Η Αναθεώρηση και το μάθημα των θρησκευτικών

του Χαράλαμπου Ανθόπουλου, Καθηγητή Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ

Όπως ορθά παρατήρησε ο Ανδρέας Λοβέρδος κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την αναθεώρηση του άρθρου 3 Συντ. που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ Κράτους και της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, το μοναδικό σοβαρό εκκρεμές πρόβλημα του συνταγματικού καθεστώτος των σχέσεων αυτών, ανακύπτει κυρίως σε σχέση με το άρθρο 16 § 2 Συντ., το οποίο με την αμφίσημη διατύπωσή του, δίνει την εντύπωση ότι μπορεί το σχολείο να λειτουργεί ως όργανο εμπέδωσης και ανάπτυξης της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης. Μολονότι η ερμηνεία αυτή δεν είναι η καλύτερη από εκείνες που επιτρέπει το άρθρο 16 § 2 Συντ., το οποίο ορίζει ως σκοπό της παιδείας την «ανάπτυξη της… θρησκευτικής συνείδησης» των μαθητών αλλά συγχρόνως και τη «διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες», εν τούτοις αυτήν υιοθετεί το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. την πρόσφατη απόφαση του υπ’ αριθμόν 1749/2019), χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη του το γεγονός ότι η διδασκαλία οποιουδήποτε μαθήματος στο σχολείο, ακόμη και του μαθήματος των θρησκευτικών, έστω και αν προσφέρεται από μία ορισμένη προοπτική, δεν μπορεί πάντως να συνίσταται σε κατήχηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα του άρθρου 16 § 2 Συντ. κυριάρχησε στη συζήτηση στην Ολομέλεια για το άρθρο 3 Συντ., μολονότι η κυβερνητική πλειοψηφία στην προ-αναθεωρητική Βουλή  δεν το συμπεριέλαβε στις αναθεωρητέες διατάξεις. Και είναι πράγματι άξιον απορίας ότι η προηγούμενη κυβερνητική πλειοψηφία ασχολήθηκε στην αναθεωρητική της πρόταση με θέματα ήσσονος συνταγματικής σημασίας και όχι με το άρθρο 16 § 2 Συντ. Για παράδειγμα, η πρόταση για κατάργηση του άρθρου 3 § 3 Συντ. περί του αναλλοίωτου του κειμένου της Αγίας Γραφής δεν έχει καμία πρακτική σημασία, αφού δεν υφίσταται ποινική ή διοικητική κύρωση κατά του παραβάτη της απαγόρευσης αυτής, ενώ το ίδιο ισχύει και για την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας, των μελών της Κυβέρνησης και των βουλευτών, αφού επιτρέπεται και η δόση όρκου χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο.

Αλλά ούτε και η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους, πόσο μάλλον από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται από την κατάργηση της έννοιας της «επικρατούσας θρησκείας» στο άρθρο 3 § 1 Συντ. είναι αρκετή για να θέσει εκτός συνταγματικού πλαισίου την ερμηνεία του άρθρου 16 § 2 Συντ. από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το οποίο, θα μπορούσε σε μία τέτοια περίπτωση να επικαλεστεί τον πλουραλισμό των εννοιών της θρησκευτικής ουδετερότητας στη νομολογία του ΕΔΔΑ, που περιλαμβάνουν απλώς και την εκδοχή της ως προτίμησης κατά τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών  των διδαγμάτων και των αρχών της πλειοψηφικής θρησκείας, εφόσον κατοχυρώνεται πλήρως το δικαίωμα απαλλαγής των ετερόδοξων, αλλόθρησκων ή άθεων (βλ. Julie Ringelheim, State Religious Neutrality as a Common European Standard? Reappraising the European Court of Human Rights Approach, Oxford Journal of Law and Religion 2017, τόμος 6, αριθμός 1, σ.1-24). Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι στη νομολογία του ΣτΕ απουσιάζει η διάκριση των ρόλων των γονέων και του σχολείου στη θρησκευτική μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών, ο αποκλεισμός από τον κατάλογο των αναθεωρητέων διατάξεων του άρθρου 16 § 2 Συντ., που ήταν μία επιλογή της προηγούμενης κυβερνητικής πλειοψηφίας, στέρησε την δυνατότητα από την Αναθεωρητική Βουλή να προβεί σε μια συνταγματική επαναξιολόγηση του άρθρου αυτού και της σχετικής νομολογίας του ΣτΕ.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως το νέο πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο  θα πρέπει να ακολουθήσει κατά γράμμα τις υποδείξεις του ΣτΕ. Υπάρχουν περιθώρια για ένα πιο αντικειμενικό και πλουραλιστικό μάθημα των θρησκευτικών, έστω και με έμφαση στη διδασκαλία της ορθόδοξης εκκλησίας.     

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × 5 =