά μόνον ευκαιριακά, κυρίως με αφορμή τα δικαιώματα του ανθρώπου και την αποτελεσματική προστασία τους. Έτσι,  στην συμβολή του στον τιμητικό τόμο Γεωργίου Βλάχου,  απέφυγε μεν να αναφερθεί  στο «τεκμήριο», πλην όμως, στις λιγοστές αναφορές του, διακρίνει κανείς την ίδια επιφυλακτικότητα απέναντι στον ρόλο του δικαστή[25]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξ άλλου,  η άποψη που διατύπωσε σε συνέντευξή του προς μη ένα νομικό περιοδικό, το 1992, για την σκοπιμότητα ή μη της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου. Με νωπές τις εμπειρίες  της «ψήφου Αλευρά» και του χρόνου παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων –περιστατικά στα οποία η Βουλή, δηλαδή η εκάστοτε κυβερνητικηπλειοψηφία, κλήθηκε να τάμει σε δυσεπίλυτα συνταγματικά ζητήματα- ο Μάνεσης διατύπωσε την ακόλουθη άποψη:

[…] ανακύπτει το θέμα, μήπως θα πρέπει να υπάρξει ένα κρατικό όργανο, το οποίο να έχει αποφασιστική, κανονιστική αρμοδιότητα για την επίλυση των ανακυπτόντων ζητημάτων ερμηνείας του Συντάγματος. Τέτοιο δεν είναι, βέβαια, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής[26]. Θα μπορούσε όμως να είναι ένα Συνταγματικό Δικαστήριο. Ο θεσμός έχει δυστυχώς αποκτήσει κακή φήμη στην Ελλάδα, από το προηγούμενο της δικτατορίας, η οποία είχε ιδρύσει Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά με στόχο να ελέγχει μέσω αυτού την πολιτική ζωή της χώρας. Εάν σε προσεχή συνταγματική αναθεώρηση αντιμετωπιζόταν το ζήτημα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα έπρεπε να δοθεί πολλή προσοχή και στη σύνθεση και στις αρμοδιότητές του. Εγώ θα έβλεπα ως προτιμότερη λύση την ίδρυση όχι ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά κυριολεξία, αλλά ενός Συνταγματικού Συμβουλίου κατά το πρότυπο περίπου του γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, με παρόμοια σύνθεση, αλλά με αρμοδιότητες κατασταλτικού και όχι προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας[27].

*****

Από την αναδρομή που προηγήθηκε, μπορούν, όπως πιστεύω, να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα για την αμφίθυμη στάση του Αριστόβουλου Μάνεση απέναντι στη δικαστική εξουσία:

* Έχοντας μεγαλώσει σε δικαστικό περιβάλλον, με πατέρα δικαστικό, τον οποίο σεβόταν και  υπεραγαπούσε, ο Μάνεσης είχε απόλυτη επίγνωση των πιέσεων που, στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, τόσο η πολιτική εξουσία όσο και το κοινωνικό περιβάλλον, ασκούσαν στους δικαστές. Οι τελευταίοι, όσο τολμηροί και αν ήταν,  όσο ηθικό ανάστημα και αν προέβαλλαν, δεν μπορούσαν προφανώς αντιτάξουν στην καθημερινότητα των αυθαίρετων διώξεων κατά των αντιπάλων μιαν αυστηρή και άκαμπτη τήρηση του Συντάγματος. Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστα χρόνια από τη λήξη ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου και τα πάθη εξακολουθούσαν να κοχλάζουν. Το ζητούμενο, ωστόσο, ήταν, εκεί που τους «έπαιρνε», να προβάλλουν τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

* Η τιθάσευση μιας ανέλεγκτης εκτελεστικής εξουσίας ήταν έτσι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα του Μάνεση, στα πρώτα βήματα της επιστημονικής του σταδιοδρομίας. Πρώτα στο πεδίο της νομοθέτησης, στο οποίο οι σημειούμενες αυθαιρεσίες έτειναν να γίνουν κανόνας από συνήθεια περισσότερο  και οκνηρία και λιγότερο  γιατί το επέβαλλαν οι περιστάσειςˑ για τον περιορισμό τους, ο ρόλος του δικαστή ήταν για τον Μάνεση κρίσιμος. Και, δεύτερον,    για τον προληπτικό κατά προτίμηση έλεγχο του στέμματος –με θεσμικά, θα λέγαμε σήμερα, αντίβαρα-  ώστε να αποτραπούν ολέθρια περιστατικά, όπως η σύγκρουση Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου το 1915, η επανάληψη των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει –όπως και πράγματι οδήγησε, το 1967- στην κατάργηση του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας.

* Με τη Μεταπολίτευση του 1974 τα δεδομένα του προβλήματος άλλαξαν: η δημοκρατία αποκαταστάθηκε, αφού εξέλειπαν οι παράγοντες εκείνοι –στέμμα, στρατός και «σύμμαχοι»-  που, έως το 1967, νόθευαν τη λειτουργία της. Σιγά σιγά αποκαταστάθηκε και το κράτος δικαίου, με τους δικαστές να διεκδικούν, από την δεκαετία του 1980 και εφεξής, όλο και αποφασιστικότερο ρόλο στη λήψη των μεγάλων αποφάσεων. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περιβαλλοντική του νομολογία, το Συμβούλιο της Επικρατείας διεκδίκησε έτσι ρόλο οιονεί Συνταγματικού Δικαστηρίου. Χωρίς να αντιταχθεί ανοιχτά σε  αυτή την τάση,  ο Μάνεσης διατύπωσε επιφυλάξεις,  φρονώντας ότι,  αν ενισχυθεί, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα «κράτος δικαστών», στα χνάρια του αμερικανικού Supreme Court, τον ακτιβισμό του οποίου, σημειωτέον,  είχε παλαιότερα επικρίνει[28]. Γι’ αυτόν, όπως άλλωστε και για τους περισσότερους δημοκρατικούς νομικούς της γενιάς του, προείχε ο σεβασμός της πλειοψηφίας, της εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένης πλειοψηφίας, προς την οποία ο δικαστής μπορούσε να αντιταχθεί όλως κατ’ εξαίρεση, και μόνο  σε περίπτωση κραυγαλέων παραβιάσεων.  Εξ ού και η επίκληση του «τεκμηρίου συνταγματικότητας» των νόμων, ως φραγμού στον επίφοβο κατ’ αυτόν δικαστικό ακτιβισμό, επίκληση, εν τούτοις, η οποία, στην πράξη οδήγησε σε σωρεία παρεξηγήσεων.

*Κλείνοντας, με αφορμή την στάση του Μάνεση απέναντι στην δικαστική εξουσία, δεν μπορώ παρά να επισημάνω την ζωντάνια της νομικής σκέψης του, μιας σκέψης εξελισσόμενης και ανοιχτής στα σημεία των καιρών, που δεν υποτασσόταν ωστόσο στις σκοπιμότητες της στιγμής, αλλά έμενε πιστή σε μερικές θεμελιώδεις αξίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κοινωνικά ευαίσθητου κράτους δικαίου.

 

[1] Βλ. Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978.

[2] Περί αναγκαστικών νόμων. Αι εξαιρετικαί νομοθετικαί αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, Αθήναι-Θεσσαλονίκη, εκδ. «Το Νομικόν»,  Ν. Σάκκουλα, 1953, σελ. 205 & επ.

[3] Δηλαδή την άρση των συγκρούσεων Αρείου Πάγου και Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 100§1 περ. δ’ Σ.). Στο ενδιαφέρον αυτό περιστατικό της δικαστικής μας ιστορίας έχει αφιερώσει την διδακτορική διατριβή του ο καθηγητής Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, Το δίκαιον της ανάγκης και η διάστασις της νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας και Αρείου Πάγου,  Αθήναι, χ. έκδ., 1970.

[4] Σχολιάζοντας μιαν από τις πολλές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχαν κρίνει ότι κακώς είχε εκδοθεί αναγκαστικός νόμος για τη ρύθμιση ζητήματος που δεν  παρουσίαζε επείγοντα χαρακτήρα, εν προκειμένω του α.ν. 786/1948, που αφορούσε την οργάνωση των υπηρεσιών του υπουργείου Εφοδιασμού και Διανομών, Ν.Δίκαιον, 1950, σελ. 310 & επ.

[5] Περί αναγκαστικών νόμων…, όπ.π., σελ. 225 (έμφαση Αρ.Μ.).

[6] Περί αναγκαστικών νόμων,  όπ.π., σελ. 228 (έμφαση Αρ.Μ.).

[7] Περί αναγκαστικών νόμων…, όπ.π., σελ. 229 (έμφαση Αρ.Μ.).

[8] Βλ. «Η έκτακτος νομοθετική διαδικασία. (Συμβολή εις την ερμηνείαν του άρθρου 35 §§ 2-5 του Συντάγματος [του 1952])», Θέμις, 1955, ζελ. 113 κ. επ., 164 κ. επ., ήδη στον τόμο του ίδιου, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1980, σελ. 182 κ. επ. (όπου εφεξής θα γίνονται οι σχετικές παραπομπές).

[9] Στον οποίο, πάντως, τα κόμματα συμμετείχαν κατ’αναλογία της δύναμής τους.

[10] Το ποσοστό των νομοθετικών διαταγμάτων επί του συνόλου των ψηφιζόμενων νομοθετημάτων από την Βουλή, υπό το Σύνταγμα του 1952, ξεπερνούσε συνήθως το 50%, φτάνοντας μερικές χρονιές (όπως το 1958 και το 1962) το 82%! Βλ. τον σχετικό πίνακα σε Ν.Κ. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1983, σελ. 217.

[11] «Παρατηρήσεις υπό την απόφασιν αριθμ. 852/1955 του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης», ΕΕΝ, 22(1955), σελ. 948 κ. επ. και ήδη Συνταγματική θεωρία και πράξη, όπ.π., σελ. 244 κ. επ.

[12]  Τον πρώτο τόμο των οποίων (: Εισαγωγή) υποστήριξε ως διατριβή επί υφηγεσία, το 1956, Θεσσαλονίκη, εκδ. «Το Νομικόν» Ηλία Σάκκουλα, 1956 (ανατύπωση από τις εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991)ˑ όσο για τον δεύτρο τόμο, εκδόθηκε το 1961-65, βλ. Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, Θεσσαλονίκη-Αθήναι, εκδ. Αφών Σάκκουλα, 1965.

[13] Αι εγγυήσεις…, όπ.π. τ. Α’, σελ. 38.

 [14] Ibidem.

 [15] Ενδιαφέρουσα πρώιμη υπόμνηση του μέγιστου ζητήματος της μη συμμόρφωσης της διοίκησης ιδίως προς τις ακυρωτικές  αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το οποίο βλ. ήδη το άρθρο 95§5 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001.

[16] Αι εγγυήσεις…, όπ.π., τ. Β’, σελ. 371.

[17] Στο σημείο αυτό ο Μάνεσης παρέπεμπε στις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1927, βλ. Αι εγγυήσεις…, όπ.π., τ.Β’ σελ. 371-2, υποσημ. 23.

[18] Το βιβλίο αυτό περιλάμβανε κυρίως την συμβολή του Αρ. Μάνεση στο Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο,  Αθήναι, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1980, σελ. 363 κ. επ., η οποία έφερε τον τίτλο «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του δικαίου». Σε αυτό αντανακλάται, εντονότερα από κάθε άλλο έργο του Μάνεση, η επίδραση των «χρόνων του Παρισιού», δηλαδή του γαλλικής εκδοχής του  «δυτικού μαρξισμού», κορυφαίοι εκπρόσωποι του οποίου ήταν ο Λουΐ Αλτουσέρ και ο Νίκος Πουλαντζάς.

[19] Συνταγματικό δίκαιο Ι, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1980, σελ. 191-92 (έμφαση Αρ. Μάνεση).

[20] Βλ. Αρ. Μάνεση & Αντ. Μανιτάκη, «Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα. Έλεγχος τραπεζών βάσει α.ν. 1665/1951 Κι ν. 431/1976», ΝοΒ, 1981, και ήδη σε αυτοτελή τόμο, Αρ. Μάνεση, Αντ. Μανιτάκη και Γ. Παπαδημητρίου, Η «υπόθεση Ανδρεάδη»  και το οικονομικό Σύνταγμα, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1991, σελ. 13 κ. επ., 18-19 (έμφαση των γνωμοδοτούντων).

[21] Στο Συνταγματικό δίκαιό του, τ. Α’ Θεωρητικό θεμέλιο,  Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1985, σελ. 176,

[22] Βλ. Β. Σκουρή & Ευ. Βενιζέλου, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλας, 1985, σελ. 95 κ. επ.

[23] Ο μετέπειτα πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έγραφε για τον «εφαρμοστή του δικαίου»: «Προχωρεί […] αποκλείοντας κάθε ερμηνευτική εκδοχή που αντιβαίνει στο Σύνταγμα, όντας ευαίσθητος στο ερμηνευτικό τεκμήριο της συνταγματικότητας του νόμου», βλ. Β.Ρώτη, «Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος. Αμφιλεγόμενες τάσεις ως προς την έκταση και την αποτελεσματικότητά της», ΤοΣ, 1986, σελ. 553 κ. επ. και ήδη στον τόμο του ίδιου, Νομικά κείμενα, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1989, σελ. 447 & επ., 464.

[24] Βλ. αντιστοίχως, Φ. Βεγλερή, «Ιδιομορφίες και στάδια του ελληνικού διοικητικού δικαίου», στην Προσφορά στον Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1987, τ. Α’, σελ. 107 κ. επ., 172 (υποσημ. 60) και Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, ε’ έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1991, σελ. 405, υποσημ. 13. Ο τελευταίος σημείωνε χαρακτηριστικά: «[α]πό κανένα κανόνα του ελληνικού δικαίου δεν προκύπτει ένα οιονεί ‘τεκμήριο της συνταγματικότητας’ των νομοθετικών πράξεων […], αντιθέτως από τις διατάξεις των άρθρων 87§2, 93§4 και 100§4 του Συντάγματος, προκύπτει ότι αποκλείεται η δημιουργία ενός τέτοιου κανόνα».

[25] Βλ., χαρακτηριστικά, την πολύ συγκρατημένη και  μάλλον «επίπεδη» αναφορά του στον ρόλο των δικαστών για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, σε ¨Προβλήματα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου», συμβολή στον τιμητικό τόμο Γ. Βλάχου, Αθήνα-Βρυξέλες, 1995, σελ. 51 κ. επ., και ήδη στον β΄τόμο της Συνταγματικής θεωρίας και πράξης, 1980-2000, ΙΙ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2007, σελ. 547 κ. επ., 560.

[26] Του οποίου, σημειωτέον,  ήταν τότε πρόεδρος.

[27] Συνέντευξη στο περιοδικό Επτάμισι,  τ. 39/7.2.1992, σελ. 26-32 και ήδη σε Συνταγματική Θεωρία και πράξη…, τ. Β’, όπ.π., σελ.477 κ.ε., 483 (έμφαση δική μου).

[28] Βλ. στον Α΄τόμο των Εγγυήσεων…, όπ.π., σελ. 208 κ. επ., όπου και παρουσιάζει την πρόσφατη τότε νομολογία της Warren Court,  στην οποία προσήπτε προσκόλληση στο φυσικό δίκαιο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

seven + seven =