Εισαγωγή
Εχθές, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Η.Π.Α.) εξέδωσε την απόφαση του σχετικά με την ορθότητα της μη περίληψης του τέως Προέδρου Η.Π.Α. Ντόναλντ Τράμπ στα ψηφοδέλτια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις Πολιτειακές εσωκομματικές εκλογές (με σκοπό την ανάδειξη του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την Προεδρία των Η.Π.Α. στις Προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024) στην Πολιτεία του Κολοράντο (υπ’ αριθμ. 23-719 υπόθεση). Αυτή είναι μία εκ των δύο αναμενόμενων με εξαιρετικό ενδιαφέρον αποφάσεων του Δικαστηρίου, με την άλλη να αφορά στην ύπαρξη ή/και έκταση Προεδρικής ασυλίας από ποινικές διώξεις (η οποία αναμένεται να εκδοθεί το φθινόπωρο του 2024, με τη δικάσιμο να έχει ορισθεί για τον Απρίλιο 2024).
Η υπόθεση αφορά στον αποκλεισμό του Τράμπ από τα ανωτέρω ψηφοδέλτια, με αιτιολογία ότι, λόγω της συμμετοχής του στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, τα οποία συνιστούσαν εξέγερση έναντι του Συντάγματος των Η.Π.Α., ενεργοποιείται ο αποκλεισμός από το εκλέγεσθαι που προβλέπεται για όλους τους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους από την Τρίτη παράγραφο της 14ης Τροποποίηση του Συντάγματος των Η.Π.Α. Εντός του Πολιτειακού συστήματος δικαιοσύνης, το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο εξέδωσε (πλειοψηφία 4 έναντι 3) τελεσίδικη απόφαση, δεχόμενο ότι ο Τράμπ συμμετείχε σε εξέγερση και κρίνοντας ότι, δεδομένου ότι στην ανωτέρω απαγόρευση περιλαμβάνεται και η Προεδρία, ως αξίωμα των Η.Π.Α., ο αποκλεισμός του από τα ανωτέρω ψηφοδέλτια υπήρξε ορθός. Ο Τράμπ προσέφυγε (writ of certiorari) έναντι της απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. στις 3 Ιανουαρίου, και το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδίκαση της προσφυγής λίγες ημέρες μετά.
Η απόφαση της πλειοψηφίας
Η απόφαση που εκδόθηκε έκρινε, ομοφώνως (υπήρξαν μειοψηφούσες γνώμες επί της αιτιολογίας και επιμέρους στοιχείων της αποφάσεως), ότι η εφαρμογή του αποκλεισμού της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης επαφίεται, εκ του Συντάγματος, όχι στις Πολιτείες, αλλά στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και, συνεπώς, δε δύναται εκάστη Πολιτεία να αποφασίζει ανεξαρτήτως επί της εφαρμογής αυτής.
Το Δικαστήριο εστίασε στην πέμπτη παράγραφο της σχετικής Τροποποίησης, η οποία προβλέπει ότι «Το Κογκρέσο εξουσιοδοτείται να εφαρμόσει, μέσω κατάλληλης νομοθεσίας, τις διατάξεις του παρόντος άρθρου». Ανατρέχοντας ιστορικά στην ανάγκη συνταγματικής πρόβλεψης για τον αποκλεισμό, με σκοπό την απαγόρευση υποψηφιότητας πρώην υποστηρικτών/μελών της Συνομοσπονδίας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου για σημαντικά αξιώματα εξουσίας (και συνεπώς αποφυγής δυνητικού κινδύνου ενός ακόμη εμφυλίου πολέμου ή ακόμη και διάσπασης των Η.Π.Α.), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι Πολιτείες, παρ’ ότι δύνανται να εφαρμόσουν οι ίδιες τον αποκλεισμό της Τροποποίησης όσον αφορά σε Πολιτειακά αξιώματα (η απαγόρευση προβλέπεται για ομοσπονδιακά και Πολιτειακά αξιώματα ομού), δε δύνανται να πράξουν το ίδιο και για τα ομοσπονδιακά αξιώματα, για την εφαρμογή του αποκλεισμού επί των οποίων αρμόδια είναι μόνον η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Και αυτό διότι δεν υπάρχει καμία ρητή εξουσιοδότηση του Συντάγματος προς τούτο από το ομοσπονδιακό επίπεδο στο Πολιτειακό. Εν απουσία της ρητής αυτής εξουσιοδότησης, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ρόλο των ομοσπονδιακών αξιωματούχων ως εκπροσώπων ολόκληρου του κράτους και όχι μίας Πολιτείας, η εξουσία εφαρμογής του αποκλεισμού για τα αξιώματα αυτά και τους υποψηφίους αυτών παραμένει στο ομοσπονδιακό επίπεδο.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι και το σχετικό ιστορικό υποστηρίζει μία τέτοια ερμηνεία, με πολλαπλά παραδείγματα εφαρμογής από τις Πολιτείες του αποκλεισμού επί Πολιτειακών αξιωμάτων αλλά κανένα παράδειγμα εφαρμογής του από τις Πολιτείες επί ομοσπονδιακών αξιωμάτων (πλην ενός, στο οποίο υπήρξε, όμως, και παράλληλος αποκλεισμός από το Κογκρέσο).
Το Δικαστήριο επίσης απεφάνθη ότι σε περίπτωση στην οποία ήταν επιτρεπτό στις Πολιτείες να εφαρμόσουν οι ίδιες τον αποκλεισμό, αυτές δε δεσμεύονται από την πέμπτη παράγραφο Τροποποίησης (όπως το Κογκρέσο), και συνεπώς θα είχαν τη δυνατότητα να τον εφαρμόσουν με εκτενέστερο τρόπο, επηρεάζοντας έτσι παραπάνω από το ίδιο το Κογκρέσο, και, άρα, απαραδέκτως, τον τρόπο εφαρμογής του αποκλεισμού από ομοσπονδιακά αξιώματα.
Τέλος, το Δικαστήριο επίσης διαπίστωσε ότι, ειδικότερα όσον αφορά στο αξίωμα του Προέδρου, εφαρμογή του αποκλεισμού από τις Πολιτείες θα κατέληγε, δυνητικά, σε εύρος διαφορετικών αποτελεσμάτων, λόγω όχι μόνον των διαφορετικών νομοθετικών πλαισίων αλλά και των σημαντικά διαφορετικών δικονομικών διατάξεων σχετικά με τον αποκλεισμό από ψηφοδέλτια υποψηφίων (π.χ., κάποιες Πολιτείες δεν έχουν καν σχετικές διαδικασίες). Αυτό, όμως, δε συνάδει με το συνταγματικό ρόλο του Προέδρου ως ηγέτη και εκπρόσωπου ολόκληρου του κράτους.
Η μειοψηφία
Ενδιαφέρον στην απόφαση, από νομικής αλλά και κοινωνικοπολιτικής απόψεως, ιδιαιτέρως στον απόηχο των αντιδράσεων επί της απόφασης Dobbs v. Jackson Women’s Health Organization, στην οποία το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η δυνατότητα έκτρωσης δεν αποτελεί ομοσπονδιακά κατοχυρωμένο δικαίωμα, και του ευρύτερα ακραίως διχαστικού κλίματος που επικρατεί επί του πολιτικού πεδίου αλλά και και της νομιμοποίησης του ιδίου του Δικαστηρίου και των αποφάσεων αυτού, είναι η έμφαση που δίδεται στο γεγονός της ομοφωνίας και των 9 Δικαστών, τουλάχιστον επί του αποτελέσματος της αποφάσεως. Το γεγονός αυτό τονίζεται χωριστά σε ολόκληρη παράγραφο στη γνώμη της πλειοψηφίας, όπως και στη γνώμη μειοψηφίας της Δικαστού Barret, η οποία, μάλιστα, διαπιστώνει τη σημασία της ομοφωνίας αυτής εν μέσω πολιτικά φορτισμένου κλίματος και έτους Προεδρικών εκλογών, καταλήγοντας ότι «και οι εννέα Δικαστές συμφωνούν στο αποτέλεσμα της υποθέσεως αυτής. Και αυτό είναι το μήνυμα που θα πρέπει οι Αμερικανοί να λάβουν υπ’ όψιν τους».
Οι (φιλελεύθερες/liberal) Δικαστές Sotomayor, Kagan, και (διορισθείσα το 2022) Jackson, μειοψήφησαν, συμφωνώντας όμως στο αποτέλεσμα («concur only in the judgement»). Οι τρείς Δικαστές υποστήριξαν ότι η πλειοψηφία δεν περιορίζεται (ως θα έπρεπε) μόνον στο γεγονός ότι εφαρμογή του αποκλεισμού από τις Πολιτείες θα επέφερε σύγκρουση με τα θεμέλια του ομοσπονδιακού χαρακτήρα των Η.Π.Α. ως κράτος (στο οποίο και οι ίδιες συμφωνούν), αλλά επεκτείνεται και στον καθορισμό συγκεκριμένων προϋποθέσεων για εφαρμογή του αποκλεισμού (μόνον μέσω συγκεκριμένης νομοθεσίας του Κογκρέσου). Οι τρείς Δικαστές επιχειρηματολογούν, όμως, ότι ο εν λόγω αποκλεισμός, όπως και έτερες διατάξεις/απαγορεύσεις του Συντάγματος, εφαρμόζονται άμεσα δίχως ανάγκη εφαρμοστικής νομοθεσίας, η οποία δύναται να υιοθετηθεί, αλλά επ’ ουδενί δεν είναι απαραίτητη. Μάλιστα, προσδίδουν εμμέσως πολιτική σκοπιμότητα και χρησιμοθηρία στην επιλογή της πλειοψηφίας να μη περιορισθεί μόνον στην αδυναμία εφαρμογής του αποκλεισμού από τις Πολιτείες, καταλήγοντας: «Σήμερα, η πλειοψηφία επεκτείνεται πέραν των αναγκών της παρούσης υπόθεσης, περιορίζοντας τους τρόπους εφαρμογής της απαγόρευσης… Παρ’ ότι συμφωνούμε ότι το Κολοράντο δεν μπορεί να εφαρμόσει (την απαγόρευση)…, διαμαρτυρόμαστε έναντι της προσπάθειας της πλειοψηφίας να χρησιμοποιήσει την παρούσα υπόθεση για να ορίσει τα όρια ομοσπονδιακής εφαρμογής της διάταξης αυτής».
Συμπέρασμα
Δεδομένης της συντηρητικής πλειοψηφίας στο Δικαστήριο, αλλά και των συνεπειών της ιδίας της υπόθεσης (αποκλεισμός υποψηφίου για το ύψιστο ομοσπονδιακό αξίωμα – την Προεδρία – από Πολιτειά/ες), η απόφαση, εν τέλει, να επιτραπεί τον Τράμπ να είναι υποψήφιος υπήρξε σχετικά αναμενόμενη (ανεξαρτήτως νομικής αιτιολογίας). Δύο, όμως, θέματα σημασίας εγείρονται: πρώτον, είναι πλέον πασιφανής όχι μόνον ο διχασμός, με νομικά αλλά και πολιτικά κριτήρια των Δικαστών, αλλά και η ανησυχία αυτών επί της νομιμοποίησης του Δικαστηρίου και των αποφάσεων αυτού στην κοινωνία. Μάλιστα, το πρώτο, αν και δε δημιουργεί, σίγουρα επηρεάζει αρνητικά το δεύτερο: όσο παραπάνω εμφανής γίνεται ο διχασμός, και όσο παραπάνω πολιτικό χαρακτήρα αποκτά, τόσο προβληματικότερη γίνεται η νομιμοποίηση του Δικαστηρίου και των αποφάσεων αυτού στην κοινωνία, και η εμπιστοσύνη αυτής στο Δικαστήριο.
Η επόμενη σημαντική απόφαση αφορά στην αμνηστία του Προέδρου από ποινικές διώξεις για ενέργειες εντός του πλαισίου των καθηκόντων του. Επί του τύπου, σημασία θα είχε μόνον πιθανή καταδίκη του Τράμπ σε ομοσπονδιακό επίπεδο για το αδίκημα της εξέγερσης, κατηγορία όμως που δεν περιλήφθηκε στη μόνη σχετική ομοσπονδιακή δίωξη (που αποτελεί και την υπόθεση επ’ αφορμή της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο επί του ανωτέρω θέματος). Επί της ουσίας, όμως, πιθανή καταδίκη του Τράμπ για έτερα ποινικά αδικήματα και, συνεπώς, δυνητική κάθειρξη του, αν και δεν του στερεί τυπικά το δικαίωμα και τη δυνατότητα να εκλεγεί Πρόεδρος, σίγουρα θα αποτελέσει, αν μη τι άλλο, σημαντική τροχοπέδη στην πιθανή εκλογή του.