Εισαγωγικά
Σε μία απόφαση ισπανικού ενδιαφέροντος, που εν πρώτοις τουλάχιστον φαίνεται να αφορά αμιγώς ζητήματα οικονομικού δικαίου, συναντάμε μία ενδιαφέρουσα νομολογιακή εξέλιξη στο πεδίο της προδικαστικής παραπομπής και συγκεκριμένα στον καθορισμό της έννοιας του δικαστηρίου. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η έννοια του δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο δικαιούται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, καθορίζεται αυτόνομα από το ίδιο, χωρίς καμία δέσμευση από τον σχετικό εθνικό χαρακτηρισμό[1]. Και αν κάποια στιγμή η νομολογία φάνηκε να σταθεροποιείται ως προς τα κριτήρια που συγκροτούν την έννοια αυτή και το ειδικότερο περιεχόμενό τους[2], η κρίση του κράτους δικαίου στο εσωτερικό των κρατών μελών[3] οδήγησε τα τελευταία χρόνια στην αναζωπύρωση της σχετικής συζήτησης μέσω της έκδοσης σειράς αποφάσεων που επεξεργάζονται και αναδεικνύουν πτυχές μίας εκ των προϋποθέσεων αυτών: της ανεξαρτησίας του αιτούντος οργάνου[4]. Το εν λόγω κριτήριο, όπως διαμορφώθηκε στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις, βάρυνε και στην συγκεκριμένη υπόθεση, οδηγώντας μάλιστα το ΔΕΕ σε μία από τις σπάνιες ρητές και εμφατικές στροφές της νομολογίας του.
Ι. Η φύση του αιτούντος οργάνου και ο χαρακτηρισμός του ως δικαστήριο στην προγενέστερη απόφαση Gabalfrisa
Στην υπό σχολιασμό απόφαση το προδικαστικό ερώτημα υπεβλήθη από το Κεντρικό οικονομικό διοικητικό δικαστήριο της Μαδρίτης (ΤΕΑC), το οποίο κλήθηκε, στο πλαίσιο εκδίκασης διαφοράς αφορώσας πράξη εκκαθάρισης φόρου, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τρεις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όλες σχετικές με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης σε ημεδαπές εταιρείες.
Η φύση του ΤΕAC ως «δικαστηρίου» κατά το ενωσιακό δίκαιο δεν ήταν ποτέ αδιαμφισβήτητη. Αντιθέτως, είχε απασχολήσει το ΔΕΕ στο στάδιο του παραδεκτού και στην προγενέστερη απόφασή του Gabalfrisa[5]. Οι εθνικές διατάξεις, όπως ίσχυαν τότε και συνέχιζαν να ισχύουν κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της υπό σχολιασμό απόφασης, του απονέμουν δύο βασικές αρμοδιότητες· πρώτον, να επιλαμβάνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό των ενστάσεων επί αποφάσεων που εκδίδουν ορισμένες κεντρικές φορολογικές αρχές και δεύτερον, να εξετάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από τα περιφερειακά και τοπικά οικονομικά-διοικητικά δικαστήρια. Οι αποφάσεις αυτές βέβαια υπόκεινται επίσης σε ένδικα μέσα ενώπιον του Audiencia Nacional (ανώτερου ειδικού δικαστηρίου) και του Tribunal Supremo (ανωτάτου δικαστηρίου), τα οποία όμως ασκούνται παραδεκτώς μόνον εφόσον έχει προηγηθεί η άσκηση της σχετικής έφεσης ενώπιον του ΤEAC.
Στην προγενέστερη απόφαση Gabalfrisa, ο έλεγχος του Δικαστηρίου ως προς τη φύση του TEAC επικεντρώθηκε αφενός στην κατ’ αντιμωλία φύση της διαδικασίας ενώπιόν του και αφετέρου στην προϋπόθεση της λειτουργικής ανεξαρτησίας του οργάνου υπό την έννοια ότι αυτό είναι τρίτο σε σχέση με τις υπηρεσίες που εκδίδουν τις πράξεις επί των οποίων καλείται να αποφανθεί. Η απάντηση στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος ήταν ότι η εν μέρει κατ’ αντιμωλία διαδικασία αρκούσε για να προχωρήσει το Δικαστήριο στην εξέταση του επόμενου κριτηρίου, δεδομένου ιδίως ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η αντιμωλία δεν είναι καθοριστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός οργάνου ως δικαστηρίου[6]. Η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, σχετικά με την ύπαρξη της λειτουργικής ανεξαρτησίας, ήταν μάλλον επιγραμματική, καθώς το Δικαστήριο αρκέστηκε, με μία σχετικά σύντομη σκέψη, στην κατοχύρωση της λειτουργικής ανεξαρτησίας του TEAC και της ουδετερότητας του απέναντι στις φορολογικές αρχές από το εθνικό δίκαιο, για να καταλήξει ότι πληρούται το κριτήριο της ανεξαρτησίας του οργάνου και κατά συνέπεια οι προϋποθέσεις παραδεκτής υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η κρίση του κατέληξε σε μία, όχι ιδιαίτερα συχνή, αντίθεση με τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα Saggio. Πράγματι, σύμφωνα με τον Γεν. Εισαγγελέα, υπάρχει μία «δομική εγγύτητα» μεταξύ του TEAC και της διαδίκου φορολογικής διοίκησης που καθιστά μη ανεξάρτητο, κατά το ενωσιακό δίκαιο, το αιτούν όργανο. Αυτό προκύπτει τόσο από το υπηρεσιακό καθεστώς που διέπει τα πρόσωπα που συγκροτούν το TEAC, καθώς πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών που διορίζονται και παύονται από τον Υπουργό όσο και από την ίδια τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του, η οποία προσομοιάζει σε διοικητική προσφυγή και όχι σε δικαιοδοτικό έργο.
ΙΙ. Η νέα ματιά στην ανεξαρτησία του αιτούντος οργάνου και η απώλεια της ιδιότητας του δικαστηρίου στην παρούσα απόφαση
Η φύση του TEAC ως «δικαστηρίου», για τις ανάγκες του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και ειδικότερα η ανεξαρτησία του μπήκε, είκοσι χρόνια μετά, και πάλι στο μικροσκόπιο του Δικαστηρίου, το οποίο δεν επαναπαύθηκε στην προηγούμενη κρίση του.
Οι λόγοι που το νομικό ενδιαφέρον της Ένωσης για την ύπαρξη ανεξάρτητων εθνικών δικαστηρίων παρίσταται έντονο είναι κατά βάση δύο. Πρώτον, επειδή η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ως εγγενές στοιχείο της διάκρισης των εξουσιών και πυλώνας του κράτους δικαίου, εντάσσεται στις κοινές αξίες στις οποίες βασίζεται η Ένωση και τις οποίες μοιράζεται με τα κράτη μέλη της, σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ[7]. Δεύτερον, και ίσως αυτό είναι το πλέον κρίσιμο, διότι η ανεξαρτησία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων είναι προϋπόθεση της συνεργασίας τους τόσο με τα εθνικά δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας στον χώρο ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης όσο και με το ίδιο το ΔΕΕ[8].
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είχε ήδη στο παρελθόν προσεγγίσει εννοιολογικά την αρχή της ανεξαρτησίας, η οποία ωστόσο κατέστη κομβικής σημασίας, αναλύθηκε και εμπλουτίστηκε έτι περαιτέρω τα τελευταία χρόνια εξαιτίας, αφενός, της κρίσης του κράτους δικαίου σε ορισμένα κράτη μέλη και, αφετέρου, των δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν και είχαν ως συνέπεια την περικοπή των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών σε άλλα[9]. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η αρχή της ανεξαρτησίας έχει δύο πτυχές. Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις ικανές να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις του. Ειδικότερη εγγύηση της εξωτερικής αυτής πτυχής της ανεξαρτησίας είναι η αρχή της ισοβιότητας. Η αρχή της ισοβιότητας είναι σύμφυτη με το δικαιοδοτικό έργο, καθώς αποσκοπεί στην προστασία όσων προσώπων ασκούν δικαιοδοτικό έργο, τα οποία μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους μόνον εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους και μόνο εφόσον τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από ειδικές νομοθετικές διατάξεις, ούτως ώστε να καθίσταται σαφές ότι τα εν λόγω πρόσωπα είναι θωρακισμένα απέναντι στις τυχόν εξωτερικές πιέσεις. Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, είναι παρεμφερής προς την έννοια της αμεροληψίας και συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και την ύπαρξη ουδετερότητας απέναντι στα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος από τη λύση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου, ώστε το δικαιοδοτικό όργανο να έχει την ιδιότητα του τρίτου απέναντι στην αρχή που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη ενώπιόν του πράξη[10].
Στην υπό σχολιασμό απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι το αιτούν όργανο δεν πληροί καμία από τις δύο πτυχές που συγκροτούν την αρχή της ανεξαρτησίας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά τις τελευταίες νομολογιακές εξελίξεις, προσεγγίζοντας εν πολλοίς τη θέση που είχε λάβει ο Γεν. Εισαγγελέας στην απόφαση Gabalfrisa. Ειδικότερα, οι κρίσιμες εθνικές ρυθμίσεις που καθόρισαν και το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης απόφασης αφορούσαν καταρχάς το υπηρεσιακό καθεστώς του προέδρου και των μελών του οργάνου, οι οποίες δεν εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς που διέπει την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, αλλά προβλέπουν μία κοινή εφαρμοζόμενη στους δημοσίους υπαλλήλους διαδικασία σύμφωνα με την οποία ο διορισμός και η παύση τους γίνεται με βασιλικό διάταγμα του οποίου η έκδοση προκαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Επομένως, δεν προβλέπεται ένα ειδικό καθεστώς παύσης ικανό να παρέχει εγγυήσεις ισοβιότητας και κατά συνέπεια να θωρακίσει τα μέλη του οργάνου από εξωτερικές πιέσεις, δυνάμενες να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία τους
Περαιτέρω, ζήτημα προκύπτει και σε σχέση με την δεύτερη, την εσωτερική, πτυχή της αρχής της ανεξαρτησίας, που επιτάσσει την ουδετερότητα του οργάνου απέναντι στα αντικρουόμενα συμφέροντα των διαδίκων. Ο σεβασμός της αρχής αυτής τίθεται, εν προκειμένω, εν αμφιβόλω από τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία εκδίκασης της έκτακτης προσφυγής ενώπιον του ειδικού τμήματος για την ενοποίηση της ερμηνευτικής πρακτικής. Η έκτακτη προσφυγή ασκείται κατά των αποφάσεων του TEAC από τον Γενικό Διευθυντή Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας, ο οποίος όμως μαζί με τον Γενικό Διευθυντή ή τον Διευθυντή της κρατικής υπηρεσίας φορολογικής διοίκησης που προΐσταται του οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη μετέχουν ex officio στον οκταμελή σχηματισμό που θα αποφανθεί επί της εν λόγω προσφυγής. Tόσο η σύγχυση που προκύπτει μεταξύ της ιδιότητας του μετέχοντος στη διαδικασία έκτακτης προσφυγής και εκείνης του μέλους του οργάνου που επιλαμβάνεται της ίδιας προσφυγής όσο και η γενικότερη πίεση που μπορεί να προκαλέσει για το TEAC η προοπτική άσκησης έκτακτης προσφυγής κατά των αποφάσεών του, αναδεικνύουν τους οργανικούς και λειτουργικούς δεσμούς που υφίστανται μεταξύ του οργάνου αυτού και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ειδικότερα δε του Γενικού Διευθυντή Φορολογίας του εν λόγω Υπουργείου, δεσμοί που θέτουν εν αμφιβόλω την ουδετερότητα του οργάνου ως προς τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και, κατά συνέπεια, την ιδιότητά του ως τρίτου.
ΙΙΙ. Η μεταστροφή της νομολογίας και η ανάγκη διασφάλισης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας
Οι ως άνω παραδοχές οδήγησαν το Δικαστήριο να απορρίψει το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα ως απαράδεκτο, παρότι συνήθως η αδυναμία χαρακτηρισμού ενός οργάνου ως δικαστηρίου οδηγεί σε κρίση περί αναρμοδιότητας του ΔΕΕ να αποφανθεί επί του ερωτήματος αυτού[11]. Δύο σημεία είναι κρίσιμα και αξίζουν περαιτέρω σχολιασμού. Πρώτον, η αιτία που οδήγησε σε μία από τις σπάνιες ρητές και εμφατικές μεταστροφές στην νομολογία του Δικαστηρίου και, δεύτερον, η προσπάθεια του Δικαστηρίου να ισορροπήσει μεταξύ αφενός της ανάγκης για αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου που, μεταξύ άλλων, εξυπηρετεί ο θεσμός της προδικαστικής παραπομπής και αφετέρου της ανάγκης περιορισμού των συνομιλητών του στα όργανα που φέρουν τα απαιτούμενα γνωρίσματα ώστε να χαρακτηρισθούν ως «δικαστήρια»[12].
Ως προς το πρώτο ζήτημα, το ίδιο το Δικαστήριο αναφέρει τις εξελίξεις στην πρόσφατη νομολογία του και ιδίως την ευρύτερα γνωστή ως απόφαση των πορτογάλων δικαστών ως λόγο επανελέγχου της πλήρωσης του όρου της ανεξαρτησίας από το αιτούν όργανο. Δεδομένου ότι η αρχή της ανεξαρτησίας δεν προβλέφθηκε φυσικά το πρώτον με την ως άνω πρόσφατη νομολογία[13], η ειδοποιός διαφορά έγκειται μάλλον στο γεγονός ότι, εξαιτίας των εξελίξεων στο εσωτερικό των κρατών μελών, το κριτήριο της ανεξαρτησίας αναδείχθηκε σε κρισιμότερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός οργάνου ως Δικαστηρίου, χωρίς, πλέον, το ΔΕΕ να αρκείται στην εθνική νομοθετική πρόβλεψη περί λειτουργικής ανεξαρτησίας του, αλλά να προχωρά σε έλεγχο της εν τοις πράγμασι λειτουργίας τους εντός του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου και των πραγματικών πιέσεων που ασκούνται σε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, και αφού ήδη πλέον υπάρχει μία πλούσια νομολογιακή επεξεργασία της αρχής της ανεξαρτησίας, η τελευταία φαίνεται πως κατευθύνεται προς μία αυτονόμησή της στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου[14]. Όπως λοιπόν το ΔΕΕ αποφαίνεται το ίδιο αυτόνομα ποιο εθνικό όργανο είναι δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, έτσι πλέον αποφασίζει και ποιο όργανο είναι ανεξάρτητο χωρίς να δεσμεύεται από τις εθνικές προβλέψεις.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, δηλαδή την ανάγκη διασφάλισης ότι η στροφή της νομολογίας του και ουσιαστικά ο αποχαρακτηρισμός ενός οργάνου ως δικαστηρίου δεν θα οδηγήσει σε μείωση της αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, αφενός, ότι κάθε όργανο, ακόμη και διοικητικό, υποχρεούται να εφαρμόζει το ενωσιακό δίκαιο και, αφετέρου, ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματική δικαστική προστασία, καθώς αυτή θα διασφαλισθεί μέσω της προβλεπόμενης δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων ενώπιον εθνικών δικαστηρίων. Η ανάγκη του Δικαστηρίου να διατηρήσει αυτήν την ισορροπία παρίσταται έντονη για δύο λόγους. Πρώτον, διότι, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, η τάση του Δικαστηρίου ήταν αδιαμφησβήτητα υπέρ της κατάφασης του παραδεκτού της υποβολής των προδικαστικών ερωτημάτων και της διασταλτικής ερμηνείας του πεδίου αρμοδιότητας του να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων. Η τάση αυτή ακόμη εντονότερη μεταξύ των Γεν. Εισαγγελέων, υποκινείται ακριβώς από τους στόχους που καλείται να επιτύχει η προδικαστική παραπομπή στο πλαίσιο ενός ελλειπτικού δικονομικού συστήματος όπου οι εθνικοί δικαστές είναι οι βασικοί θεματοφύλακες του ενωσιακού δικαίου[15]. Δεύτερον, διότι η μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου στο πεδίο του καθορισμού της έννοιας του δικαστηρίου, στην οποία το Δικαστήριο έχει συνειδητά παραλείψει να δώσει έναν συγκεκριμένο ορισμό, έχει προκαλέσει την κριτική της θεωρίας για τη δημιουργία ανασφάλειας δικαίου στον νευραλγικό τομέα της δικαστικής προστασίας[16].
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως η υπό σχολιασμό απόφαση φαίνεται να επιβεβαιώνει την παρατήρηση που έχει διατυπωθεί στη θεωρία σχετικά με τη νεότερη τάση του Δικαστηρίου προς περιορισμό των εθνικών οργάνων που μπορούν να μετέχουν στον θεσμοθετημένο διάλογο των Δικαστών[17]. H τάση αυτή ωστόσο δεν οδηγεί σε απομείωση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από ενωσιακό δίκαιο, αλλά αντίθετα σε ενίσχυσή της. Και αυτό γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου K. Lenaerts, μόνο τα ανεξάρτητα δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να αποτελέσουν στιβαρούς κρίκους στην αλυσίδα του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος και συνεπώς να εγγυηθούν την αποτελεσματική λειτουργία του[18].
Δήμητρα Γαμπά
ΜΔΕ, Σπουδάστρια Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, Υπότροφος ΙΚΥ
[1] Βλ. ΔΕΚ 17.9.1997, C-54/96, Dorsch Consult, ECLI:EU:C:1997:413, σκέψη 23, ΔΕΚ 31.5.2005, C-53/03, ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ., ECLI:EU:C:2005:333, σκέψη 29, ΔΕΚ 14.06.2009, C-246/05, Häupl, ECLI:EU:C:2007:340, σκέψη 16, ΔΕΕ 22.12.2010, C-118/09, Koller, ECLI:EU:C:2010:805, ΔΕΕ 14.06.2011, C‑196/09, Miles κ.λπ., ECLI:EU:C:2011:388. Βλ. επίσης Β. Σκουρής, ά. 267 ΣΛΕΕ, σε Β. Σκουρής (επιμ.), Συνθήκη της Λισσαβώνας: Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020.
[2] Σχηματικά, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου ένα όργανο να θεωρηθεί δικαστήριο για τις ανάγκες του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι η ίδρυσή του με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του εφαρμογή κανόνων δικαίου και η ανεξαρτησία του. Βλ. περισσότερα σε Κ. Μπακόπουλος, Η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020, σ. 61-69, Α. Πλιάκος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2018, σ. 342, Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό δίκαιο, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 622-626.
[3] Κρίση για την οποία βλ., τελείως ενδεικτικά, Α. von Bogdandy – Μ. Ioannidis, Systemic deficiency in the rule of law: What it is, what has been done, what can be done, CMLRev 2014. σ. 59-96, Π. Παυλόπουλος, Κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε Α. Μεταξάς (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Ευρασία, 2018, σ. 21 επ., Χ. Ράμμος, Κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη. Μια ακόμη ευρωπαϊκή κρίση ή βαθύτερη και υπαρξιακή κρίση; σε Α. Μεταξάς (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Ευρασία, 2018, σ. 49 επ.
[4]Βλ. ιδίως ΔΕΕ 27.2.2018, C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, ECLI:EU:C:2018:117, ΔΕΕ 25.7.2018, και ΔΕΕ 24.6.2019, C-619/18 Επιτροπή κ. Πολωνίας, ECLI:EU:C:2019:53, 5.11.2019, C-192/18 Επιτροπή κ. Πολωνίας, ECLI:EU:C:2019:924, 19.11.2019, C-585/18, C-624/18 και C-625/18 A.Κ. και λοιποί, ECLI:EU:C:2019:982, Δ. Λέντζης/Δ. Γαμπά, Το ΔΕΕ ως προστάτης των κοινών ευρωπαϊκών αξιών: Η υπόθεση της ανεξαρτησίας του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας (παρατηρήσεις σε ΔΕΕ C-619/18, απόφ. της 24.6.2019, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, ΘΠΔΔ 11/2019, σ. 1059 και τις εκεί παραπομπές.
[5] ΔΕΚ 21.03.2000, C-110/98, Gabalfrisa, ECLI:EU:C:2000:145.
[6] Για το κριτήριο τις αντιμωλίας βλ., μεταξύ άλλων, τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα Saggio, της 7.10.1999, στην ως άνω υπόθεση Gabalfrisa, ECLI:EU:C:1999:489, σημείο 14.
[7] Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, άρθρο 2 ΣΕΕ, σε Β. Σκουρής (επιμ.), Συνθήκη της Λισσαβώνας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020, L. D. Spieker, Breathing Life into the Union’s Common Values: On the Judicial Application of Article 2 TEU in the EU Value Crisis, German Law Journal, 2019, σ. 1182-1213
[8] Βλ. Μ. Βηλαράς, Δικαστική ανεξαρτησία και αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης στην πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΕυΔικ 2019, σ. 128-139, M. Schwarz, Let’s Talk About Trust, Baby! Theorizing Trust and Mutual Recognition in the EU’s Area of Freedom, Security and Justice, European Law Journal., 2018, σ. 124-141, T. Wischmeyer, Generating Trust Through Law? Judicial Cooperation in the European Union and the “Principle of Mutual Trust”, German Law Journal 2017, σ. 339-382, ΔΕΕ C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality, ECLI:EU:C:2018:586
[9] Βλ. L. Pech – S. Platon, Judicial independence under threat: The Court of Justice to the rescue in the ASJP case, CMLRev. 2018, σ. 1827, Μ. Ροδόπουλος, [Παρατηρήσεις στη ΔΕΕ 27.2.2018, C-64/16 Associação Sindical dos Juízes Portugueses], ΕΕΕυρΔ 2018, σ. 248, Α. Πλιάκος, Κράτος δικαίου και δικαστική προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕυΔικ 2019, σ. 245, Ε. Πρεβεδούρου, H ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μέσα από τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, https://www.prevedourou.gr, Aικ. Σκουρή, άρθρο 19 ΣΕΕ σε Β. Σκουρής (επιμ.), Συνθήκη της Λισσαβώνας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020
[10] Παρόμοια προσέγγιση της ανεξαρτησίας τη δικαιοσύνης γίνεται και στην έννομη τάξη της ΕΣΔΑ. Βλ. Β. Μπουκουβάλα, Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μέσα από τις αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου, ΤοΣ 2019, σ. 339-360.
[11] Απαράδεκτο κηρύσσεται ένα προδικαστικό ερώτημα όταν υποβάλλεται μεν από δικαστήριο κράτους μέλους, αλλά δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να δώσει μια χρήσιμη απάντηση (βλ., μεταξύ άλλων, την ελληνικού ενδιαφέροντος ΔΕΕ 23.5.2019, C‑105/19, Τράπεζα Πειραιώς, EU:C:2019:452). Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ απόρριψης ως απαραδέκτου και απόρριψης λόγω αναρμοδιότητας δεν είναι άμοιρη συνεπειών, καθώς η έλλειψη αρμοδιότητας υποδηλώνει ότι το προδικαστικό θα είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέο ενώ η απόρριψη ως απαράδεκτο αφήνει περιθώριο για μελλοντική παραδεκτή υποβολή του ερωτήματος εάν υπάρξει η κατάλληλη αναπροσαρμογή, γεγονός όμως που είναι μάλλον αδύνατο στην περίπτωση που το αιτούν όργανό δεν θεωρείται δικαστήριο. Αναλυτικά για το ζήτημα βλ. N. Wahl, The gatekeepers of Article 267 TFEU: On jurisdiction and admissibility of references for preliminary rulings, CMLRev 2018, σ. 511-547.
[12] Ο προβληματισμός αυτός απασχόλησε ιδιαίτερα και τη θεωρία μετά την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Achmea (ΔΕΕ 6.3.2018, C-284/16, Achmea, ECLI:EU:C:2018:158), καθώς τέθηκε το ερώτημα γιατί το ΔΕΕ να μην εγκολπώσει τα όργανα αυτά ώστε, μέσω του διαλόγου, να έχει λόγο στις αποφάσεις τους, εντελώς ενδεικτικά Μ. Περάκης, Η λάμψη ενός «λευκού νάνου» της νομολογίας: Ανάλυση της
απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της υπόθεσης Achmea
(C-284/16) υπό την οπτική του ενωσιακού δικαίου, ΔιΔ 2018, σ. 176-192
[13] Βλ., μεταξύ άλλων, ΔΕΚ 30.3.1993, C‑24/92, Corbiau, ECLI:EU:C:1993:118, σκέψη 15, ΔΕΚ 19.9.2006, C‑506/04, Wilson, ECLI:EU:C:2006:587, σκέψη 49, ΔΕΕ 22.12.2010, C‑517/09, RTL Belgium, ECLI:EU:C:2010:821, σκέψη 38, ΔΕΚ 9.10.2014, C‑222/13, TDC, ECLI:EU:C:2014:2265, σκέψη 29, καθώς και την ελληνικού ενδιαφέροντος ΔΕΕ 19.12.2012, C-363/11, Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, ECLI:EU:C:2012:825.
[14] Γενικά για τις αυτόνομες έννοιες στο ενωσιακό δίκαιο βλ. τις «κλασικές» ΔΕΚ 19.3.1964, 75/63, Unger, 327/82, ECLI:EU:C:1964:19, και ΔΕΚ 30.1.1997, C-340/94 de Jaeck, ECLI:EU:C:1997:43. Βλ. επίσης L. Azoulai, The Europeanisation of legal concepts, σε U. Neergaard – R. Nielsen (eds.), European legal method in a multi-level EU legal order, Djørf Publishing, Copenhagen, 2012, σ. 165-182.
[15] Βλ. T. Tridimas, Knocking on heaven’s door: Fragmentation, efficiency and defiance in the preliminary reference procedure, CMLRev 2003, σ. 15, V. Skouris, L’urgence dans la procédure applicable aux renvois préjudiciels, σε Liber Amicorum Bo Vesterdorf, Bruylant, Bruxelles, 2007, σ. 62.
[16] Βλ. J. Rodriguez Medal, Concept of a court or tribunal under the reference for a preliminary ruling: Who can refer questions to the Court of Justice of the EU?, EJLS 2015, σ. 159.
[17] Ibid.
[18] K. Lenaerts, On Judicial Independence and the Quest for National, Supranational and Transnational Justice, σε:G. Selvik , MJ. Clifton, T. Haas, L. Lourenço , K. Schwiesow (επιμ.) The Art of Judicial Reasoning. Springer, Cham, 2019, σ. 155-174