Η δημοκρατία εν αμύνη. Μεταξύ συνταγματικού εγγυητισμού και ενοποιητικής ακεραιότητας

Κυριάκος Π. Παπανικολάου, Λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

«Με τη μονόκωπο αρμένιζα σε

νερά κοχλιωτά, σπειρωτά, ελικωτά× κάτι αισθανόμουνα πως

τα νερά σημαίνουν κι απορούσα πώς με μονόκωπο βρέθηκα σε

νερά που σημαίνουν.  Αλλά λέω θ’ ακολουθήσω αυτές τις δίνες

που το μέγεθός τους ήταν αινιγματικό να βρω το κέντρο τους

και το αίσθημα που τις κυβερνά».

[Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, «Το Σπάργανο», (Β)-2, 1981[1]]

 

Το παρόν κείμενο, με την προσθήκη μερικών υποσημειώσεων, αποτελεί μια μερική, συντομευμένη και εστιασμένη στην επικαιρότητα εκδοχή της εισήγησής μου με τον αυτό τίτλο στο συνέδριο που διοργάνωσε ο «Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης» στις 16-18 Δεκεμβρίου 2022 για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση. Ο λόγος έχει διατηρήσει τα αρμόζοντα στην προφορική έκφρασή του μέσα, όπως είχε διατυπωθεί στις ανά χείρας σημειώσεις μου.

Πριν όμως αναπτύξω επιλεκτικά  ορισμένες  βασικές θέσεις της εισήγησής μου (την οποία θα υποβάλω ολοκληρωμένη στον υπό έκδοση σχετικό τόμο), ας μού επιτραπεί να διατυπώσω δύο γενικές σκέψεις για τον ίδιο τον Αρ. Μάνεση, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν μέσα μου και κατά την ζωντανή διεργασία του εν λόγω συνεδρίου.

 

 Σκέψη πρώτη: Τόσο κατά τις εργασίες του συνεδρίου, όσο και στο περιθώριο αυτών των εργασιών, εκφράσθηκε επανειλημμένως η διερώτηση: «Τί θα έλεγε ο Μάνεσης για το δείνα νομικό ζήτημα;». Σε αυτήν την διερώτηση λανθάνουν δύο κρίσιμες για την συνταγματική επιστήμη παραδοχές:

Πρώτον, υπολαμβάνεται ότι μπορεί ευλόγως να εικασθεί η επιστημονική θέση του Αρ. Μάνεση εν τη απουσία του× ότι, δηλαδή, μάς έχει παράσχει με το έργο του μια συνεπή επιστημονική στάση, μία ιθύνουσα γραμμή, που δύναται να επεκταθεί στο άπειρο της απουσίας του, καταλαμβάνοντας και τα πράγματα που μάς παιδεύουν σήμερα.

Δεύτερον, ο εικαζόμενος λόγος του απόντος Αρ. Μάνεση προσωποποιεί ένα επιστημονικό πρότυπο, που καθίσταται γνώμονας της νομικής πράξης («Συνταγματική θεωρία και πράξη»). Διερωτώμεθα ποια θα ήταν η θέση του Αρ. Μάνεση, ώστε βάσει αυτής να κρίνουμε την νομική πράξη. Στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στο αρχιμήδειο σημείο της επιστήμης, από το οποίο θεωρούμε τον νόμο, την διοικητική πρακτική, την νομολογία. Δεν κρίνουμε την εικαζόμενη «θέση του Μάνεση», δηλαδή την θέση της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου, με βάση νομικές πρακτικές, π.χ. αν είναι συμβατή με την νομολογία, ώστε να διορθώσουμε αναλόγως την επιστημονική θέση, όπως θα υποδείκνυε ένας τέτοιος νομικός ρεαλισμός. Η «πραγματικότητα» αποτελεί, βεβαίως, το αντικείμενο και το όριο της νομικής επιστήμης, αλλά όχι τον γνώμονά της, έναν γνώμονα δηλαδή που θα μετετίθετο διαρκώς και απροσδιορίστως, αν ήμασταν «ρεαλιστές».

Σκέψη δεύτερη: Ο θετικισμός του Μάνεση… Πολλές φορές αναφέρθηκε και σε αυτό το συνέδριο. Είναι, άρα γε, ένας ουδέτερος θετικισμός, ένας θετικισμός νομικών «γεγονότων», που με την σειρά τους γεννούν το δίκαιο, ώστε να αποφεύγουμε το χάος μεταφυσικών σειρήνων; Είναι ένας θετικισμός που θα μπορούσε να οδηγήσει ασύδοτα οπουδήποτε, ενώ μόλις λίγα χρόνια πριν από την έκδοση του πρώτου τόμου των «Εγγυήσεων» η ανθρωπότητα είχε οδηγηθεί στον τραγικό παραλογισμό του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέσα από την πολιτική ανωμαλία που επέτρεψε ο λόγος της ισχύος εντός μιας καταλυόμενης δημοκρατικής τάξης[2];

Όχι! Ο θετικισμός του Μάνεση δεν είναι τυπικός, αλλά ουσιαστικός, και συγκεκριμένα δημοκρατικός. Στον πυρήνα του βρίσκεται η ουσία της πολιτικής ελευθερίας («Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας»). Ο θετικισμός του Μάνεση δεν είναι δημοκρατικός επειδή κάποιο ιστορικό θετικό θεμέλιο καθιερώνει την δημοκρατία. Αντιστρόφως, ο Μάνεσης είναι θετικιστής για την όλη έννομη τάξη, επειδή ακριβώς κατανοεί και υπερασπίζεται το Σύνταγμα ως κανόνα της δημοκρατίας. Ο λόγος του διακηρυγμένου θετικισμού του αποκαλύπτεται κυρίως στον δεύτερο τόμο των «Εγγυήσεών» του. Η μήτρα του συνταγματισμού είναι η λαϊκή κυριαρχία. Ο νόμος οφείλει την ισχύ του στην δημοκρατία, καθώς προέρχεται από το νομιμοποιούμενο δια των εκλογών αντιπροσωπευτικό σώμα. Αυτό το δημοκρατικό θεμέλιο είναι η ρίζα του θετικισμού ως εν γένει προσέγγισης στην έννομη τάξη, συμπεριλαμβανόμενου προεχόντως του Συντάγματος, που πρέπει να γίνεται κατανοητό ως ο θεμελιώδης νόμος, αυτός που έχει θεσπισθεί άμεσα από τον κυρίαρχο λαό. Ο θετικισμός αποτελεί εγγύηση του Συντάγματος, δηλαδή εν τέλει της δημοκρατίας[3].

Στους χαλεπούς καιρούς κατά τους οποίους ο Αρ. Μάνεσης, ωσάν «μονόκωπος ερέτης», διέπλεε με την θεωρία του «σημαίνοντα νερά» αφορίζοντας τις «δίνες» του (μετ)εμφυλιακού κράτους, μοναρχικά κατάλοιπα του Συντάγματος του 1952 χρησιμοποιούνταν από άλλους προς έμπρακτη αμφισβήτηση του δημοκρατικού συνταγματισμού, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας. Η εγκόλπωση του θετικισμού από τον Μάνεση αποτελούσε πράξη προστασίας της ακεραιότητας του βαλλομένου Συντάγματος[4]. Σε εκείνη την δίνη ο δημοκρατικός συνταγματισμός έπρεπε να προτείνει την ασπίδα του έναντι της εκτελεστικής εξουσίας –και δεν ήταν, βεβαίως, η μόνη τέτοια περίπτωση. Όλο το συνταγματικό οπλοστάσιο έπρεπε να στραφεί προστατευτικά («εγγυήσεις») προς το αντιπροσωπευτικό σώμα, εκφράζοντας την συνταγματ(ολογ)ική προτίμηση προς την δημοκρατικά νομιμοποιούμενη Βουλή έναντι του κληρονομικού και ανευθύνου Βασιλέως.

Για αυτόν τον λόγο, ακόμη και θεσμοί προεχόντως φιλελεύθεροι ερμηνεύθηκαν από τον Μάνεση ως θεσμοί αναγόμενοι στην λαϊκή κυριαρχία, οδηγώντας σε αντίστοιχες ερμηνευτικές θέσεις περί συνταγματικών επιταγών και ορίων. Επί παραδείγματι, προκαλεί ίσως εντύπωση σήμερα ότι ο Μάνεσης ανενδοίαστα θεώρησε ότι οι ατομικοί νόμοι αποτελούν άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας και δεν θέτουν κάποιον προβληματισμό σε σχέση με την διάκριση των λειτουργιών. Προκαλεί δε εντύπωση η ασυμμετρία της ερμηνείας του σχετικά με τις παρόμοιας διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 22 και 27 του Συντάγματος του 1952[5] (αντιστοίχως, §1 και §2 του άρθρου 26 του ισχύοντος Συντάγματος): Για την μεν νομοθετική λειτουργία θεώρησε ότι η διάταξη λειτουργεί ως φραγμός στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας από άλλα όργανα (εγγύηση υπέρ του αντιπροσωπευτικού σώματος), ενώ για την εκτελεστική λειτουργία η οικεία διάταξη θεωρήθηκε ως περιορισμός για τα ίδια τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, που μπορούν να ασκούν μόνον τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο Σύνταγμα και στον νόμο, χωρίς επομένως να καταλείπεται κάποιος συνταγματικός φραγμός για τον νομοθέτη επί μη ρητώς κατοχυρουμένων αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή επί κάποιου αυτοτελώς οριοθετούμενου συνταγματικώς πεδίου της εκτελεστικής λειτουργίας. Αυτήν την ασυμμετρία, όμως, δικαιολογεί (ή, έστω, εξηγεί) η, κατά τον Αρ. Μάνεση, αναγωγή της διάκρισης των λειτουργιών στην λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή η δημοκρατική θεμελίωση ενός πυλώνα του φιλελεύθερου συνταγματισμού[6].

Έχει λεχθεί πολλές φορές ότι ο θετικισμός του Μάνεση δεν παρέμεινε αναλλοίωτος, ιδίως μετά το 1974 (βλ. π.χ. το Συνταγματικό Δίκαιο Ι). Νομίζω, πάντως, ότι ο δημοκρατικός γνώμονάς της σκέψης του μάς επιτρέπει να σκεφτούμε ότι σήμερα μάλλον θα τασσόταν (ξανά, «τί θα έλεγε ο Μάνεσης;») απέναντι σε υπερχειλείς ασκήσεις της νομοθετικής λειτουργίας και υπέρ του περιορισμού της νομοθετικής εξουσίας στον «φυσικό» της χώρο. Η απαρέγκλιτη άσκηση της κρατικής εξουσίας με γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου –και βάσει τοιούτων κανόνων– αποτελεί μια ελάχιστη εγγύηση κατά ανορθολογικών αποφάσεων και πολιτικών αυθαιρεσιών εντός ενός συστήματος ελλιποβαρών αντισταθμισμάτων της εκάστοτε κυβερνώσης εξουσίας, που «νομιμοποιείται» στην πράξη άπαξ και εκ των προτέρων δια της πλειοψηφικής προτίμησης των πολιτών προς το εκάστοτε ελέγχον την Βουλή και την Κυβέρνηση κόμμα και όχι δια του διαρκούς δημοκρατικού ελέγχου των κυβερνώντων[7]. Σε αυτό το πλαίσιο, του οποίου την διαμόρφωση διείδε ο Μάνεσης αναλύοντας τις συνέπειες της αναθεώρησης του 1986[8], η θεώρησή του επί της διακρίσεως των λειτουργιών θα στρεφόταν πλέον, νομίζω, κατά της αυθαίρετης εισαγωγής ατομικών νόμων. Υπό την οσημέραι  λειτουργία του πολιτεύματος, μια τέτοια στάση αποκατάστασης τού –με διττή έννοια– λόγου εκάστης των λειτουργιών δεν θα ήταν εν τέλει μόνον προστατευτική της εκτελεστικής εξουσίας αλλά, προεχόντως, καθοδηγητική της πορείας που πρέπει να έχει ένας μη χειραγωγούμενος κοινοβουλευτισμός. // 23.1.2023, Κ.Π.Π. }

 

Ι.

Εγγυητισμός και ακεραιότητα

Στην ρωμαϊκή res publica υπήρχαν οι lictores (= ραβδούχοι, πελεκυφόροι). Αυτοί προπορεύονταν των υπάτων και των πραιτόρων, κρατώντας δεσμίδες (fasces) από ράβδους. Στο κέντρο της δεσμίδας υπήρχε ένας πέλεκυς. Με αυτό το σύμβολο προειδοποιούσαν για την άσκηση από αυτούς της coercitio maior προς επιβολή της τάξης και αποκατάσταση της νομιμότητας, σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και απειθαρχίας των πολιτών. Η δεσμίδα συμβόλιζε την ισχύ εν τη ενώσει. Η δύναμή τους (ο πέλεκυς της ενότητος) μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στις περιπτώσεις που αυτό επιβαλλόταν για την προστασία του πολιτεύματος. Το σύμβολο των fasces υιοθετήθηκε και διεστράφη από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μουσολίνι, παρέχοντας την ετυμολογική ρίζα του «φασισμού»[9]. Η ρωμαϊκή άμυνα (της λειτουργίας) του πολιτεύματος κατέληξε στον φασισμό. Είναι άραγε επιρρεπής η αμυνόμενη δημοκρατία σε αυτό το συμβολικό πεπρωμένο;

Πώς μπορεί να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στην άμυνα του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην αποφυγή του αυταρχισμού, ανάμεσα στον κανόνα και στην παρέκβασή του; Η ερώτηση είναι εξαιρετικά δύσκολη και, όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης ήδη από το 1962, «[ε]ις αυτήν την ιδιαιτέρως λεπτήν και πολύπλοκον ερώτησιν η απάντησις δεν είναι δυνατόν να δοθή ανεπιφυλάκτως, απλώς δι’ ενός “όχι” ή δι’ ενός “ναι”»[10]. Άλλως τε, και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, στην εδραιωτική της έννοιας της «μαχόμενης δημοκρατίας» απόφασή του, αυτήν της 17.8.1956 που αφορά στην διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος [Kommunistische Partei Deutschlands (KPD)][11], έχοντας να αντιμετωπίσει την εναρμόνιση μεταξύ της ελευθερίας του πολιτικού λόγου (5§1) και της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων που αντιστρατεύονται την φιλελεύθερη δημοκρατική θεμελιώδη τάξη (21§2), τόνισε τον οριακό χαρακτήρα του ζητήματος εντοπίζοντας μια δυνητικώς «αφόρητη αυτοαντίφαση» (“unerträgliche Selbstwiderspruch”) της φιλελεύθερης δημοκρατικής θεμελιώδους τάξης, και μάλιστα θεώρησε ότι επρόκειτο μια περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να ανακύψει το ζήτημα των αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος[12].

Η μία εκδοχή κατάληξης αυτής της διελκυστίνδας είναι η υποχώρηση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία επιδεικνύει αυτάρεσκη ανεκτικότητα στους αντιπάλους της επιτρέποντάς τους να λάβουν θέσεις μάχης εντός του πολιτεύματος, με συνέπεια την εξ αμεροληψίας υποχώρησή της. Αυτό είναι το σύνδρομο της Βαϊμάρης, εμποτισμένο με την λογική της ουδετερότητας και μη αξιακών προσλήψεων του περιεχομένου της δημοκρατίας[13]. Εν τέλει, δηλαδή, η δημοκρατία υποχωρεί, διότι αρνείται να προσδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην υπόστασή της. Καθίσταται διαδικαστικός κανόνας χωρίς πολιτική ουσία και παραμένει έκθετη στους επιβούλους. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η προσκόλληση της δημοκρατίας σε κανόνες και η άρνησή της να αποστεί από αυτούς× με άλλες λέξεις, το πρόβλημα δεν είναι η συνταγματική δημοκρατία, αλλά η μη εμβάθυνση στο αξιακό περιεχόμενο των κανόνων της: Της ισονομίας, του πλουραλισμού, της αξίας του ανθρώπου.

Το δράμα του μεσοπολεμικού ολοκληρωτισμού δείχνει ότι η εγκαθίδρυση της βίας εξαγιάζεται με νόμιμα μέσα. Η επερχόμενη βία δεν είναι γυμνή, και γι’ αυτό υπνώττει η ετοιμότητα για την αντιμετώπισή της. Προτού να φθάσουμε στην σαφή κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ποια είναι η θεσμική άμυνα της δημοκρατίας έναντι της ύπουλης και βαθμηδόν τρώσης της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου αμυντικού μηχανισμού είναι το μεταπολεμικό συνταγματικό οπλοστάσιο της Γερμανίας, στο οποίο κομβική σημασία έχει η έννοια της «φιλελεύθερης δημοκρατικής θεμελιώδους τάξης» (freiheitliche demokratische Grundordnung). Kρίσιμες διατάξεις προάσπισης αυτής της θεμελιώδους τάξης: απόρρητο επιστολών και ανταποκρίσεων (GG 10§2), ελευθερία κίνησης (GG 11§2), αντισυνταγματικότητα πολιτικών κομμάτων (GG 21§2), απαγόρευση κατάχρησης μιας σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων (GG 18).

 

Η ανάδειξη ενός πυρήνα του Συντάγματος, μιας ψυχής της δημοκρατίας, δεν είναι δεδομένη αλλά σμιλεύεται διαρκώς. Η αναζήτηση της αξιακής ενότητας, της ουσίας του Συντάγματος, βασίζεται στην πίστη στην ενοποιητική λειτουργία του. Εν τέλει, δηλαδή, η άμυνα έναντι των διακινδυνεύσεων δεν αποσκοπεί στον εξοβελισμό κάποιου εσωτερικού εχθρού, αλλά στην ενσωμάτωσή του. Η ενοποιητική ακεραιότητα δεν διασφαλίζεται με τίμημα την αποκοπή. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δημοκρατία θα ακρωτηριαζόταν[14]. Κατά την μανεσική έκφραση, θα έχανε «μόρια» της κυριαρχίας ανήκοντα σε μέλη του λαού[15]. Πρέπει να γίνει σαφές δηλαδή ότι η αμυνόμενη δημοκρατία δεν αφορά την άμυνα κάποιων έναντι κάποιων άλλων, αλλά την άμυνα έναντι της χωλότητας του λαού της. Η άμυνα δικαιολογείται μεν όταν αποτρέπει την τρώση του πολιτεύματος, αλλά καταξιώνεται όταν ανακτά τον επίβουλο. Η ενοποιητική ακεραιότητα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή πρωτίστως επιθετικά, αλλά κυρίως θεραπευτικά.

Αυτή η ισορροπία επιβάλλει την πρόβλεψη και την τήρηση ορισμένων εγγυήσεων υπό τις οποίες πρέπει να ασκείται η αμυντική λειτουργία της δημοκρατίας: Νομιμότητα, αναγκαιότητα, αποκατάσταση. Τα μέσα δεν μπορούν να είναι απρόβλεπτα, αλλά πρέπει να προβλέπονται στο δίκαιο, με κανόνες διαυγείς και σταθερούς. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αμυνόμενη δημοκρατία δεν αποτελεί επικράτηση της σκοπιμότητας επί της νομιμότητας, αλλά πρωτίστως διάσταση του κράτους δικαίου, της συνταγματικής ουσίας της δημοκρατίας. H salus reipublicae δεν αποτελεί λόγο παραμερισμού αλλά επίτασης του δικαίου, τονισμού των ουσιωδέστερων της υπόστασής του σε μια δημοκρατική πολιτεία, που σέβεται όλους τους πολίτες της και δεν αρνείται κανέναν από αυτούς. Κάθε διαφορετική προσέγγιση θα αποτελούσε επιβεβαίωση των επιβούλων. Τα μέσα αμύνης δεν μπορούν να είναι υπέρμετρα, δεν μπορούν να είναι μέτρα ενστικτώδους, αλλά λελογισμένης, άμυνας. Η δημοκρατία δεν αμύνεται σε πανικό αλλά μετά λόγου δικαίου και ανάγκης× ποτέ δυσανάλογα. Ο σκοπός της αμύνης, όπως προκύπτει από την ενοποιητική λειτουργία της, είναι η αποκατάσταση και η διαφύλαξη της ακεραιότητας. Δεν είναι η εμπαθής τιμωρία των αποκλινόντων μελών του λαού. Δεν είναι η αποκοπή τους και ο αφορισμός τους, αλλά η επάνοδός τους στην δημοκρατική κοινωνία. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο εγγυητισμός δεν στρέφεται κατά της αμύνης αλλά αποτελεί γνήσια μέθοδό της.

 

ΙΙ.

Άμυνα κατά «αμυνομένου» καθεστώτος:

Quis custodiet ipsos custodes?

Πολύ σημαντική, όμως, είναι και μια αντίστροφη όψη του εγγυητισμού που συνδέεται με την αμυνόμενη δημοκρατία. Τί γίνεται όταν την δημοκρατία, και δη την φιλελεύθερη δημοκρατία, επιβουλεύεται το ίδιο το «αμυνόμενο» καθεστώς; Οι κρατούντες που αμύνονται της εξουσίας τους, και όχι πραγματικά της δημοκρατίας; Quis custodiet ipsos custodes? Το ερώτημα προκύπτει εντονότερα, όταν οι κρατούντες πλήττουν βαθμιαία τον φιλελευθερισμό, με τελικό σκοπό να πλήξουν τη δημοκρατία, επικαλούμενοι αυτήν την ίδια και την προάσπισή της από τους «επικίνδυνους» φορείς των περιστελλόμενων δικαιωμάτων.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι η βαθμιαία υποχώρηση των δικαιωμάτων σημαίνει απειλή για την ίδια τη δημοκρατία. Δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά συλλογική διακύβευση[16]. Και συνήθως τελείται με ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του φόβου, με την επίκληση λόγων ασφαλείας έναντι κάποιου εχθρού που εν τέλει δεν είναι και τόσο σαφής, που αρχικά μπορεί να ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα× βαθμηδόν, όμως, καθίσταται ύποπτος ο καθένας ως κίνδυνος× όχι πραγματικά για την δημοκρατία αλλά για το ίδιο το κρατούν καθεστώς, που επιχειρεί να αποδεσμευθεί από τα βάρη των δικαιωμάτων και εν τέλει από τα βάρη της δημοκρατίας.

Λέγεται ορισμένες φορές ότι τα αυταρχικά καθεστώτα βασίζονται σε επίπλαστες ομαδοποιήσεις, ώστε να απομονώνουν κάποιον «εσωτερικό εχθρό» και δι’ αυτού να συσπειρώνουν τον υπόλοιπο «απειλούμενο» λαό. Στην πραγματικότητα, η καθεστωτική αντίληψη της πολιτικής, τουτέστιν η αξιακή κενότητά της, βρίσκει καταφύγιο στην πρόσληψη της πολιτικής ως διάκρισης μεταξύ εχθρών και φίλων. Είναι αληθές, αλλά δεν είναι ίσως το πιο επικίνδυνο για την δημοκρατία ή, ίσως, δεν είναι το τελικό στάδιο της επίθεσης των κρατούντων. Το «αμυνόμενο» καθεστώς κατοχυρώνεται εγκρατέστερα όταν επικαλείται ασαφώς ως κίνδυνο τον καθένα. Όταν ο κίνδυνος είναι αφ’ ενός ασαφής, αφ’ ετέρου ελλοχεύει παντού. Όταν λόγοι εθνικής ασφαλείας ή δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας τάξεως, ή ακόμη και απλώς δημοσίου συμφέροντος (επιτακτικού;), επιβάλλουν ή επιτρέπουν στο κράτος να θεωρεί τον καθένα ως ύποπτο με όρους καταδήλως ασαφείς. Η ασάφεια απελευθερώνει το καθεστώς, το καθιστά εγγυητή μιας εξ ίσου αόριστης ασφάλειας, του επιτρέπει να εποπτεύει τους πάντες και τα πάντα, να περιορίζει –εν είδει τιμωρίας– ακόμη και επί υπονοία του κινδύνου.

Με τα λόγια του Μάνεση (σε ένα κείμενο γραμμένο, μάλιστα, κατά την εισόδια ευδαιμονία της μεταπολίτευσης):

«Η διεύρυνση του “εσωτερικού εχθρού” έχει καταστήσει αγχώδη τη μέριμνα των κρατούντων για την ανεύρεσή του και την εντόπισή του. Πράγματι “εσωτερικός εχθρός” μπορεί ήδη να είναι “δυνάμει”–και συνεπώς να αντιμετωπίζεται σαν τέτοιος–κάθε πολίτης: ένας ψηφοφόρος, αλλά κι ένας δημόσιος υπάλληλος κι ένας αξιωματικός κι ένας δικαστής κι ένας διανοούμενος κι ένας καλλιτέχνης ή πολλοί απ’ αυτούς ενωμένοι× ακόμη και ένα ή περισσότερα πολιτικά κόμματα× δεν αποκλείεται, επίσης, “εσωτερικός εχθρός” να αποβεί και ένας υπουργός, αλλά και ο πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση, ακόμη και η Βουλή, δηλαδή η συγκεκριμένη πλειοψηφία της […]. Αλλά και το εκλογικό σώμα, δηλαδή ο ίδιος ο “κυρίαρχος” λαός ενδέχεται να αντιμετωπιστεί σαν “εσωτερικός εχθρός” […]. Στην εποχή μας, λοιπόν, ο “εσωτερικός εχθρός” μοιάζει να είναι “πανταχού παρών” μέσα στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. “Δυνάμει” ο καθένας είναι “εσωτερικός εχθρός” και μπορεί να εμφανισθεί σαν τέτοιος οποτεδήποτε και σε οποιοδήποτε χώρο του κρατούντος συστήματος»[17].

Η διακινδύνευση, λοιπόν, καθίσταται προεχόντως αφηρημένη, αλλά τα κρατικά μέτρα είναι όλο και πιο συγκεκριμένα, όλο και πιο περιοριστικά. «[Η] ανασφάλεια δικαίου για χάρη της ασφάλειας του κράτους»[18]! Το όπλο μιας τέτοιας καθεστωτικής πρακτικής είναι η διάχυση της καχυποψίας στην κοινωνία και η αποδυνάμωση των ατόμων δια της απομόνωσης εκάστου, δηλαδή της εξαΰλωσης κάθε πιθανής ομαδοποίησης.

 

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι προφανής η άμυνα απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση. Είναι η άμυνα των δικαιωμάτων και των θεσμικών εγγυήσεων. Είναι η άμυνα των αντιβάρων, είναι η ίδια η διάκριση των εξουσιών ως μέθοδος κατάτμησης και περιορισμού της εξουσίας των κρατούντων.

Τί γίνεται, όμως, όταν τα αντίβαρα είναι ασθένη; Τί γίνεται όταν υπάρχουν μεν, αλλά δεν λειτουργούν; Τί γίνεται αν ο μυλωθρός του Πότσνταμ δεν μπορεί να ανακράξει απέναντι στον εκάστοτε Φρειδερίκο ότι υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο;[19] Τότε καμμιά ατομική άμυνα δεν μπορεί να τελεσφορήσει. Περιορίζεται ο ιδιωτικός βίος, απειλείται διαρκώς η ελευθερία από αυθαίρετες ποινές και εν τέλει αποτέμνονται τα πολιτικά δικαιώματα. Ο παντεπόπτης κρατικός οφθαλμός παρατηρεί και ευθυγραμμίζει τα πάντα. Πάντοτε με τρόπο νόμιμο ή, ακριβέστερα, νομότυπο. Εκδίδονται ποινικές αποφάσεις, αλλά τυγχάνει να εξοντώνουν πολιτικούς αντιπάλους. Καταλύεται ο ιδιωτικός βίος, αλλά σώζεται η δημόσια ασφάλεια. Ποια άμυνα τότε απομένει στον λαό και εν τέλει στη δημοκρατία, που έχει πληγεί εκ των έσω;

Σε αυτή την περίπτωση η άμυνα θα πρέπει να έρθει από έξω. Και εκεί ακριβώς εντοπίζεται από τον Μάνεση το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει κάθε κηρυχθείς «εσωτερικός εχθρός». Συγκρίνοντας τον εσωτερικό εχθρό με τον εξωτερικό, τον πολέμιο, γράφει ότι ο πρώτος μειονεκτεί ιδίως ως προς ένα σημείο:

«[Σ]τερείται της προστασίας που το διεθνές δίκαιο παρέχει στους εξωτερικούς εχθρούς. Ο εσωτερικός εχθρός, καθώς υπόκειται εξ ορισμού στη δεδομένη κρατική εξουσία και είναι έγκλειστος στο χώρο όπου αυτή ασκείται, βρίσκεται εκτεθειμένος στο έλεος των κρατούντων»[20].

 

ΙΙΙ.

Η αναζήτηση της άμυνας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς:

Σύγχρονα παραδείγματα

Σήμερα, ιδίως με την εμφάνιση εντόνως του λαϊκιστικού αυταρχισμού στην Ευρώπη, επιβεβαιώνεται αυτό το εσωτερικό αδιέξοδο των προσώπων ή των θεσμών που αντιμετωπίζονται ως «εσωτερικοί εχθροί», καθώς και ότι στο θεσμικό επίπεδο η λύση του «γόρδιου δεσμού» μπορεί να αναζητηθεί μόνο προς τα έξω, στην διεθνή και στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Δυστυχώς τα παραδείγματα είναι πλέον πολλά. Θα αναφερθώ μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις προερχόμενες από την πολωνική δικαιοσύνη, όχι για να αναλύσω κυρίως το νομικό τους μέρος, αλλά για να αναδείξω ότι ανέκυψαν μέσω αμύνης θεσμικών παραγόντων, και μάλιστα της ίδιας της δικαστικής εξουσίας, που αναζήτησε θεσμικές λύσεις εκτός της εγχώριας χειμαζόμενης έννομης τάξης.

Στις υποθέσεις Lowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C-563/18) τα πρωτοδικεία του Lodz και της Βαρσοβίας, επί υποθέσεων εσωτερικού ενδιαφέροντος, οι δικαστές έθεσαν προδικαστικά ερωτήματα αναφορικά με το άρθρο 19 §1 εδ. β΄ ΣΕΕ, δηλαδή την υποχρέωση πρόβλεψης ενδίκων βοηθημάτων πραγματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Το ερώτημα αφορούσε το αν παραβιάζεται αυτή η θεμελιώδης επιταγή από διατάξεις που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο να θιγεί η εγγύηση ανεξάρτητης πειθαρχικής διαδικασίας όσον αφορά τους δικαστές× τα προδικαστικά ερωτήματα αναφέρονται σε δυνατότητα πολιτικής επιρροής στις πειθαρχικές διαδικασίες, εκμετάλλευσης πειθαρχικού συστήματος προς πολιτικό έλεγχο περιεχομένου δικαστικών αποφάσεων, χρήσης στις πειθαρχικές διαδικασίες παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων[21]. Το ΔΕΕ, στις 26 Μαρτίου 2020, έκρινε απαράδεκτα τα ερωτήματα λόγω της γενικής φύσης τους και της μη σύνδεσής τους με την εφαρμογή ενωσιακών διατάξεων. Σημειωτέον ότι, κατά την έγγραφή διαδικασία, τα δικαστήρια είχαν αποστείλει επιστολές περί κλήσεως των δικαστών σε ακροαματική διαδικασία για τους λόγους υποβολής των προδικαστικών ερωτημάτων και για τη θέση ερωτήσεων απτομένων της μυστικότητας των διασκέψεων, καθώς και για την υποβολή δηλώσεων περί υπερβάσεως δικαστικής εξουσίας (προκαταρκτική έρευνα για πειθαρχική διαδικασία). Αφού είχαν αποσταλεί οι εν λόγω επιστολές, οι σχετικές υποθέσεις ετέθησαν στο αρχείο[22]. Το ΔΕΕ, στην απόφασή του, τόνισε ότι δεν επιτρέπεται οι δικαστές να εκτίθενται σε πειθαρχικές διαδικασίες διότι υπέβαλαν προδικαστικά ερωτήματα και ότι αυτή η εγγύηση είναι συμφυής με τη δικαστική ανεξαρτησία τους, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας των προδικαστικών ερωτημάτων[23].

Σε έναν κύκλο υποθέσεων επί προδικαστικών ερωτημάτων, το ΔΕΕ απεφάνθη στις 16 Νοεμβρίου 2021 ότι αντίκειται στο άρθρο 19 §1 εδ. β΄ ΣΕΕ εθνική ρύθμιση κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί βάσει μη δημοσιοποιηθέντων κριτηρίων να αποσπά δικαστή σε ανώτερο ποινικό δικαστήριο για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και να ανακαλεί αναιτιολογήτως την απόσπαση[24]. Οι αιτήσεις είχαν υποβληθεί από περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας κατά την εξέταση επτά ποινικών υποθέσεων σε ποινικό τμήμα εφέσεων. Τα ερωτήματα υπεβλήθησαν λόγω της συμμετοχής στην σύνθεσή του δικαστή κατώτερου δικαστηρίου (επαρχιακού) αποσπασθέντος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι και γενικός εισαγγελέας, ιεραρχικώς προϊστάμενος των εισαγγελέων των τακτικών δικαστηρίων. Το ΔΕΕ τόνισε την σημασία της δικαστικής ανεξαρτησίας για την διάκριση των λειτουργιών, που χαρακτηρίζει ένα κράτος δικαίου[25]. Επίσης, ότι η ανάκληση της απόσπασης χωρίς συναίνεση του δικαστή έχει αποτελέσματα ανάλογα της πειθαρχικής κύρωσης[26]. Ο Υπουργός, ως γενικός εισαγγελέας και ως αρμόδιος για τις αποσπάσεις δικαστών, δύναται να επηρεάζει τόσο τους εισαγγελικούς λειτουργούς όσο και τους αποσπασθέντες δικαστές. Δύνανται, λοιπόν, να γεννηθούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου[27]. Μάλιστα, ο αποσπασθείς δικαστής είχε και πειθαρχική αρμοδιότητα, με συνέπεια να δύναται να επηρεάζει και τα λοιπά μέλη του δικαστηρίου[28]. Το Δικαστήριο εξάγει το συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι ικανός να θίξει την ανεξαρτησία των δικαστών[29]. Εξ άλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστών αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις για την διασφάλιση του τεκμηρίου αθωότητας[30].

Τέλος, έχει ιδιαίτερη σημασία μια προσφάτως εκδοθείσα δήλωση δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας, σε συνέχεια αχθεισών ενώπιον του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ υποθέσεων αναφορικά με συνταξιοδοτήσεις δικαστών και άλλα ζητήματα συναφή με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (KRS). Παλαιότερα, μεταξύ των μελών του εν λόγω Συμβουλίου μετείχαν και 15 μέλη εκλεγόμενα μεταξύ των δικαστών με αποφάσεις των γενικών συνελεύσεών τους. Με την τροποποίηση που επήλθε, όμως, με νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017, τα 15 μέλη εκλέγονται πλέον από την Κάτω Βουλή. Σε συνέχεια σχετικών αποφάσεων που εξεδόθησαν από το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ υπέρ των προσφευγόντων και συνεπεία της δικαστικής διάγνωσης από τα υπερεθνικά δικαστήρια προβληματικών σημείων της νέας νομοθεσίας, που επηρεάζει την συγκρότηση και την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τριάντα (30) δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας την 17η Οκτωβρίου 2022 υπέβαλαν στον Πρόεδρο του εν λόγω Δικαστηρίου επιστολή με την οποία αμφισβητούν την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από δικαστές διορισθέντες κατόπιν προτάσεως του (νέου) Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου. Επικαλούνται απόφαση της Ολομελείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 23.1.2020 και διακηρύττουν ότι[31]:

«Ο κομφορμισμός δεν είναι σύμφυτος με το ήθος του δικαστικού λειτουργήματος»[32].

Επικαλούνται νομολογία του ΕΔΔΑ περί αντίθεσης στο άρθρο 6§1 ΕΣΔΑ της εκδίκασης από το Ανώτατο Δικαστήριο με δικαστές διορισθέντες βάσει πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου συγκροτηθέντος βάσει του νέου νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017. Επικαλούνται και τα άρθρα 19 §1 εδ. β΄ ΣΕΕ και 47 ΧΘΔΕΕ. Δηλώνουν ότι δεν έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε συνθέσεις στις οποίες μετέχουν δικαστές διορισθέντες δυνάμει αυτών των αμφισβητούμενων διατάξεων του πολωνικού δικαίου:

«Ένας δικαστής δεν μπορεί εν γνώσει του να παραβιάζει το δικαίωμα των πολιτών σε δίκη και να εκθέτει το Κράτος της Πολωνίας στην υποχρέωση να πληρώνει υψηλά ποσά αποζημιώσεων. Αντίθετη συμπεριφορά προσκρούει στο καθήκον “να υπηρετεί πιστά την Δημοκρατία της Πολωνίας” και “να προασπίζεται το δίκαιο και το κράτος δίκαιου”, όπως αναφέρεται στον δικαστικό όρκο.»[33].

«Δηλώνουμε ότι, έχοντας εξαντλήσει τα συστημικά και διαδικαστικά μέσα[34] που εγγυώνται στους διαδίκους την δυνατότητα πρόσβασης σε μια σωστή σύνθεση του δικαστηρίου, δεν θα συμμετέχουμε σε ενέργειες σχηματισμών που δικάζουν με την συμμετοχή προσώπων που έχουν διορισθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο επί τη βάσει προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου που συγκροτήθηκε με την σύνθεση και την διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017.

Η παρούσα δήλωση  δεν συνιστά άρνηση απονομής δικαιοσύνης.»[35].

Αυτή είναι μια πράξη αντίστασης. Βασίζεται, όμως, σε μια θεσμική άμυνα της δημοκρατίας ελκόμενη από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, στους οποίους έχουν προσφύγει όχι μόνον οι πολίτες αλλά οι ίδιοι οι φορείς των βαλλομένων θεσμών του κράτους δικαίου. Σε μια θεσμική άμυνα, η οποία αυτή τη φορά έρχεται έξωθεν.

Τα ανωτέρω αποσπάσματα της δηλώσεως των πολωνών ανώτατων δικαστών αναδεικνύουν τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Στον πυρήνα του κράτους δικαίου βρίσκεται η δημοκρατία, η ουσιαστική και όχι η διαδικαστική-πλειοψηφική, που μπορεί και να ποδηγετείται από τις σειρήνες του λαϊκισμού και τα πάθη του αυταρχισμού. Στον πυρήνα του κράτους δικαίου βρίσκεται η ισονομία[36]. Όταν οι θεσμικές λύσεις έχουν εξαντληθεί, η δημοκρατική επιταγή ως δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών (που μπορεί να υπηρετούν και θεσμούς) αποκαλύπτεται ατόφια μέσα από το κράτος δικαίου.

Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η διάσπαση του λαού με την παρεισαγωγή εσωτερικών εχθρών, ακόμη και χωρίς αυτοί να ονομάζονται ή να αποκαλύπτονται, θίγει εν ταυτώ την δημοκρατία και το κράτος δικαίου, αφού η σκοπιμότητα υπερισχύει της νομιμότητας, καθώς κάθε μέσο καθίσταται επιτρεπτό για την αντιμετώπιση του διακηρυχθέντος ή υπονοούμενου εχθρού. Μια τέτοια επικράτηση της αυθαιρεσίας επί της ισονομίας θίγει τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτή την απαράμιλλη σύνθεση ελευθερίας και ισότητας, για την οποία διαρκώς ομιλεί ο Αριστόβουλος Μάνεσης. Τελειώνω αυτή την εισήγηση με τα δικά του λόγια για το συνταγματικό δίκαιο ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας: «Εις το δημοκρατικόν πολίτευμα οι απαρτίζοντες τον λαόν πολίται είναι ελεύθεροι επειδή ακριβώς, καίτοι άρχονται, συνάμα πάντως άρχουν και συνεπώς αυτοκαθορίζονται. Τούτο συμβαίνει όταν πάντες άρχουν και άρχονται εξ ίσου. […] Η δημοκρατία είναι σύνθεσις ελευθερίας και ισότητος»[37].

 

 

[1] Δημοσιευμένο εν: Εκηβόλος, 8-9/1981, σελ. 619 επ. (622).

[2] Πρβλ. R. Dworkin, Law’s Empire, 1986, London: Fontana Press, σελ. 102.

[3] Πρβλ. Γ. Δρόσου, Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, 1996, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 322 επ. συνδ. 309 επ., όπου σαφώς συνδέεται η δημοκρατική θεωρία του Μάνεση με τον θετικισμό του, ιδίως σελ. 328-329: «Ο,τιδήποτε λοιπόν υπάρχει στο Σύνταγμα, υπόκειται στην λαϊκή κυριαρχία, είναι εγγύηση της λαϊκής κυριαρχίας, θεμελιώνεται σε αυτήν, ανάγεται σε αυτήν και αυτήν εκφράζει. Ο,τιδήποτε όμως βρίσκεται έξω από το Σύνταγμα, βρίσκεται έξω από την νομιμότητα. Άρα ο,τιδήποτε δεν θεμελιώνεται στην λαϊκή κυριαρχία, στην οποία το Σύνταγμα θεμελιώνει το πολίτευμα, δεν θεμελιώνεται πουθενά, είναι εν όψει του Συντάγματος αυθαίρετο και παράνομο. Μοιάζει σαν η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος να είναι αυξημένη τυπική ισχύς της λαϊκής κυριαρχίας, όπως την ρυθμίζει το Σύνταγμα».

[4] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, «Ο αντιεξουσιαστικός λόγος στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση», εν: Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση. Κράτος, Σύνταγμα και Δημοκρατία στο έργο του (Ι), 1994, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 187 επ., ιδίως σελ. 188-191.

[5] «Η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του Βασιλέως και της Βουλής» (άρθρο 22), «Η εκτελεστική εξουσία […] ασκείται δε δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών» (άρθρο 27). Μόνη κύρια διαφορά, μη κρίσιμη για την προκειμένη σκέψη περί οριοθετήσεως μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας, είναι ότι στο άρθρο 27 προβλεπόταν ότι η ενεργουμένη δια των Υπουργών εκτελεστική εξουσία «ανήκει» στον Βασιλέα.

[6] Βλ. Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, 1965, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Αφοι Π. Σάκκουλα (=1991, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα), σελ. 363 επ., ιδίως σελ. 366: «Η εν προκειμένω “διάκρισις εξουσιών” […] διασφαλίζει κατά βάσιν την λαϊκήν κυριαρχίαν, καθ’ ο μέτρον αφ’ ενός μεν διευκολύνει τον αποτελεσματικώτερον έλεγχον του λαού επί των εν ονόματί του ασκούντων την κρατικήν εξουσίαν, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπον δυσχερέστερον δύνανται να καταχρασθούν αυτής και να καταστούν καταπιεστική “γραφειοκρατία”× αφ’ ετέρου δε προστατεύει έναντι ενδεχομένης εκ μέρους των καταχρήσεως εξουσίας ή αυθαιρεσίας την ελευθερίαν του σχηματισμού και της εκδηλώσεως της λαϊκής θελήσεως, δηλαδή την γνησιότητα και την αυθεντικότητα της λαϊκής κυριαρχίας».

[7] Για μια επιχειρηματολογία υπέρ της αντισυνταγματικότητας των ατομικών νόμων και περί της προσήκουσας νομοθέτησης όταν φαίνεται να αναδύεται κάποια ανάγκη εισαγωγής τους, με μια παράλληλη εξήγηση της παρά ταύτα κρατούσης θέσεως υπέρ της αποδοχής των ατομικών νόμων με ιδιαίτερη αναφορά στις θέσεις του Αρ. Μάνεση, βλ. Κ. Παπανικολάου, Η εξουσία των ανεξάρτητων αρχών, 2018, Αθήνα/Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 130 επ., ιδίως 139-146.

[8] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, 1989, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σελ. 111 επ.

[9] Βλ. Αθ. Δημοπούλου, Ρωμαϊκό Δίκαιο. Αναδρομή στις πηγές του σύγχρονου δικαίου, 2022, 2η έκδ., Αθήνα: Εκδ. Ευρασία, σελ. 71, 72.

[10] Αρ. Μάνεσης, «Το πρόβλημα της ασφαλείας του Κράτους και η Ελευθερία», εν: του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι (1954-1979), 1980, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Σάκκουλα, σελ. 390 επ. (393).

[11] BVerfGE 5, 85. Για την χρήση του όρου streitbare Demokratie βλ. BVerfGE 5, 85 <140>. Είχε προηγηθεί η απόφαση της 23.10.1952 σχετικά με την διάλυση του SRP (Sozialistische Reichspartei)× βλ. BVerfGE 2, 1.

[12] BVerfGE 5, 85 <137>.

[13] Βλ. και σχετική επικριτική σκέψη εν BVerfGE 5, 85 <139>: «Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης παρέλειψε να δώσει μια λύση, διατήρησε την πολιτική αδιαφορία του και, για αυτόν τον λόγο, υπέκυψε στο πλέον επιθετικό αυτών των “ολοκληρωτικών” κομμάτων».

[14] Για την σύνδεση της ενοποιητικής θεωρίας του R. Smend με την σύμφυση δημοκρατίας και συνταγματισμού εντός της δημοκρατικά οργανωμένης πολιτικής διαδικασίας, με έμφαση στην σημασία που έχει για αυτήν την σύνδεση η ελεύθερη απόφαση και δράση εκάστου πολίτη βλ. P. Badura, “Staat, Recht und Verfassung in der Integrationslehre. Zum Tode von Rudolf Smend (15. Januar 1882 – 5. Juli 1975)”, Der Staat 16 (1977), σελ. 305 επ. (ιδίως 307 συνδ. 320-321). Για το σύνταγμα ως μέθοδο νομικοπολιτικής ανασύνθεσης της ενότητας, ακεραίωσης και ολοκλήρωσης μιας δεδομένης κοινωνίας υπό την θεωρία του R. Smend βλ. Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, 1980, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Σάκκουλα, σελ. 173 επ., καθώς και του ιδίου, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος. (Ι) Εισαγωγή, 1956, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος «Το Νομικόν» Ηλία Σάκκουλα (=1991, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα), σελ. 63-64.  Βλ., επίσης, Δ. Τσάτσου, Πολιτεία, 2010, Αθήνα: Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 303× Ξ. Κοντιάδη, Η Αναθεώρηση του Συντάγματος. (Ι.) Μεθοδολογικά θεμέλια. Συμβολή στη συνταγματική θεωρία της πλουραλιστικής δημοκρατίας, 2000, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 310-314. Για την δυναμική διάσταση της πολιτικής ενότητας, όπως εκπροσωπείται στην θεωρία από τον R. Smend (με σχετικές αναγωγές και στον L. v. Stein), βλ. C. Schmitt, Verfassungslehre, 1928 (11. Aufl., 2017, Duncker & Humblot), σελ. 5-7.

[15] Βλ. Αρ. Μάνεση, «Το πρόβλημα της ασφαλείας» (όπ. π.), σελ. 394, όπου επισημαίνεται ότι έκαστος πολίτης είναι «δικαιούχος ενός μορίου της κυριαρχίας». Η αξιακή σημασία μιας τέτοιας απώλειας εντείνεται υπό την έμφαση στην ισότητα των εν λόγω μορίων, την οποία τονίζει αλλού ο Μάνεσης, αναφερόμενος εις έκαστον πολίτη ως φορέα «ίσου ποσοστού της κυριαρχίας» [βλ. του ιδίου, Αι Εγγυήσεις ΙΙ (όπ. π.), σελ. 63], με παραπομπή στο εξής χωρίο από το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσσώ (Βιβλίο ΙΙΙ, Κεφάλαιο 1): «Ας υποθέσουμε ότι το κράτος αποτελείται από δέκα χιλιάδες πολίτες. […] κάθε μέλος του κράτους δηλαδή έχει μερίδιο μόνο το ένα δεκάκις χιλιοστό της κυρίαρχης εξουσίας […]» (Μτφρ.: Β. Γρηγοροπούλου/Αλφρ. Σταϊνχάουερ, 2004, Αθήνα: Εκδ. Πόλις, σελ. 114).

[16] Βλ. Αρ. Μάνεση, «Το πρόβλημα της ασφαλείας» (όπ. π.), σελ. 393: «Οι περιορισμοί της ελευθερίας, οι πραγματοποιούμενοι προς όφελος της ασφαλείας του κράτους, αφορούν όλους τους κυβερνωμένους, έστω και αν ενίοτε εμφανίζονται πλήττοντες προ πάντων τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, κατά το μάλλον ή ήττον, δεν θα απεδέχοντο εις δεδομένην στιγμήν την καθεστηκυίαν τάξιν πραγμάτων. Η ελευθερία είναι αδιαίρετος× η δε αφαίρεσίς της από ωρισμένους δημιουργεί κινδύνους δια πάντας».

[17] Αρ. Μάνεσης, «Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα», εν: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (όπ. π.), σελ. 543 επ. (556). Σύμφωνα με την εισαγωγική υποσημείωση του εν λόγω δημοσιεύματος, αυτό είχε μεν αρχικώς δημοσιευθεί στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» το 1980, αλλά αποτελούσε κείμενο ομιλίας του Αρ. Μάνεση σε δημόσια συζήτηση διεξαχθείσα στις 20-22 Νοεμβρίου 1975, δηλαδή μόλις λίγους μήνες μετά την μεταπολίτευση.

[18] Αρ. Μάνεσης, «Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου», εν: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (όπ. π.), σελ. 575 επ. (577).

[19] Παραδείγματα τέτοιων αδιεξόδων εντοπίζονται, βεβαίως, και στην ελληνική πολιτική ιστορία. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 3η έκδ., 1995, Αθήνα: Θεμέλιο, ενδεικτικώς (για την περίοδο 1952­-1967) σελ. 572 επ. σχετικά με την εφαρμογή του α.ν. 375/1936 καθ᾽ υπέρβασιν της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 του Συντάγματος απαγόρευσης της θανατικής ποινής για πολιτικά εγκλήματα, και μάλιστα από στρατοδικεία καθ᾽ υπέρβασιν του άρθρου 97 §2 του Συντάγματος, καθώς και σελ. 581 επ. σχετικά με διοικητικές εκτοπίσεις παρατεινόμενες επ᾽ αόριστον με αποφάσεις των Επιτροπών Ασφαλείας, στις οποίες μάλιστα πλειοψηφούσαν μέλη προερχόμενα από το δικαστικό σώμα.

[20] Αρ. Μάνεσης, «Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας» (όπ. π.), σελ. 552.

[21] Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26.3.2020 επί των υποθ. C-558/18 και C-563/18, Lowicz και Prokurator Generalny (ECLI:EU:C:2020:234), σκ. 17-18, όπου εκτίθενται τα προδικαστικά ερωτήματα.

[22] Βλ. απόφ. Lowicz και Prokurator Generalny (όπ. π.), σκ. 20-21 συνδ. 54.

[23] Βλ. απόφ. Lowicz και Prokurator Generalny (όπ. π.), σκ. 58-59.

[24] Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16.11.2021 επί των υποθ. C-748 έως και C-754/2019 WB, XA, YZ, DT, ZY, AX, BV, CU  (ECLI:EU:C:2021:931), ιδίως σκ. 90.

[25] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 68.

[26] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 83.

[27] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 84.

[28] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 85-86.

[29] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 87.

[30] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 88.

[31] Τα παρακάτω εμπαρατιθέμενα χωρία αποτελούν μετάφραση στην ελληνική από το αναρτημένο στην αγγλική γλώσσα περιεχόμενο της δήλωσης των πολωνών δικαστών στην ιστοσελίδα: “Rule of Law in Poland” { https://ruleoflaw.pl/30-legal-judges-of-the-supreme-court-refuse-to-adjudicate-with-neo-judges-we-want-to-faithfully-serve-poland/ }. Σε υποσημειώσεις υπό τα κάτωθι εμπαρατιθέμενα, μεταφρασμένα στην ελληνική χωρία, εκτίθεται το αγγλικό κείμενο στην ανωτέρω ιστοσελίδα (τελευταίος έλεγχος του ως άνω αναρτηθέντος στην αγγλική κειμένου στην ιστοσελίδα “Rule of Law in Poland”: 21/1/2023), στο οποίο έχει βασισθεί η ελληνική μετάφραση.

[32] “Conformism is not inherent in the ethos of the judicial service”.

[33] “A judge cannot knowingly breach the right of the citizens to a trial and expose the State of Poland to the obligation to pay high levels of compensation. Conduct to the contrary is in conflict with the duty to ‘faithfully serve the Republic of Poland’ and ‘uphold the law and the rule of law’, as referred to in the judicial oath”.

[34] Προσθ. πλαγιογρ.

[35] “We declare that, having exhausted the systemic and procedural means guaranteeing the parties the ability to obtain a correct panel of the court, we will not participate in activities undertaken by formations adjudicating with the involvement of people appointed to the Supreme Court on the basis of a motion of the National Council of the Judiciary which was established with the membership and in the procedure provided for by the Act of 8 December 2017.

This declaration does not constitute a refusal to administer justice”.

[36] Βλ. Κ. Παπανικολάου, «Μια δημοκρατική θεμελίωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων», εν:  Το Σύνταγμα εν εξελίξει (Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη), 2019, Αθήνα/Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 495 επ., ιδίως σελ. 505 επ.

[37] Αρ. Μάνεσης, «Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», εν: του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (όπ. π.), σελ. 11 επ. (49).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

nineteen + 1 =