Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16

Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ. Επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Η αναχρονιστική για τις µέρες µας απαγόρευση ίδρυσης σχολών από ιδιώτες του άρθρου 16 παρ. 8 εδ. β)Σ, δείχνει να χαροπαλεύει και πάντως να αντιµετωπίζει παραµερισµό ή αδρανοποίηση, µετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού για δροµολόγηση της διαδικασίας της Αναθεώρησης του Συντάγµατος και τη σύναψη, εν τω µεταξύ, διακρατικών εκπαιδευτικών συµφωνιών, κατά το άρθρο 28.

Τρεις ήταν και είναι, ακόµη σήµερα, οι κύριες πηγές αµφισβήτησης του κύρους και των τάσεων υπερκέρασης της ισχύος της συνταγµατικής απαγόρευσης: τα ιδιωτικά κολέγια, η νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τέλος ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ε.Ε., που προστατεύει ρητά την ακαδηµαϊκή ελευθερία.

Ως προς την πρώτη πηγή διακινδύνευσης, µια πληθώρα παραρτηµάτων αλλοδαπών πανεπιστηµίων, τα επονοµαζόµενα Colleges, έχουν κατακλύσει τη χώρα και λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια, ως εταιρείες ιδιωτικές, που παρέχουν υπηρεσίες πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης επ΄αμοιβή και απονέµουν πτυχία. Σε συµµόρφωση προς την Οδηγία 2005/36/ ΕΚ και Συµβουλίου, ο νοµοθέτης (ν. 3696/2008) «νοµιµοποίησε» τους φορείς της άτυπης µεταλυκειακής εκπαίδευσης και προέβλεψε ότι τα ιδιωτικά κολέγια µπορούσαν να συνάπτουν συµβάσεις συνεργασίας, δικαιόχρησης ή πιστοποίησης, (franchising ή validation) µε ξένα πανεπιστήµια και να χορηγούν διπλώµατα σε φοιτητές, που συµπληρώνουν επιτυχώς προπτυχιακές σπουδές τριετούς τουλάχιστον διάρκειας ή και µεταπτυχιακές.

Η ελληνική νοµολογία, ακολουθώντας τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου της Ε.Ε., δέχτηκε ότι η πανεπιστηµιακή εκπαίδευση που παρέχεται από πανεπιστηµιακά «παραρτήµατα» µιας χώρας που είναι εγκατεστηµένα σε άλλη χώρα και εξοπλίζει τους πτυχιούχους µε προσόντα, που τους επιτρέπουν να ασκήσουν ένα επάγγελµα, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει τα πτυχία που χορηγούνται να θεωρούνται ισοδύναµα, επαγγελµατικά, µε αυτά της χώρας εγκατάστασης.

Με την αποδοχή όµως της ενωσιακής αυτής νοµολογίας, η ελληνική συνταγµατική τάξη βρέθηκε µπροστά σε ένα συνταγµατικό παράδοξο: να λειτουργεί στην Ελλάδα µια πλειάδα αλλοδαπών πανεπιστηµιακών σχολών, που παρέχει υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης υπό τον προσχηµατικό νοµικό µανδύα της δικαιόχρησης. Την ίδια στιγµή που απαγορευόταν και απαγορεύεται «συνταγµατικά» η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ως παραρτηµάτων πανεπιστηµίων της αλλοδαπής. Και µάλιστα χωρίς καµία, προηγούμενη ιδρυµατική ή τµηµατική αξιολόγηση ή εποπτεία του κράτους, όπως απαιτεί ρητά το Σύνταγμα. Ενας απροκάλυπτος συνταγµατικός στρουθοκαµηλισµός.
Ενα δεύτερο ισχυρό πλήγµα στον διάτρητο ήδη από τα κολέγια ξύλινο κλοιό της συνταγµατικής απαγόρευσης εγκατάστασης πανεπιστηµιακών παραρτηµάτων, είχε επέλθει και από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου της Ε.Ε., ήδη από την προηγούµενη δεκαετία. Επαναλήφθηκε πρόσφατα µε την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, υπόθεση C66/18 (γνωστή ως υπόθεση Soros), Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας. Και σε αυτήν διακηρύχθηκε µε τρόπο εµφατικό, «ότι η επ’ αµοιβή διοργάνωση µαθηµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης αποτελεί οικονοµική δραστηριότητα, που εµπίπτει στο κεφάλαιο της Συνθήκης το οποίο αφορά την ελευθερία εγκατάστασης, εφόσον ασκείται από υπήκοο ενός κράτους-µέλους εντός άλλου κράτους-µέλους». Στη συνέχεια επισηµάνθηκε ότι επιτρέπεται σε µια εταιρεία που έχει συσταθεί «σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του κράτους-µέλους όπου έχει την καταστατική έδρα της, να ιδρύσει υποκατάστηµα σε άλλο κράτος-µέλος». Αυτό ισχύει φυσικά και για τα παραρτήµατα πανεπιστηµίων.

Το τρίτο θανατηφόρο πλήγµα στη συνταγµατική απαγόρευση ίδρυσης και όχι απλώς εγκατάστασης παραρτηµάτων ιδιωτικών σχολών, επήλθε ευθέως από τον Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, µε την οποία κατοχυρώθηκε ρητά η ακαδηµαϊκή ελευθερία. Ετσι, στο άρθρο 14 περίοδος 2, ορίζεται ότι «[η] ακαδηµαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή». Ενώ στην περίοδο 3 του ίδιου άρθρου διακηρύσσεται ειδικότερα «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, µε σεβασµό στις δηµοκρατικές αρχές, και σύµφωνα µε τις εθνικές νοµοθεσίες που διέπουν την άσκησή της».
Στις ερµηνευτικές επεξηγήσεις, εξάλλου, που συνοδεύουν τη Χάρτα διευκρινίστηκε, ότι «[η] ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων κατοχυρώνεται ως µορφή της επιχειρηµατικής ελευθερίας».

Για το ίδιο θέµα, η ελληνική συνταγµατική θεωρία δεν έµεινε αδιάφορη. Είχε την τύχη να διαθέτει από το 2018 µια προδροµική µελέτη σχετικά µε την ακαδηµαϊκή ελευθερία και την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων στην Ελλάδα, µε ρητή αναφορά στο άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων. Συγγραφέας της, ο δρ Ιωάννης Σαρµάς, πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τέως (υπηρεσιακός) πρωθυπουργός [∆ικαιώµατα του Ανθρώπου,(∆τΑ), 2018, 647-677].

Στη µελέτη αυτή ο πρόεδρος Σαρµάς καταλήγει γράφοντας: «Ο Χάρτης θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατοχυρώνει στο άρθρο 14 παρ. 3 αυτού την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, καθώς δε δεν γίνεται στο άρθρο αυτό διάκριση µεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, καλύπτονται από αυτό και τα ιδρύµατα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, δηλαδή και τα πανεπιστήµια. Η εν λόγω ελευθερία είναι “µορφή της επιχειρηµατικής ελευθερίας” και εποµένως προστατεύεται από αυτήν η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις».

Αν µεταφέραµε τώρα τα νοµολογικά και θεωρητικά δεδοµένα που εξετάσαµε, εθνικά και ενωσιακά, στην περίπτωση που µας απασχολεί, θα καταλήγαµε, χωρίς δισταγµό, στη διαπίστωση ότι η εν λόγω συνταγµατική απαγόρευση βρίσκεται σε οξεία ερµηνευτική δυσαρµονία, όχι µόνο µε τις οικονοµικές ελευθερίες της Ε.Ε. αλλά και µε την ακαδηµαϊκή ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων ή παραρτηµάτων, έτσι όπως αυτή προστατεύεται από τον Χάρτη. Η αντινοµία αυτή θα µπορούσε να αρθεί µόνον αν της αποδίδαµε νόηµα συµβατό µε αυτό των ακαδηµαϊκών και οικονοµικών ελευθεριών της Ε.Ε., ερµηνεύοντάς τη σύµφωνα µε τις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου. Με έννοµη συνέπεια την υπερκέραση ή παράκαµψή της ώστε να καταστεί ανεφάρµοστη.

Το ουσιαστικό συµπέρασµα από όσα νοµικά λέχθηκαν είναι ότι τα πανεπιστήµιά µας δεν έχουν απολύτως τίποτε να φοβηθούν από την εξέλιξη αυτή. Αντίθετα, µόνον όφελος έχουν να αποκοµίσουν. Θα απαλλαγούν, πρώτον, εξαιτίας των ίσων όρων του ανταγωνισµού και µιας νέας νοµοθεσίας για τα ιδιωτικά και δηµόσια, από την ασφυκτική, ισοπεδωτική και γραφειοκρατική νοµοθετική κηδεµονία του κράτους. Και δεύτερον, θα αναγκαστούν, αυτόνοµα και ακηδεµόνευτα, το καθένα ξεχωριστά, να βελτιώνουν συνεχώς την απόδοσή τους, τη διεθνή αναγνώρισή τους και να αποδεικνύουν έµπρακτα την ποιότητα των σπουδών και ερευνών τους και βέβαια την ανωτερότητά τους.

 

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

three × five =