Η ελληνική επανάσταση στον ευρωπαϊκό αιώνα των επαναστάσεων

Βασιλική Χρήστου, Επίκουρη καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου, Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Εισαγωγή: Το momentum της ελληνικής επανάστασης

Η ελληνική επανάσταση εκδηλώθηκε σε ένα εκπληκτικό momentum μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Τοποθετείται χρονικά ακριβώς στο μέσο της περίφημης εποχής των επαναστάσεων (age of revolution), όπως έχει αποκαλέσει την περίοδο από το 1789 έως το 1848 ο Χομπσμπάουμ.[1] Μάλιστα, αν οι Έλληνες είχαν ακολουθήσει τις παραινέσεις του Αδαμάντιου Κοραή περί αναβολής της επανάστασης μέχρι να παιδευτεί το έθνος,[2] τότε ίσως η Ελληνική Επανάσταση να είχε συμπέσει με την «άνοιξη» των υπολοίπων ευρωπαϊκών λαών, με το έτος 1848, οπότε εκδηλώθηκαν σειρά εθνικών και δημοκρατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Οι παραινέσεις του Κοραή δείχνουν, πάντως, ότι ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν αντιληπτό πως το επαναστατικό πνεύμα δεν ήταν πυροτέχνημα, αντίθετα ήταν ένα υπαρκτό, αλλά βραδυφλεγές φαινόμενο και ότι είχε κυλήσει ένας μήτος που θα ξεδιπλωνόταν αργά και σταθερά στον νέο αιώνα.

Η συγκυρία της ελληνικής επανάστασης ήταν σημαντική στον ευρωπαϊκό αιώνα των επαναστάσεων. Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσω να αναδείξω ότι, στον μακρύ ιστορικό χρόνο μεταξύ του 1789 και του 1848, η ελληνική επανάσταση, ούσα η μόνη εκ των ενδιάμεσων επαναστατικών κινημάτων του ευρωπαϊκού νότου που κατάφερε να επικρατήσει,[3] κατάφερε και να διαφυλάξει την παρακαταθήκη της γαλλικής επανάστασης, να τη μεταλαμπαδεύσει στον νέο αιώνα, και να αποτελέσει μια ιδεολογική γέφυρα προς το 1848. Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της ώσμωσης της ελληνικής επανάστασης με τον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα των επαναστάσεων.[4] Προφανώς, δεν έχω σκοπό να δώσω μια ελληνοκεντρική ερμηνεία ενός ευρωπαϊκού φαινομένου που είχε και παγκόσμιες διαστάσεις, εάν λάβουμε υπόψη μας τα κινήματα των λαών της Νοτίου Αμερικής κατά της Ισπανίας και της Πορτογαλίας την ίδια περίοδο. Ωστόσο, αναδεικνύεται, νομίζω, με ενάργεια το ότι η νεώτερη ελληνική ιστορία αποτελεί οργανικό τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η χώρα μας τροφοδοτείται, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται ξανά από την ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη σε έναν αέναο κύκλο.

Στο πρώτο κεφάλαιο (υπό Ι) θα επικεντρωθώ στη σύνδεση της ελληνικής επανάστασης με τις καταβολές της, τη γαλλική επανάσταση, σύνδεση, η οποία είναι, βεβαίως, πολύ τεκμηριωμένη στη βιβλιογραφία. Ωστόσο, η συνεισφορά της παρούσας μελέτης έγκειται στο ότι, αφενός, θα συνοψίσω τις ιδεολογικές προκείμενες της γαλλικής επανάστασης ως αφετηρίας του αιώνα των επαναστάσεων σε ένα βασικό ζήτημα, αυτό της πολιτικής ελευθερίας, και, αφετέρου, θα διατυπώσω ως βασική ιδέα του συνταγματισμού της επανάστασης επίσης αυτήν της πολιτικής ελευθερίας και της δημοκρατικής συμμετοχής. Στο δεύτερο κεφάλαιο (υπό ΙΙ) θα επιχειρήσω να εντάξω την ελληνική επανάσταση στο ευρύτερο ιδεολογικό στερέωμα του επαναστατικού 19ου αιώνα, το πνεύμα του οποίου κορυφώθηκε το 1848.[5] Η σύνδεση αυτή, ένα εγχείρημα λιγότερο δοκιμασμένο στη βιβλιογραφία, θα επιχειρηθεί προεχόντως στο επίπεδο της ιστορίας των θεσμών και των πολιτικών ιδεών, και όχι τόσο των γεγονότων ή των πρωταγωνιστών της ιστορίας, καθώς κάτι τέτοιο είναι περισσότερο έργο των ιστορικών. Στο πλαίσιο αυτό, πρώτα θα εστιάσω στη σημασία του γαλλικού 1848 (υπό Α), τη στιγμή που στον αιώνα των επαναστάσεων οι Γάλλοι πάντα ηγούνται (το 1789, το 1830 και το 1848) κι έπειτα (υπό Β) θα εξετάσω την «άνοιξη» των υπολοίπων ευρωπαϊκών λαών, επισημαίνοντας τη σύνδεση με τη γαλλική επανάσταση και, μέσω αυτής, με την ελληνική επανάσταση. Πέραν τούτου, όμως, θα αναδείξω ότι η «άνοιξη των λαών» ανέπτυξε και μια διακριτή και ευθεία σχέση με την ιδεολογία της ελληνικής επανάστασης με επίκεντρο την ιδέα της εθνικής αναδημιουργίας και απελευθέρωσης από τον ξένο δυνάστη. Αυτή η ιδέα δεν ήταν κρίσιμη στο συμπαγές γαλλικό έθνος με τους εγχώριους ηγεμόνες, τους Βουρβώνους, ούτε το 1789 ούτε αργότερα. Το στοιχείο αυτό αποτελεί μια αυτοτελή συνεισφορά της επιτυχημένης ελληνικής επανάστασης στον νέο αιώνα.

Ι. Το 1789 και το 1821 ως το πλέον γνήσιο τέκνο του  

Το 1789 άλλαξε τον τρόπο που οι άνθρωποι έβλεπαν τον εαυτό τους και την κοινωνία. Ο άνθρωπος διεκδίκησε την πολιτική συμμετοχή στηριζόμενος στις δικές του πνευματικές και οικονομικές δυνάμεις, τις οποίες θα έπρεπε να αφεθεί να καλλιεργεί ελεύθερος. Για τον λόγο αυτόν, η γαλλική επανάσταση δεν έμεινε στην πρώτη, μετριοπαθή φάση κατοχύρωσης των ατομικών ελευθεριών και του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αλλά προχώρησε στη δεύτερη, ιακωβίνικη φάση της καθολικής δημοκρατικής συμμετοχής. Αυτή η ιδέα της καθολικής, και άρα ίσης πολιτικής συμμετοχής είναι ο πυρήνας του συνταγματισμού και της ελληνικής επανάστασης. Όπως θα δείξω στη συνέχεια, την εποχή της Παλινόρθωσης και της Ιεράς Συμμαχίας, ένας μικρός λαός, με ξεκάθαρη έφεση προς την πολιτική, συνέταξε τρία αβασίλευτα, δημοκρατικά συντάγματα.

Α. Η ιδεολογία της γαλλικής επανάστασης

Η γαλλική επανάσταση διαμόρφωσε όλο το ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο της νεωτερικότητας, ένα πλαίσιο που ξεπερνά και τον ίδιο τον 19ο αιώνα. Η γαλλική επανάσταση επεχείρησε να ξεριζώσει τη μοναρχία από τη Γαλλία και από παντού στην Ευρώπη και στη θέση της να εδραιώσει ως πηγή της κυριαρχίας τον λαό. Ήδη οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι έμποροι από την περιοχή της Γιρόνδης στην πρώτη φάση της επανάστασης, οι Γιρονδίνοι, ήταν υπέρ του πολέμου στο εξωτερικό, αρχικά ως αναγκαιότητα, καθώς οι «εμιγκρέδες», οι ευγενείς δηλαδή που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό με το ξέσπασμα της επανάστασης, υποκινούσαν την ευρωπαϊκή αντίδραση εναντίον της επανάστασης. Τον πόλεμο συνέχισαν οι Ιακωβίνοι, επειδή η δημοκρατία στη Γαλλία μόνο έτσι θα ήταν ασφαλής, έτσι που ο γαλλικός στρατός έφτασε μέχρι τις Άλπεις και τον Ρήνο, και τελικά, και ο Ναπολέων, για την «απελευθέρωση» και των άλλων λαών.[6] Επρόκειτο λοιπόν για μια συθέμελη αμφισβήτηση της μοναρχικής αρχής, την οποία η διεκδίκηση του αντιπροσωπευτικού συστήματος νωρίτερα στη Βρετανία δεν είχε επιχειρήσει.[7] Όπως έλεγε πολύ χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «[η] Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων, κατά τη γνώμη μου, άνοιξαν τα μάτια του κόσμου. Μέχρι τότε τα έθνη δεν γνωρίζονταν. Θεωρούσαν τους βασιλείς θεούς επί της γης και ό,τι και αν αυτοί έκαναν το θεωρούσαν καλώς καμωμένο. Γι’ αυτό και είναι δυσκολότερο να διοικήσεις τώρα έναν λαό».[8]

Η λαϊκή κυριαρχία, όπως την συνέλαβε η γαλλική επανάσταση, εδράζεται στην πολιτική ενότητα του έθνους.[9] Το έθνος αναδύεται ως μια έννοια πολιτική, ως βάση του συλλογικού αυτοκαθορισμού, και όχι ως πολιτιστική, ρομαντική, ενδεχομένως υπερβατική έννοια, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.[10] Η ιδιότητα του πολίτη γίνεται η βασική δημόσια ιδιότητα μετά την κατάργηση των τίτλων ευγενείας την 11η Αυγούστου 1789.[11] Πολίτες είναι αυτοί που αναδεικνύουν τις εθνοσυνελεύσεις, πολίτες (εν προκειμένω όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδιά) πορεύονται και καταλαμβάνουν τη Βαστίλλη την 14η Ιουλίου,[12] πολίτισσες πορεύονται προς τα ανάκτορα των Βερσαλλίων την 5η Οκτωβρίου. Η πορεία αυτή κατέληξε να αναγκάσει τον Λουδοβίκο XVI να δεχτεί την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, την κατάργηση των προνομίων και να αφήσει τις Βερσαλλίες για το Παρίσι.[13] Πολίτες πολεμούν δίπλα στον τακτικό στρατό στην περίφημη νίκη των Γάλλων επαναστατών κατά της μοναρχών της Αυστρίας και της Πρωσίας στο Βαλμύ το 1792. Άλλωστε, όπως παρατηρεί ο Χομπσμπάουμ, ο ίδιος ο Ναπολέων βασίστηκε στον επαναστατικό στρατό, στο «τρομερό παιδί της Δημοκρατίας των Ιακωβίνων», σε έναν στρατό που επεβίωνε με πολύ λιγότερες δαπάνες από οποιονδήποτε άλλον στρατό της Ευρώπης.[14]

Την ιδέα αυτή του έθνους ως έδρας της πολιτικής συμμετοχής και της λαϊκής κυριαρχίας διατήρησε και ο Ναπολέων κατά τους πολέμους του, ενοποιώντας κι εκσυγχρονίζοντας τμήματα της ιταλικής χερσονήσου αλλά και γερμανικά βασίλεια της κεντρικής Ευρώπης. Η ιδεολογική επιρροή του Ναπολέοντα στα βασίλεια της νότιας και δυτικής Γερμανίας, τα οποία ο Ναπολέων συνένωσε στη Συνομοσπονδία του Ρήνου, ήταν μεγάλη. Σε αντίθεση με την Πρωσία και τα μικρότερα βασίλεια-δορυφόρους της, τα νότια βασίλεια της Γερμανίας, και μετά την Παλινόρθωση, δεν παύουν να ακολουθούν τα πολιτειακά πρότυπα της Γαλλίας. Έτσι, υιοθετούν Συντάγματα που ακολουθούν το πρότυπο της Ιουλιανής Μοναρχίας.[15] Ο ίδιος ο Γκαίτε, που γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Βαϊμάρη, συμπαθούσε τη Συνομοσπονδία του Ρήνου, θαύμαζε τη γαλλική κουλτούρα, και ήταν αμφίθυμος απέναντι στα υποκινούμενα από την Πρωσία πατριωτικά συναισθήματα κατά των Γάλλων. Ο ίδιος ο Ναπολέων τον είχε τιμήσει το 1808 με το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.

Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι δεν άφησαν αδιάφορους ούτε τους υπόδουλους Έλληνες. Ο ίδιος ο Αδαμάντιος Κοραής αρκετά χρόνια προτού ξεσπάσει η Επανάσταση, παρακολουθώντας την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ιταλία αρχικά και έπειτα στην Αίγυπτο, διαπίστωσε ότι υπήρχε μια γαλλική πολιτική για την ανατολή, και, δημοσιεύοντας τα ανώνυμα φυλλάδια Άσμα Πολεμιστήριον και Σάλπισμα Πολεμιστήριον, παρακινούσε τους συμπατριώτες του να συνταχθούν με τη γαλλική υπόθεση και να υποστηρίξουν τις προσπάθειες του Ναπολέοντα στην Ανατολή.[16] Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας ένας μύθος που θέλει τον Βοναπάρτη στο ταξίδι του προς την Αίγυπτο στα 1798, να διανυκτέρευσε για ένα βράδυ στην Ιεράπετρα.[17]

Βέβαια, η ιδέα της εθνικής αυτοδιάθεσης και του συλλογικού αυτοκαθορισμού διαδίδεται, όχι μόνο χάρι στον Ναπολέοντα, αλλά και εναντίον του Ναπολέοντα ανάμεσα στους κατακτημένους από αυτόν λαούς. Για παράδειγμα, στα 1812 οι Ισπανοί ξεσηκώνονται εναντίον του Ιωσήφ Βοναπάρτη και επιβάλλουν, έστω για λίγο, το Σύνταγμα του Καδίθ, ένα σύνταγμα περιορισμένης μοναρχίας με ευρύτατο πάντως εκλογικό δικαίωμα,[18] το οποίο τελικά θα ισχύσει την φιλελεύθερη τριετία 1820-1823 και θα αποτελέσει το πρότυπο για τις επαναστάσεις του ευρωπαϊκού νότου,[19]  όχι όμως και για την ελληνική επανάσταση, η οποία, όπως θα πούμε στη συνέχεια, εμπνέεται από τα ιακωβίνικα Συντάγματα. Με άλλα λόγια, ακόμη και με την πτώση του στο Βατερλό, ο Ναπολέων πέτυχε να ριζοσπαστικοποιήσει τους φιλελεύθερους σε όλη την Ευρώπη, παρατηρεί ο Αριστείδης Χατζής.[20]

Στην ιδεολογία της γαλλικής επανάστασης, σύμφυτη με την ιδέα της πολιτικής έννοιας του έθνους είναι η ιδέα του εκδημοκρατισμού, δηλαδή η καθολίκευση του εκλογικού δικαιώματος. Δεν είναι λοιπόν γενικά και αφηρημένα το έθνος η βάση της κυριαρχίας, αλλά είναι σύσσωμο το έθνος επί ίσοις όροις. Με καθολική ψήφο των ανδρών αναδείχτηκε η Συμβατική Συνέλευση, η οποία κήρυξε την Πρώτη Γαλλική Δημοκρατία∙[21] καθολικό εκλογικό δικαίωμα των ανδρών άνω των 21 θεσπίζει το Σύνταγμα του 1793 που εγκαινίασε το έτος Α της Δημοκρατίας .[22] Απώτερη απόρροια του εκδημοκρατισμού και της καθολικής ψήφου είναι η αντιμετώπιση της φτώχειας, με άλλα λόγια το κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή η αναδιανομή των πόρων κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα δικαιώματα του ανθρώπου να υλοποιούνται στην πράξη, μέσα από την εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων της ελευθερίας (δηλαδή πρωτίστως του εισοδήματος) και των οργανωτικών προϋποθέσεων αυτής (προεχόντως της εκπαίδευσης). Υπό αυτήν την έννοια, το κοινωνικό ζήτημα – αν και οι συνθήκες είναι ακόμη ανώριμες – θέτει ήδη η ιακωβίνικη Διακήρυξη του 1793[23] ορίζοντας ότι η δημόσια πρόνοια είναι χρέος ιερό και ότι η παιδεία αποτελεί καθολική ανάγκη. Ειδικότερα, προβλέπει ότι η κοινωνία οφείλει να μεριμνά για την επιβίωση των πολιτών που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα, είτε με το να παρέχει εργασία, είτε με το να εξασφαλίζει τα μέσα επιβίωσης σε εκείνους που δεν είναι σε θέση να εργάζονται, καθώς και ότι η κοινωνία οφείλει να προωθεί με όλες τις δυνάμεις της την πρόοδο του δημοσίου λόγου («les progrès de la raison publique») και να θέτει την παιδεία στη διάθεση όλων. Θα έλεγα ότι ο 19ος και ο 20ος αιώνας δεν προσέθεσε πολλά περισσότερα στο κοινωνικό ζήτημα.

Με τον τρόπο αυτόν, η γαλλική επανάσταση είχε ήδη θέσει όλα τα καίρια ζητήματα που θα απασχολούσαν τα πολιτικά κινήματα τον επόμενο αιώνα: τον εθνικισμό, βασισμένο στην πολιτική έννοια του έθνους, την ατομική και πολιτική ελευθερία, ως δυνατότητα ίσης δημοκρατικής συμμετοχής, καθώς και το κοινωνικό ζήτημα. Αυτά τα τρία ζητήματα στην πραγματικότητα συνοψίζονται σε ένα: αυτό της πολιτικής ελευθερίας. Διότι αφενός η πολιτική ελευθερία έχει ως βάση της το έθνος, αφετέρου τα κοινωνικά αιτήματα, τα αιτήματα των φτωχών και των εργατών για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, διεκδικούντο μέσω της διεκδίκησης της πολιτικής ελευθερίας. Με άλλα λόγια, η ψήφος είναι αντιληπτή – και αυτό θα καταστεί ακόμη πιο σαφές τον 19ο αιώνα – ως βασικό μέσο έγερσης και προώθησης του κοινωνικού ζητήματος, της αναδιανομής δηλαδή των πόρων εντός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στη μορφή που την θεμελίωσε η γαλλική επανάσταση.

Β. Η ίση πολιτική ελευθερία ως ο πυρήνας του συνταγματισμού της ελληνικής επανάστασης

Η ελληνική επανάσταση διαλέγεται με πρωτοποριακό τρόπο με το ιδεολογικό πρόταγμα της γαλλικής επανάστασης, την ιδέα της ίσης πολιτικής ελευθερίας, που εδράζεται επί της αρχής της εθνικής κυριαρχίας.[24] Όπως θα αναδείξω, ως προς τη μεταλαμπάδευση της ιδέας της ίσης πολιτικής ελευθερίας και της ίσης δημοκρατικής συμμετοχής στον νέο αιώνα, η συνεισφορά της ελληνικής επανάστασης, και ιδίως των Συνταγμάτων του Αγώνα, είναι μεγάλη.

Ας εξετάσουμε αναλυτικά πώς αποτυπώνεται η ιδέα της ίσης πολιτικής ελευθερίας στα Συντάγματα του Αγώνα. Πρώτον, τα επαναστατικά Συντάγματα έθεσαν τα θεμέλια ενός αβασίλευτου πολιτεύματος, όπως άλλωστε και τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και του 1795, ενώ η Διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας χρονολογείται, ακολουθώντας το πρότυπο των Γάλλων επαναστατών, το έτος Α της Ανεξαρτησίας.[25] Σε καμία άλλη επαναστατημένη χώρα της Ευρώπης τον 19ο αιώνα δεν καθιερώθηκε αβασίλευτο, δημοκρατικό πολίτευμα. Ας μην ξεχνάμε ότι και το επαναστατικό και φιλελεύθερο Σύνταγμα του Καδίθ ήταν πάντως μοναρχικό. Για την ακρίβεια, είχε ως πρότυπο το γαλλικό Σύνταγμα του 1791, δηλαδή αποτύπωνε έναν συμβιβασμό της μοναρχικής και της αντιπροσωπευτικής αρχής, πάντως και αυτό με μία Βουλή.[26] Μάλιστα, οι άλλες επαναστάσεις της εποχής στην ιβηρική χερσόνησο και την Ιταλία, οι επαναστάσεις του ευρωπαϊκού νότου της δεκαετίας του 1820, συνέπλευσαν με το Σύνταγμα του Καδίθ, και, μέσω αυτού, με το γαλλικό Σύνταγμα του 1791.[27] Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη που ακολούθησε το παράδειγμα των δημοκρατικών Συνταγμάτων της γαλλικής επανάστασης και -παραδόξως πως- η μόνη που επέτυχε.[28] Για τον Χομπσμπάουμ, η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης οφείλεται στο ότι έλαβε μαζικό χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης, αλλά και στη διπλωματική συγκυρία.[29] Νομίζω όμως ότι σημασία είχε και το ότι η Ελλάδα ξεσηκώθηκε εναντίον των Οθωμανών, εναντίον μιας καθεστηκυίας τάξης με άλλα χαρακτηριστικά, όχι δηλαδή εναντίον μιας ευρωπαϊκής μοναρχίας. Αντίθετα, με την επανάστασή τους οι Έλληνες επέστρεφαν στην αγκαλιά της Ευρώπης.

Δεύτερον, τα επαναστατικά Συντάγματα καθιέρωναν τον μονοκαμεραλισμό, ένα δηλαδή νομοθετικό σώμα, ενώ την ίδια εποχή στην Ευρώπη ο κανόνας ήταν οι δύο Βουλές με τη δεύτερη Βουλή να αντιπροσωπεύει την αριστοκρατία και να είναι ο βραχίονας του Ηγεμόνα στη νομοθετική εξουσία. Η Αγγλία διέθετε τη Βουλή των Λόρδων[30] και η Γαλλία τη Βουλή των Ομοτίμων,[31] σε αμφότερες δε ίσχυε τότε ο κανόνας της κληρονομικής διαδοχής. Το Βέλγιο, το οποίο θα απελευθερωθεί λίγα χρόνια μετά, το 1831, επίσης υιοθέτησε σύστημα δύο Βουλών· οι δε Γερουσιαστές, αν και εκλέγοντο, έπρεπε να πληρούν εισοδηματικά κριτήρια. Ωστόσο, κατά το πνεύμα των επαναστατικών Συνταγμάτων και σε αρμονία με το ρουσσωικό πνεύμα της Συμβατικής Συνέλευσης, την εξουσία του έθνους που τοποθετείται στη βάση της κυριαρχίας κι εκπροσωπείται στη Βουλή, δεν επιτρέπεται να τη σχετικοποιήσει ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα. Μάλιστα, με τον Νόμο της Επιδαύρου το Βουλευτικόν αποκτά την εξουσία να κατηγορεί το Εκτελεστικόν και κατά τούτο την υπεροχή απέναντι σε αυτό.[32] Η εξουσία του Βουλευτικού παραμένει αυξημένη και στο προεδρικού τύπου Σύνταγμα της Τροιζήνας, στο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, το μόνο εκ των επαναστατικών Συνταγμάτων που αυτοπροσδιορίζεται ως Σύνταγμα. Κατά το Πολιτικόν Σύνταγμα, ο Κυβερνήτης έχει νομοτελεστική εξουσία και εξουσία να προτείνει σχέδια νόμου. Αν όμως η Βουλή καταψηφίσει το σχέδιο νόμου τρεις φορές, αυτό «πίπτει».[33] Αντίθετα, εάν ο Κυβερνήτης αρνηθεί να επικυρώσει και να δημοσιεύσει προβούλευμα της Βουλής δύο φορές, την τρίτη φορά που η Βουλή θα το επιψηφίσει και θα το αποστείλει στον Κυβερνήτη, αυτός «χρεωστεί αμέσως να το επικυρώση και να το δημοσιεύση, και τότε τούτο γίνεται νόμος».[34]

Τρίτον, στο Προσωρινόν Πολίτευμα και στον Νόμο της Επιδαύρου, το Βουλευτικόν έχει ενιαύσια θητεία, όπως προβλέπεται και στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793, καθώς και πενταμελές εκτελεστικό, που θυμίζει το Διευθυντήριο του γαλλικού Συντάγματος του 1795. Βεβαίως, όπως έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί στη βιβλιογραφία, αυτή η δομή των οργάνων του κράτους εξέφραζε, εκτός από μια ριζοσπαστική δημοκρατική αντίληψη, την αμοιβαία δυσπιστία των παρατάξεων του εμφυλίου πολέμου και λειτουργούσε υπέρ μιας κατευναστικής ισορροπίας.[35] Ταυτόχρονα, όμως, ως εικόνα πολιτεύματος, τα δύο αυτά Συντάγματα αποπνέουν σαφώς τη ρεπουμπλικανική ιδέα της αμεσότερης δυνατής δημοκρατικής συμμετοχής, ιδίως λόγω της σύντομης θητείας των σχετικών οργάνων, άρα της συχνής προσφυγής σε εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στο Πολιτικόν Σύνταγμα, οπότε είχε πλέον, το 1827, καταστεί σαφής η ανάγκη της συγκέντρωσης αποτελεσματικής εξουσίας στο πρόσωπο του Κυβερνήτη, η Βουλή έχουσα τριετή θητεία, ανανεώνεται πάντως κατ’ έτος κατά το ένα τρίτο των μελών της. Με άλλα λόγια, τα επαναστατικά Συντάγματα υιοθετούν την ρεπουμπλικανική ιδέα των συχνών εκλογικών αναμετρήσεων. Οι εκλογές, όπως έχει επισημάνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, αποτελούν διαχρονικό παράγοντα εκτόνωσης των πολιτικών παθών στη χώρα μας.[36] Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι το Πολιτικόν Σύνταγμα απαγόρευε την επανεκλογή των βουλευτών την αμέσως επόμενη βουλευτική περίοδο. Και αυτή η ρύθμιση οπωσδήποτε καλλιεργούσε τις ευκαιρίες, ώστε περισσότεροι να συμμετέχουν στο δημόσιο αυτό αξίωμα και απομακρυνόταν από τη λογική του κατ’επάγγελμα αντιπροσώπου. Εξέφραζε δηλαδή την τάση της ριζοσπαστικότερης δημοκρατικής συμμετοχής.

Τέταρτον, και, σημαντικότερο όλων, η ιδιότητα του πολίτη στα επαναστατικά συντάγματα δίνει πρόσβαση σε όλα τα πολιτικά δικαιώματα, άρα και στο δικαίωμα της ψήφου, ακόμη και εάν δεν μνημονεύεται τούτο ρητά. Κατά το Προσωρινόν Πολίτευμα «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσι άνευ άλλης τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων».[37] Μάλιστα, το Πολιτικόν Σύνταγμα ήταν το πρώτο που καθιέρωνε και ρητά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.[38]

Ακόμη, και οι εκλογικοί νόμοι της επαναστατικής περιόδου, παρατηρεί ο Αλιβιζάτος, παρ’ όλο που δεν αναγνώριζαν απερίφραστα την καθολικότητα της ψήφου, δεν εισήγαγαν προϋποθέσεις στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, παρά μόνο ηλικιακούς περιορισμούς.[39] Ο Χατζής, παραπέμποντας σε στοιχεία από μελέτη του Πέτρου Πιζάνια, αναδεικνύει ότι, κατά την επανάσταση, πολιτικά δικαιώματα απολάμβανε το 25-27% του πληθυσμού, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των ανδρών που είχαν κλείσει τα 25 έτη. Ακόμη, τα 4/5 των παραστατών στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους ήταν πρόσωπα χωρίς καμία προηγούμενη υψηλή κοινωνική θέση και το 58% δεν ήταν καν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.[40] Υπήρχε δηλαδή κινητικότητα και είχε ανανεωθεί το πολιτικό προσωπικό.

Πιο αναλυτικά, την επαναστατική περίοδο ίσχυσε ο προσωρινός εκλογικός νόμος της 17ης/9ης Νοεμβρίου 1822 για τα μέλη του βουλευτικού και του εκτελεστικού σώματος. Όπως σημειώνει ο Ακρίτας Καϊδατζής, ο νόμος αυτός δεν προσδιόριζε το δικαίωμα του εκλέγειν, αντίθετα αναφερόταν στον «λαό»· άρα δεν περιόριζε το δικαίωμα της ψήφου μεταξύ των ενηλίκων ανδρών.[41] Για να εκλεγεί κάποιος παραστάτης, έπρεπε να έχει συμπληρώσει την ηλικία των 30 ετών και να είναι αυτόχθων ή να έχει σταθερή κατοικία στην επαρχία από την οποία εκλέγεται. Το μόνο στοιχείο που σχετικοποιούσε τη ριζοσπαστική δημοκρατική φυσιογνωμία του νόμου ήταν η έμμεση εκλογή των μελών του βουλευτικού, με την ανάδειξη «ευυπόληπτων γερόντων», εκλεκτόρων δηλαδή σε κάθε χωριό, οι οποίοι έπειτα συνέρχοντο σε επίπεδο επαρχίας. Ακόμη πιο δημοκρατικός ήταν ο επόμενος εκλογικός νόμος της επαναστατικής περιόδου, της 16ης Απριλίου 1823. Με τον νόμο αυτόν ο λαός εξέλεγε ως εκλέκτορες, όπως εύστοχα σημειώνει ο Καϊδατζής, «ευυπολήπτους άνδρας» και όχι «γέροντας», ενώ η εκλόγιμη ηλικία ήταν πλέον τα 25 και όχι τα 30 έτη, περιορισμός που, άλλωστε, ισχύει και σήμερα για την ανάδειξη στο αξίωμα του βουλευτή και του υπουργού.[42] Τέλος, η εκλογή των παραστατών της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης έγινε σύμφωνα με το εκλογικό ψήφισμα του Καποδίστρια, το ΚΓ΄/4.3.1829, το οποίο επίσης καθιέρωνε καθολική και έμμεση εκλογή του άρρενος πληθυσμού άνω των 25 ετών, περιλαμβανομένων των ετεροχθόνων και ακτημόνων.[43]

Έτσι, η Ελλάδα είχε αποκτήσει νωρίς – σε επίπεδο διακήρυξης τουλάχιστον – αυτό για το οποίο βάφτηκε με αίμα όλος ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 20ου, την ίση πολιτική ελευθερία (των ανδρών). Τα επαναστατικά συντάγματα και, έπειτα, το νέο ελληνικό κράτος με τον εκλογικό νόμο του 1844,[44] αποτύπωναν ένα θεσμικό θαύμα, το οποίο, όμως, εδραζόταν επί μιας κοινωνικο-οικονομικά υπανάπτυκτης κοινωνίας. Τόσο η Αγγλία με την εργατική της τάξη, όσο και η Γαλλία με τον πληθυσμό των πόλεων, εμφάνιζαν τον συσχετισμό εκείνο των κοινωνικών δυνάμεων που καθιστούσε πιεστικότερη την αναγνώριση του δικαιώματος της ψήφου. Παραδόξως, η απουσία εργατικής τάξης, δηλαδή η απουσία ενός κρίσιμου, για άλλες κοινωνίες, διακυβεύματος, διευκόλυνε την υιοθέτηση της καθολικής ψήφου στα επαναστατικά Συντάγματα και στον εκλογικό νόμο του 1844. Ο Αλιβιζάτος εξηγεί ότι η ψήφος των λαϊκών στρωμάτων δεν εμφανιζόταν για τους κρατούντες ως απειλή· απεναντίας ίσως αποτελούσε ένα μέσο για την επάνοδό τους στην εξουσία που τους είχε αποστερήσει αρχικά ο Καποδίστριας και έπειτα ο Όθων.[45] Στην Ελλάδα συνυπάρχει, λοιπόν, η θεσμική δημοκρατική πρωτοπορία με την οικονομικοκοινωνική υπανάπτυξη και υπό μιαν έννοια την διευκολύνει. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την πάνδημη συμμετοχή στον αγώνα της Ανεξαρτησίας, γεγονός που επίσης συνετέλεσε στην αναγνώριση της καθολικής ψήφου στο νέο κράτος.[46]

Φαίνεται, πάντως, ότι η αγάπη για την πολιτική συμμετοχή ήταν και πολιτισμικό στοιχείο των νέων Ελλήνων, ήταν θέμα κουλτούρας. Ο Μάρκ Μαζάουερ σημειώνει ότι από από την Α΄ στη Β΄ Εθνοσυνέλευση οι παραστάτες αυξήθηκαν από 69 σε 280 συνολικά και ότι αυτό είχε να κάνει και με παλιότερες παραδόσεις τοπικής συλλογικής διοίκησης. «Οι περισσότεροι παραστάτες», συνεχίζει ο Μαζάουερ, «συμμετείχαν για πρώτη φορά στην εθνική πολιτική σκηνή και πολλοί θα συνέχιζαν να εργάζονται στη διοίκηση: υπολογίζεται ότι 100 περίπου αναλάμβαναν επίσημη υπηρεσία κάθε χρόνο στη διάρκεια του πολέμου, είτε στο Βουλευτικό είτε στις νέες επαρχιακές διοικήσεις».[47] Κοντολογίς, οι Έλληνες είχαν έφεση προς την πολιτική. Αυτό ήταν και θέμα παιδείας. Σε αντίθεση από ότι ίσως θεωρούμε, ο Φίνλεϋ μας πληροφορεί ότι μεγαλύτερο ποσοστό Ελλήνων μπορούσε να διαβάζει και να γράφει σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο χριστιανικό έθνος στην Ευρώπη, καθώς και ότι οι ιεραπόστολοι που στάλθηκαν από την Ευρώπη και την Αμερική στην Ελλάδα ήταν κατώτεροι πολλών Ελλήνων κληρικών και, στην κλασική παιδεία, εξίσου κατώτεροι πολλών λαϊκών διδασκάλων.[48]

Η έμφαση στην πολιτική ελευθερία στα επαναστατικά Συντάγματα δεν σημαίνει ότι το αίτημα του κλασικού φιλελευθερισμού, δηλαδή η ατομική ελευθερία, δεν είχε σημασία. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Αριστόβουλο Μάνεση, η εν ευρεία εννοία πολιτική ελευθερία περιλαμβάνει την ατομική ελευθερία και την πολιτική ελευθερία εν στενή εννοία.[49] Απλώς, η ατομική ελευθερία σε μια εν πολλοίς εξισωτική κοινωνία, χωρίς παλαιές τάξεις ή κατεστημένα προνόμια ευγενών, δεν απειλείτο, τουλάχιστον άμεσα. Η ατομική ελευθερία θα ήταν, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, λίγο πολύ εξασφαλισμένη σε μια κοινωνία που δεν είχε την κοινωνική διαστρωμάτωση της φεουδαλικής Ευρώπης, ούτε έναν αδιαμφισβήτητο πόλο εξουσίας στο νέο κράτος. Το κρίσιμο ήταν η ίση δημοκρατική συμμετοχή, ο ίσος πολιτικός ανταγωνισμός για την κάλυψη του κενού εξουσίας που θα άφηναν οι Οθωμανοί. Χαρακτηριστικό είναι ότι, το πρώτον, το Πολιτικόν Σύνταγμα περιέχει έναν πλήρη για την εποχή κατάλογο ελευθεριών. Για παράδειγμα, το Πολιτικόν Σύνταγμα για πρώτη φορά κατοχυρώνει πλήρως και αναλυτικά το δικαίωμα προσωπικής ασφάλειας, όλα τα στοιχεία αυτού που ονομάζουμε εγγυήσεις habeas corpus. Αν δηλαδή στην Αγγλία πρώτα κατοχυρώθηκε ο Habeas Corpus Act το 1679[50] και πολύ μεταγενέστερα, το 1912, η καθολικότητα της ψήφου των ανδρών,[51] στην Ελλάδα πρώτα άνοιξε ο δρόμος της δημοκρατικής συμμετοχής, και έπειτα, με άνεση χρόνου θα λέγαμε, στο τρίτο και θεσμικά πιο ολοκληρωμένο Σύνταγμα της ελληνικής επανάστασης ρυθμίστηκαν καταλεπτώς οι εγγυήσεις habeas corpus.

Εν κατακλείδι, δικαιούμαστε να ισχυρισθούμε ότι, στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού, η χώρα μας υπήρξε ο πιο πιστός και ταυτόχρονα ο πιο πρωτοπόρος μαθητής της Γαλλίας, το γνήσιο τέκνο της γαλλικής σκέψης από το σύνολο των επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Η προώρως επιτυχημένη ελληνική επάνασταση, στον μακρύ χρόνο από το 1789 έως το 1848 λειτούργησε ως πολύ σημαντικός θεματοφύλακας του δημοκρατικού πνεύματος της γαλλικής επανάστασης, ως μια σημαντική γέφυρα στις δύο αυτές αρκετά απομακρυσμένες μεταξύ τους στιγμές της δημοκρατικής αναγέννησης της νεώτερης Ευρώπης. Τα ελληνικά Συντάγματα του αγώνα της Ανεξαρτησίας βρίσκονται στην πρωτοπορία των δημοκρατικών διεκδικήσεων της εποχής και, για την ακρίβεια, είναι προσδεδεμένα στη γαλλική συνταγματική παράδοση του 1793, του αβασίλευτου και δημοκρατικού Συντάγματος, την οποία διατηρούν κι ενισχύουν.

ΙΙ. Το 1848 ως αίτημα ριζοσπαστικοποίησης της πολιτικής ελευθερίας και εθνικής χειραφέτησης

Μετά τη Σφαγή της Χίου στα 1822 που συγκίνησε και παρακίνησε τους Φιλέλληνες στην Ευρώπη υπέρ του ελληνικού Αγώνα, ο Ευγένιος Ντελακρουά ζωγραφίζει, στα 1831, με αφορμή την Ιουλιανή Επανάσταση στο Παρίσι του 1830, τον πίνακα Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό. Η Ελευθερία φορά τον ιακωβίνικο κόκκινο σκούφο και ανεμίζει την τρίχρωμη σημαία της γαλλικής επανάστασης. Η γαλλική επανάσταση είχε μεταλαμπαδευτεί στον νέο αιώνα για να ολοκληρώσει το έργο της, την ίση πολιτική ελευθερία, και εξετάσαμε ήδη τη σημασία της ελληνικής επανάστασης ως προς αυτό. Όπως παρατηρεί ο Χομπσμπάουμ, «ήταν αναπόφευκτο ότι η ενστάλαξη πολιτικής συνείδησης στις μάζες […], που ήταν η μεγάλη κληρονομιά της γαλλικής επανάστασης, θα σήμαινε αργά ή γρήγορα ότι θα έπρεπε να επιτραπεί στις μάζες αυτές να παίξουν επισήμως ρόλο στην πολιτική».[52] To 1848 οι εργάτες του Παρισιού ξεσηκώνονται και ξαναφέρνουν τη δημοκρατία, έστω και για λίγα χρόνια. Η Γαλλία έχει δώσει και πάλι το σύνθημα της επανάστασης κι έτσι στην υπόλοιπη Ευρώπη ξεσπούν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα με φιλελεύθερα και δημοκρατικά αιτήματα.

Α. Το γαλλικό 1848 και το αίτημα για καθολίκευση της ψήφου

Μετά την Παλινόρθωση, η μοναρχία στη Γαλλία δεν ήταν η ίδια. Ήδη η Χάρτα του 1814 δεν ανέτρεψε ορισμένες από τις φιλελεύθερες θεσμικές κατακτήσεις της γαλλικής επανάστασης, όπως η ισότητα απέναντι στον νόμο, ο Ναπολεόντειος κώδικας, η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου και η επαναστατική αναδιανομή της γης.[53] Η Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 ήταν και αυτή μια μεγάλη επανάσταση, κατά την οποία, όπως αναφέρει ο Χομπσμπάουμ, στήθηκαν τόσα οδοφράγματα στο Παρίσι, όσα ποτέ στο παρελθόν ή στο μέλλον.[54] Η επανάσταση του 1830 είχε φέρει στα πράγματα τον Λουδοβίκο Φίλιππο Δούκα της Ορλεάνης, από τον νεώτερο κλάδο της οικογένειας των Βουρβόνων.[55] Ο Λουδοβίκος Φίλιππος κυβέρνησε με βάση ένα Σύνταγμα που του επέβαλε η Βουλή, το οποίο απετέλεσε το πρότυπο περιορισμένης μοναρχίας της εποχής. Το Σύνταγμα της Ιουλιανής Μοναρχίας αφενός διπλασίαζε τον αριθμό των πολιτών που θα είχαν δικαίωμα ψήφου, αφετέρου καταργούσε τον κανόνα της κληρονομικής διαδοχής για τους ομοτίμους στην Άνω Βουλή, οι οποίοι πλέον διορίζονταν ισοβίως από τον Ηγεμόνα.[56]

Παρά ταύτα, το εκλογικό δικαίωμα παρέμενε εξαιρετικά περιορισμένο. Ο Χομπσμπάουμ παρατηρεί ότι ο λόγος για τον οποίο η Γαλλία και ο Λουδοβίκος Φίλιππος δεν έδειξαν προσαρμοστικότητα στο ζήτημα της διεύρυνσης της ψήφου ήταν ο φόβος του ιακωβινισμού. Ο Γκιζώ προτιμούσε να διευρυνθεί η εκλογική βάση, επειδή μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα πληρούσε τα εισοδηματικά κριτήρια, παρά να «ανοίξει» το εκλογικό δικαίωμα στις μάζες. Ωστόσο, λόγω διεύρυνσης της εισοδηματικής βάσης, το εκλογικό σώμα στη Γαλλία έφτασε από τις 166.000 το 1831 μόλις στις 241.000 το 1846,[57] παρέμενε δηλαδή εξαιρετικά περιορισμένο. Προφανώς, οι υπολογισμοί του Γκιζώ ήταν μαθηματικά και στρατηγικά εσφαλμένοι.

Τα έτη 1846 και 1847 ήταν έτη μεγάλης οικονομικής ύφεσης και καταστροφής της σοδειάς. Παράλληλα, ο πληθυσμός των πόλεων ζούσε υπό συνθήκες εξαθλίωσης, ενώ η φτώχεια και οι επιδημίες θέριζαν τις ανθρώπινες ζωές. Έτσι, η γαλλική κοινωνία πυροδότησε και πάλι την μπαρουταποθήκη της Ευρώπης. Στη Γαλλία η επανάσταση του 1848 οδήγησε στην εκδίωξη του Λουδοβίκου Φίλιππου και στην ίδρυση της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, καθώς και στην καθιέρωση της καθολικής και άμεσης ψήφου στο Σύνταγμα του 1848 (άρθο 23).

Ωστόσο, με όση ευκολία επικράτησε η επανάσταση του 1848, άλλο τόσο δύσκολο ήταν να εδραιωθεί το νέο καθεστώς, καθώς νωρίς διερράγη η εύθραυστη συμμαχία των φιλελευθέρων και της μεσαίας αστικής τάξης από τη μία μεριά, με τους ριζοσπάστες δημοκρατικούς και τους σοσιαλιστές, από την άλλη μεριά.[58] Η Γαλλία γρήγορα πέρασε από τη Δεύτερη Δημοκρατία στη Δεύτερη Αυτοκρατορία του Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη το 1852.[59] Πάντως, και το Σύνταγμα του 1852 καθιστούσε τον αυτοκράτορα υπόλογο απέναντι στον γαλλικό λαό και επέτρεπε εκλογές με καθολική ψήφο των ανδρών για ένα περιορισμένων αρμοδιοτήτων νομοθετικό σώμα.[60] Μετά την πτώση και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ήταν αυτονόητο για όλους ότι το νέο πολίτευμα θα ήταν η Τρίτη Αβασίλευτη Δημοκρατία, η οποία «άντεξε» μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και καταλύθηκε μόνο από τη γερμανική κατοχή και το καθεστώς του Βισύ.[61]

Κοντολογίς, το 1848 η Παλινόρθωση, δηλαδή η μοναρχική αρχή, ηττήθηκε οριστικά στη Γαλλία και το καθολικό εκλογικό δικαίωμα κατέστη δημοκρατικό κεκτημένο, έστω και προσχηματικά στο καισαρικό πολίτευμα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Κατά ένα κρίσιμο μέρος του το έργο της γαλλικής επανάστασης είχε ολοκληρωθεί. Το έθνος είχε εξαφανίσει τον μονάρχη, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στη γαλλική ιστορία, ενώ το αίτημα της καθολικής ψήφου ήταν σαφές ότι δεν θα μπορούσε πλέον να αγνοηθεί.

Γιατί, όμως, να δώσουμε τόση έμφαση στο ζήτημα της ψήφου; Δεν ήταν το μείζον το 1848 η διατύπωση σοσιαλιστικών αιτημάτων και η πρώτη εμφάνιση του κομμουνισμού στην ιστορία; Πώς μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι λίγες μέρες πριν ξεσπάσει η επανάσταση του 1848 τον Φεβρουάριο στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μάρξ και Ένγκελς, Ρηνανών, προερχόμενων δηλαδή από την πιο εκβιομηχανισμένη περιοχή της ηπειρωτικής Ευρώπης;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήδη τη δεκαετία του 1830 στη Γαλλία υπήρχε κάποια συνείδηση της προλεταριακής τάξης, η οποία, όμως, όπως σημειώνει ο Χομπσμπάουμ, συνδυαζόταν δυναμικά με την ιακωβίνικη παράδοση και συνείδηση.[62] «[Α]κόμα και οι πιο συνειδητοί προλετάριοι κομμουνιστές», συνεχίζει ο Χομπσμπάουμ, «εξακολουθούσαν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και να ενεργούν ως άκρα αριστερά του γενικού ριζοσπαστικού και δημοκρατικού κινήματος και έβλεπαν την επίτευξη της «αστικής κοινοβουλευτικής» δημοκρατίας ως το απαραίτητο προοίμιο για την περαιτέρω πρόοδο του σοσιαλισμού».[63] Το 1848 η ευρωπαϊκή αριστερά παρέμενε «εμπνευσμένη από τα 1789 με πινελιές του 1830» και η εικόνα της επανάστασης την οποίαν είχε ήταν αυτή της ιακωβίνικης επανάστασης. Με άλλα λόγια, κατά τον Χομπσμπάουμ, η επανάσταση θα λάμβανε την ακόλουθη μορφή: «[θ]α οργανωνόταν εθνοφρουρά από ένοπλους πολίτες, θα διενεργούνταν δημοκρατικές εκλογές για συντακτική συνέλευση, η προσωρινή κυβέρνηση θα αποκτούσε οριστικό χαρακτήρα και θα άρχιζε να ισχύει το νέο σύνταγμα». Μάλιστα, λόγω του ιακωβινισμού, το κράτος θα ήταν συγκεντρωτικό και θα είχε ισχυρή εκτελεστική εξουσία.[64] Κοντολογίς, η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είχε αποκοπεί από την ιδέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με καθολική ψήφο.

Τις παραπάνω σκέψεις επιρρωνύουν ορισμένες παρατηρήσεις της Σέρι Μπέρμαν στο πρόσφατο βιβλίο της για την Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης Ευρώπης. Κατά τη Μπέρμαν, η Βρετανία και το Βέλγιο, όπου οι μεσαίες τάξεις είχαν δικαίωμα ψήφου και η κυβέρνηση ανταποκρινόταν σε μεγαλύτερο βαθμό στα αιτήματά τους, δεν παρασύρθηκαν από το κύμα του 1848.[65] Αντίθετα, τον Φεβρουάριο του 1848 στη Γαλλία ψήφιζαν λιγότεροι πολίτες ακόμη και από την συντηρητική Αγγλία,[66] που δεν είχε ζήσει μια μεγαλειώδη επανάσταση του λαού, αλλά διέθετε το πιο ώριμο εργατικό κόμμα λόγω του μεγάλου βαθμού εκβιομηχάνισης.[67] Η Αγγλία είχε υιοθετήσει έναν συντηρητικό μεταρρυθμιστικό της ψήφου νόμο το έτος 1832, γνωστό με το όνομα Great Reform Act.[68] Είχε δηλαδή διευρύνει, πολύ περιορισμένα, το εκλογικό δικαίωμα υπό τον αντίκτυπο και της Ιουλιανής Επανάστασης στη Γαλλία το 1830, αλλά και – ενδεχομένως – στο φως της επιτυχίας της ελληνικής επανάστασης με τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά της συντάγματα, τα οποία η αγγλική κοινωνία – και λόγω του ρεύματος του φιλελληνισμού[69] και λόγω του σταθερού ενδιαφέροντος της Αγγλίας για την περιοχή μας – γνώριζε πολύ καλά. Ας μην ξεχνάμε ότι τα επαναστατικά Συντάγματα είχαν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς διαλόγου και ότι ο Άγγλος ωφελιμιστής φιλόσοφος Μπένθαμ είχε σχολιάσει το Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου.[70] Ο κόσμος άλλαζε, μεταξύ άλλων και η ελληνική επανάσταση το απεδείκνυε αυτό. Και η ατμόσφαιρα της αλλαγής είχε απλωθεί παντού πάνω από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Μάλιστα, στο Βέλγιο, που είχε απελευθερωθεί από το βασίλειο των Κάτω Χωρών το 1831 και διέθετε το πιο φιλελεύθερο Σύνταγμα της εποχής, η εκλογική μεταρρύθμιση έλαβε χώρα το ίδιο το έτος 1848, κατά τρόπον ώστε διπλασίασε το εκλογικό σώμα και ικανοποίησε τη μεσαία τάξη.[71]

Το ηχηρό μήνυμα του γαλλικού 1848 ήταν λοιπόν ο εκδημοκρατισμός, η καθολικότητα της ψήφου, με τη διεκδίκηση της οποίας συντάχθηκαν η εργατική τάξη και οι σοσιαλιστές ως το ασφαλέστερο, αποτελεσματικότερο και αξιοπρεπέστερο όχημα για τις κοινωνικο-οικονομικές διεκδικήσεις. Με άλλα λόγια, οι Γάλλοι επαναστάτες, οι σοσιαλιστές εργάτες δεν ζητούσαν μόνο «ψωμί και δουλειά, αλλά ένα νέο κράτος και μια νέα κοινωνία».[72] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ψήφος ήταν η μείζων θεσμική διεκδίκηση του 19ου αιώνα. Η ψήφος και όχι το ψωμί ήταν το κρίσιμο και το επίζηλο που οι άρχοντες δεν παραχωρούσαν και οι φτωχοί διεκδικούσαν. Η ψήφος ήταν το κλειδί προς έναν καινούριο κόσμο. Ήταν δε τέτοια η βαρύτητα της ψήφου για τη διεκδίκηση της εξουσίας, ώστε, ενίοτε, η ικανοποίηση κοινωνικών αιτημάτων αξιοποιήθηκε ως μέσο κατευνασμού του πόθου για δημοκρατική ισότητα και συμμετοχή. Για παράδειγμα, στην Αγγλία μέτρα κοινωνικής πολιτικής πυκνώνουν προς το τέλος του 19ου αιώνα,[73] καθώς σταδιακά διευρύνεται το εκλογικό δικαίωμα, το οποίο όμως δεν θα γίνει καθολικό για τους άνδρες παρά το 1912. Φυσικά, τα κοινωνικά αιτήματα ικανοποιούνται καλύτερα από τη στιγμή που θα εκπροσωπηθεί στη Βουλή των Κοινοτήτων το Εργατικό Κόμμα, του οποίου η ιστορική εξέλιξη συμπίπτει με τη διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου.[74] Ακόμη, στην Πρωσία ο Μπίσμαρκ οργανώνει το κοινωνικό κράτος, αλλά οι μεγάλοι πληθυσμοί των πόλεων εξακολουθούν σαφέστατα να υποεκπροσωπούνται έναντι των αγροτών. Σε αντίθεση από ότι συμβαίνει στα νότια βασίλεια της Γερμανίας, τα οποία μετά το 1848 σταδιακά γενικεύουν την ψήφο, στην Πρωσία διατηρείται με επιμονή ένας εκλογικός νόμος που δίδει την ψήφο αναλόγως της ένταξης σε τρεις τάξεις.[75]

Β. Η άνοιξη των λαών και η εθνική χειραφέτηση

Εάν, όμως, το γαλλικό 1848 ήταν κυρίως προσανατολισμένο στο ζήτημα της ίσης πολιτικής ελευθερίας, οι επαναστάσεις τις οποίες πυροδότησε είχαν τόσο δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα όσο και εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα. Ο γαλλικός Φεβρουάριος του 1848 οδήγησε στον περίφημο Μάρτιο του 1848 στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.[76] Πρώτοι ξεσηκώθηκαν οι Ούγγροι κατά της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, έπειτα ξεσηκώθηκαν οι εργάτες, οι μεσαίοι αστοί και οι φιλελεύθεροι στη Βιέννη, ζητώντας την καθαίρεση του Μέττερνιχ και μεταρρυθμίσεις. Ακολούθησαν οι Ιταλοί, πρώτα στη Βενετία, κι έπειτα στο Μιλάνο, στη Μόντενα, στην Πάρμα και στη Λούκκα, εκδιώκοντας τους Αυστριακούς και ορίζοντας προσωρινές κυβερνήσεις.[77]

Τέλος, ήδη τον Φεβρουάριο του 1848 είχαν ξεσηκωθεί, με αιτήματα την εθνική ενοποίηση, τις ατομικές ελευθερίες και τη δημοκρατική συμμετοχή, Γερμανοί από όλα τα γερμανικά βασίλεια. Σημαντική είναι η συμμετοχή της αστικής τάξης, των πανεπιστημίων, των φοιτητών και εν γένει των ανθρώπων των γραμμάτων. Επαναστατημένοι Γερμανοί από πολλά σημεία της χώρας συγκεντρώθηκαν στο Μανχάιμ, στη σημερινή Βάδη-Βυρτεμβέργη, στην περιοχή του Ρήνου, για να διαμορφώσουν τον κατάλογο των αιτημάτων τους.[78] Τα αιτήματά τους ήταν κλασικά φιλελεύθερα αιτήματα, όπως η ισότητα ενώπιον του νόμου και η κατάργηση των φεουδαλικών προνομίων, η προσωπική ελευθερία, το απόρρητο των επιστολών, η ελευθερία του τύπου, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η καθολική, ίση και άμεση εκλογή, και φυσικά το δικαίωμα σε κοινή ιθαγένεια του νέου ενιαίου γερμανικού κράτους. Το κοινωνικό ζήτημα με τη διατύπωση σοσιαλιστικών αιτημάτων δεν είχε τεθεί ακόμη στα γερμανικά βασίλεια.[79] Θα λέγαμε ότι το γερμανικό 1848 συνδέεται περισσότερο με τη μετριοπαθή πρώτη φάση της γαλλικής επανάστασης ή, ακόμη, και με το αγγλικό πολίτευμα. Άλλωστε και η σύνθεση του πανγερμανικού Κοινοβουλίου που θα συσταθεί το 1849, και πάλι στον νότο, στη Φρανκφούρτη και θα συνεδριάσει στην Εκκλησία του Αγίου Παύλου, με σκοπό την εκπόνηση συντάγματος για το νέο γερμανικό κράτος, κυριαρχείται από την αστική τάξη με σημαντική την συμμετοχή των διανοουμένων, ενώ απουσιάζουν τα λαϊκά στρώματα, παρά το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο αυτό αναδείχτηκε με καθολική εκλογή.[80]

Ποια είναι, όμως, η σημασία της, σημειωτέον επιτυχημένης, ελληνικής επανάστασης για το ευρωπαϊκό 1848; Η ελληνική επανάσταση, ούσα μια εθνική επανάσταση, συνομιλεί με το ευρωπαϊκό 1848, με την «άνοιξη των λαών», με έναν τρόπο που οι γαλλικές επαναστάσεις δεν μπορούν να το πράξουν. Η ελληνική επανάσταση είναι τμήμα του ευρύτερου εθνικού επαναστατικού αναβρασμού στην Ευρώπη του 19ου αιώνα,[81] τον τροφοδοτεί, αλλά και τροφοδοτείται από αυτόν, καθώς παραμένει ο επαναστατικός αναβρασμός για τις αλύτρωτες περιοχές. Η ελληνική επανάσταση είναι μια επανάσταση αφενός αφύπνισης του ελληνικού έθνους, ως αποκορύφωση μιας διαδικασίας που έχει προηγηθεί, του νεοελληνικού διαφωτισμού, αφετέρου πολιτικής απελευθέρωσης. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης θέτει το ζήτημα στη σωστή του διάσταση κάνοντας λόγο για τη «φιλελεύθερη και δημοκρατική ιδεολογία της εθνικής επανάστασης του 1821».[82]

Παρομοίως, η ιταλική παλλιγγενεσία, η οποία δεν δικαιώθηκε νωρίτερα από τα 1861, έχει τον χαρακτήρα της αντίστασης στην ξένη τυραννία. Τους μέχρι τότε Γάλλους και Αυστριακούς ηγεμόνες τους, τους Βουρβώνους και τους Αψβούργους, τους αντιλαμβάνονται ως ξένους τυράννους κι επιδιώκουν την εθνική απελευθέρωση. Η ελληνική επανάσταση και το ιταλικό 1848, αλλά και τα πρώιμα επαναστατικά κινήματα στην ιταλική χερσόνησο το 1820,[83] από τα οποία άλλωστε καλλιεργείται και το επαναστατικό πνεύμα στην Ελλάδα, θέτουν το ζήτημα της αναγέννησης  δύο εθνών που αντλούν από δύο σπουδαίους πολιτισμούς, οι οποίοι επηρέασαν ιδεολογικά τη νεώτερη Ευρώπη. Η σύνδεση του ελληνικού και του ιταλικού αγώνα δεν υπήρξε μόνο θεωρητική, αλλά ήταν και έμπρακτη.[84]

Ας μην ξεχνάμε ότι στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου παρίσταται ο καρμπονάρος Βικέντιο Γκαλίνα, ο οποίος συμβουλεύει τους επαναστατημένους Έλληνες για το νέο Σύνταγμα, έχοντας μάλιστα μαζί του, σημειώνει ο Χατζής, μια συλλογή από συνταγματικά κείμενα διαφόρων χωρών, και δη τους δύο πρώτους τόμους (πιθανότατα και τον τρίτο) της συλλογής των Dufau, Duvergier και Guadet που κυκλοφόρησε το 1821. [85] Ο κόμης Σανταρόζα, το όνομα του οποίου φέρει κεντρική οδός της Αθήνας, ηγετική μορφή του κινήματος του Πεδεμοντίου τον Μάρτιο του 1821, πολέμησε και πέθανε στη μάχη της Σφακτηρίας το 1825. Στη μάχη του Πέτα σκοτώθηκε και ο συνταγματάρχης Πιέτρο Ταρέλλα στα 1822.[86] Δεκαετίες αργότερα, τον αγώνα του Γαριβάλδη στην Ιταλία παρακολουθούν οι Έλληνες και εμπνέονται για τις αλύτρωτες περιοχές. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή από τα 1857 έως τα 1864 και στην ελληνική Βουλή από τα 1864 έως τα 1869, που αγωνίστηκε για την ένωση της Eπτανήσου με την Ελλάδα, στις 5 Ιουλίου του 1860, με την απόβαση του Γαριβάλδη στη Σικελία, γράφει μια προκήρυξη καλώντας τον λαό της Επτανήσου να συνδράμει με εράνους τους Ιταλούς επαναστάτες και τον Γαριβάλδη.[87] Άλλωστε, και τo έτος 1848 ήταν ένα σημαντικό έτος για τον νεαρό Βαλαωρίτη, ο οποίος εκείνη την περίοδο σπούδαζε στην Ευρώπη: στη Γενεύη, στο Παρίσι και στην Πίζα. Συγκεκριμένα το 1848, έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα της Νομικής από το Πανεπιστήμιο της Πίζας.[88] Ταυτόχρονα ήταν επικεφαλής των ελλήνων φοιτητών που ήθελαν να συμμετάσχουν στις εξεγέρσεις στην Ιταλία. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ουγγαρία για να συμμετάσχει στην εκεί επαναστατική κίνηση.[89]

Από την άλλη, το γερμανικό 1848 εκκινεί και αυτό από την εθνική ιδέα με διαφορετικό, όμως, τρόπο. Στη Γερμανία το κρίσιμο είναι η ενοποίηση ενός διαιρεμένου έθνους και όχι η αποτίναξη του ξένου δυνάστη: διαιρεμένου πολιτικά ανάμεσα σε πολλές μικρές ηγεμονίες, αλλά και θρησκευτικά, ανάμεσα στον καθολικό νότο και στον προτεσταντικό βορρά με προεξέχουσα τη θέση της Πρωσίας.[90] Η διαίρεση της Γερμανίας ήταν και πολιτιστική. Ο ιστορικός John Hawes δεν διστάζει, στο πρόσφατο βιβλίο του Μικρή Ιστορία της Γερμανίας, να διακρίνει αφενός, ανάμεσα στα νότια και δυτικά γερμανικά κρατίδια στην περιοχή του Ρήνου, τα οποία πάντα αποτελούσαν κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας, είτε ως μέρος της ρωμαϊκής κατάκτησης, του βασιλείου του Καρλομάγνου ή επειδή βρίσκονταν υπό την επιρροή του Ναπολέοντα, αφετέρου στην πέραν του Έλβα Γερμανία, προεχόντως στα εδάφη της ισχυρής Πρωσίας, που την αντιμετωπίζει ως τον νεοφερμένο, τον ξένο στην ευρωπαϊκή ιστορία.[91] Συνεπώς, υπό μίαν έννοια, η εθνική ταυτότητα ήταν κεντρικό θεσμικό ζήτημα της Γερμανίας τον 19ο αιώνα, καθώς αναζητείτο η βάση της συγκρότησης του ίδιου του κράτους.

Στην εθνική ανασυγκρότηση της Γερμανίας, όπως εν γένει στα εθνικά κινήματα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, σημαντικό ρόλο έπαιξε το ρεύμα του ρομαντισμού, υπό τις ποικίλες εκδοχές του. Ο ρομαντισμός ήταν ένα ιδεολογικό ρεύμα που κάλυπτε όλον τον αιώνα των επαναστάσεων, αλλά και τον υπερέβη, λαμβάνοντας πλείστες αποχρώσεις. Στη διάρκεια αυτή εξέφρασε το αίτημα της χειραφέτησης του υποκειμένου, όπως για παράδειγμα στον Ρουσσώ ή, πολύ αργότερα, στη λογοτεχνία του Όσκαρ Ουάιλντ. Ταυτόχρονα εξέφρασε το αίτημα της εθνικής χειραφέτησης, του συλλογικού αυτοκαθορισμού, πολύ ξεκάθαρα και στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης, με επιρροές από την κλασική αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα στα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα, της Μαίρης Σέλλεϋ και στους πίνακες του Ευγένιου Ντελακρουά. Ο ρομαντισμός, όμως, είχε και μια σκοτεινή πλευρά: αυτήν που δεν συνδυάστηκε με την κλασική αρχαιότητα, όπως στον Γκαίτε, ούτε με την πίστη στις θετικές επιστήμες, όπως στους Γάλλους διαφωτιστές. Αντίθετα, άντλησε, παρατηρεί ο Χομπσμπάουμ, από τη μεσαιωνική παράδοση του μυστικισμού, από «τη νοσταλγία για τη χαμένη ενότητα ανθρώπου και φύσης».[92] Αυτή η τάση θα εκφράσει στη Γερμανία συντηρητικές, και αργότερα στον 20ο αιώνα, ολοκληρωτικές προσλήψεις του έθνους. Η συντηρητική πρόσληψη του έθνους επηρεάζει τις θεσμικές εξελίξεις στη Γερμανία, ιδίως δε απομακρύνει τον εκδημοκρατισμό, τον ωθεί προς τον 20ο αιώνα.

Από την άποψη, λοιπόν, της ανασύνθεσης της εθνικής ιδέας, η ελληνική επανάσταση συγγενεύει με τις επαναστάσεις του 1848. Αντίθετα, το γαλλικό έθνος ήταν συγκροτημένο, αδιαμφισβήτητο, και παρόν. Δεν χρειαζόταν να αφυπνιστεί, όπως το ελληνικό ή ιταλικό, ούτε να συγκροτηθεί μέσα από ιδεολογικές προκείμενες, όπως το γερμανικό. Το γαλλικό έθνος ήταν πολιτικά ενωμένο υπό τη συγκεντρωτική και απολυταρχική κρατική δομή που είχε οικοδομήσει ήδη ο Λουδοβίκος XIV. Με δυο λόγια, ο γαλλικός, πολιτικού χαρακτήρα, εθνικισμός ενέπνευσε και την ελληνική και άλλες επαναστάσεις, οι οποίες, όμως, προσέθεσαν ένα στοιχείο εθνικής χειραφέτησης, το οποίο οι Γάλλοι, είτε το 1789, είτε το 1848, δεν είχαν ανάγκη.

Ταυτόχρονα, η ελληνική επανάσταση διαφοροποιείται από τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848, κατά το ότι ο στόχος της εθνικής ανασυγκρότησης δεν λειτούργησε ανταγωνιστικά προς τον εκδημοκρατισμό. Στις πιο διαιρεμένες και σύνθετες κοινωνίες της Ιταλίας και της Γερμανίας, το αίτημα του εκδημοκρατισμού – αν και διατυπώνεται το 1848 – εν τέλει υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη επίτευξης εθνικής σύμπνοιας και εξασφάλισης της κρατικής οντότητας.

Για παράδειγμα, στην Ιταλία οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, όπως ο Καβούρ, υπό τον φόβο ότι οι δημοκρατικοί και οι ριζοσπάστες θα κάλυπταν το κενό εξουσίας που άφηναν οι Αυστριακοί, στράφηκαν προς τον μόνο αυτόχθονα ηγεμόνα της Ιταλίας, τον Κάρολο Αλβέρτο, του Πεδεμοντίου και της Σαρδηνίας, ώστε να αναλάβει αυτός τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατά των Αυστριακών, πρόσκληση την οποία ο Κάρολος Αλβέρτος αποδέχτηκε. Ο Κάρολος Αλβέρτος, από σύνεση, είχε ήδη στις 4 Μαρτίου 1848 παραχωρήσει Σύνταγμα, το Statuto Albertino, ένα Σύνταγμα περιορισμένης μοναρχίας με δύο Βουλές. Υπό το Σύνταγμα αυτό, την επόμενη δεκαετία, θα επιτευχθεί η ενοποίηση της Ιταλίας και το Statuto Albertino θα γίνει το πρώτο ιταλικό σύνταγμα, με το οποίο η Ιταλία θα κυβερνηθεί μέχρι την περίοδο του Μουσολίνι.[93] Κοντολογίς, στην Ιταλία ο ξεσηκωμός του 1848 προέταξε την εθνική ενοποίηση έναντι του εκδημοκρατισμού και των κοινωνικών διεκδικήσεων. Το επαναστατικό 1848  απέφερε στους Ιταλούς την απαρχή ενός 1791, μια περιορισμένη, φιλελεύθερη μοναρχία με αντιπροσωπευτικό σύστημα, ένα πολίτευμα κοντά στην Ιουλιανή Μοναρχία και στο αγγλικό πολίτευμα, και όχι, ακόμη, ένα δημοκρατικό σύνταγμα.

Εξαιρετικά άδοξο τέλος είχε το γερμανικό 1848. Το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης κατέληξε σε ένα φιλελεύθερο, πάντως αυτοκρατορικό, Σύνταγμα με δύο Βουλές και ένα, εντυπωσιακά για την εποχή, ισχυρό δικαστήριο και πρόσφερε το στέμμα στον Φρειδερίκο Δ΄ της Πρωσίας. Ούτε, όμως, αυτό το μετρημένο πολίτευμα δέχτηκε ο Φρειδερίκος.[94] Η Γερμανία θα ενοποιηθεί τελικά το 1871, υπό την συντηρητική, ιδεολογική ηγεμονία του Βορρά, δηλαδή της Πρωσίας. Ήδη, την 30η Μαΐου 1849 ο Πρώσος ηγεμόνας, παραμερίζοντας τον εκλογικό νόμο της 12ης Απριλίου 1849 που είχε ψηφίσει το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης και πρόβλεπε καθολικό εκλογικό δικαίωμα,[95] νομοθέτησε την εκλογή στη βάση τριών τάξεων αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας.[96] Τελικώς, το Σύνταγμα της Πρωσίας του 1850 θα συμπεριλάβει  κάποιες φιλελεύθερες αρχές κατ’ επιρροήν του βελγικού συντάγματος, αλλά όχι, βεβαίως, την ιδέα της λαϊκής ή εθνικής κυριαρχίας, το ότι δηλαδή η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ότι ο Βασιλιάς έχει τις εξουσίες που του απονέμει το Σύνταγμα. Αντίθετα, παραμένει η ιδέα της ελέω θεού μοναρχίας.[97] Μάλιστα, ενώ τα νότια κράτη, πριν τον πόλεμο, μεταξύ 1904 και 1906, εισήγαγαν την καθολική εκλογή, η Πρωσία προχώρησε μόνον σε μια μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου του 1849, αυξάνοντας τις εκλογικές περιφέρειες στις μεγάλες πόλεις.[98] Η Γερμανία θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το Σύνταγμα της Βαϊμάρης για τον εκδημοκρατισμό της.[99]

Βεβαίως, και η Ελλάδα, μετά τη δημοκρατική φλόγα της επανάστασης, έζησε τη δική της Παλινόρθωση την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα, για να περάσει με το Σύνταγμα του 1844 στην περιορισμένη μοναρχία κατά το πρότυπο της Ιουλιανής μοναρχίας, πάντως ακόμη κι έτσι με έναν καθολικό εκλογικό νόμο, που ψηφίστηκε την ίδια μέρα με το μοναρχικό Σύνταγμα, και στερούσε από τον Όθωνα το προνόμιο του μοναδικού πόλου εξουσίας. Ακόμη δηλαδή και υπό το Σύνταγμα του 1844, το δημοκρατικό στοιχείο, λόγω του εκλογικού νόμου, παρέμεινε ισχυρό.

Επίλογος: Το 1821 ως κρίσιμο μέρος στην ενότητα του ευρωπαϊκού αιώνα των επαναστάσεων 

Η ελληνική επανάσταση τοποθετείται στον ενδιάμεσο χρόνο μεταξύ του 1789 και του 1848, σημεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, καθώς το γαλλικό 1848 δεν είναι άλλο από την προσπάθεια δικαίωσης του ανεκπλήρωτου δημοκρατικού αιτήματος της γαλλικής επανάστασης. Στον ενδιάμεσο αυτόν χρόνο από το 1789 έως το 1848, επαναστάσεις εκδηλώνονταν κατά επαναστατικά κύματα ανά δεκαετία και σε ένα από αυτά εντάσσεται και νοηματοδοτείται και η ελληνική επανάσταση. Η ελληνική επανάσταση αποτελεί τον σημαντικότερο θεματοφύλακα του δημοκρατικού πνεύματος της γαλλικής επανάστασης στον νέο αιώνα, και μάλιστα ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη κυριαρχούν οι δυνάμεις της Παλινόρθωσης. Είναι χαρακτηριστικό, μας πληροφορούν οι Κλαρκ και Αλιπραντής, ότι η εφημερίδα Εθνική στις 14 Οκτωβρίου 1848 σχολίαζε πως η Γαλλία είχε επιτέλους αποκτήσει στα 1848 τις ελευθερίες που το Σύνταγμα του 1844 ήδη κατοχύρωνε.[100] Ταυτόχρονα, η ελληνική επανάσταση είναι μια επιτυχημένη εθνική επανάσταση, τμήμα του ευρύτερου εθνικού επαναστατικού αναβρασμού στην Ευρώπη, μετά την επιτυχία της δε τον τροφοδοτεί αλλά και τροφοδοτείται από αυτόν όσο παραμένουν οι διεκδικήσεις για τις αλύτρωτες περιοχές. Υπό μιαν έννοια και η γένεση της Μεγάλης Ιδέας συνταιριάζει με το κλίμα αναδιάταξης της καθεστηκύιας τάξης και των συνόρων που επικρατεί στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Αναδεικνύεται έτσι η ενότητα της ευρωπαϊκού αιώνα των επαναστάσεων, αλλά και η σπονδυλική θέση της χώρας μας σε αυτήν την νέα κοινωνία, η αλληλένδετη μοίρα Ελλάδας και Ευρώπης.

*Η παρούσα μελέτη αποτελεί εμπλουτισμένη μορφή εισήγησης, την οποία παρουσίασα την 30η Απριλίου 2022 σε συνέδριο με θέμα «Μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας: όψεις του πρώιμου συνταγματισμού και διοικητικό σύστημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους», που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «ΔιαΠαΝτοΣ21» ΕΛΙΔΕΚ υπό την αιγίδα του ΑΠΘ, στην Επίδαυρο. Οφείλω θερμότατες ευχαριστίες στην Καθηγήτρια Λίνα Παπαδοπούλου για την πρόσκληση στο συνέδριο αυτό.

[1] E. J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων. 1789-1848, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2019.

[2] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 2007, σελ. 332-342· Αριστείδης Ν. Χατζής, Ο ενδοξότερος αγώνας. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2021, σελ. 161.

[3] Για τα υπόλοιπα επαναστατικά κινήματα του ευρωπαϊκού νότου, βλ. Δημήτριο Κ. Γιαννακόπουλο, Η εξεγειρόμενη Ευρώπη του 1820-1821. Τα δυτικοευρωπαϊκά κινήματα και η έναρξη της ελληνικής επανάστασης, πρόλογος Θανάσης Χρήστου, επίκεντρο, Αθήνα 2021.

[4] Paschalis Kitromilides, «The Greek World in the Age of Revolution», in Paschalis Kitromilides (ed.), The Greek Revolution in the age of revolutions (1776-1848): reappraisals and comparisons, Routledge, New York 2022, σελ. 1-16· David A. Bell, «The Greek Revolution and the Age of Revolution», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ 32-42.

[5] Τις επαναστάσεις από το 1789 έως το 1848 ως μια συνέχεια, μάλιστα πέντε επαναστατικών κυμάτων ανά δεκαετία περίπου, αντιλαμβάνεται και η Annie Jourdan, «Revolutions in Europe (1789-1848)», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 19-31.

[6] Georges Lefebvre, Η Γαλλική Επανάσταση, (1989), μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, ιδίως σελ. 281-288· Albert Mathiez, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, (1922), μτφρ. Κ. Μεραναίου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1946, σελ. 282-196.

[7] Πολύ χαρακτηριστικά, ο Άγγλος κοινοβουλευτικός Edmund Burke ασκεί κριτική προς τη βίαιη και αιματηρή γαλλική επανάσταση, και εξαίρει το πολίτευμα της Αγγλίας που εξελίσσεται μέσα από μεταρρυθμίσεις με σεβασμό στην παράδοση. Βλ. Edmund Burke, Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία, (1790), μτφρ.- επιμ.- εισαγωγή Χ. Γρηγορίου, εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα 2010.

[8] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 (καταγραφή Γ. Τερτσέτη), Τύποις Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως 1846, σελ. 49. Στην ίδια κατεύθυνση ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει: «Ήταν όμως φαινόμενο τόσο τρομερό και αμετάκλητο όσο η πρώτη πυρηνική έκρηξη και άλλαξε για πάντα τον ρου της ιστορίας. Και απελευθέρωσε τόση ενέργεια που σκόρπισε σαν άχυρα τους στρατούς των παλαιών καθεστώτων της Ευρώπης». Βλ. Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 111.

[9] Βλ. πολύ αντιπροσωπευτικά Emmanuel Sieyès, Τι είναι η Τρίτη Τάξη (1789), μτφρ: Φροσύνα Στεφοπούλου, επιμ.-εισαγωγή: Χρήστος Παπαστυλιανός, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2016, για παράδειγμα σελ. 108: «Το έθνος προϋπάρχει των πάντων, είναι η πηγή των πάντων. Η βούλησή του είναι πάντοτε νόμιμη, αποτελεί τον ίδιο τον νόμο. Πριν από αυτό και πάνω από αυτό υπάρχει μόνο το φυσικό δίκαιο». Στη συνέχεια, καταλήγει ότι η Τρίτη Τάξη είναι το έθνος. Οι αντιπρόσωποί της συγκροτούν ολόκληρη την Εθνοσυνέλευση και είναι οι μόνοι (κατ’ αποκλεισμό των άλλων Τάξεων, δηλαδή των ευγενών και του κλήρου) θεματοφύλακες της γενικής βούλησης. Βλ. Sieyès ό.π., σελ. 140.

[10] Βλ. παρακάτω υπό ΙΙ.Β.

[11] Θεοδώρα Αντωνίου, 18ος αιώνας – Γαλλία, εις Θεοδώρα Αντωνίου/Γιώργος Γεραπετρίτης, Ευρωπαϊκή Συνταγματική Ιστορία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 139-145, ιδίως σελ. 131.

[12] Για μια λογοτεχνική μεταφορά της 14ης Ιουλίου βλ. Éric Vuillard, 14η Ιουλίου, μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, Πόλις, Αθήνα 2019.

[13] Levefre, ό.π., υπ. 6, σελ. 158-159.

[14] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 112-113 και σελ. 106.

[15] Στο πρότυπο δηλαδή της Χάρτας του 1814 και του γαλλικού Συντάγματος του 1830, τα νότια βασίλεια διέθεταν παραχωρημένα από τους τοπικούς ηγεμόνες μοναρχικά συντάγματα με δύο Βουλές. Στη μία Βουλή εκπροσωπούνταν η Εκκλησία, η φεουδαρχία, τα πανεπιστήμια, ενώ η δεύτερη Βουλή ήταν αιρετή βάσει ενός ταξικά προσδιορισμένου εκλογικού δικαιώματος (ständisches Wahlrecht). Μετά το 1848 τα νότια βασίλεια εισήγαγαν συνταγματικές αλλαγές, που προδίδουν την επιρροή τους και από το φιλελεύθερο βέλγικο σύνταγμα του 1831.  Βλ. Fritz Hartung, Deutsche Verfassungsgeschichte vom 15. Jahrhundert bis zur Gegenwart, fünfte, neubearbeitete Auflage, K.F. Koehler Verlag, Stuttgart, 1950, σελ. 204-210, καθώς και σελ. 220.

[16] Πασχάλης Μ. Κητρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφρ. Στέλλα Γ. Νικολούδη, γ΄ ανατύπωση, Αθήνα, ΜΙΕΤ 2009, σελ. 279-280.

[17] Βλ. σχετικά Ξένη Δ. Μπαλωτή, Ναπολέων Βοναπάρτης και Ελλάδα. Η ιστορία και οι μύθοι, εκδόσεις Κύφαντα 2020.

[18] Ακρίτας Καϊδατζής, Ο συνταγματισμός του εικοσιένα. Η συνταγματική πρακτική της επανάστασης μέσα από τις πηγές, 1821-1827, Ευρασία, Αθήνα, 2021, σελ. 32.

[19] Για τη φιλελεύθερη τριετία, βλ. Εύα Λατόρρε Μπρότο, Ελευθερωτές ενός μεγάλου λαού. Ελληνική Επανάσταση, Φιλελληνισμός και Φιλελεύθερη Διεθνής στην Ισπανία (1821-1822), εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2022, σελ. 25-33, καθώς και José Maria Portillo Valdés, «Greece, Spain and the theory of emancipation in early European liberalism», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 43-52.

[20] Χατζής, ό.π., υπ. 2, 226.

[21] Mathiez, ό.π., υπ. 6, σελ. 199. Σημειώνει, όμως, ότι η προσέλευση στις εκλογές ήταν περιορισμένη.

[22] Maurice Duverger, Les Constitutions de la France, Presses Universitaires de France, Paris 1959, σελ. 49.

[23] Maurice Duverger, Constitutions et Documents Politiques, Presses Universitaires de France, Paris, 1966, σελ. 29, ιδίως άρθρα 21-23 της Διακήρυξης του 1793.

[24] Για την επίδραση της γαλλικής επανάστασης και των γαλλικών επαναστατικών Συνταγμάτων στα Συντάγματα του Αγώνα, βλ. αναλυτικά Ξενοφώντα Κοντιάδη, Η περιπετειώδης ιστορία των επαναστατικών Συνταγμάτων του 1821. Η θεμελιωτική στιγμή της ελληνικής πολιτείας, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021, σελ. 39-55.

[25] Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (15 Ιανουαρίου 1822) εις Παντελή/Κουτσουμπίνα/Γεροζήση, Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας, 1ος τόμος 1821-1923, σελ. 30-33.

[26] Καϊδατζής, ό.π., υπ. 18, σελ. 32.

[27] Καϊδατζής, ό.π., υπ. 18, σελ. 37.

[28] John A. Davis, «Greece and the Liberal Revolutions of 1820-1823 in Southern Europe», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 82-94.

[29] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 173.

[30] Στην Αγγλία ήδη από το 1341, το Κοινοβούλιο είχε διαμοιρασθεί σε δύο Βουλές· στη Βουλή των Κοινοτήτων (House of Commons), στην οποία εκπροσωπούνταν οι ιππότες και οι αστοί,  και στη Βουλή των Λόρδων (House of Lords), στην οποία εκπροσωπείτο η τάξη της ευγένειας κατά την κληρονομική διαδοχή. Βλ. Γιώργο Γεραπετρίτη, Αγγλο-αμερικανικοί συνταγματικοί θεσμοί. Θεμέλια και αλληλεπίδραση με το δίκαιο της Ηπειρωτικής Ευρώπης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016, σελ. 28.

[31] Στη Γαλλία, κατά τη Χάρτα του 1814, τα μέλη της Άνω Βουλής διορίζονταν από τον Ηγεμόνα, έπειτα επί Καρόλου Γ΄, η Βουλή των Ομοτίμων ακολουθούσε τον κανόνα της κληρονομικής διαδοχής. Μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, επανήλθε ο κανόνας του ορισμού τους από τον Ηγεμόνα.

[32] Βλ. Νίκο Κ. Αλιβιζάτο, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία. 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 45.

[33] Άρθρο 75 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος: «Σχέδιον νόμου, προβαλλόμενον από τον Κυβερνήτην εις την Βουλήν, εάν συζητηθή απ’ αυτήν, και τρις επιστραφή απαράδεκτον προς αυτόν, πίπτει».

[34] Άρθρο 73 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος.

[35] Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κοντιάδης για τη σχέση Βουλευτικού και Εκτελεστικού στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου, «[π]ρόκειται για ένα σύστημα που εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο τη βαθιά δυσπιστία των προκρίτων προς τα άλλα δρώντα υποκείμενα του Αγώνα, αλλά και την αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ τους. Βλ. Κοντιάδη, ό.π., υπ. 24, σελ. 107.

[36] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι εκλογές και ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός ως στοιχεία της νεοελληνικής νεωτερικότητας, Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη με τον τίτλο «Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική», δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα constitutionalism.gr.

[37] Τμήμα Β, β΄ του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος. Με την αναφορά στους Χριστιανούς αποκλείονταν από την ιδιότητα του πολίτη οι μουσουλμάνοι, αλλά και οι Εβραίοι που κατοικούσαν στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο Κοραής άσκησε κριτική στο Προσωρινό Πολίτευμα για το σημείο αυτό. Βλ. αναλυτικά Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Τα φιλελεύθερα Συντάγματα του Αγώνα στην πολιτική σκέψη του διαφωτισμού. Oι αναγνώσεις του Μπένθαμ και του Κοραή και η ευρύτερη σημασία τους, εις Βλαχόπουλος/Κούμας/Χρήστου (επιμ.), Πρακτικά Συνεδρίου του ΕΚΠΑ, Πρωτοβουλία 1821-2021 – Εθνική Τράπεζα, 19-20 Μαρτίου 2021, Η γένεση του ελληνικού συνταγματισμού: Η ελληνική συνταγματική ιστορία κατά τα επαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια, υπό έκδοση από τις εκδόσεις του ΕΚΠΑ.

Πάντως, πρέπει να αναφέρουμε ότι το Πολιτικόν Σύνταγμα άφηνε ανοικτό το θέμα της πολιτογράφησης για τον κοινό νομοθέτη, καθώς εν τέλει όριζε ότι Έλληνες είναι «όσοι ξένοι έλθωσιν και πολιτογραφηθώσιν» (άρθρο 6 περ. ε).

[38] Άρθρο 5 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Και αυτή η διατύπωση της εθνικής κυριαρχίας συνιστά επιρροή εκ των γαλλικών Συνταγμάτων. Επίσης και η αναφορά του Πολιτικού Συντάγματος στο ότι η ελληνική επικράτεια είναι «μία και αδιαίρετος» (άρθρο 2) συνιστά γαλλική επιρροή, σημειώνει η Jourdan, ό.π., υπ. 5, σελ. 26.

[39] Αλιβιζάτος, ό.π., υπ. 32, σελ. 62.

[40] Χατζής, ό.π., υπ. 2, σελ. 482.

[41] Καϊδατζής, ό.π, υπ. 18, σελ. 168-169.

[42] Καϊδατζής, ό.π., υπ. 18, σελ. 214.

[43] Αλιβιζάτος, ό.π., υπ. 32, σελ. 56.

[44] Βλ. σχετικά Δημήτρη Μπίλη, «Ο εκλογικός νόμος του 1844: θεσμική χειραφέτηση και πολιτικές υστεροβουλίες», εις Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά, Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά. Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, Μελέτες 11 Διεύθυνση: Γ. Κασιμάτης, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1999, σελ. 137-150, και σελ 150-157, όπου αναδημοσιεύεται ο ίδιος ο εκλογικός νόμος.

[45] Αλιβιζάτος, ό.π., υπ. 32, σελ. 94.

[46] Χαρακτηριστικό του εξισωτικού πνεύματος της επανάστασης είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τις συζητήσεις της εν Αθήναις Εθνοσυνέλευσης της Τρίτης Σεπτεμβρίου, όταν είχε τεθεί το ζήτημα του τρόπου ανάδειξης των Γερουσιαστών, με επιλογή από τον Ηγεμόνα ή με εκλογή από τον λαό: «Εις την Ελλάδα δεν έχομεν διακεκριμμένην τάξιν ανθρώπων, είτε εκ γενέσεως, είτε άλλως πως. Κανείς δεν υποχωρεί εις τον άλλον, ούτε ο στρατιώτης εις τον στρατηγόν, ούτε ο πένης εις τον πλούσιον. Πάντες νομίζουσι εαυτούς ίσους, διότι πάντες ηγωνίσαντο τον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα. Δυοίν θάτερον, ή θέλομεν θέσει ευρύτατα τα προσόντα, ή πολύ στενά’ εάν θέσωμεν αυτά στενά, θέλομεν κινδυνεύσει το σύνταγμα. Διότι πώς είναι δυνατόν να ανεχθή ο Ελληνικός λαός να ήναι δια παντός κεκλεισμένος της θέσεως του Γερουσιαστού και να μη βλέπη το αξίωμα εκείνον εφικτόν, ειμή εις διακοσίους, ή τριακοσίους μόνον; Δεν θέλει κραυγάσει τότε, διακόσιοι μόνον ηγωνίσθησαν; Δεν είμαι καγώ μέτοχος του αγώνος; Το πυρ του πολέμου, και ο κίνδυνος και η καταστροφή δεν έκαμνε μεταξύ ημών ουδεμίαν διάκρισιν, πως τώρα το Σύνταγμα εμπεριέχει διακρίσεις;». Βλ. Η Της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις. Πρακτικά – Ανατύπωση με ευρετήριο ομιλτών κατά συνεδρίαση και θεματικό ευρετήριο, Πηγές του Ελληνικού Δημοσίου Δικαίου, Διεύθυνση: Γιώργος Κασιμάτης 7, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σελ. 383.

[47] Mark Mazower, Η ελληνική επανάσταση, (2021), εκδόσεις Aλεξάνδρεια, Αθήνα 2021, σελ. 173.

[48] Χατζής, ό.π., υπ. 2, σελ. 253-254. Για μiα συνολική θεώρηση των πολιτικών τάσεων κατά την προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο, βλ. John A. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ Αθήνα 1997, σελ. 66-130.

[49] Αριστόβουλος Μάνεσης, «Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», εις του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 11-61.

[50] Βλ. ενδεικτικά Christopher Hill, The Century of Revolution. 1603-1714 (1961), London and New York, Routledge Classics, 2002, 196· Γεραπετρίτης, ό.π., υπ. 30, σελ. 60-61.

[51] Παρακάτω, υπ. 68.

[52] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 431.

[53] Σέρι Μπέρμαν, Η πολιτική εξέλιξη της νεότερης Ευρώπης (2019), μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, Δώμα, Αθήνα 2021, σελ. 146.

[54] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 174.

[55] Ο Λουδοβίκος Φίλιππος έφερε τον τίτλο του «Βασιλιά των Γάλλων» και όχι της Γαλλίας, όπως μετά από μερικά χρόνια ο Γεώργιος Α΄ θα αποκαλείτο «Βασιλιάς των Ελλήνων» – και όχι της Ελλάδος ως ο Όθων – σε υπόμνηση της πηγής κάθε εξουσίας.

[56] Μπέρμαν, ό.π., υπ. 53, σελ. 148.

[57] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 436.

[58] Μπέρμαν, ό.π., υπ. 53, σελ. 137.

[59] Βλ. χαρακτηριστικά την κριτική του Μάρξ, Κάρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία. Από το 1848 ως το 1850, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2012.

[60] Μπέρμαν, ό.π., υπ. 53, σελ. 182· Αντωνίου, ό.π., υπ. 11, σελ. 177-178.

[61] Georges Burdeau, Droit Constitutionnel et Institutions Politiques, Paris 1976, σελ. 286-350· André Maurois, Ιστορία της Αγγλίας, μτφρ. Τάκη Μπάρλα, εκδόσεις Κουλτούρα, σελ. 431-520.

[62] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 300-301.

[63] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 190.

[64] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 190-191.

[65] Μπέρμαν, ό.π., υπ. 53, σελ. 143.

[66] Μπέρμαν, ό.π., υπ. 53, σελ. 148.

[67] Το πιο πρώτο εργατικό κόμμα δημιουργήθηκε στην Αγγλία, που ήταν η πιο βιομηχανοποιημένη χώρα της Ευρώπης και το οποίο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της αγγλικής κοινωνίας (που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ), ουδέποτε ριζοσπαστικοποιήθηκε, ώστε να γίνει κομμουνιστικό.  Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Βρετανοί φτωχοί εργαζόμενοι συσπειρώθηκαν γύρω από μια «απλή» κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση, όπως εκφραζόταν στα «Έξη Σημεία» της Χάρτας του Λαού και τα οποία ήταν τα εξής: 1) δικαίωμα ψήφου στους άνδρες,  2) εκλογές με ψηφοδέλτιο, 3) ίσες εκλογικές περιφέρειες, 4) αμοιβή στα μέλη του Kοινοβουλίου (αυτό ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό για να αλλάξει η κοινωνική σύνθεση του Kοινοβουλίου και να μετάσχουν και εκπρόσωποι του ανερχόμενου εργατικού κόμματος, 5) ενιαύσια κοινοβουλευτική θητεία 6) κατάργηση των προϋποθέσεων ιδιοκτησίας για τους υποψηφίους. Βλ. Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 180-181.

[68] Για τον Great Reform Act, βλ. Cecil S. Emden, The People and the Constitution. Being a History of the Development of the People’s Influence in British Government, second edition (first edition 1933), Clarendon Press, Oxford 1956, σελ. 12-15. Για τις εκλογικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα στην Αγγλία, βλ. Ν. Παπασπύρου, Τα μονοπάτια του ευρωπαϊκού συνταγματισμού, Aλεξάνδρεια, Αθήνα 2016, σελ. 60-65.

[69] Για τον ρόλο, την ένταξη και τη συνεισφορά των Φιλελλήνων στον Αγώνα, βλ. Mazower, ό.π., υπ. 48, σελ. 217-242. Ο Μαζάουερ χαρακτηρίζει τους Φιλέλληνες «περιπλανώμενους ιππότες» και σημειώνει σχετικά (σελ. 218): «Αυτό το κύμα συμπάθειας στην Ευρώπη για τον αγώνα των Ελλήνων υπήρξε ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πολιτικά και πολιτισμικά φαινόμενα της μεταναπολεόντειας περιόδου. […] Η υποστήριξη των Ελλήνων έγινε ένας τρόπος να σηματοδοτηθεί η αποδοκιμασία προς τους συντηρητικούς κυρίους της Ευρώπης και τη μισαλλοδοξία τους απέναντι στα δίκαια των εθνών. Οι εθελοντές που πήγαν στην Ελλάδα ήταν οι πρώτοι μιας μακράς σειράς μαχητών -που θα επεκτεινόταν για πάνω από έναν αιώνα ως τον ισπανικό εμφύλιο- πρόθυμων να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για την ελευθερία των άλλων». Ακόμη, για τον ρόλο των Φιλελλήνων στον Αγώνα, βλ. Roderick Beaton, The Greek Revolution of 1821 and its Global Significance, Αιώρα, Αθήνα 2021, σελ. 51 έως 62, καθώς και Θάνο Μ. Βερέμη, 21 ερωτήσεις & απαντήσεις για το 21, Δεύτερη ανατύπωση, μεταίχμιο, Αθήνα 2021, σελ. 168-176. Για τη ζωή του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα από τις πρώτες του περιηγήσεις μέχρι τον θάνατό του στο Μεσολόγγι, βλ. Roderick Beaton, Ο πόλεμος του Μπάιρον. Ρομαντική εξέγερση, Ελληνική Επανάσταση, (2013), μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015.

[70] Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (επιμ.), Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η ελληνική επανάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2012.

[71] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 434-435. Ο Χομπσμπάουμ μας πληροφορεί ότι, πάντως, οι ψηφοφόροι δεν ξεπέρασαν τις 80.000 επί συνόλου 4 εκατ. κατοίκων.

[72] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 433-434.

[73] Sir Thomas Erskine May, The Constitutional History of England since the Accession of George The Third, Vol. II, (1863), Green and co, New York, Bombay and Calcutta 1912, σελ. 30-34· 32 Cecil S. Emden, Parties and the People’s Mandate, in Sydney D. Bailey (ed.), The British Party System, London 1952, σελ. 152-167.

[74] Vassiliki Christou, Brexit, Representative Democracy and Constitutional Reform since 1997, ERPL/REDP, vol. 30, no 3, autumn/automne 2018, σελ. 833-886, ιδίως σελ. 839-845. Για την ιστορία του εργατικού κόμματος στην Αγγλία βλ. Eric Shaw, The Labour Party since 1945. Old Labour: New Labour, Blackwell, Oxford/Cambridge 1993.

[75] Hartung, ό.π., υπ. 15, σελ. 262.

[76] Μπέρμαν, ό.π., υπ. 53, σελ. 151-162.

[77] Γεράσιμος Δ. Παγκράτης, Ιστορία των Ιταλικών και προ-ενωτικών κρατών. Από τους ιταλικούς πολέμους έως την ενοποίηση, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2020, σελ. 240-252.

[78] James Hawes, Μικρή ιστορία της Γερμανίας, (2017), μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 148-149.

[79] Hartung, ό.π., υπ. 15.

[80] Βλ. Michael Stolleis, Geschichte des öffentlichen Rechts in Deutschland. Zweiter Band 1800-1914, Verlag C.H. Beck, München, σελ. 266-280· Hartung, ό.π., υπ. 15, σελ. σελ. 188-194 και σελ. 219.

[81] Βλ. ενδεικτικά Guy Hermet, Ιστορία των εθνών και του εθνικισμού στην Ευρώπη (1996), μτφρ. Αλεξάνδρα Νεστοροπούλου, επιστ. επιμέλεια Λάμπρος Φλιτούρης, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2020.

[82] Αριστόβουλος Μάνεσης, Η φιλελεύθερη και δημοκρατική ιδεολογία της εθνικής επανάστασης του 1821 (1983), πρόλογος Γιώργος Σωτηρέλης, επετειακή έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021. Βλ. ακόμη Spyros Vlachopoulos, «The vision of the rebellious Greeks for a democratic and liberal state: The Constitutions of the Greek Revolution», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 235-244. Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου δίνει και μία τρίτη διάσταση στην επαναστατική ιδέα της ελευθερίας και της εθνικής χειραφέτησης, αυτήν της συνύπαρξης των νέων Ελλήνων με δίκαιους όρους στη νέα πολιτική κοινότητα. Βλ. Konstantinos Papageorgiou, «Ideals of freedom in the Greek Revolution and the political discourse of modernity», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 245-261, ιδίως σελ. 257: «For them, the Greek revolution was not to be seen simply as a liberal uprising merely to promote individual rights and interests, nor as a national revolt triggered by past entitlements. No such simplistic wholesale view was offered. It was rather the attempt to create the real public space and the normative, institutional, and moral resources for a group of individuals to live as free people in their own right».

[83] Παγκράτης, ό.π., υπ. 77, σελ. 212-225.

[84] Βλ. σχετικά Francesco Scalora, «“Che dura prova è tentar di greca aquila il dorso”. The Greek War of Independence and its resonance in Sicilian culture of the 19th century», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 109-122.

[85]. Βλ. Χατζή, ό.π., υπ. 2, σελ. 476. Ακόμη, βλ. Νίκο Αλιβιζάτο και Αριστείδη Χατζή, Από τη Ραβέννα στην Πιάδα. Δύο αιώνες από το πρώτο Σύνταγμα – Ο ρόλος των Γκαλίνα, Μαυροκορδάτου, Καθημερινή, 1 Ιανουαρίου 2022, https://www.kathimerini.gr/culture/561651526/apo-ti-ravenna-stin-piada/.

[86] Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος μας πληροφορεί για τη δράση των Ιταλών επαναστατών στην Ελλάδα μέσα από τις αφηγήσεις του Giuseppe Pecchio για την επαναστατημένη Ελλάδα, την οποία ο τελευταίος επισκέφτηκε το 1825 για να παραδώσει ένα ποσό του αγγλικού δανείου, έχοντας επιλεγεί από το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου. Βλ. Γιαννακόπουλο, ό.π., υπ. 3, σελ. 88 έως 93, καθώς και σελ. 114.

[87] Scalora, ό.π., υπ. 85, σελ. 117, όπου παραπέμπει σε A. Valaoritis, Βίος, ἐπιστολὲς καὶ πολιτικὰ κείμενα [Life, Letters and Political Texts], Critical Edition by G. P. Savvidis and N. Lykourgou, vol. I (Athens, 1980), σελ. 63. Στην προκήρυξη αυτήν ο Βαλαωρίτης αναφέρεται μεταξύ άλλων στη θυσία του Σανταρόζα για την Ελλάδα.

[88] Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, πρόλογος Σπύρου Μπελά, εισαγωγή- επιμέλεια Κλ. Παράσχου, Αθηναϊκαί εκδόσεις 1955, σελ. 13.

[89] https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/timeline.html?cnd_id=3

[90] Όπως επισημαίνει ο Χομπσμπάουμ, ανατολικά του Ρήνου, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Πολωνία, αλλά και στην Ιταλία «το εθνικό πρόβλημα εξακολουθούσε να προέχει όλων των άλλων. Όλοι οι λαοί ζούσαν σε κράτη που, με εθνικά κριτήρια, ήταν ή πολύ μικρά ή πολύ μεγάλα; Ως μέλη διαλυμένων εθνών, διασπασμένων σε μικρές ηγεμονίες ή ούτε καν (Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία), ως μέλη πολυεθνών αυτοκρατοριών (των Αψβούργων, της ρωσικής και της τουρκικής), ή και με τις δύο ιδιότητες». Βλ. Hobsbawm, ό.π., υπ, 1, σελ. 175.

[91] Hawes, ό.π., υπ. 78, σελ. 166. Για την ένωση της Γερμανίας στα 1871, υπό τον Πρώσο Μπίσμαρκ, ο Hawes σχολιάζει, σαν σε επικήδειο: «Η νότια και δυτική Γερμανία, αναπόσπαστο τμήμα της δυτικής Ευρώπης ήδη από το 100 μ.Χ., θα ήταν στο εξής υποχείριο μια δύναμης που οι ρίζες της βρίσκονταν στα ανατολικά του Έλβα και που μετρούσε μόνο περίπου τρεισήμισι αιώνες ζωής. Το κέντρο βάρους όχι μόνον της Γερμανίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης είχε μετατοπιστεί ανατολικότερα».

[92] Hobsbawm, ό.π., υπ. 1, σελ. 375.

[93] Βλ. σχετικά Παγκράτης, ό.π., υπ. 77, σελ. 229-290.

[94] Hawes, ό.π., υπ. 78, σελ. 149-150.

[95] Ernst Fοrsthoff, Deutsche Verfassungsgeschichte der Neuzeit, 3. Auflage, W. Kohlhammer Verlag, Stuttgart, Berlin, Köln, Mainz 1967, σελ. 124-125.

[96] Hartung, ό.π., υπ. 15, σελ. 262.

[97] Hartung, ό.π., υπ. 15, σελ. 265.

[98] Hartung, ό.π., υπ. 15, σελ. 301 και σελ. 310.

[99] Ο Μπίσμαρκ ίδρυσε το 1867 τη Βορειογερμανική Συνομοσπονδία (Norddeutscher Bund) και προκήρυξε εκλογές για ένα πανγερμανικό κοινοβούλιο με έδρα το Βερολίνο, προοπτική, όμως, την οποία καταψήφισαν τα τέσσερα βασίλεια του νότου, η Βαυαρία, η Βυρτεμβέργη, η Βάδη και η Έσση-Ντάρμσταντ. Όταν ο Μπίσμαρκ παρέσυρε σε πόλεμο τον Ναπολέοντα Γ΄, τα βασίλεια της νότιας Γερμανίας έστειλαν στρατεύματα και η νίκη των Πρώσων ανακίνησε την ιδέα της γερμανικής ενοποίησης. Έτσι, στις 10 Δεκεμβρίου 1870, η Βορειογερμανική Συνομοσπονδία αυτοαναγορεύτηκε Αυτοκρατορία, και ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος Α΄ αυτοκράτορας. Με το τέλος του πολέμου, στις 18 Ιανουαρίου 1871, στην Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών -στο σύμβολο της γαλλικής μοναρχίας από τον καιρό του Λουδοβίκου XIV- ανακηρύχτηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία. Βλ. σχετικά Hawes, ό.π., υπ. 78, σελ. 160-166.

[100] Christopher Clark and Christos Aliprantis, «Greece and 1848: Direct responses and underlying connectivities», in Kitromilides (ed.), ό.π., υπ. 4, σελ. 95-108, σελ. 97.

 

Βασιλική Χρήστου, Επίκουρη καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου, Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

four × two =