Η ανάγνωση του σκανδιναβικού κράτους πρόνοιας στη σκιά των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, υπό το πρίσμα μιας διαχρονικά χαρασσόμενης μεταναστευτικής πολιτικής

Σαξώνη Κωνσταντίνα, Δικηγόρος, ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ

Εισαγωγικό σημείωμα

Κάνοντας την ανασκόπηση του έτους 2015, δε θα λησμονήσουμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, μεταξύ άλλων, τις πλαστικές λέμβους και τα επιπλέοντα πορτοκαλί σωσίβια στα νερά του Αιγαίου που υπενθυμίζουν, ως σύμβολα της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης, ότι κι η Ελλάδα αποτέλεσε -κι εξακολουθεί να αποτελεί- όχι μόνο χώρα υποδοχής, αλλά και διέλευσης χιλιάδων ορμώμενων από τη νοτιοδυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική προσφύγων και μεταναστών[1], οι οποίοι επεδίωξαν τη μετάβασή τους στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Πιο εντοπισμένα, το θέρος του 2015, σημειώθηκε ρεκόρ αφίξεων Σύριων, κυρίως, προσφύγων και παράτυπων μεταναστών[2] στη μεσογειακή λεκάνη[3], ένα τμήμα των οποίων μετακινήθηκε, εν πρώτοις, προς τη σκανδιναβική χερσόνησο κι εν συνεχεία προς τη Γερμανία. Η ροή αυτή, αρχικά, «πάγωσε» με το κλείσιμο της λεγόμενης Βαλκανικής Οδού, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής ΕΕ), παρά το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο[4], το οποίο είχε σχεδιαστεί για φυσιολογικές, άλλως όχι για έκτακτες συνθήκες, φάνηκε απροετοίμαστη να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα νέα προκλητικά δεδομένα.

Τούτο συνέβη καθώς, ενώ συνιστώσα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αποτελεί η υπόσχεση για παροχή ασφάλειας[5], αλληλεγγύης κι ανάπτυξης εταιρικής σχέσης με τις τρίτες, εκτός ΕΕ, χώρες προέλευσης των μεταναστών και προσφύγων[6] σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, εν τοις πράγμασι, όταν η φύλαξη των συνόρων του εκάστοτε κράτους-μέλους αποτελεί ευαίσθητο κομμάτι της μεταναστευτικής πολιτικής που το καθένα επιλέγει να χαράσσει[7], απότοκο είναι η αναποτελεσματική συνεργασία τόσο αναμεταξύ των κρατών-μελών, όσο κι ανάμεσα στα κράτη-μέλη με κρίσιμες χώρες, όπως η Τουρκία. Επακόλουθα, στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ενωσιακής έννομης τάξης επέρχεται αδυναμία συμβιβασμού κι ανορθώνεται ανάχωμα στην ουσιαστική εγκόλπωση ενιαίας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής[8].

Υιοθετώντας, δε, μια πιο διεισδυτική ματιά, θα παρατηρούσαμε ότι η δυσλειτουργία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εν προκειμένω, συνδέθηκε όχι μόνο με την υιοθέτηση χωλής ενιαίας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη, αλλά και με τη συνεπεία της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης δοκιμασία της κρηπίδας του κοινωνικού προτύπου οργάνωσης του εκάστοτε κράτους-μέλους, ήτοι του εκάστοτε κράτους πρόνοιας[9] που ερείδεται σε συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο λήψης μέτρων κι ενεργοποίησης αρμοδιοτήτων του εθνικού κράτους, ώστε το τελευταίο να ανταποκριθεί στις πολιτικές του ευθύνες, όπως αυτό τις αντιλήφθηκε[10].

Αν περαιτέρω σταχυολογούσαμε τύπους κοινωνικού κράτους με ευρωπαϊκή ταυτότητα, ελαυνόμενοι από την τυπολογία του Δανού κοινωνιολόγου, Gøsta Esping-Andersen[11], ώστε να προκύψει η ταξινόμηση διαφορετικών ιδεατών μοντέλων κράτους πρόνοιας, θα διακρίναμε τα εξής τέσσερα: α) το αγγλοσαξονικό μοντέλο καθολικής κάλυψης[12], β) το βισμαρκιανό μοντέλο επιλεκτικής κάλυψης[13], γ) το σκανδιναβικό μοντέλο εθνικής κάλυψης[14] και δ) το μεσογειακό (λατινικό) μοντέλο υπολειμματικής κάλυψης[15].

Ο τρίτος από τους τέσσερις αυτούς τύπους, ο οποίος απαντάται στις σκανδιναβικές χώρες[16], αντιπροσωπεύει το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο κράτους πρόνοιας[17] που σε αδρές γραμμές εδράζεται σε ένα σύστημα αναδιανεμητικού μηχανισμού των πόρων του κράτους και προοδευτικής άμεσης φορολογίας, καθώς και σε υψηλής ποιότητας παρεχόμενες προνοιακές υπηρεσίες και κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, μέσω της καθολικής απόλαυσης θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία καταρχήν δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα[18].

Η Σουηδία είναι ευρέως γνωστή για τη διαχρονική διατήρηση σχετικώς φιλελεύθερης στάσης απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ενώ η Δανία έχει αναγγελθεί ως εκπρόσωπος της δρακόντειας εκδοχής των μεταναστευτικών στρατηγικών ένταξης αλλοδαπών[19]. Η Νορβηγία, ακολούθως, αντιπροσωπεύει τη μέση οδό, για την οποία η επιστήμη συνήθως σιωπά, όταν γίνεται λόγος για το σκανδιναβικό μοντέλο πρόνοιας, μια σιωπή που επιρρωνύεται από την εκτός ΕΕ θέση της. Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, φαίνεται παράδοξο ότι τούτες οι χώρες, αν και βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του ίδιου μοντέλου εθνικής κάλυψης, εντούτοις η καθεμιά υιοθέτησε διαφορετικές προσεγγίσεις αντιμετώπισης των εισερχόμενων στην επικράτειά τους αλλοδαπών.

Το ζητούμενο, που ανακύπτει στο σημείο τούτο και που θα αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης της ανά χείρας μελέτης, είναι η ένταση με την οποία η μεταναστευτική – προσφυγική κρίση επέδρασε στη δομή του καθενός, από τις τρεις ως άνω χώρες, κράτους πρόνοιας, σε σχέση με την ήδη χαρασσόμενη από αυτές μεταναστευτική πολιτική. Υποδέχτηκε το εκάστοτε κράτος πρόνοιας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ή μήπως η αίσθηση απειλής της εθνικής συνοχής το επαναπροσδιόρισε, το έφερε σε επισφαλή θέση και τελικά το συρρίκνωσε;

Ο Gary Freeman θα απαντούσε στο ερώτημα τούτο ότι η ίδια η λογική ενός συστήματος κοινωνικής πρόνοιας υποχρεώνει την απομόνωσή του από εξωτερικές πιέσεις[20], όπως τυγχάνουν αυτές που ασκούν οι έκτακτες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, καθώς οι επιπτώσεις των τελευταίων είναι βιτριολικές για τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Από την άλλη πλευρά, ερχόμενοι στις σύγχρονες εξελίξεις, παρατηρούμε ότι η ικανότητα του σκανδιναβικού μοντέλου να συνδυάζει την αρχή της ισότητας με την οικονομική ανάπτυξη, ακόμη κι εν μέσω μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης, αποτελεί δείγμα επιτυχίας εντός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, ενώ μια από τις κατευθυντήριες γραμμές για την υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», ήτοι το θεματολόγιο της ΕΕ για την ανάπτυξη και την απασχόληση για την τρέχουσα δεκαετία, αφορά στη μείωση των εργαζομένων με χαμηλά εισοδήματα και στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE), οι σκανδιναβικές χώρες κατατάσσονται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας (ARP) και κοινωνικού αποκλεισμού, σε σύγκριση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Την ίδια στιγμή, σχετική έκθεση που δημοσιεύεται από τη Σκανδιναβική Επιτροπή Κοινωνικής Στατιστικής (NOSOSCO) [21] και η οποία εξετάζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα σκανδιναβικά κράτη, δείχνει ότι, επειδή οι μετανάστες και πρόσφυγες -ιδίως εκείνοι που γεννιούνται σε τρίτες, εκτός της ΕΕ, χώρες- είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό εν σχέσει με τους ιθαγενείς Σκανδιναβούς, αυτό καθαυτό το γεγονός προκαλεί αμφισβήτηση της σκανδιναβικής παράδοσης για ισότητα κι επακόλουθα πρόκληση για τη σκανδιναβική πυραμίδα του κράτους πρόνοιας.

Η περίπτωση της Σουηδίας: χίμαιρα του φιλελευθερισμού

Η σουηδική προσέγγιση, μετά και τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ότι οι αλλοδαποί θα πρέπει να αποκτούν άμεση πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, επί ίσοις όροις με τους γηγενείς, ώστε να μην υπονομευθεί η βασική αρχή της καθολικής ισότητας, όπως αυτή προβλέπεται από το Σύνταγμα[22], το οποίο ορίζει ότι η προσωπική, οικονομική και πολιτιστική ευημερία του ατόμου είναι θεμελιώδης στόχος της δημόσιας διοίκησης (άρθρο 2, παρ. 1, εδ. β’, του Κεφαλαίου 1, με τίτλο «Βασικές αρχές της μορφής της Κυβέρνησης»).

Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο, στις αρμοδιότητες της δημόσιας διοίκησης εμπίπτει, inter alia, η εξασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία, τη στέγαση, την υγεία και την εκπαίδευση. Αξίζει να σημειωθεί ότι τούτα τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν έχουν συμπεριληφθεί συστημικά στο Κεφάλαιο 2 που τιτλοφορείται ως «Θεμελιώδη δικαιώματα κι ελευθερίες», αλλά περιλαμβάνονται μεταξύ των βασικών αρχών της μορφής της Κυβέρνησης. Η επιλογή αυτή του συντακτικού νομοθέτη αντανακλά το γεγονός ότι το Βασίλειο της Σουηδίας θεωρεί εαυτό κράτος πρόνοιας[23]. Τούτου δοθέντος, τα ως άνω θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα μπορούν να θεωρηθούν ως διατάξεις που χαράσσουν τις κατευθυντήριες γραμμές, άλλως τους στόχους του κράτους.  Δίδεται, συναφώς, η εικόνα ενός εθνικού κράτους, το οποίο, όχι μόνο εγγυάται μια ελάχιστη ασφάλεια για τον πολίτη του, αλλά επιδιώκει την επίτευξη πραγματικής κοινωνικής ισότητας. Η σκέψη αυτή μάλιστα μας παραπέμπει στην πιο σύγχρονη πρόσληψη των κοινωνικών δικαιωμάτων, ως δικαιωμάτων πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλειας και στις κοινωνικές υπηρεσίες, ως διατυπώνεται πανηγυρικά στο άρθρο 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ[24].

Όπως θα δούμε στην εν θέματι ενότητα, η σουηδική μεταναστευτική πολιτική ερείδεται στον Νόμο περί αλλοδαπών, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 31 Μαρτίου 2006, αντικαθιστώντας τον παλαιότερο Νόμο του 1989[25].

Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή, παρατηρούμε ότι το 1968 δηλώθηκε επίσημα από το σοσιαλιστικό κόμμα ότι οι μετανάστες θα πρέπει να καλύπτονται από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας με ίδιους με το γηγενή πληθυσμό όρους. Η φιλοδοξία των εμπνευστών του σουηδικού μεταναστευτικού μοντέλου, όπως αυτό αναδύθηκε τη δεκαετία του 1970, κατά την οποία σημειώθηκε άφιξη κατεξοχήν οικονομικών μεταναστών, αφορούσε στην ενσωμάτωση τούτων, με τη λογική της πλήρους ένταξης αυτών και των οικογενειών τους στο σουηδικό κράτος πρόνοιας[26]. Η απονομή σουηδικής ιθαγένειας στους αλλοδαπούς, ήτοι η δημιουργία ηθικοπολιτικού δεσμού δημοσίου δικαίου με το σουηδικό κράτος, θα αποτελούσε ασφαλές εφαλτήριο για την απόλαυση κοινωνικών δικαιωμάτων, ως δικαιωμάτων πρόσβασης στους θεσμούς της παροχικής διοίκησης[27]. Η θέση αυτή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια της αίσθησης στους γηγενείς, ότι οι μετανάστες αποτελούν κι αυτοί κομμάτι της σουηδικής ταυτότητας.

Η σουηδική μεταναστευτική πολιτική της δεκαετίας του ’80 περιλάμβανε περισσότερο ριζοσπαστικούς πολυπολιτισμικούς στόχους, προωθώντας τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των αλλοδαπών σε μια προσπάθεια προστασίας και της μειονότητας Σάμι. Για το λόγο αυτό, κορμός του κυβερνητικού νομοσχεδίου του 1975 ήταν ότι οι αλλοδαποί και τα τέκνα αυτών θα έπρεπε να έχουν δικαίωμα διατήρησης της μητρικής τους γλώσσας. Σε άλλη διατύπωση, υπό το φως της συνταγματικά προβλεπόμενης αρχής της ισότητας, θα έπρεπε να έχουν δικαίωμα επιλογής μεταξύ της εθνικής τους ταυτότητας και της σουηδικής, δίχως περιορισμό.

Το 1993, η Σουηδία υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εφήρμοσε πρόγραμμα εισαγωγής για νόμιμα (νέο)εισερχόμενους μετανάστες, με βασικό άξονα την κατά την άφιξη χορήγηση επιδόματος, το οποίο, από νομικής άποψης, είχε αποζημιωτικό χαρακτήρα. Υπεύθυνος φορέας για τον καθορισμό του ύψους χορήγησής του και την τυχόν επιβολή κυρώσεως ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του επιδόματος εισαγωγής ποίκιλε από δήμο σε δήμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ύψος του ποσού ήταν ίδιο με την τακτική κοινωνική αρωγή που λάμβαναν οι γηγενείς, ενώ σε άλλους δήμους την υπερέβαινε. Τούτη η εκδοχή του σουηδικού προγράμματος εισαγωγής ήταν προαιρετική για τους δήμους-υπεύθυνους εφαρμογής του προγράμματος, εν αντιθέσει με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα που είχαν τα αντίστοιχα προγράμματα που εφαρμόστηκαν στη Δανία και τη Νορβηγία, όπως αυτά εισήχθησαν το 1998 και το 2003 αντίστοιχα[28]. Οι, δε, αιτούντες άσυλο κι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες είχαν ήδη από το έτος 1994 τη δυνατότητα να επιλέξουν οι ίδιοι το δήμο διαμονής τους, λαμβάνοντας οικονομική υποστήριξη από τις αρμόδιες αρχές. Τούτο ήταν το λεγόμενο σύστημα αυτοκατανομής (egenbosätning), το οποίο θεωρήθηκε πρωτοπόρο για την εποχή του.

Το Νοέμβριο του 2009, η σουηδική κυβέρνηση παρουσίασε μια πρόταση μεταρρύθμισης με τίτλο “Εισαγωγή στην αγορά εργασίας των νεοαφιχθέντων μεταναστών – ατομική ευθύνη με επαγγελματική υποστήριξη”. Όπως και στη Νορβηγία, συζητήθηκε η χορήγηση ενός καθολικού επιδόματος εισαγωγής κι ως εκ τούτου, το νέο σχετικό με το επίδομα εισαγωγής διοικητικό πλαίσιο επρόκειτο να σπάσει το παλαιό, όσον αφορά στην αυτονομία της εκάστοτε τοπικής αυτοδιοίκησης να καθορίζει το ύψος του επιδόματος.

Το επόμενο έτος αποφασίστηκε ότι οι νεοαφιχθέντες αιτούντες άσυλο θα είναι οικονομικά αυτοσυντηρούμενοι, προτού τους χορηγηθεί το δικαίωμα άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση[29]. Η μεταρρύθμιση αυτή υποδήλωσε τη στροφή προς την ευρωπαϊκή τάση ρύθμισης των θεμάτων νόμιμης μετανάστευσης, στο πλαίσιο ανάπτυξης υγιούς σχέσης με τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αποτελώντας δέλεαρ για νέες αφίξεις. Οι όροι τούτοι με μικρές τροποποιήσεις προβλέφθηκε να ισχύσουν έως το 2021[30].

Ωστόσο, παρά την επιμονή της σουηδικής λογικής στην εφαρμογή της στρατηγικής ενσωμάτωσης, βασισμένης στην καθολική απόλαυση κοινωνικών δικαιωμάτων[31], φτάνοντας στα τέλη Αυγούστου του 2015[32], άρχισε να διαφαίνεται ότι τα περισσότερα μέτρα που παλαιότερα παρουσιάστηκαν ως μέσο αρωγής των μεταναστών και προσφύγων, προκειμένου να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα, δεν αποδείχτηκαν πραγματική χειρολαβή. Ως εκ τούτου, το σουηδικό κράτος πρόνοιας αποσκοπούσε να στείλει ένα νέο μήνυμα στους νεοεισερχόμενους μετανάστες και πρόσφυγες: ότι δε θα πρέπει να αναμένουν την ενσωμάτωσή τους σε αυτό, όταν μάλιστα το ακροδεξιό κόμμα, «Δημοκράτες της Σουηδίας», με σαφή αντιμεταναστευτικό αέρα άρχισε να καταγράφει σημαντική άνοδο στα ποσοστά του[33]. Η αδυναμία ένταξής τους στη σουηδική επικράτεια πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις λίγο πριν εκπνεύσει το 2015[34], έτος κατά το οποίο χιλιάδες αναγνωρισμένοι πρόσφυγες κι αιτούντες άσυλο εγκατέλειψαν τις εστίες τους στη Συρία, το Κέρας της Αφρικής, την Ερυθραία και τη Σομαλία κι έφτασαν στα σύνορα της Σουηδίας.

Η εκάστοτε αίτηση για χορήγηση άδειας εισόδου απορριπτόταν κι εξακολουθεί να απορρίπτεται[35], εάν ο αιτών αλλοδαπός συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των ατόμων, των οποίων η είσοδος έχει απαγορευτεί στη Σουηδία ή ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των κρατών Σένγκεν, πολλώ δε μάλλον, όταν ο αιτών τυγχάνει να έχει καταχωρηθεί στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν[36] (κεφάλαιο 3, τμήμα 1 του Νόμου αλλοδαπών του 2006), ή να του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ενώπιον σουηδικού δικαστηρίου[37]. Η πλειονότητα τούτων των αιτήσεων, ως και των αιτήσεων χορήγησης ασύλου που υπεβλήθησαν την κρίσιμη χρονική περίοδο, απερρίφθησαν[38] και δεκτός έγινε ελάχιστος αριθμός προσφύγων, και τούτος κατ’ επιταγή της ΕΕ[39].

Κι ενώ θα περίμενε κάποιος ότι στη σκιά της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης έλαβαν χώρα μεταρρυθμίσεις και λήφθηκαν μέτρα από τη σουηδική κυβέρνηση, ουδεμία μεταρρυθμιστική ατζέντα αφορούσα στο προνοιακό καθεστώς προωθήθηκε, υπό την σκέπη της συνήθους ευρωπαϊκής αφήγησης περί ανθρωπιστικής ευαισθησίας. Η διαχείριση της κρίσης μέσω της απόρριψης της πλειονότητας των αιτήσεων χορήγησης ασύλου αποδεικνύει εναργέστατα ότι η Σουηδία αντιλήφθηκε τούτη την κρίση ως κρίση ασφάλειας και ταυτότητας, προστατεύοντας πλήρως το κράτος πρόνοιάς της, και μάλιστα χωρίς παρέκλιση των προδιαγραφών του κοινοτικού κεκτημένου.

Μολοντούτο, ο λόγος για τον οποίο η Σουηδία διατηρεί τη φήμη της φιλελεύθερης χώρας που υποδέχεται ευπρόσδεκτα και αλλοδαπούς από τρίτες, εκτός ΕΕ, χώρες[40] είναι ότι, ενώ η κατανομή κοινωνικών παροχών στους μετανάστες που καταφέρνουν να εισέρχονται επιτυχώς στο σουηδικό κράτος συνδέεται με τη συμμετοχή τους σε προγράμματα ένταξης, τα άτομα αυτά δεν υποχρεούνται να περάσουν υποχρεωτικές εξετάσεις ένταξης ή απόδειξης γνώσης της σουηδικής γλώσσας, ενώ όσοι δεν παρακολουθούν τα συγκεκριμένα προγράμματα, δε διατρέχουν κίνδυνο στέρησης της παρατεταμένης άδειας παραμονής τους. Παρεμφερής προσέγγιση εντοπίζεται και σε σχέση με τους κανόνες πολιτογράφησης. Δεν προβλέπεται καμία επίσημη γλωσσική προϋπόθεση για την απόκτηση της σουηδικής ιθαγένειας. Δεν απαιτείται κανείς να ολοκληρώσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα αγωγής του πολίτη, ούτε να τεκμηριώσει τις γνώσεις του για τον σουηδικό πολιτισμό. Έτσι, σύμφωνα με εκθέσεις της Σουηδικής Κυβέρνησης[41], η χώρα ευρίσκεται σε πλεονάζουσα θέση σε σχέση με την τρέχουσα τάση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενσωμάτωσης.

Η περίπτωση της Δανίας: εμμονή στην «αφιλόξενη» στάση

     Η Δανία ξεχωρίζει στη διεθνή σκηνή ως η απόλυτα αντίθετη όψη της Σουηδίας. Διακρίνεται για την άτεγκτη πολιτική αφομοίωσης που ακολουθεί, τόσο εν σχέσει με τις απαιτήσεις ένταξης των μεταναστών και προσφύγων από τρίτες, εκτός ΕΕ, χώρες, και κυρίως με την πρόσβαση τούτων σε θεσμούς της παροχικής διοίκησης, όσο και σχετικά με την υιοθέτηση των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[42].

      Οι Δανοί νομοθέτες, σε σύγκριση με τους Σκανδιναβούς γείτονές τους, καθυστέρησαν αρκετά να χαράξουν συγκεκριμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η άφιξη μεταναστών και προσφύγων, μετά και τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρήθηκε προσωρινό φαινόμενο κι υπήρχε η πεποίθηση ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα επέστρεφαν στις εστιακές τους βάσεις. Η προθυμία να επιλέξουν την πολιτική αφομοίωσης για να περιορίσουν τα όρια σε ό, τι θεωρείτο ανεπιθύμητο στην κουλτούρα των μεταναστών και προσφύγων, παραμένει αμφιλεγόμενη. Επομένως, οι προτάσεις για την προώθηση παροχών απασχόλησης και αδειών διαμονής για μετανάστες που εξαρτώνται άρρηκτα από την απαίτηση υποχρεωτικής γνώσης της δανικής γλώσσας, ακούστηκαν στο κοινοβούλιο, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Την επόμενη δεκαετία, κι ειδικότερα το 1986, τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος περί αλλοδαπών (Udlændingeloven), ο οποίος προσομοίαζε σε μεγάλο βαθμό ως προς το περιεχόμενο, στις διατάξεις του αντίστοιχου σουηδικού Νόμου, όπως τροποποιήθηκε κι ισχύει μέχρι σήμερα. Ο πρώτος αρμόδιος φορέας για την κοινωνική εργασία για τους πρόσφυγες ήταν το Δανέζικο Συμβούλιο των Προσφύγων (Μ.Κ.Ο.), ενώ μέχρι τη δεκαετία του ’90 δεν υπήρχε φορέας ή Υπουργείο που να ασχολείται ειδικά με θέματα μετανάστευσης.

Συνεπώς, ακολούθησε το 1993 η ίδρυση Επιτροπής για την αναθεώρηση του τότε προβλεπόμενου πλαισίου, μέσω της υποβολής νέων προτάσεων κι ακολούθησε η ανάληψη της θεσμικής ευθύνης για τη μετανάστευση από το Υπουργείο Εσωτερικών. Η ρύθμιση περί προνοιακού επιδόματος στη Δανία εφαρμόστηκε το 1998 και το πρόγραμμα εισαγωγής για τα νεοαφιχθέντα άτομα ακολούθησε, κατά το ήττον, τη σουηδική πολιτική, όσον αφορά στην πλήρωση των προϋποθέσεων. Η, δε, πρώτη πλήρης εθνική νομοθεσία για τους μετανάστες εφαρμόστηκε υπό την σκέπη της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης το 1999 (υπ’ αριθ. 474 Νόμος της 1ης Ιουλίου 1998 για την ένταξη των μεταναστών στη Δανία).

Το 2002, μετά την άνοδο στην κυβέρνηση του συνασπισμού φιλελεύθερων-συντηρητικών, εισήχθη το λεγόμενο «επίδομα εκκίνησης» ή «επίδομα καθιέρωσης», το οποίο αντικατέστησε το παλαιό, ισοδύναμο με την κοινωνική αρωγή, επίδομα εισαγωγής για νεοαφιχθέντες μετανάστες και πρόσφυγες. Τούτη η νέα έκδοση επιδόματος προβλέφθηκε να χορηγείται τα πρώτα τρία (3) χρόνια άφιξης του αλλοδαπού στη Δανία που λάμβανε (νόμιμα) άδεια διαμονής, υπό την υποχρεωτική προϋπόθεση συμμετοχής σε πρόγραμμα εισαγωγής[43], αποσκοπώντας στην ενίσχυση του οικονομικού κινήτρου για την εξεύρεση απασχόλησης.

Όσον αφορά στις απαιτήσεις ενσωμάτωσης των μελών μιας οικογένειας, προκειμένου αυτά να γίνουν δεκτά στη χώρα, η Δανία απαιτεί σωρευτικά την πλήρωση δύο προϋποθέσεων: α)ηλικιακό όριο είκοσι τεσσάρων (24) ετών για γάμους με υπηκόους τρίτων, εκτός ΕΕ, χωρών και β)τραπεζική κατάθεση, ύψους περίπου 7.400,00€ (56 κορόνων), ώστε να καταστεί δυνατή η οικογενειακή επανένωση[44].

Το κρίσιμο καλοκαίρι του 2015, η δεξιά κυβέρνηση επανήλθε στην εξουσία και προώθησε μια νέα έκδοση προνοιακού επιδόματος, αυτό του «εισερχομένου οφέλους» για μετανάστες, με πολύ χαμηλότερα οφέλη συγκριτικά με την κανονική κοινωνική βοήθεια[45] και τέθηκε σε ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 2015. Η προοπτική ήταν να τεθεί εμπόδιο στην εισροή προσφύγων και να προωθηθεί η συμμετοχή μόνο των οικονομικών μεταναστών στην αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, βασικός στόχος ήταν η επίτευξη αφομοίωσης όσων κατοικούσαν στο Βασίλειο της Δανίας, συμπεριλαμβανομένης της Γροιλανδίας και των Νήσων Φερόε, για τουλάχιστον επτά (7) από τα τελευταία οκτώ (8) χρόνια[46].

Παράλληλα, εισήχθη η «αρχή των γονιδιωμάτων», σύμφωνα με την οποία δεν ήταν δυνατή η απόλαυση παροχών για τα παιδιά των μεταναστών ή προσφύγων, κατά την πρώτη περίοδο άφιξής τους[47], ενώ στις 5-2ου-2016 τέθηκε σε ισχύ ο λεγόμενος «Νόμος των Κοσμημάτων», σύμφωνα με τον οποίο η δανική αστυνομία είχε την εξουσία να κατάσχει μετρητά και τιμαλφή, αξίας άνω των περίπου 1.300,00€ (10,00 κορόνων), από τους αιτούντες άσυλο κατά την άφιξή τους, ώστε να χρηματοδοτηθεί το κόστος διαμονής τους[48].

Από τα τέλη του έτους 2017, με τη στήριξη των σοσιαλδημοκρατών και του λαϊκιστικού, αντιμεταναστευτικού κόμματος, αποφασίστηκε ότι ο αριθμός των προσφύγων που θα γινόταν δεκτός από το πρόγραμμα που προωθούσε ο ΟΗΕ, ήδη από το 1989, εναπόκειται πλέον στη δικαιοδοσία του υπουργείου Μετανάστευσης κι Ενσωμάτωσης (μέρος VIII, παράγραφος 46 του Νόμου περί αλλοδαπών)[49]. Την περίοδο αυτή παρατηρήθηκε το φαινόμενο της απόρριψης της πλειονότητας των αιτήσεων χορήγησης ασύλου[50], ενώ το επόμενο έτος, η Ίνγκερ Στόγμπεργκ, Υπουργός Μετανάστευσης και Ενσωμάτωσης, δήλωσε ότι η χώρα δε θα δεχόταν κανέναν πρόσφυγα από το πρόγραμμα μετεγκατάστασης του ΟΗΕ, εξηγώντας ότι δόθηκε έμφαση στην «ενσωμάτωση» όσων προσφύγων είχαν φτάσει πρόσφατα στη χώρα[51].

Συνολικά, μπορεί να ειπωθεί ότι η μεταναστευτική πολιτική της Σουηδίας και της Δανίας αντικατοπτρίζουν διαφορετικές αντιλήψεις πρόσληψης της εθνικής ταυτότητας. Η Ulf Hedetoft υποστηρίζει ότι τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας της Δανίας και της Σουηδίας μοιράζονται παρεμφερή δέσμευση για παροχή ισότητας, αλλά βασίζονται σε δύο διαφορετικές στρατηγικές: «Το σουηδικό πρότυπο προσανατολίζεται στην προσπάθεια δημιουργίας συναίνεσης, ενώ η διατήρηση της δανικής εθνικής ταυτότητας είναι η σιωπηρή προϋπόθεση για τη λειτουργικότητα του κράτους πρόνοιας των Δανών» [52].

Στο μοτίβο αυτό, οι προσεγγίσεις της σουηδικής και της δανικής πολιτικής αποτελούν αναμφισβήτητα δύο διαφορετικά διαχρονικά μοντέλα αντιμετώπισης των μεταναστών και προσφύγων, αντικατοπτρίζοντας διαφορετικές ιδέες για την εθνική ταυτότητα και την ενεργό ιδιότητα του πολίτη. Το μοντέλο της σουηδικής πολιτικής που καθιερώθηκε στη δεκαετία του 1970 χαρακτηρίστηκε ως μια προσπάθεια συνδυασμού της καθολικότητας με την ενεργό προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας, ενώ η πολιτική προσέγγιση στη Δανία συμπεριλαμβάνει τους μετανάστες στο κράτος-πρόνοιας, επί ίσοις όροις με τους γηγενείς, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι μετανάστες και πρόσφυγες μπορούν να προσαρμοστούν πλήρως στον δανικό κανόνα πολιτιστικών αξιών και παραδόσεων, διαπλάθοντας και καλλιεργώντας με τούτον ισχυρούς δεσμούς[53].

Η γραμμή της μεταναστευτικής πολιτικής της Δανίας, λοιπόν, διατηρήθηκε σταθερή κι εν μέσω της κρίσης του 2015, υπό το πρίσμα της διατήρησης αλώβητης της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής ασφάλειας του δανικού κράτους. Άλλως ειπείν, ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι ratio της απορρίψεως της πλειονότητας των αιτήσεων χορήγησης ασύλου ήταν η εξάντληση των δυνατοτήτων υποδοχής και φιλοξενίας, μπορεί να μεταφραστεί ως μονομερής έλλειψη εμπιστοσύνης τούτου του κράτους-μέλους απέναντι στην ΕΕ. Επακόλουθα, το δανικό κράτος εκμεταλλεύτηκε το προνόμιο του κρατικού ελέγχου της επικράτειάς του, τόνισε τοιουτοτρόπως τη σημασία της κρατικής κυριαρχίας του[54] κι έδωσε έμφαση στην εθνική προτεραιότητα και την προστασία του εθνικού συμφέροντος, άρα και της διαφύλαξης του προνοιακού του καθεστώτος, παραγκωνίζοντας έτσι την ανθρωπιστική κι αξιακή διάσταση της κρίσης.

Η περίπτωση της Νορβηγίας: εκπρόσωπος της μετριοπάθειας

Αναφορικά με το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας στη Νορβηγία, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι πολιτικοί και διοικητικοί φορείς αναγνώρισαν ότι η έλλειψη σχετικής νομοθετικής ρύθμισης καθιστούσε αδύνατο τον χειρισμό των μεταναστών και προσφύγων, ως δικαιούχων κοινωνικής πρόνοιας. Επομένως, το 2003 ψηφίστηκε Εισαγωγικός Νόμος (Πράξη)[55] με περιεχόμενο τη χορήγηση καθολικού επιδόματος για νεοαφιχθέντες μετανάστες, διάρκειας έως δύο (2) ετών από την άφιξή τους.

Το προνοιακό καθεστώς που ίσχυσε μέχρι το 2003, παρά την ύπαρξη μιας συντονιστικής επιτροπής, ήταν αποκεντρωμένο. Οι δήμοι, ως αρμόδιοι φορείς, αποφάσιζαν εάν και πόσους πρόσφυγες μπορούσαν να τακτοποιήσουν, χορηγώντας τους προνοιακό επίδομα, κατά διακριτική ευχέρεια και κατόπιν στάθμισης των αναγκών τους, παρέχοντάς τους κίνητρα για αποτελεσματική εκπαίδευση και  πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Ουδεμία νομική ρύθμιση υφίστατο που να αφορά στον τύπο και την έκταση της εκπαίδευσης που οι νεοεισερχόμενοι έπρεπε να λάβουν.

Το εισαγωγικό επίδομα που καθιερώθηκε το 2003 αποτέλεσε σημαντικό άλμα, το οποίο κατέστησε το προνοιακό για πρόσφυγες και μετανάστες καθεστώς συγκεντρωτικό. Η απόφαση χορήγησης προνοιακού επιδόματος εξακολουθεί έκτοτε να λαμβάνεται από τους δήμους, με τη διαφοροποίηση ότι τούτο χαρακτηρίστηκε ως επίδομα καθολικού οφέλους με τυποποιημένους συντελεστές πληρωμών, όπως και στη Δανία. Είναι αδύνατο, βέβαια, να συγκριθεί το μέγεθος της αποζημίωσης που καταβάλλεται στους συμμετέχοντες στα εισαγωγικά προγράμματα στη Νορβηγία με τα αντίστοιχα της Δανίας. Ωστόσο, ουδέποτε το ύψος του νορβηγικού επιδόματος μειώθηκε με σκοπό την αύξηση των κινήτρων για εύρεση εργασίας, κατ’ εντολή της παραδοσιακής «duty-to-work» προτεραιότητας των σκανδιναβικών προγραμμάτων ένταξης μεταναστών.

Το, δε, πρόγραμμα εισαγωγής περιλάμβανε γλωσσική κατάρτιση, μαθήματα σχετικά με το νορβηγικό πολιτισμό και μέτρα προώθησης της απασχόλησης, ώστε να είναι ευκολότερη η μετάβαση στην αγορά εργασίας, καίτοι η μη συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό δε θα έχει αρνητική επίδραση στο δικαίωμα  μόνιμης εγκατάστασης. Τέλος, από την Επιτροπή των Μεταναστευτικών Πράξεων τέθηκε το ζήτημα του ηλικιακού ορίου των είκοσι ενός (21) ετών για χορήγηση δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης[56], αλλά και του γάμου μεταξύ των αιτούντων άσυλο, όριο το οποίο μετά το 2016 αυξήθηκε κι αντικαταστάθηκε με την ηλικία των είκοσι τεσσάρων (24) ετών. Αν και για την τελευταία ρύθμιση διατυπώθηκαν διαφωνίες από το εργατικό κόμμα, η κυβέρνηση κατέληξε στο ότι, αν και φαινομενικά με τη θέσπιση ηλικιακού ορίου παραβιάζονται τα ιδεώδη της ελευθερίας και της ισότητας στη νορβηγική κοινωνία, διασφαλίζεται με τούτον τον τρόπο η εύρυθμη λειτουργία του κράτους πρόνοιας.

Το 2015, συνολικά 31.145 αιτούντες άσυλο, καταγόμενοι από εστίες πολέμου, πέρασαν τα νορβηγικά σύνορα[57]. Ο αριθμός αυτός δεν ήταν ο υψηλότερος που σημειώθηκε από το έτος 1990 κι εφεξής57. Αν μάλιστα μεταφερόμασταν στη Νορβηγία του 2015, θα παρατηρούσαμε ότι οι υποβάλλοντες αίτηση ασύλου μεταφέρονταν σε κέντρα υποδοχής ασύλου, όπου παρέμεναν για δύο (2) έως δέκα (10) ημέρες και στη συνέχεια, συνήθως, ακολουθούσε η απέλασή τους. Το κέντρο υποδοχής επιλεγόταν με βάση την προσωπική κατάσταση του αιτούντος, όπως την ηλικία, το φύλο ή την οικογενειακή του κατάσταση. Υπό προϋποθέσεις (άρθρο 106 του νόμου για τη μετανάστευση), οι αιτούντες άσυλο μπορούσαν να συλληφθούν και να προφυλακιστούν, όταν οι νορβηγικές αρχές δικαιολογημένα πίστευαν ότι το άτομο έχει δώσει αναληθείς πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά του[58], ως είθισται και στις λοιπές χώρες υποδοχής και διέλευσης μεταναστών και προσφύγων. Τούτο υποδηλώνει ότι το νορβηγικό κράτος πρόνοιας δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τα νέα κύματα προσφύγων.

Αξιοσημείωτη είναι, εδώ, η από 24-4ου-2016 πρωτοβουλία των νορβηγικών αρχών, σύμφωνα με την οποία οι αιτούντες άσυλο που θα αποφάσιζαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, θα λάμβαναν 30.000 κορόνες, ήτοι 3.000,00€ περίπου, εκ των οποίων οι 20.000 κορόνες, από αυτό το ποσό, προορίζονταν να καλύψουν τα έξοδα ταξιδιού. Αιτιολογική βάση της ρύθμισης αυτής ήταν οι ισχνές πιθανότητες έγκρισης μιας αίτησης ασύλου με ελλιπή κριτήρια, αλλά κι η ενδεχόμενη δυσκολία ενσωμάτωσης του αιτούντα άσυλο στη νορβηγική κοινωνία. Έτσι, μέχρι το 2016, το ποσοστό των προσφύγων μειώθηκε δραματικά κατά 90%[59].

Δε θα πρέπει να παραληφθεί να αναφερθεί ότι έναν μήνα πριν, ήτοι την 7η/8η -3ου και την 18η-3ου-2016, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είχε προηγηθεί μια σειρά διακρατικών διαπραγματεύσεων, μεταξύ των οποίων κι η ενεργοποίηση των συμφωνιών επανεισδοχής, ανάμεσα στην Τουρκία και την ΕΕ, ώστε τα κράτη-μέλη της τελευταίας να αποσυμπιεστούν. Μολονότι η Νορβηγία δεν αποτελεί μέλος της ΕΕ, οι εθνικές προτεραιότητες των είκοσι οκτώ (28) κρατών-μελών, όπως αυτές παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με εμφανή διάθεση επίτευξης διακρατικών συμβιβασμών με τρίτες χώρες, επηρέασαν εμμέσως πλην σαφώς και τη θέση της Νορβηγίας. Έτσι, φάνηκε ότι η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση στη Νορβηγία συνδέθηκε με την ελεγχόμενη άφιξη προσφύγων από τη Συρία, χωρίς να δημιουργήσει δυσανάλογα μεγάλη πίεση στο κράτος πρόνοιάς της.

Αντί επιλόγου

Οι παρατηρήσεις που έγιναν ως άνω με πυξίδα το σκανδιναβικό μοντέλο εθνικής κάλυψης, την, προ τετραετίας, εκδηλωθείσα μεταναστευτική και προσφυγική κρίση και τη μεταναστευτική πολιτική που χάραζαν διαχρονικά τρεις σκανδιναβικές χώρες, προκειμένου να αναδειχθεί ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης από τη σκοπιά της δοκιμασίας που τούτη έθεσε για το εκάστοτε κράτος πρόνοιας, συνθέτουν, μέσω μιας συγκλίνουσας απόκλισης, την εικόνα ενός και μόνο μοντέλου κράτους πρόνοιας.

Μολονότι σε καθεμία από τις τρεις σκανδιναβικές χώρες, από τη δεκαετία του ’70 κι εφεξής, εντοπίστηκαν διαφοροποιημένα συστήματα υποδοχής των μεταναστών και προσφύγων, ώστε να δημιουργείται η πεποίθηση ότι η Σουηδία εκπροσωπεί τη φιλόξενη πλευρά των Σκανδιναβών, η Δανία την αφιλόξενη κι η Νορβηγία την ενδιάμεση κατάσταση, όταν η καθεμιά από αυτές ήρθε το 2015 αντιμέτωπη με συνθήκες μη κανονιστικής ομαλότητας, ενεργοποιήθηκε η κοινή σκανδιναβική παράδοση προστασίας της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού συμφέροντος. Η κοινή διάθεση της μη κατ’ ουσίαν υποδοχής των «αλλοδαπών της κρίσης» κατέδειξε την αμφισβήτηση των χωρών του Βορρά απέναντι στην ενιαία αντίληψη της ευρωπαϊκής ταυτότητας και του ευρωπαϊκού συμφέροντος και μάλιστα χωρίς να προσκρούσει σε νομικής φύσεως εμπόδια.

Συνελόντι ειπείν, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Συνθήκης Σένγκεν στη σκανδιναβική μεταναστευτική πολιτική υπογράμμισε την έννοια της κρατικής κυριαρχίας και του πλήρους ελέγχου της σκανδιναβικής επικράτειας. Επομένως, το σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας, η «ιερή αγελάδα» της Σκανδιναβίας, ούτε αυτοπεριορίστηκε, ούτε συρρικνώθηκε, παρά συνέχισε να λειτουργεί άρτια, εκπληρώνοντας τις λειτουργίες της κοινωνικής προστασίας. Αυτή είναι και η θεμελιώδης αντίφαση των χωρών του Βορρά με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες.

[1]Βλ. απόφαση του Ακυρωτικού Γερμανικού, της 25ης-3ου-1959, ΚΝοβ 1960, σ. 289, για τον ορισμό των εννοιών «πρόσφυγας» και «άπολις», καθώς και για την εν γένει ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, για το καθεστώς των προσφύγων. Στο κεφάλαιο Ι, Γενικές Διατάξεις, άρθρο 1, παρ. 2 ως πρόσφυγας ορίζεται κάθε πρόσωπο, το οποίο εκ δικαιολογημένου φόβου διώξεως, λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης, ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας, της οποίας έχει υπηκοότητα και δε δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία της χώρας ταύτης ή εάν δεν έχει υπηκοότητα και βρίσκεται συνεπεία των γεγονότων τούτων εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, δε δύναται ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σ’ αυτήν. Στο σημείο τούτο, δέον όπως επισημανθεί η εννοιολογική διάκριση του ατόμου που απολαμβάνει το καθεστώς του πρόσφυγα, ήτοι του έχει χορηγηθεί άσυλο, του ατόμου που απολαμβάνει το καθεστώς της επικουρικής προστασίας και του οικονομικού μετανάστη. Ένα πρόσωπο θεωρείται πρόσφυγας αφ᾿ ης στιγμής συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του ορισμού της Σύμβασης του 1951, και συνεπώς θεωρείται πρόσφυγας πριν του χορηγηθεί άσυλο, δηλαδή πριν του αναγνωρισθεί επίσημα το καθεστώς του πρόσφυγα (η αναγνώριση έχει χαρακτήρα δηλωτικό κι όχι δημιουργικό). Η Σύμβαση τούτη σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο του 1967, το οποίο αφαίρεσε τους γεωγραφικούς και χρονικούς περιορισμούς που έθετε η Σύμβαση, αποτελούν τους πυλώνες δράσης της Ύπατης Αρμοστείας (ΟΗΕ). Στα άτομα, δε, που δε δικαιούνται να απολαύσουν το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά εξακολουθούν να χρήζουν διεθνούς προστασίας, επειδή αντιμετωπίζουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, χορηγείται επικουρική προστασία. Τέλος, ως οικονομικός χαρακτηρίζεται ο μετανάστης, ο οποίος εγκαταλείπει την εστία του, αποκλειστικά και μόνο για να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση και τις συνθήκες ζωής του, κι όχι λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης. Ο τελευταίος (δικαιολογημένος φόβος δίωξης) αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα.

[2]Προκρίνεται η χρήση του όρου «παράτυπος (irregular)» μετανάστης ή «μετανάστης σε αντικανονικό καθεστώς» – «migrant in an irregular situation» or «migrant with irregular status», κι όχι «παράνομος (illegal)», για να περιγραφεί το άτομο που είτε δε διαθέτει την απαιτούμενη εθνική θεώρηση εισόδου ή διαμονής στη χώρα υποδοχής, είτε δεν πληροί τις προϋποθέσεις απόλαυσης του καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός της εισόδου ή διαμονής στη χώρα υποδοχής, με μη νόμιμο τρόπο, αποτελεί διοικητική κι όχι ποινική παράβαση, ενώ τόσο από άποψη νομική, όσο και δεοντολογική, παράνομη μπορεί να χαρακτηριστεί μια πράξη κι όχι ένα πρόσωπο. Πρβλ. και ορισμό “irregular migrant”, σε R. Perruchoud and J. Redpath-Cross, eds, IOM, International Migration Law, 2nd Edition, 2011, p. 54. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντίστοιχα, έκανε χρήση του όρου «υπήκοος τρίτης χώρας παράνομα ευρισκόμενος –  ‘third-country national found to be illegally present’ », ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης διαφοροποιεί την «παράνομη μετανάστευση» από τον «παράτυπο μετανάστη», αναφερόμενη στο ψήφισμα 1509 (2006) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.

[3]Βλ.Mediterranean Situation, The International Organization for Migration (IOM), the United Nations Refugee Agency (UNHCR), Sea and land arrivals monthly, όπως ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα https://data2.unhcr.org/en/situations/mediterranean,την 19η-11ου-2019.

[4]Το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. αναφορικά με τη μετανάστευση (νόμιμη και παράνομη) μετά την υπογραφή της συμφωνίας Σένγκεν, εν έτει 1985, και την αναγνώριση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, το 1986, με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (άρθρο 8Α), καθώς και τη σύσταση της ομάδας ad hoc «μετανάστευση», απαρτιζόμενης από αρμόδιους Υπουργούς για τη μετανάστευση, περιλάμβανε μέχρι και το 2015: α)τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (εισαγωγή τρίτου πυλώνα) που υπογράφηκε το 1992 και σύμφωνα με την οποία εισήχθη η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας κι αναγνωρίστηκε στους πολίτες των κρατών-μελών αφενός το δικαίωμα της ελεύθερης εισόδου και διαμονής στο έδαφος όλων των κρατών-μελών, αφετέρου ένα σύνολο πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 17-21 της ΣΕΚ, εφεξής 20-24 της ΣΛΕΕ), ενώ τα σχετιζόμενα με τη μετανάστευση και το άσυλο θέματα χαρακτηρίστηκαν ως «ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος», β)τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, που υπογράφηκε το 1997 και τέθηκε σε ισχύ το 1999 με περιεχόμενο, inter alia, τις αφορούσες στον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, το άσυλο και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών πολιτικές και καθιερώθηκε ο λεγόμενος χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, γ)το Συμβούλιο του Τάμπερε, εν έτει 1999, στο οποίο και καθορίστηκε το πλαίσιο της νόμιμης μετανάστευσης και της λήψης μέτρων για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, το οποίο ενισχύθηκε με την προσπάθεια εναρμόνισης του διαφορετικού θεσμικού πλαισίου και της νομοθεσίας των κρατών-μελών επί τη βάσει ελάχιστων κοινών προδιαγραφών κατά τη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δίκαιης μεταχείρισης των μεταναστών, δ)τη δήλωση του Συμβουλίου του Λάακεν, το 2001, αναφορικά με την ενίσχυση της συνεργασίας για θέματα μετανάστευσης, ε)το Συμβούλιο της Σεβίλλης, το έτος 2002, το οποίο καταρτίστηκε με βάση τους στόχους του Τάμπερε (scoreboard), χαιρέτησε, δε, την πρόταση της Επιτροπής να συσταθεί ευρωπαϊκό σώμα συνοριακών φυλάκων, που θα συνεπικουρούσε τους εθνικούς συνοριακούς φύλακες, στ)το σύστημα του Δουβλίνου, μια ομάδα κανονισμών, με έρεισμα τον Κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, με περιεχόμενο την κατανομή της διεθνούς αρμοδιότητας για τις διαδικασίες ασύλου και στόχο την αποφυγή της άγρας των κρατών με περισσότερο ευνοϊκά συστήματα (asylum shopping), ζ)τη Frontex, οργανισμό που ιδρύθηκε με έρεισμα τον Κανονισμό (ΕΚ) 2007/2004, με στόχο τη διαχείριση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών συνοριοφυλάκων και την ασφάλεια των εξωτερικών  συνόρων. Ο Κανονισμός τούτος τροποποιήθηκε αργότερα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 836/2007, με στόχο αυτή τη φορά τη θέσπιση μηχανισμού σύστασης ομάδων ταχείας επέμβασης στα σύνορα (ομάδες RABIT), η)το πρόγραμμα της Χάγης, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2004, και περιλάμβανε δέκα προτεραιότητες για την προσεχή πενταετία, μεταξύ των οποίων και ο καθορισμός μια ισόρροπης αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, τα, δε, μέτρα περί ασύλου θα έπρεπε να συνάδουν με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων (ΚΕΣΑ), θ)τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Δεκεμβρίου του 2009, και στην οποία ορίστηκε ρητά (άρθρο 80 ΣΛΕΕ) ότι οι πολιτικές μετανάστευσης θα διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης, ι)το πρόγραμμα της Στοκχόλμης (AFSJ), διάρκειας τεσσάρων ετών (2010-2014), με κατευθυντήρια γραμμή την προαγωγή της ιθαγένειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, την εντατικοποίηση της προσπάθειας σύναψης συμφωνιών επανεισδοχής με χώρες, όπως φερειπείν το Ιράκ, το σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς κτλ. και κ) την από το Μάρτιο του 2014 ανακοίνωση της Επιτροπής, που περιέλαβε το όραμά της για ένα Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ), με τίτλο «Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη: από τη θεωρία στην πράξη», σύμφωνα με το άρθρο 68 της ΣΛΕΕ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν κι οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Βρυξελλών, από το 2005 έως το 2009, με σημαντική την απόφαση ίδρυσης Ευρωπαϊκού Ταμείου Ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών για τη χρονική περίοδο 2007-2013, κοινοτικές οδηγίες (λ.χ. οδηγία 2003/86 για την οικογενειακή επανένωση), καθώς κι ο Κανονισμός του Δουβλίνου (Κανονισμός (ΕΚ) 604/2013), σύμφωνα με τον οποίο καθορίζεται η χώρα που είναι υπεύθυνη να χορηγήσει άσυλο στον αιτούντα. Το γενικό, δε, πλαίσιο για τις σχέσεις της ΕΕ με τις τρίτες χώρες σε ό, τι αφορά τη μετανάστευση καθορίστηκε το 2011, κατόπιν έγκρισης από την επιτροπή του προγράμματος «Συνολική προσέγγιση της Μετανάστευσης και της Κινητικότητας», (GAMM).

[5]Το άρθρο 3, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 2, παράγραφος 2 της ΣΕΚ) ορίζει ότι: «Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας». Στο εν λόγω άρθρο αποτυπώνονται οι βασικοί σκοποί της ΕΕ, με έμφαση στη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ), όπως αναλυτικά προβλέπεται στο άρθρο 67 της ΣΛΕΕ.

[6]Βλ. και «Συλλογή Συμβάσεων και Κειμένων Διεθνούς Δικαίου», αναφορικά µε τους πρόσφυγες, έκδοση του Γραφείου του Διεθνούς Τμήματος προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, 1996, σ. 10 και 41 επ.

[7]Βλ. P. Nannestad, «Immigration and Welfare States: A Survey of 15 Years of Research», European Journal of Political Economy, 2007, 23(2): 512-32.

[8]Στα άρθρα 78 και 79  της ΣΛΕΕ γίνεται ρητή αναφορά στην «κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας» καθώς και στην «κοινή μεταναστευτική πολιτική», που η Ένωση αναπτύσσει, ενώ στην παράγραφο 5 του άρθρου 79 της ΣΛΕΕ αναφέρεται ότι το εν λόγω άρθρο δε θίγει το δικαίωμα του εκάστοτε κράτους-μέλους να καθορίζει τον όγκο των εισερχομένων υπηκόων τρίτων χωρών, προερχομένων από τρίτες χώρες, στο έδαφός του, στο πλαίσιο αναζήτησης μισθωτής ή μη μισθωτής εργασίας.

[9]Το κράτος πρόνοιας θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελεί θεσμική μορφή οργάνωσης του με ευρωπαϊκές ρίζες κοινωνικού κράτους δικαίου, επειδή γενέτειρά του αποτελεί η βισμαρκική Γερμανία των τελών του 19ου αιώνα. Αν και δεν είναι δυνατό να δοθεί ένας πλήρης, σαφής κι ακριβής ορισμός, καθώς δεν αποτελεί έννοια με χαρακτήρα στατικό, η ερμηνεία που θα πρέπει να δίδεται κάθε φορά εξαρτάται από το χωροχρονικό πλαίσιο που τοποθετείται το εκάστοτε προνοιακό καθεστώς, το οποίο διαθέτει την ευελιξία να προσαρμόζεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκλαμβάνεται ως έννοια γένους του κοινωνικού κράτους δικαίου των δυτικών κοινωνιών, με βασικό χαρακτηριστικό τη διευρυμένη κοινωνική λειτουργία του και την ευθύνη που φέρει για την κοινωνική προστασία των πολιτών του, παρέχοντάς τους ένα μίνιμουμ κοινωνικών αγαθών κι εξασφαλίζοντας για αυτούς κλίμα κοινωνικής ευημερίας. Πρβλ.Van Kersbergen, A Hemerijck, Journal of Social Policy, 41 (3), 2012, p. 475-492, και Ξ. Κοντιάδης, Όψεις αναδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη, Σύγχρονες τάσεις και προσαρμογή της ελληνικής διοίκησης, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, σ. 29-32, για την ταυτόσημη χρήση των όρων κοινωνικό κράτος και κράτος πρόνοιας.

[10]Βλ. Ε. Βενιζέλος, Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης: H ελληνική περίπτωση, Πόλις, 2016, σ.178 επ.

[11]Βλ. G. Esping-Andersen, The three worlds of welfare capitalism, Princeton, New Jersey, Princeton University Press, 1990.

[12]Βλ. S. Konzelmann, M. Fovargue-Davies, Anglo-Saxon capitalism in crisis?: models of liberal capitalism and the preconditions for financial stability, University of Cambridge, Centre for Business Research, no. 422, 2011.

[13]Βλ. F.-X. Kaufmann, Varianten des Wohlfahrtsstaats. Der deutsche Sozialstaat im internationalen Vergleich. edition suhrkamp, Frankfurt a. Main: Suhrkamp, v. 2301, 2003.

[14]Βλ. T. M. Andersen, B. Holmström, S. Honkapohja, S. Korkman, H. T. Söderström, J. Vartiainen, The Nordic Model. Embracing globalization and sharing risks, Helsinki, The Research Institute of the Finnish Economy (ETLA), 2007.

[15]Βλ. M. Ferrera, The ‘Southern Model’ of Welfare in Social Europe, Journal of European Social Policy, 1996, p. 17-37, ο οποίος και πρότεινε το μοντέλο αυτό, ως τέταρτο στη σειρά της τυπολογίας του EspingAndersen, συνδυάζοντας σποραδικά στοιχεία από το μοντέλο Bismarck, αναφορικά με τον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, και το μοντέλο Beveridge, αναφορικά με τον τομέα της υγείας.

[16]Βλ. E. Classen, The Northern Countries in World Economy: Denmark, Finland, Iceland, Norway, Sweden, AbeBooks Seller Since September 17, 1997, όπου οι πέντε χώρες, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, αν κι εθνικά ανεξάρτητες, είχαν κοινά ιστορικά, πολιτισμικά, πολιτισμικά κι οικονομικά στοιχεία, με επακόλουθο να είναι ευρέως γνωστές στην υφήλιο με το προσωνύμιο “Οι Βόρειες Χώρες”.

[17]Βλ. M. Kautto, The Nordic Countries, The Oxford Handbook of the Welfare State, July 2010, όπου οι όροι «σκανδιναβικά» ή «βόρεια» κράτη πρόνοιας, είτε «σκανδιναβικό» ή «βόρειο μοντέλο» χρησιμοποιούνται ως ισοδύναμοι.

[18] Τούτο συμβαίνει καθ’ ότι το περιεχόμενο της πλειονότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, συνήθως προσδιορίζεται στις συμφωνίες μεταξύ συνδικάτων κι εργοδοτών, ενώ ακόμη κι αν υπήρχε συνταγματική κατοχύρωση, επειδή στις σκανδιναβικές χώρες υφίσταται νομική παράδοση δικαστικού περιορισμού, οι εθνικοί δικαστές, σεβόμενοι πλήρως τη βούληση του δημοκρατικά εκλεγμένου κοινοβουλίου, θα ήταν επιφυλακτικοί να κρίνουν ως αντισυνταγματικές πράξεις του κοινού νομοθέτη. Άρα, υπό την επιφύλαξη σχετικών δεσμεύσεων που απορρέουν από το διεθνές κι ενωσιακό δίκαιο, δεν υφίσταται συνταγματικός περιορισμός για ενδεχόμενη διαφοροποιημένη νομοθετική ρύθμιση πρόσβασης των μεταναστών και προσφύγων σε κοινωνικές υπηρεσίες. Πρβλ. G.S. Katrougalos, The Implementation of Social Rights in Europe, Columbia Journal of European Law, 1996, p. 277

[19]Βλ. G. Brochmann, An. Hagelund, Migrants in the Scandinavian Welfare State, The emergence of a social policy problem, v. 10202, 1(1), 2011, p. 13-24.

[20]Βλ. G. Freeman, Migration and the Political Economy of the Welfare State, The ANNALS of the American Academy of Political and Social Science, v. 485, issue 1, 1986, p. 51-63.

[21]Βλ. Nordic Welfare States, challenged by ageing and immigration? – Comparable indicators, published by the Nordic Social Statistical Committee (NOSOSCO), ch. II, version 64, 2018, p. 21-33.

[22]Το Σύνταγμα της Σουηδίας συνθέτουν τέσσερις (4) θεμελιώδεις νόμοι: ο νόμος του κυβερνητικού μηχανισμού, ο νόμος περί διαδοχής, ο νόμος περί ελευθερίας του Τύπου κι ο θεμελιώδης νόμος για την ελευθερία έκφρασης. Εδώ, μελετούμε τον νόμο του κυβερνητικού μηχανισμού. Βλ. https://www.government.se/how-sweden-is-governed/the-constitution/, ως ανακτήθηκε την 19η-11ου-2019.

[23]Βλ. Petren & Ragnehalm, Sveriges grundlagar och tillhörande författningar med förklaringar, Stockholm 1980, p. 20.

[24]«Κάθε πρόσωπο που διαμένει και διακινείται νομίμως εντός της Ένωσης έχει δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές (παρ.2)».

[25]Ο νομοθέτης του 1989 επέλεξε τη χρήση του όρου «αλλοδαπός» για να αναφερθεί στο πρόσωπο εκείνο που δεν έχει τη σουηδική ιθαγένεια και τη χρήση του όρου «πρόσφυγας» για εκείνο που βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγένειάς του και κυριεύεται από φόβο δίωξης, λόγω φυλής, εθνικότητας, θρησκευτικής ή πολιτικής πεποίθησης κτλ. Το 2006, ως «υπήκοο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χάρτη (ΕΟΧ)» όρισε τον αλλοδαπό που είναι υπήκοος του ΕΟΧ κι ως «υπήκοο τρίτης χώρας» τον αλλοδαπό, ο οποίος δεν είναι υπήκοος κράτους της ΕΕ, άλλως του ΕΟΧ ή της Ελβετίας.

[26]Βλ. K. Borevi: Välfärdsstaten i det mångkulturella samhället. Lauri Karvonen, PDF, Nummer. v. 105, nr. 4, 2002.

[27]Βλ. B. Bengtsson, P. Strömblad and A.- H. Bay, Diversity, Inclusion and Citizenship in Scandinavia, 2010, p. 19-46.

[28]Βλ. Α.Β. Djuve, H.C. Kavli, Integrering i Danmark, Sverige og Norge. Felles utfordringer – like løsninger? Tema Nord report, Nordic Council of Ministers, Copenhagen, 2007.

[29]Αναφέρεται ότι από όλες τις υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης που χειρίστηκε το Συμβούλιο Μετανάστευσης το 2011 και το 2012, στην πραγματικότητα, καλύφθηκε λιγότερο του 1% των αιτούντων.

[30]Βλ. Ν.2016:752 σχετικά με τους προσωρινούς περιορισμούς της δυνατότητας απόκτησης άδειας διαμονής στη Σουηδία, σύμφωνα με τον οποίο, μόνο τα άτομα που τους έχει αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Άτομα με επικουρική προστασία έχουν δικαίωμα υποβολής σχετικής αίτησης, μόνον αν η χορήγησή της δε συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 της Σύμβασης).

[31]Κοινοβουλευτικές Προτάσεις 2009/10: Sf11, 2009/10: Sf9, 2009/10: Sf10.

[32]Τον Ιούλιο του 2015, τέθηκε σε ισχύ η οδηγία 2013/32/ΕΕ, αφορούσα στις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, αντικαθιστώντας την οδηγία 2005/85/ΕΕ, με περιεχόμενο θεμελιώδεις εγγυήσεις για τους αιτούντες άσυλο, ώστε μια αίτηση ασύλου να μην απορριφθεί εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκε το ταχύτερο δυνατόν. Βλ. Μ. Χρυσομάλλης, Π. Αργαλιάς, Δ. Βουγιούκας, Ι. Κυριτσάκη, Μ. Περάκης, Ελ. Σιδηροπούλου, Β. Τζώρτζη, Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 125

[33]Βλ. http://www.parties-and-elections.eu/sweden.html, ως ανακτήθηκε από την πηγή  Valmyndigheten (http://www.val.se) την 19η-11ου-2019.

[34]Τη χρονική εκείνη περίοδο, περίπου 163.000 πρόσφυγες έφθασαν στην Σουηδία, εκ των οποίων περισσότεροι από 35.000 ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι, σύμφωνα με τη Eurostat.

[35]Οι λόγοι απόρριψης της αίτησης γνωστοποιούνται στον αιτούντα, μόνο εφόσον ο ίδιος το ζητήσει, ενώ σε περίπτωση που ο αιτών αμφισβητεί την απόρριψη, δε του δίδεται δικαίωμα ακρόασης, ή άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, στις υποθέσεις που αφορούν στις θεωρήσεις, τις άδειες προσωρινής διαμονής, τις άδειες εργασίας και την απόσυρση αδειών μόνιμης διαμονής ή καθεστώτος κατοίκου μακράς διαρκείας, οι διατάξεις του άρθρου 17 του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας (1986: 223), σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες, εφαρμόζονται μόνον όταν ο αλλοδαπός διαμένει στη Σουηδία.

[36]Βλ. και Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (C 18/15), Κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) μεταξύ των οποίων, για την περίπτωση της Σουηδίας προβλέπεται ότι οι εθνικές διατάξεις σχετικά με το άρθρο 21 στοιχείο γ) περιέχονται στο άρθρο 9 παράγραφος 9 του νόμου περί αλλοδαπών.

[37]Βλ. ενδιαφέρουσα έρευνα Γεωργίου Αντωνόπουλου, ΠΔ, τ. 5, 2004, σ. 856, στην οποία αναφέρεται ότι σύμφωνα με τον Σουηδό καθηγητή εγκληματολογίας Martens, παρόλο που η δεύτερη γενιά μεταναστών στη χώρα παρουσιάζει μεγαλύτερους δείκτες εγκληματικότητας από τους αυτόχθονες Σουηδούς, η εγκληματικότητα βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά της πρώτης γενιάς. Τούτο, καθότι το κράτος πρόνοιας έχει εντάξει τους μετανάστες στην κοινωνία σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, όπως διαπιστώνει ο εν λόγω καθηγητής.

[38]Πρβλ. σχετικά υπόθεση C‑404/17, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Förvaltningsrätten i Malmö – Migrationsdomstolen, ήτοι το σουηδικό διοικητικό πρωτοδικείο Malmö αποφαινόμενο επί ζητημάτων μεταναστεύσεως, με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2017, η οποία περιήλθε στο ΔΔΕ στις 6 Ιουλίου 2017. Περιεχόμενο της αίτησης ήταν η ερμηνεία του άρθρου 31, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες χορήγησης κι ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

[39]Βλ. και European Migration Network (EMN), “Family reunification of TCNs in the EU: national practices – Sweden” (2016), p. 26. Αναφερόμενοι, δε, στους ασυνόδευτους ανηλίκους που κατέφτασαν στη Σουηδία την περίοδο αυτή, ο μέσος χρόνος αναμονής έκδοσης απόφασης επί αίτησης ασύλου προσέγγισε τις πεντακόσιες (500) ημέρες. Η καλύτερη δυνατή θέση, στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ο αιτών άσυλο το 2015 ήταν είτε να του χορηγηθεί τριετής (3) άδεια παραμονής, εφόσον είχε χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας, είτε άδεια δεκατριών (13) μηνών, εφόσον πληρούσε τα πρότυπα της ΕΕ για επικουρική προστασία.

[40]Βλ. υποθέσεις Migration Court of Appeal, 19 June 2018, UM16509 – 17, Sweden – Migration Court of Appeal, 5 March 2018, UM2630-17, Sweden – Migration Court of Appeal, 17 March 2017, UM 911-16.

[41]Ο όρος SOU (Statens Offentlig Utredningar) αναφέρεται στις επίσημες εκθέσεις της Σουηδικής Κυβέρνησης, Sverige för nyanlända. Värden, välfärdsstat, vardagsliv, διαθέσιμες στον ιστότοπο https://www.sou.gov.se.

[42]Βλ.  Γ.- Ε. Φ. Καλαβρός, Θ. Γεωργόπουλος, ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ – ΤΟΜΟΣ ΙΙ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 102, παρά τη φανερή πρόοδο που σημειώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και την ενοποίηση του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης στο πλαίσιο της «κοινοτικής μεθόδου», τούτη αμβλύνθηκε σημαντικά από τις σοβαρές εξαιρέσεις με τις νέες ρυθμίσεις, που επεδίωξαν κι επέβαλαν μεταξύ άλλων κι η Δανία, ειδικά με τα μέτρα ανάπτυξης του κεκτημένου του Schengen.

[43]Εν αντιθέσει με τη Νορβηγία και τη Σουηδία, το πρόγραμμα τούτο ίσχυσε και για τους μετανάστες που επανενώθηκαν με τις οικογένειές τους (εξαιρουμένων εκείνων που είχαν επανενωθεί με έναν πολίτη της ΕΕ / ΕΟΧ).

[44]Επισημαίνεται ότι οι μετανάστες και πρόσφυγες που απολαμβάνουν χρονικά περιορισμένη άδεια παραμονής, δεν έχουν περαιτέρω δικαίωμα επανένωσης με την οικογένειά τους. Μόνον οι έχοντες μόνιμη άδεια παραμονής, τρία (3) έτη μετά τη χορήγησή της, έχουν δικαίωμα πρόσκλησης των τέκνων τους και του/της συζύγου, με την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος/α έχει υπερβεί το 24ο έτος της ηλικίας του/της.

[45]Βλ.https://www.deutschlandfunk.de/daenemark-verschaerfung-des-asylrechts-tritt-in-kraft.795.de.html?dram%3Aarticle_id=329870, ως ανακτήθηκε την 4η-11ου-2019.

[46]Βλ. Spiegel Online, https://www.spiegel.de/politik/ausland/daenemark-migrationsministerin-ist-fuer-maximale-abschreckung-a-1071695.html, όπως ανακτήθηκε την 4η-11ου-2019.

[47]Βλ. Hernes & Tronstad, 2014, p. 114; NOU 2017: 2, 2017, p. 89.

[48]Βλ. Μ.C. Bendixen, The asylum restrictions in brief summary, Overview of the new of restrictions for refugees in Denmark. L87, 2016.

[49]Διοικητικό Συμβούλιο του Υπουργείου τούτου είναι η Υπηρεσία Μετανάστευσης που έχει την τρέχουσα σύσταση από το Φεβρουάριο του 2012 κι είναι υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση αιτήσεων ασύλου, αδειών διαμονής και αιτήσεων για θεώρηση. Το Συμβούλιο αντικατέστησε τη Διεύθυνση Μετανάστευσης κι Εξωτερικής Αστυνομίας που με τη σειρά της αντικατέστησε την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας. Διοικητικά, υπάγεται, επίσης, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ στη δεκαετία του 2000 υπαγόταν στο Υπουργείο Προσφύγων, Μεταναστών κι Ένταξης. Η αναδιοργάνωση της κεντρικής διοίκησης πραγματοποιήθηκε μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2011.

[50]Βλ. Denmark – the Refugee Appeals Board’s decision of 16 January 2017, Denmark – the Refugee Appeals Board’s decision of 20 January 2017, Denmark – Supreme Court Judgement, 6 November 2017, Case no. 107/2017 A v. The Immigration Appeals Board σε αντίθεση με πιο πρόσφατη νομολογία, όπως ενδεικτικά Denmark – the Refugee Appeals Board’s decision of 25 May 2018 και Denmark – the Refugee Appeals Board’s decision of 18 June 2018.

[51]Βλ. M.  MacGregor, Denmark continues freeze on refugee resettlements, InfoMigrants, 2018.

[52]Βλ. Hedetoft, UR, Challenging Multiculturalism: European Models of Diversity. ed. / Ray Taras. Edinburgh: Edinburgh University Press, 2013. p. 319-334.

[53]Βλ. υπόθεση C‑89/18, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Østre Landsret, ήτοι το εφετείο ανατολικής περιφέρειας της Δανίας, με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2018 και με περιεχόμενο την ερμηνεία του άρθρου 13 της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως. Η υπόθεση ξεκίνησε με υποβολή αίτησης άδειας διαμονής ενώπιον της δανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης (Udlændingestyrelsen), η οποία απορρίφθηκε, εξελίχθηκε, κατόπιν, με προσφυγή κατά της απόφασης τούτης ενώπιον του δανικού Υπουργείου Αλλοδαπών κι Ενσωμάτωσης, που επίσης την απέρριψε, ακολούθως με παραπομπή ενώπιον του  Retten i Aalborg (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) με αίτημα την επανεξέταση της αίτησης περί οικογενειακής επανενώσεως, έπειτα με παραπομπή στο Københavns Byret (δημοτικό δικαστήριο της Κοπεγχάγης) και τέλος με παραπομπή στο Østre Landsret (εφετείο). Αιτιολογική βάση της απόρριψης από όλα τα δικαιοδοτικά όργανα ήταν ότι οι αιτούντες/προσφεύγοντες δεν πληρούσαν τη σχετική με τους δεσμούς με τη Δανία προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 7, του Νόμου περί αλλοδαπών, ενώ οι δεσμοί τους με την Τουρκία ήταν ισχυρότεροι από τους δεσμούς που είχαν αναπτύξει με τη Δανία.

[54]Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της κυβέρνησης, το 2018, να μεταφέρει τους «ανεπιθύμητους», ήτοι εκείνους των οποίων οι αιτήσεις ασύλου απερρίφθησαν, είτε εκδήλωσαν παραβατική συμπεριφορά, να μεταφερθούν στην απομονωμένη νησίδα Λίντχολμ, η οποία μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν για σχετιζόμενα με μεταδοτικές ασθένειες πειράματα. Βλ. V. Hernes, J. Nielsen Arendt, P. Andersson Joona and K. Rose Tronstad, Nordic integration and settlement policies for refugees A comparative analysis of labour market integration outcomes, TemaNord, 2019:529.

[55]“Lov om utlendingers adgang til riket og deres opphold her (utlendingsloven) – Lovdata”, ως ανακτήθηκε την 19η-11ου-2019.

[56]Ήδη από το 1999, η Νορβηγική Διεύθυνση Μετανάστευσης (UDI) χρησιμοποιούσε τη μέθοδο δοκιμής αίματος στους Σομαλούς που υπέβαλαν αίτηση για οικογενειακή επανένωση με τους γονείς τους, και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ένας (1) στους τέσσερις (4) ψευδόταν για τους οικογενειακούς δεσμούς. Βλ. σχετικά F. Hansen, Utlendingsdirektoratet fortsetter nå med den omstridte DNA – testingen av somaliske asylsøkere, som utføres for å sjekke slektskap i gjenforeningssaker. Legeforeningen og somaliere reagerer kraftig, Dagblabet, 2001.

[57]Βλ.  https://snl.no/asylsituasjonen_i_Norge_2015_og_2016, ως ανακτήθηκε την 19η-11ου=2-19.

[58]Σύμφωνα με το άρθρο 66 του Νόμου Μετανάστευσης, ο αλλοδαπός μπορεί να απελαθεί, εάν έχει παραβιάσει κατάφωρα ή επανειλημμένα μία ή περισσότερες διατάξεις του νόμου για τη μετανάστευση. Ένας αλλοδαπός μπορεί, επίσης, να εκδιωχθεί, αν αυτός σκόπιμα ή λόγω βαριάς αμέλειας παρείχε ανακριβείς ή προδήλως παραπλανητικές πληροφορίες για την ταυτότητά του ή δε συμμορφώθηκε προς το διατακτικό διοικητικής απόφασης που του επέβαλε να εγκαταλείψει τη Νορβηγία. Αν η UDI, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διεκπεραίωση αιτήσεων από αλλοδαπούς που επιθυμούν να επισκεφθούν ή να ζήσουν στη Νορβηγία, διαπιστώσει ότι υπάρχουν λόγοι για να απελαθεί ένα άτομο από τη Νορβηγία, ο αλλοδαπός που πρόκειται να εκδιωχθεί ενημερώνεται γραπτώς. Ο αλλοδαπός έχει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής, η οποία πρέπει να υποβληθεί εντός τριών εβδομάδων. Η UDI θα επανεκτιμήσει τους λόγους απομάκρυνσης, λαμβάνοντας υπόψη τη σύνδεση του ατόμου με τη Νορβηγία, την αρχή της αναλογικότητας και το εάν το άτομο θα βρίσκεται σε κίνδυνο, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Αν η UDI δε μεταρρυθμίσει την απόφασή της και παραταθεί η εντολή απέλασης, το άτομο θα ενημερωθεί κι η υπόθεση θα διαβιβαστεί αυτομάτως στην UNE, η οποία και θα λάβει την τελική απόφαση.

[59]Βλ. B. Amundsen, Fra 30 000 til 3000 asylsøkere. Hva har skjedd?, 2016.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

3 + nineteen =