Η επίδραση της τεχνολογίας στη δημοκρατία

Τ. Βιδάλης, Δ.Ν., EGE Member (EC), Επιστ. Συνεργάτης, Νομ. Σύμβουλος ΕΕΒΤ

Εισαγωγή

Το ελληνικό Σύνταγμα αναφέρεται σποραδικά στην τεχνολογία, κυρίως σε διατάξεις που κατοχυρώνουν τα λεγόμενα «νέα» δικαιώματα, μετά την αναθεώρηση του 2001: για τους βιοιατρικούς πειραματισμούς[1], για το δικαίωμα στην πληροφόρηση, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθ. 5 παρ. 5, 5 Α, 9 Α)[2]. Η ραδιοτηλεόραση πάλι ήταν το πρώτο χρονικά πεδίο του ενδιαφέροντός του, καθώς είχε εμφανισθεί στο κείμενο του 1975 (άρθ. 15). Ακόμη και το 2001, όμως, λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τις συνέπειες των σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών στις βασικές αξίες μιας δημοκρατίας. Σήμερα, κρίσιμες όψεις της προσωπικής αυτονομίας -όπως εκφράζεται με τις ατομικές ελευθερίες- της πολιτικής συμμετοχής, καθώς και των κοινωνικών δικαιωμάτων εξαρτώνται πλέον από τεχνολογικές εξελίξεις που, αφ’ ενός δεν ελέγχονται από δημόσιους θεσμούς σε οποιοδήποτε επίπεδο, εθνικό ή όχι, και αφ’ ετέρου προσελκύουν το ενδιαφέρον της παγκόσμιας οικονομίας με αυξανόμενο ρυθμό.

Η πραγματικότητα αυτή προβληματίζει για τις πραγματικές αντοχές της δημοκρατίας: μπορεί το καθεστώς που αφήνει τον μεγαλύτερο χώρο για την ελευθερία να αφομοιώσει έναν τεχνολογικά αναπτυγμένο καπιταλισμό με πρακτικά απεριόριστη προοπτική; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, χρειάζεται να εξετάσει ορισμένα κομβικά πεδία της επίδρασης της τεχνολογίας στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία τέτοια πεδία: την επίδραση στην ελευθερία της έκφρασης, την επίδραση στην ιδιωτικότητα και την επίδραση στη λήψη των αποφάσεων.

 

  1. Ελευθερία της έκφρασης

Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί όρο για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Εξαρτάται άμεσα από την ελευθερία της σκέψης που, με τη σειρά της, συνδέεται με το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Αυτή η συναρμογή τριών θεμελιωδών δικαιωμάτων βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς διαμεσολαβείται καίρια από δύο ιδίως τεχνολογικές εφαρμογές: την ανάπτυξη και διάδοση των κοινωνικών δικτύων και τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης για τη διαμόρφωση περιεχομένου (κειμένου, ήχου, εικόνας, κ.λπ.).

Τα κοινωνικά δίκτυα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα διεισδυτικά στον τρόπο έκφρασης του μέσου πολίτη[3]. Χωρίς να απαιτούν ειδικές τεχνολογικές γνώσεις ή δεξιότητες, επιτρέπουν την άμεση επικοινωνία σε δημόσιο ψηφιακό χώρο, πρακτικά χωρίς περιορισμούς. Η ανταλλαγή απόψεων, η έκφραση συναισθημάτων ή η διατύπωση γνωμών διευκολύνθηκαν αφάνταστα, σε βαθμό που δεν συγκρίνεται με τις μεθόδους της συμβατικής ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Αμέσως, αυτή η πραγματικότητα αποκάλυψε σκοτεινές όψεις, με την εύκολη διάδοση εκφράσεων λεκτικής βίας, μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, σεξισμού ή άλλων διακρίσεων ή τη διάδοση εικόνων που εκθέτουν πρόσωπα, συχνά με σκοπό τον εκβιασμό για ποικίλους σκοπούς.

Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει πλέον μορφές έκφρασης που ελέγχονται μόνο εν μέρει από το υποκείμενό τους. Η δυνατότητα, π.χ. δημιουργίας πρωτότυπων κειμένων (Chat GPT[4]), μουσικής ή εικόνων -όπου εκείνος που εκφράζεται αρκείται σε μια αρχική εντολή και το τελικό προϊόν προκύπτει από την αλγοριθμική επεξεργασία της τελευταίας-, σημαίνει ότι η έκφραση δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στο υποκείμενό της, γιατί ξεπερνά κατά πολύ τις φυσικές νοητικές του ικανότητες ή έστω και τη συμβατική προέκτασή τους με μηχανικά μέσα. Έτσι, η δημιουργία ενός κειμένου που εύκολα θα μπορούσε να αποδοθεί σε έναν διάσημο συγγραφέα, χωρίς όμως ποτέ να το έχει γράψει εκείνος, ή μιας «φωτογραφίας» προσώπου που δεν υπήρξε ή μιας υποτιθέμενης ανακοίνωσης του ΟΗΕ ή της κυβέρνησης που πείθει τον καθέναν για την αυθεντικότητά της, χωρίς όμως να έχει εκδοθεί ποτέ στην πραγματικότητα, ασφαλώς αποτελούν μορφές έκφρασης εκείνου που τις προκάλεσε. Αντιπροσωπεύουν τον δημιουργό τους, έστω και αν αυτός δεν έχει κανένα ταλέντο στη λογοτεχνία, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη φωτογραφική τέχνη ή δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική: αρκεί μόνο να γνωρίζει τις απλές εντολές που ενεργοποιούν μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης, διαθέσιμη συνήθως ελεύθερα ή με μικρό κόστος στο διαδίκτυο.

Πρόκειται ωστόσο για προωθημένες μορφές έκφρασης με απρόβλεπτες συνέπειες, που δυνητικά μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή άλλων, μεμονωμένων προσώπων, ομάδων, πληθυσμών ή ακόμη και ολόκληρου του κόσμου. Η δυνατότητα γρήγορης και ευρύτατης διάδοσης τέτοιας «τεχνητής» έκφρασης στο δημόσιο χώρο έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τη «φυσική» έκφραση όπως την έχουμε γνωρίσει (και την οποία είχαν κατά νου εκείνοι που διατύπωσαν τη σχετική ελευθερία σε διεθνή και συνταγματικά κείμενα): την πρόκληση αυθεντικών εντυπώσεων στους αποδέκτες, οι οποίοι αντιδρούν ειλικρινά στην πραγματική ζωή χωρίς την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε κάποιο κακόγουστο παιχνίδι.

Οι δύο αυτές τεχνολογικές εξελίξεις είναι σε θέση να μεταθέτουν το κέντρο βάρους της ελευθερίας της έκφρασης από την εξωτερίκευση αυθεντικών σκέψεων ή συναισθημάτων στον κοινό εντυπωσιασμό. Η διαφορά δεν έγκειται σε μια διάκριση αλήθειας/ψεύδους. Κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι οι αυθεντικές σκέψεις εγγυώνται την αλήθεια: μπορούν εκούσια ή ακούσια να παραπλανούν ή να εξαπατούν. Ωστόσο η τεχνολογία που διαθέτουμε, διευκολύνει απίστευτα την πιθανότητα εκούσιας παραπλάνησης ή εξαπάτησης με σκοπό τη χειραγώγηση της σκέψης και των πράξεων του αποδέκτη.

Αν αυτό το μεταφέρουμε στο δημόσιο χώρο, η αμφιβολία για την αυθεντικότητα των προϊόντων έκφρασης που κυκλοφορούν και η εύκολη διάδοση της έκφρασης που υποθάλπει τη βία, μπορεί να αλλάξει δραματικά τα δεδομένα μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ο λόγος είναι ότι, στην τελευταία, η ελευθερία της έκφρασης έχει σημασία για την πληροφόρηση των πολιτών. Το δικαίωμα στην πληροφόρηση είναι, όπως είπαμε, θεμελιώδες και κατοχυρώνεται επίσης σε διεθνή και συνταγματικά κείμενα. Συμπληρώνει την ελευθερία της έκφρασης, φωτίζοντας την πλευρά του αποδέκτη της στο δημόσιο χώρο: ο αποδέκτης ποικίλων εκφράσεων άλλων προσώπων – δηλαδή, «πληροφοριών» από τα τελευταία- είναι σε θέση να διαμορφώσει ελεύθερα τη δική του γνώμη και, με τη σειρά του, να γίνει πομπός νέας έκφρασης. Αν όμως αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών στο δημόσιο χώρο έχει ως αντικείμενο την οργάνωση της συμβίωσης σε μια κοινωνία και, ακόμη περισσότερο, το κοινό συμφέρον, η ποιότητά τους είναι ζωτικής σημασίας. Τουλάχιστον η απαίτηση της μη χειραγώγησης του αποδέκτη των πληροφοριών με τη δημιουργία εντυπώσεων είναι ουσιώδης[5], ώστε να μην αναιρείται η δική του ελευθερία γνώμης και, κατ’ επέκταση, η ελευθερία της γνώμης και έκφρασης στο πλαίσιο του πολιτικού του αυτοκαθορισμού που αποτελεί την ουσία της δημοκρατίας.

Με δεδομένες τις τεχνολογίες αυτές, ο έλεγχος της πληροφορίας που χειραγωγεί την ελεύθερη γνώμη των πολιτών δείχνει πρακτικά ανέφικτος. Οπωσδήποτε, η συμβατική διάδοση πληροφοριών στο δημόσιο χώρο μέσω των παραδοσιακών ΜΜΕ μπορούσε να υπαχθεί σε κάποιας μορφής έλεγχο, κυρίως επειδή τα ΜΜΕ ήταν οι κύριοι πομποί τους. Πλέον αυτό δεν ισχύει, όχι μόνον επειδή τα ΜΜΕ πολλαπλασιάστηκαν υπερβολικά και η πρόσβαση σε αυτά δεν γνωρίζει σύνορα, αλλά διότι πομπός πληροφορίας και δυνάμει διαμορφωτής της γνώμης του κοινού είναι ο καθένας, στο μέτρο που η ελευθερία της έκφρασης έχει εύκολα διαθέσιμες ράγες επικοινωνίας στο δημόσιο χώρο.

Η κατασκευή και διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι το πιο κοινό παράδειγμα νόθευσης του δικαιώματος στην πληροφόρηση μέσω της τεχνολογίας, που μπορεί να οδηγήσει σε χειραγώγηση της γνώμης και τελικά της έκφρασης των πολιτών[6]. Οι συνέπειες για την πολιτική συμμετοχή αφορούν εδώ την αναίρεση της αυθεντικότητας της πολιτικής βούλησης, προς όφελος ιδιοτελών σκοπών εκείνου που παράγει ψευδείς ειδήσεις.

Όσο και αν στην κοινή γνώμη καλλιεργείται η εντύπωση ότι είναι κυρίως ιδιωτικά κέντρα οι φορείς των τελευταίων -με αφορμή την πανδημία, στη διάρκεια της οποίας κυκλοφόρησαν πράγματι ποικίλες θεωρίες συνομωσίας για τη σοβαρότητα της ασθένειας, την πραγματική αξία των εμβολίων κ.λπ.[7]– φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν στο πεδίο αυτό σημαντικό ρόλο, κυρίως διώκοντας την ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία. Ο αποκλεισμός της κυκλοφορίας αληθινών ειδήσεων ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατασκευή ψευδών ειδήσεων, καθώς καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα της δημιουργίας παραπλανητικών εντυπώσεων για την αλήθεια στο κοινό. Οι διώξεις αυτές από αυταρχικά καθεστώτα έχουν αποκαλυφθεί και επίσημα[8], ωστόσο ο κίνδυνος να χαρακτηρίσουν τη raison d’ Etat ακόμη και σύγχρονων δημοκρατιών είναι ορατός, ήδη μάλιστα τα πρώτα δείγματα έχουν εμφανισθεί. Και τούτο, διότι, αν στην περίπτωση των αυταρχικών καθεστώτων η αδύναμη νομιμοποίηση της εξουσίας εξηγεί πρακτικές χειραγώγησης της πολιτικής βούλησης (και μάλιστα διαχρονικά, πολύ πριν εμφανιστούν οι νέες τεχνολογικές εφαρμογές), στην περίπτωση των δημοκρατιών η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί σε μια σύμπτωση δύο ιδίως παραγόντων.

Αφ’ ενός, σε μια διαρκή κατάσταση εναλλασσόμενων κρίσεων που προς το παρόν χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα, και πλέον καλείται να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κράτος στον κόσμο, λόγω της αλληλεξάρτησης των οικονομιών και της ταχύτητας της επικοινωνίας. Κρίσεις κατά κανόνα παγκόσμιων διαστάσεων, συλλογικής ασφάλειας, χρηματιστηριακές, υγειονομικές, ενεργειακές, πολεμικές και βέβαια η μεγάλη κρίση της κλιματικής αλλαγής, διαμορφώνουν απρόβλεπτες συνθήκες στις οποίες ακόμη και μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση -που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα- δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί: στην πραγματικότητα, η πολιτική ως ορθολογικό πρόταγμα έχει υποχωρήσει δραματικά στον αιώνα αυτόν. Το αποτέλεσμα για τις δημοκρατικές κυβερνήσεις είναι η διαρκώς επισφαλής κατάσταση της νομιμοποίησής τους, που απαιτεί κινήσεις αυτοπροστασίας, ιδίως μέσω της διαχείρισης της επικοινωνίας με τους πολίτες.

Αφ’ ετέρου, η ίδια η σύγχρονη δημοκρατία οργανώνεται στη βάση μιας επαγγελματικής πολιτικής που όλο και περισσότερο επικαθορίζεται από οικονομικές ολιγαρχίες, ιδίως στο δεσπόζον πεδίο του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η σχέση αυτή δεν επιτρέπει αποκλίσεις από προτεραιότητες μιας έντονα διεθνοποιημένης αγοράς, επομένως και αποκλίσεις από τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις που υπηρετούν αυτές τις προτεραιότητες. Το ενδεχόμενο διάρρηξης της δημοκρατικής νομιμοποίησης σε περιόδους εντάσεων μεταξύ της κοινωνίας και των κρατουσών πολιτικών κατευθύνσεων δύσκολα πλέον γίνεται ανεκτό από τις κυβερνήσεις. Και πάλι, η τεχνολογία της επικοινωνίας προσφέρει μεθόδους και εργαλεία για την αποτροπή μιας τέτοιας διάρρηξης, στην επιδίωξη της οποίας ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: η δεοντολογία της πληροφόρησης μπορεί να υποχωρεί υπέρ «κατά συνθήκην» ψευδών ειδήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή σχέση οικονομικών αναγκαιοτήτων και επαγγελματικής πολιτικής. Μια πολύ πιο πειστική κρατική προπαγάνδα, χάρη στην αξιοποίηση τεχνολογίας κατασκευής γεγονότων ή απόψεων (π.χ. το περίφημο πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράκ[9]), αλλοίωσης της εικόνας της πραγματικότητας (π.χ. τα “Greek statistics” πριν την χρεωκοπία της χώρας μας[10]), παρουσίασης της «μισής» αλήθειας, έμφασης στο δευτερεύον αντί του κύριου (η περίπτωση της δίωξης των WikiLeaks[11], όπου η αποκάλυψη παράνομων δραστηριοτήτων κρατικών αξιωματούχων υποβαθμίστηκε, λόγω της έμφασης που δόθηκε στο γεγονός της διαρροής των ειδήσεων) και, τελικά, απόκρυψης αυτού που όντως συμβαίνει ή έχει συμβεί, αποκαλύπτει ανάγλυφα, σήμερα, ένα από τα σκοτεινότερα χαρακτηριστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Την παραπάνω εικόνα συμπληρώνει η δυνατότητα χειραγώγησης του εκλογικού σώματος υπέρ συγκεκριμένων κομμάτων ή υποψηφίων, με τη χρήση τεχνολογικών εφαρμογών. Το παράδειγμα της στοχευμένης προώθησης μηνυμάτων σχεδιασμένων στη βάση του προσωπικού και κοινωνικού προφίλ, καθώς και των εκφρασμένων προτιμήσεων που οι εκλογείς δημοσιοποιούν στα κοινωνικά δίκτυα, έγινε γνωστή με την υπόθεση της Cambridge Analytica, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016[12]. Στην υπόθεση αυτή εξασφαλίσθηκε η πρόσβαση σε μεγάλο όγκο προσωπικών δεδομένων, μέσω συμφωνίας με τη Facebook, για τη χειραγώγηση των εκλογέων υπέρ της υποψηφιότητας Trump. Η παράνομη αξιοποίηση δεδομένων, χωρίς τη συναίνεση των υποκειμένων τους, ήταν εδώ προφανής, ωστόσο η ευκολία με την οποία ιδιωτικές εταιρείες είναι σε θέση να επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα των εκλογών, φαίνεται να υπερβαίνει τα περιθώρια πρόληψης μέσω της νομοθεσίας, όπως είναι τουλάχιστον σήμερα. Ακόμη και αν δεν αντιμετωπίζει κανείς κραυγαλέες περιπτώσεις χειραγώγησης της εκλογικής βούλησης, όπως η παραπάνω, οπωσδήποτε δεν μπορεί να αποκλείσει στην εκλογική «αγορά» τεχνικές χειραγώγησης της βούλησης με μεθόδους neuromarketing[13], καθιερωμένες από καιρό στην εμπορική διαφήμιση κοινών καταναλωτικών προϊόντων. Πόσο «ελεύθερη» είναι η εκλογική συμπεριφορά όταν εκτίθεται σε αυτή την τεχνολογία;

 

  1. Ιδιωτικότητα

Η δεύτερη αξία που επηρεάζουν καθοριστικά οι νέες τεχνολογίες, είναι η ιδιωτικότητα των πολιτών. Η ιδιωτικότητα αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας επειδή συνιστά τον πυρήνα της προσωπικότητας. Στην πραγματικότητα, η δυνατότητα ελεύθερης διαμόρφωσης σκέψης -άρα και ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων- προϋποθέτει ότι ο πολίτης βρίσκει στην ιδιωτική του ζωή -με τον εαυτό του, την οικογένεια, τους φίλους, τους συντρόφους του, κ.λπ.- ένα «καταφύγιο»[14]. Το καταφύγιο αυτό αντιπαραβάλλεται προς το δημόσιο χώρο, στον οποίο το πρόσωπο αναγνωρίζεται κυρίως ως φορέας ενός κοινωνικά σημασιοδοτημένου ρόλου, με βάση την οικονομική ή τη γενικότερη δημόσια δραστηριότητά του. Η απόσυρση στο «καταφύγιο» της ιδιωτικής ζωής σημαίνει την ανασυγκρότηση της μοναδικής προσωπικότητας, ώστε το υποκείμενο να μη «διαλύεται» υπηρετώντας τους ποικίλους κοινωνικούς του ρόλους. Ασφαλώς η προσωπικότητά μας είναι και συνισταμένη των κοινωνικών μας καθορισμών, αλλά όχι μόνο αυτό: ο αναστοχασμός με τον εαυτό μας και τους δικούς μας είναι απαραίτητος για να βλέπουμε πέρα από τη μερικότητα αυτών των καθορισμών ή αλλιώς να στεκόμαστε κριτικά απέναντί τους και ίσως να τους αναθεωρούμε. Ο ελεύθερος πολίτης έχει, λοιπόν, ανάγκη αυτόν τον προστατευμένο χώρο του αναστοχασμού, από τον οποίο θα γεννηθούν οι σκέψεις, οι γνώμες και οι αποφάσεις ιδίως για όσα ζητήματα απαιτούν μια ευρεία θεώρηση, όπως είναι αυτά που αφορούν την πολιτική συμμετοχή.

Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι η ιδιωτική ζωή απασχολεί ελάχιστα ως αξία την πλειονότητα των πολιτών. Η ανάπτυξη ποικίλων εφαρμογών που επιτρέπουν την εύκολη επικοινωνία μεταξύ προσώπων ή ομάδων, χωρίς περιορισμούς χώρου, χρόνου, περιεχομένου κ.λπ., παρά μόνον αν τους επιλέξουν οι χρήστες, απέδειξε ότι ο μέσος πολίτης είναι πρόθυμος να δημοσιοποιεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό πληροφορίες για την ιδιωτική του ζωή, προσωπικές του σκέψεις, απόψεις ή συναισθήματα για χάρη ακριβώς της επικοινωνίας αυτής: σε έναν κόσμο που λειτουργεί στη βάση του ατομικισμού, της εγωιστικής επιδίωξης και της διαρκούς εργαλειοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, η ανάγκη της επικοινωνίας προβάλλει επιτακτικά για να διατηρήσει κάποιος φυσιολογικές σχέσεις με τους άλλους, έστω κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει δημοσιοποίηση όψεων της ιδιωτικής του ζωής.

Η βαθμιαία διαμόρφωση μιας κοινής αντίληψης που θέλει την ιδιωτικότητα να θεωρείται είτε δευτερεύουσα αξία είτε απλώς «πολυτέλεια» που αφορά όσες ελίτ προτιμούν να μην εκτίθενται σε αδιάκριτα βλέμματα, συμπληρώνεται τις τελευταίες δεκαετίες από τη ραγδαία ανάπτυξη τεχνολογιών διαχείρισης δεδομένων, ιδίως προσωπικών δεδομένων. Η ανάδυση της σημασίας της πληροφορίας ως ανταλλακτικής αξίας[15] σε κάθε τομέα αποτελεί σήμερα μια σταθερά που αναδεικνύει έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ τεχνολογίας και σύγχρονης οικονομίας. Ειδικά για τα προσωπικά δεδομένα -τα οποία αποτελούν βασική διάσταση της ιδιωτικότητας- αυτό σημαίνει μια διαρκή πίεση για την αξιοποίησή τους σε διάφορες -ιδίως κερδοσκοπικές- εφαρμογές, από τους τομείς των τραπεζών και των τηλεπικοινωνιών, ως τις αγορές των ασφαλίσεων, των λογιστικών υπηρεσιών και της υγείας.

Το αποτέλεσμα ήταν η υιοθέτηση ειδικής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων σε όλες τις χώρες του κόσμου, καθώς συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη μιας εξισορρόπησης με τις δυνατές χρήσεις, που διαρκώς αυξάνονται. Στην ΕΕ η νομοθεσία αυτή έδειξε τα όριά της. Η αρχική ρύθμιση (Οδηγία 95/46) κινήθηκε σε μια κατεύθυνση υπερβολικά φιλόδοξου προστατευτισμού, ορίζοντας έναν κρατικό θεσμό (τις Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) ως τον απόλυτο εγγυητή της προστασίας, σαν να ήταν δυνατόν οι διοικητικοί θεσμοί να συγκρατήσουν τη συνδυασμένη πίεση οικονομίας και τεχνολογίας και μάλιστα στην παγκοσμιοποιημένη εκδοχή τους. Ο GDPR που ήλθε 20 χρόνια αργότερα, άλλαξε το συσχετισμό, ουσιαστικά υποβαθμίζοντας τον ρόλο των Αρχών -δηλαδή των θεσμών της δημοκρατικά νομιμοποιημένης διοίκησης- και μετατρέποντας την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε μια μάλλον τυπολατρική διαδικασία αυτοδέσμευσης.

Αλλά η ανάπτυξη εφαρμογών διαχείρισης προσωπικών δεδομένων δεν άφησε αδιάφορο το ίδιο το κράτος. Χάρη στις εφαρμογές αυτές, το κράτος προωθεί μια πιο στιβαρή, παρεμβατική εκδοχή του, βασισμένη στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα. Η προοπτική ριζικής αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, με την ψηφιοποίηση διαδικασιών και την εισαγωγή τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπει την αυτοματοποίηση αποφάσεων σχετικών με την καθημερινότητα των πολιτών, είναι ένα παράδειγμα, το οποίο όμως στο επίπεδο των αξιών έχει κόστος. Αναγκαίος όρος, εδώ, είναι η ευκολία πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα (και διασύνδεσης μεταξύ των κατηγοριών τους), ακόμη και χωρίς να το γνωρίζουν οι πολίτες. Το «γρήγορο» και «αποτελεσματικό» κράτος εμπιστεύεται σήμερα ιδίως την εξέλιξη αυτή, που όμως αποστρέφεται εμπόδια «ιδιωτικότητας».

Τόσο το κράτος όσο και όσοι ιδιώτες επενδύουν στη διαχείριση προσωπικών δεδομένων σε ευρεία κλίμακα, συναντούν το κυριότερο από τα εμπόδια αυτά στην απαίτηση της νομοθεσίας, το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων να διατηρεί τον έλεγχο της χρήσης τους από τρίτους, μέσω του κανόνα της συναίνεσης[16]. Η συναίνεση του υποκειμένου δεν μπορεί να είναι επιπόλαιη: προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωσή του για το σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων, όπως και για τη διάρκεια της χρήσης τους (ή, αλλιώς, την τύχη τους μετά την εκπλήρωση αυτού του σκοπού, ώστε να μην κινδυνεύσει η ασφάλειά τους). Έτσι, η προηγούμενη συναίνεση (opt-in), χωρίς την οποία καμία επεξεργασία δεν είναι δυνατή, εμπλέκει δυνητικά το ίδιο το πρόσωπο σε κάθε δυνατή επεξεργασία.

Από τη σκοπιά του τρίτου που ενδιαφέρεται για τη χρήση των δεδομένων, αυτό σημαίνει πιθανές γραφειοκρατικές εμπλοκές ή ακόμη και την υποχρέωση να αποκαλύπτει κάθε φορά τον σκοπό της επεξεργασίας έστω και αν δεν το θέλει: έτσι το opt-in καταλήγει να είναι εμπόδιο για τον χρήστη. Η πίεση που ασκείται όλο και περισσότερο πλέον είναι η υιοθέτηση της εναλλακτικής λύσης του opt-out, δηλαδή της αυτόματης δυνατότητας χρήσης των δεδομένων για οποιονδήποτε σκοπό, εκτός αν εκφράσει ρητά την αντίθεσή του το υποκείμενό τους. Η «εικαζόμενη συναίνεση» στη χρήση δεδομένων μεταθέτει τελικά το πρόβλημα στο υποκείμενο των δεδομένων, που πλέον πρέπει να παρακολουθεί κάθε δυνατή εισβολή στη διάσταση αυτή της ιδιωτικότητάς του, για να εκφράσει την πιθανή του αντίρρηση: από τα e-mails ή τα sms που δεχόμαστε (με την υποσημείωση ότι αν θέλουμε μπορούμε να εξαιρεθούμε), ως τα cookies ιστοσελίδων ή τη «δευτερογενή» χρήση αποθηκευμένων δεδομένων μας σε ερευνητικά προγράμματα ή σύνθετες αναζητήσεις υγειονομικών, διωκτικών ή φορολογικών αρχών, οι εφαρμογές του opt-out γενικεύονται διαρκώς[17].

Σε αυτή την αντιστροφή του «βάρους» της συναίνεσης, ας προσθέσουμε τη σταθερή προώθηση εκ μέρους των ιδιωτών/παρόχων της αποθήκευσης δεδομένων σε υπηρεσίες clouds. Η δυνατότητα αυτή εξ αντικειμένου εκθέτει τα δεδομένα (όχι μόνον τα προσωπικά, αλλά και όσα σχετίζονται με την επιστημονική έρευνα, την πνευματική ιδιοκτησία, κ.λπ.) σε αυξημένο κίνδυνο αθέμιτων διαρροών, καθώς ο «χώρος» αποθήκευσης ελέγχεται από τον πάροχο. Ακόμη και αν η τεχνολογία των clouds υπόσχεται τη διατήρηση και τον εύκολο χειρισμό των δεδομένων μας, το τίμημα είναι η απόσπαση των τελευταίων από τον δικό μας αποκλειστικό έλεγχο και η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν από άγνωστους χρήστες: όπως και με την opt-out «συναίνεση», στην πραγματικότητα καλούμαστε να εμπιστευθούμε και εδώ ένα μέρος του πυρήνα της προσωπικής μας ζωής στην καλή προαίρεση ιδιωτών-ειδικών…

Το πρόβλημα της συλλογικής ασφάλειας, τέλος, αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο για την αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών παρακολούθησης των πολιτών από την πλευρά του κράτους. Σήμερα, η δυστοπική εικόνα του φουκωικού «πανοπτικού»[18] δεν περιορίζεται σε χώρους εγκλεισμού, αλλά επεκτείνεται όλο και περισσότερο στο δημόσιο χώρο των πόλεων, με τη χρήση καμερών και φορητών συστημάτων παρακολούθησης οπουδήποτε.

Ο σημερινός πολίτης καταλήγει να εθίζεται σε αυτή την επίβλεψη της κοινωνικής ζωής, θεωρώντας τη «κανονική», καθώς έτσι αισθάνεται περισσότερο «ασφαλής» σε ένα περιβάλλον όπου η διαφορετικότητα, η απόκλιση στη συμπεριφορά, η κριτική των προτύπων θεωρούνται ενδείξεις εγκληματικότητας ή πιθανής τρομοκρατίας. Η «κανονικότητα» επιβάλλεται ως κρατούσα αντίληψη όλο και περισσότερο, καθώς εγγυάται προβλέψιμες συμπεριφορές (και οικονομικό εξορθολογισμό, μεταξύ άλλων). Αυτή η κανονικότητα σε ευρεία κοινωνική κλίμακα αποστρέφεται το προσωπικό, το ιδιωτικό και το ιδιότροπο και απαιτεί τεχνολογικά αναβαθμισμένες μεθόδους επιτήρησης από ένα νέο, έντονα πατερναλιστικό κράτος, που θέλει να επιβλέπει τα πάντα.

Με την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης, η εφαρμογή μεθόδων «κοινωνικής βαθμολόγησης» (social scoring) των πολιτών, που βασίζεται σε πρακτικές μαζικών παρακολουθήσεων για τη συλλογή μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων και -μέσω της δημιουργίας ατομικών προφίλ- καταλήγει να αξιολογεί την προσαρμογή του καθενός στα αποδεκτά για το καθεστώς πρότυπα συμπεριφοράς[19], απειλεί να «κανονικοποιήσει» την επιτήρηση των πολιτών, μονιμοποιώντας τον φόβο στη σφαίρα της στενά προσωπικής τους ζωής: ο φόβος των δυσμενών διακρίσεων είναι πλέον ο «χωροφύλακας στο μυαλό» (“le flic dans la tete”) του καθενός.  Η επόμενη παραδοχή έρχεται φυσιολογικά: εν ονόματι της συλλογικής ασφάλειας και άρα της προβλεψιμότητας των «παρεκκλίσεων», στην αποστολή τους αυτή, τα αρμόδια κρατικά όργανα είναι καλύτερα να αφήνονται απερίσπαστα από τον έλεγχο των δημοκρατικών θεσμών.

 

  1. Η λήψη αποφάσεων

Σε μια δημοκρατία, η λήψη των αποφάσεων που αφορούν είτε το σύνολο είτε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού προϋποθέτει τη διαφάνεια της διαδικασίας, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος και τελικά η λογοδοσία των υπευθύνων. Για τρεις διαφορετικούς λόγους, η μεσολάβηση της τεχνολογίας[20] δεν επιτρέπει σήμερα την ομαλή λειτουργία αυτού του σχήματος.

Ο πρώτος λόγος έγκειται στην αδιαφάνεια που συνεπάγεται η διεύρυνση της απόστασης μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων στον κοινοβουλευτισμό, εξ αιτίας του ρόλου που διαδραματίζει η σύγχρονη τεχνολογία στη μαζική ενημέρωση. Θα περίμενε κανείς ότι η «ελευθερία» των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, θα επέτρεπε έναν εκδημοκρατισμό στην ενημέρωση και μεγαλύτερα περιθώρια ελέγχου των επαγγελματιών της πολιτικής. Έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο, καθώς -όπως φαίνεται- η μαζική ενημέρωση έχασε το περιθώριο κριτικής στάσης που της εξασφάλιζε η σχετική ανεξαρτησία από οικονομικές σκοπιμότητες.

Η κυριαρχία ολιγαρχικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ στον τομέα της διαμόρφωσης της γνώμης των πολιτών υπήρχε ήδη πριν από τη διάδοση του internet στον δυτικό κόσμο[21]. Κοινές μέθοδοι προπαγάνδας είχαν ήδη εγκατασταθεί στα κεντρικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων των ιδιοκτητών των σταθμών που εξαρτούσαν μέσω της εκλογικής υποστήριξης κυβερνώντες ή αντιπολιτευομένους τουλάχιστον αυτούς των μεγάλων πολιτικών παρατάξεων (συντηρητικών, φιλελεύθερων, σοσιαλιστών). Ο πολίτης στη Δύση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα διαμόρφωνε άποψη παρακολουθώντας τέτοιου είδους «ενημέρωση» κάθε βράδυ.

Ο νέος αιώνας «απογείωσε» αυτή τη διαμεσολαβημένη από ολιγαρχικά μέσα σχέση αντιπροσωπευομένων/αντιπροσώπων. Γιατί με τη διάδοση του internet και ιδίως των κοινωνικών πλατφορμών, οι τρόποι χειραγώγησης πολλαπλασιάστηκαν: όσο κι αν το άναρχο διαδίκτυο επιτρέπει την έκφραση και τη διάδοση της γνώμης σε οποιονδήποτε, οι ιδιώτες πάροχοι των υπηρεσιών του και οι ιδιοκτήτες των πλατφορμών κρατούν τα ηνία[22], επιβάλλοντας συχνά «κανόνες» ελέγχου και περιορισμού της έκφρασης, ενώ οι μεγάλοι «παίκτες» των ΜΜΕ κυριαρχούν στην 24ωρη διαδικτυακή διαχείριση των ειδήσεων. Έτσι, η δημόσια σχέση του πολίτη με τον αντιπρόσωπό του επικαθορίζεται σχεδόν απόλυτα από έναν ή λίγους ιδιώτες μεσολαβητές που μπορούν να χειραγωγούν τη διαμόρφωση γνώμης, μέσω της τηλεόρασης, του υπολογιστή ή του κινητού τηλεφώνου, οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Η χειραγώγηση αυτή επιτρέπει, παράλληλα, την αδιαφάνεια στις κινήσεις των επαγγελματιών πολιτικών, χωρίς τον κίνδυνο της έκθεσης σε δημόσια κριτική: και πάλι, η υπόθεση WikiLeaks είναι ενδεικτική της έκτασης αυτής της αδιαφάνειας και των συμφερόντων που εξυπηρετήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο δεύτερος λόγος αφορά την ίδια την εξέλιξη της τεχνολογίας, που αμφισβητεί πλέον τη δικαιοδοσία των πολιτικών αποφάσεων στα πεδία της. Πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς τη νομοθεσία που αφορά ρύθμιση μεγάλων τομέων της σύγχρονης τεχνολογίας – από τις τηλεπικοινωνίες ως την πληροφορική και από τις ενεργειακές εφαρμογές ως τη βιοιατρική και τη βιοτεχνολογία- διαπιστώνει ότι, κατά κανόνα, πρόκειται για την επικύρωση ειλημμένων ήδη αποφάσεων στο επίπεδο των συνεργασιών της βιομηχανίας με τους ερευνητικούς οργανισμούς, χωρίς την παρουσία του κράτους (ή ακόμη και της ΕΕ). Νόμοι που απλώς καθιερώνουν εποπτικές αρχές -εισάγοντας γραφειοκρατία- και διακηρύσσουν γενικόλογες αρχές, αποφεύγοντας την εξειδίκευση, συνοδεύονται από εκτενή παραρτήματα τεχνικού περιεχομένου. Τα παραρτήματα αυτά, συνήθως, αποτελούν την ουσία της ρύθμισης, την οποία εκπόνησαν εμπειρογνώμονες χωρίς κάποιου είδους δημοκρατική νομιμοποίηση και απλώς κλήθηκαν να επικυρώσουν οι επαγγελματίες πολιτικοί, οι οποίοι άλλωστε δεν έχουν καν στοιχειώδεις γνώσεις για να εκφέρουν σχετικές απόψεις.

Έτσι, η συνθετότητα και οι ειδικές γνώσεις που απαιτεί η ρύθμιση των νέων ιδίως τεχνολογιών δικαιολογούν τη γνωστή αποστροφή που θέλει το δίκαιο να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από την τεχνολογική πρόοδο, προσπαθώντας μάταια να τη «ρυθμίσει»[23]. Υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της άνισης σχέσης δικαίου και τεχνολογίας (ή αλλιώς της σχέσης δημοκρατικών θεσμών και οικονομικοτεχνολογικής σύμπραξης). Η νομοθεσία της ΕΕ για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και μικροοργανισμούς («μεταλλαγμένα») στη δεκαετία του 1990 περιλάμβανε ήδη προβλέψεις για την επανεξέτασή της ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα. Το ίδιο συνέβη με τη νομοθεσία κρατών για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (π.χ. Γαλλία) και πιο πρόσφατα με τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Σε όλες τις περιπτώσεις, η υστέρηση του νομοθέτη απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο που ενεργοποιεί το ενδιαφέρον της βιομηχανίας θεωρήθηκε δεδομένη εξ αρχής. Ειδικά όμως στο τελευταίο παράδειγμα της προστασίας των δεδομένων, αποδείχθηκε επί πλέον ότι ο νομοθέτης της αρχικής κοινοτικής Οδηγίας (95/46), όπως και οι εθνικοί νομοθέτες των κρατών μελών που την ενσωμάτωσαν στα νομικά τους συστήματα, βρισκόταν μακριά από την πραγματικότητα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η φιλοδοξία του να ελέγξει την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων σε όλους τους τομείς απαιτώντας την προηγούμενη άδεια των εθνικών Αρχών Προστασίας, απλώς οδήγησε σε μια πρακτικά ανεφάρμοστη πρόβλεψη.

Αυτό το πρόβλημα της υστέρησης του δικαίου απέναντι στην τεχνολογία αναδεικνύει έναν τρίτο λόγο δυσλειτουργίας του σχήματος διαφάνειας/λογοδοσίας στη λήψη των αποφάσεων. Αυτός έγκειται στη διαρκή επέκταση του ρόλου των ειδικών στο κράτος, εις βάρος εκείνων που απολαμβάνουν δημοκρατική νομιμοποίηση. Δύο φαινόμενα αξίζει να επισημανθούν εδώ.

Πρώτα, μεγάλοι τομείς της κρατικής δράσης συνδέονται σήμερα με την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, ιδίως στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και της υγείας. Στη δημόσια διοίκηση και στην υγεία επεκτείνονται συνεχώς ψηφιακές εφαρμογές για τις συναλλαγές πολίτη/κράτους, αλλά και για την επικοινωνία μεταξύ κρατικών υπηρεσιών, που προϋποθέτουν την ενεργοποίηση συστημάτων συλλογής και επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων και προσωπικών δεδομένων, συχνά ευαίσθητων). Σε ορισμένο βαθμό, οι εφαρμογές αυτές επεκτείνονται στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την έκδοση αυτοματοποιημένων αποφάσεων, στη βάση αλγορίθμων, χωρίς τη μεσολάβηση υπαλλήλων. Τα παραδείγματα αυτής της πραγματικότητας είναι πολλά, από την οργάνωση των φορολογικών συστημάτων ή την έκδοση ατομικών πράξεων ποικίλων κατηγοριών, ως την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, τους ψηφιακούς φακέλους ασθενών και την πρόσφατη ιχνηλάτηση κρουσμάτων ή ελέγχου των μετακινήσεων των πολιτών για τη διαχείριση της πανδημίας. Στον τομέα της ενέργειας, οι πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος έχουν επιβάλλει νέες τεχνολογικές εφαρμογές σχετικές με τις ανανεώσιμες πηγές και την εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων, ενώ οι τηλεπικοινωνίες -επιδρώντας σε όλα τα παραπάνω- πρέπει να παρακολουθούν μια πορεία ραγδαίων καινοτομιών, ιδίως σε σχέση με τις υποδομές του internet.

Ο πραγματικός έλεγχος της πολιτικής τάξης σε αυτές τις εξελίξεις περιορίζεται στις βασικές στρατηγικές αποφάσεις, που εξαρτώνται αποκλειστικά από τους διαθέσιμους πόρους χρηματοδότησης, σε ό,τι δηλαδή απαιτεί ελάχιστη ειδικευμένη γνώση. Κατά τα άλλα, οι αποφάσεις είναι τεχνικού περιεχομένου, απαιτούν εμπειρογνωμοσύνη και επαφίενται απολύτως στους ειδικούς επιστήμονες, που μόνο κατά τον τύπο παρέχουν απλώς «συμβουλές». Σε μεγάλο βαθμό, μάλιστα, το ίδιο το κράτος με το προσωπικό του δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυξημένες απαιτήσεις εμπειρογνωμοσύνης, αναγκάζεται έτσι να αναθέτει στον ιδιωτικό τομέα την υλοποίηση των στρατηγικών αποφάσεων. Είναι αλήθεια, ότι σε καμία εποχή οι πολιτικοί δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τις τεχνικές λεπτομέρειες των στρατηγικών τους αποφάσεων. Ωστόσο, όσο η παρουσία των νέων τεχνολογιών γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία στη δράση του κράτους, τόσο διευρύνεται το χάσμα μεταξύ μη ειδικών/πολιτικών από τη μια και των ειδικών συμβούλων ή αναδόχων ιδιωτών από την άλλη: είναι βέβαιο πλέον ότι οι τελευταίοι -ιδίως όταν πρόκειται για ολιγοπωλιακούς κολοσσούς της τεχνολογίας- έχουν δεσπόζουσα θέση στον έλεγχο ζωτικής για τη λειτουργία του κράτους πληροφορίας και τη δυνατότητα να τη χειριστούν κατά το δοκούν προς όφελός τους, χωρίς να λογοδοτούν πουθενά.

Το άλλο φαινόμενο που δείχνει την έκταση του χάσματος μεταξύ δημοκρατίας και τεχνολογίας ειδικά στο ευρωπαϊκό νομικοπολιτικό περιβάλλον, αφορά την πραγματικότητα στην ΕΕ. Στο πλαίσιο του ενιαίου οικονομικού χώρου και ενός ενιαίου νομίσματος, η σύμπραξη τεχνολογίας και οικονομίας απαιτεί οι αποφάσεις να παίρνονται στο επίπεδο της Ένωσης, με ελάχιστα περιθώρια υιοθέτησης εθνικών στρατηγικών από τα κράτη-μέλη, σε αντίθετη κατεύθυνση από τον κανόνα της «αρχής της επικουρικότητας». Αυτό σημαίνει ότι οι μεγάλοι τομείς έντασης της τεχνολογικής καινοτομίας ρυθμίζονται από ενωσιακή νομοθεσία που πρέπει να ενσωματώσουν τα κράτη-μέλη. Από δύο απόψεις η εκπόνηση αυτής της νομοθεσίας απομακρύνεται από τις αρχές της δημοκρατικής λήψης των αποφάσεων: αφ’ ενός, όπως ειπώθηκε ήδη, λόγω της επιβολής των εμπειρογνωμώνων στους πολιτικούς, αφ’ ετέρου λόγω του ίδιου του εγγενούς δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ. Συνοπτικά μιλώντας, αυτή η νομοθεσία διαμορφώνεται από μια τεχνοκρατική ελίτ που κατευθύνει απόλυτα τις αποφάσεις πολιτικών, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν λογοδοτούν σε κανένα «ευρωπαϊκό» εκλογικό σώμα. Αναρωτιέται κανείς, έτσι, πού ακριβώς ανιχνεύεται η συμμετοχή των πολιτών στην εκπόνηση της νομοθεσίας για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα[24], τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή την πρόσφατη πρόταση Κανονισμού για την τεχνητή νοημοσύνη;

 

Αντί επιλόγου: Συνταγματισμός και τεχνολογία

Οι παραπάνω τάσεις δημιουργούν ερωτηματικά για την ίδια την αξία του συνταγματισμού σήμερα. Η απελευθερωτική ιδέα της Νεωτερικότητας που θέλει η συμφωνία για τα θεμελιώδη της κοινωνικής συμβίωσης να αποτυπώνεται σε ένα κείμενο με δεσμευτική ισχύ για κυβερνώντες και κυβερνωμένους, εδράζεται στην πεποίθηση ότι είναι δυνατός ο σχεδιασμός αυτής της συμβίωσης έστω σε γενικές γραμμές. Χωρίς απαραίτητα η ιδέα του συνταγματισμού να συνδέεται με τη δημοκρατία, πάντως για την τελευταία αποτελεί μια ασφάλεια, τουλάχιστον ως προς την τήρηση των βασικών διαδικασιών της: του σεβασμού των δικαιωμάτων, της εκλογής των κυβερνώντων από το λαό και της λογοδοσίας των πρώτων στους αντιπροσώπους του δεύτερου.

Αν κάτι δείχνουν οι τάσεις επιρροής της τεχνολογίας στο δημόσιο χώρο, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, είναι ότι η προοπτική αυτού του καθολικού σχεδιασμού έχει παρακμάσει. Στην πραγματικότητα, ο σχεδιασμός μέσω ενός Συντάγματος υπονοεί ότι το δημόσιο επιβάλλεται στο ιδιωτικό, έστω σε τελική ανάλυση, ακόμη και αν κάνουμε λόγο για οικονομίες της αγοράς. Πράγματι, το σχήμα αυτό λειτούργησε -τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο- όσο και αν αντιμετώπισε περιστασιακά σοβαρές κρίσεις και εκτροπές. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης άλλαξε εν μέρει τα δεδομένα, καθιστώντας σε κάποιο βαθμό απρόβλεπτο το σχεδιασμό μέσω του (εθνικού) Συντάγματος[25], ενώ από την άλλη πλευρά δεν ενίσχυσε τη σημασία του διεθνούς δικαίου, καθώς και αυτή εξακολουθεί να εξαρτάται από το εθνικό κράτος. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, ωστόσο, προς κατευθύνσεις απρόβλεπτες έως πρόσφατα, φαίνεται ασύμβατη με οποιονδήποτε εθνικό σχεδιασμό. Όσο και αν οι τάσεις στη διεθνή οικονομία και τη γεωπολιτική δείχνουν από καιρό μια υποχώρηση από τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης[26] -προς όφελος εθνικών ή έστω περιφερειακών βλέψεων-, το στοιχείο αυτό παραμένει και, προς το παρόν, εξακολουθεί να ενισχύεται: η τεχνολογική εξέλιξη δεν δείχνει αντίστοιχες τάσεις υποχώρησης, παραμένει διεθνοποιημένη και αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την παγκόσμια οικονομία.

Η υποχώρηση του συνταγματισμού φαίνεται αναπόφευκτη, όσο δεν αμφισβητείται αυτή ακριβώς η σταθερά της τεχνολογικής ανάπτυξης. Γιατί, η τελευταία κυριαρχείται από ιδιωτικούς κολοσσούς που είναι σε θέση να επιβάλλουν όρους στα εθνικά κράτη, στερώντας τους τον έλεγχο σημαντικών τομέων της αρμοδιότητάς τους. Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, η ψηφιοποίηση των κρατικών υπηρεσιών είναι λειτουργική, όσο ο ιδιώτης πάροχος του εξοπλισμού και του λογισμικού τηρεί τις συμφωνίες και το νόμο. Όπως απέδειξε η επιβολή προστίμων σε Google και Facebook/Meta, ο πάροχος τηρεί νόμους και συμφωνίες μόνον όταν το κρίνει συμφέρον, ενώ οι κυρώσεις ποτέ δεν μπορεί να είναι ενοχλητικές όσο μονοπωλεί την αγορά της τεχνολογίας από την οποία εξαρτώνται πλέον ζωτικές λειτουργίες των κρατών.

Πολύ περισσότερο: η παγκόσμια χρηματιστηριακή κρίση του 2008 έχει συνδεθεί με το φαινόμενο της εμπλοκής τεχνητής νοημοσύνης σε κρίσιμες αποφάσεις που βασίσθηκαν σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία αλγορίθμων λόγω της ταχύτητας που απαιτούσε η λήψη τους[27]. Στο περιβάλλον αυτό, ο ρόλος των ανθρώπων/υπευθύνων ήταν αντικειμενικά περιορισμένος, όσο και αν είχαν ακέραιη νομική ευθύνη. Η κρίση επηρέασε, όπως είναι γνωστό, όχι μόνο την παγκόσμια οικονομία, αλλά και τα περιθώρια εθνικής κυριαρχίας ορισμένων χωρών, οδηγώντας τες σε χρεωκοπία. Στις συνθήκες αυτές, αποδείχθηκε ότι η επίκληση του εθνικού Συντάγματος για την αποτροπή των συνεπειών ήταν μάταιη: ο φύλακας της εθνικής κυριαρχίας ήταν πολύ «λίγος» για να αντιταχθεί σε ό,τι επέβαλε σε παγκόσμιο επίπεδο μια ουσιαστικά ανεξέλεγκτη εισαγωγή τεχνολογίας στη λήψη αποφάσεων.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν υπάρχει τίποτε που να πείθει ότι οι δημοκρατίες έχουν κάποιο αντίδοτο στην τεχνολογική σταθερά.

 

[1] Βλ. τον προβληματισμό ήδη από τη δεκαετία του 1990, σε Ι. Κριάρη-Κατράνη, Βιοιατρικές εξελίξεις και συνταγματικό δίκαιο – Συνταγματικά θέματα σχετικά με τις μεθόδους υποβοηθουμένης αναπαραγωγής και τις εφαρμογές της γενετικής, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1994.

[2] Βλ., π.χ., Τ. Βιδάλης, Λ. Μήτρου, Αν. Τάκης, Συνταγματική πρόσληψη των τεχνολογικών εξελίξεων και «νέα» δικαιώματα, σε Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, Τ. Ι, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2006, σ. 273 επ.

[3] Βλ., π.χ., H. S. N. Al-Deen & J. A. Hendricks, Social media: usage and impact, Lexington Books, 2011, Y. Hou, D. Xiong, T. Jiang, L. Song, & Q. Wang, Social media addiction: Its impact, mediation, and intervention. Cyberpsychology: Journal of psychosocial research on cyberspace13(1), 2019, https://cyberpsychology.eu/article/view/11562/10369.

[4] Βλ. D. Kalla, & N. Smith, Study and Analysis of Chat GPT and its Impact on Different Fields of Study. International Journal of Innovative Science and Research Technology8(3), 2023, file:///C:/Users/USER/Downloads/SSRN-id4402499.pdf .

[5] Βλ. σχετ. Council of Europe, Declaration of the Committee of Ministers on the manipulative capabilities of algorithmic processes (2019), (c).

[6] Βλ. S. Giusti, & E. Piras (Eds.), Democracy and fake news: information manipulation and post-truth politics, Routledge, 2020, E. C. Tandoc Jr, The facts of fake news: A research review. Sociology Compass13(9), 2019, e12724.

[7] Βλ. Y. M. Rocha, G. A., de Moura, G. A., Desidério, C. H., de Oliveira, F. D., Lourenço, & L. D. de Figueiredo Nicolete, The impact of fake news on social media and its influence on health during the COVID-19 pandemic: A systematic review. Journal of Public Health, 2021, σ. 1 επ.

[8] Βλ. την έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου, με αφορμή την πανδημία (N. Bentzen, T. Smith, The impact of coronavirus on media freedom, European Parliamentary Research Service, 2020 ) σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2020/651905/EPRS_BRI(2020)651905_EN.pdf.

[9] Bλ. D. Kumar, Media, war, and propaganda: Strategies of information management during the 2003 Iraq war. Communication and critical/cultural studies3(1), 2006, σ. 48 επ.

[10] Βλ. B. Sturgess, Greek economic statistics: A decade of deceit. World Economics11(2), 2010, σ. 67 επ.

[11] Βλ. R. Marlin, Propaganda and the Ethics of WikiLeaks. Global Media Journal: Australian Edition5(1), 2011, σ. 1 επ.

[12] Βλ. A. Unver, Artificial intelligence, authoritarianism, and the future of political systems. EDAM Research Reports, 2018, σ. 2, 8.

[13] Βλ. γεν., π.χ. S. Nemorin & O. H. Gandy Jr, Exploring neuromarketing and its reliance on remote sensing: Social and ethical concerns. International Journal of Communication11, 2017, σ. 21 επ.

[14] Βλ. R. Gavison, Privacy and the Limits of Law, Yale L.J.89(3), 1980, σ. 448.

[15] Πρβλ. A. De Franceschi, & M. Lehmann, Data as tradeable commodity and new measures for their protection. Italian L.J.1, 2015, σ. 51 επ.

[16] Βλ. άρθ. 6 παρ. 1 a GDPR.

[17] Βλ. γεν. για τη διάκριση των τρόπων συναίνεσης, E. Kosta, Construing the Meaning of Opt-Out-An Analysis of the European, UK and German Data Protection Legislation. Eur. Data Prot. L. Rev.1, 2015, σ. 16 επ.

[18] Βλ. Μ. Φουκώ (1976/1989), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, εκδ. Ράππα, Αθήνα, σ. 259 επ.

[19] Βλ. Unver, ό.π., σ. 7, 9, όπου τα παραδείγματα της πρακτικής παρακολουθήσεων πολιτών στην Κίνα, αλλά και της έντονα αμφισβητούμενης “Karma Police” στη Βρετανία. Επίσης, L. Dencik, J. Redden, A. Hintz, & H. Warne, The ‘golden view’: data-driven governance in the scoring society, Internet Policy Review, 8(2), 2019, σ. 1 επ.

[20] Βλ. για τη σχέση νομοθέτησης/τεχνολογίας, Ι. Κριάρη-Κατράνη,  Η διαδικασία αποτίμησης τεχνολογίας ως εργαλείο άσκησης δημοκρατικής νομοθετικής πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, σε: Ξ. Κοντιάδη, Φ. Σπυρόπουλου, Κ. Τσουκαλά (επιμ.), Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της κρίσης. Μελέτες στη μνήμη του Δημήτρη Θ. Τσάτσου, Εκδόσεις Σαββάλας, 2012, σ. 274-291.

[21] Βλ. π.χ., D. Alger, Megamedia: How Giant Corporations Dominate Mass Media, Distort Competition, and Endanger Democracy, New York: Rowman & Littlefield, 1998.

[22] Πρβλ. J. L. Blevins, Source diversity after the Telecommunications Act of 1996: Media oligarchs begin to colonize cyberspace. Television & New Media3(1), 2002, σ. 95 επ.

[23] Πρβλ. M. Fenwick, W. A. Kaal, & E. P. Vermeulen, Regulation tomorrow: what happens when technology is faster than the law. Am. U. Bus. L. Rev.6, 2016, σ. 562 επ.

[24] Όσο κι αν θεσμικά προβλέπεται κάποια «διαβούλευση με το κοινό», μια διαδικασία χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα πάντως. Πρβλ. άρθ. 9 της Οδηγίας 2001/18.

[25] Με αυτή την έννοια, δεν δείχνει στο εξής επαρκείς αντοχές το ιστορικά σταθερό («ασφυκτικό», κατά τον Κ. Τσουκαλά) θεσμικό πλαίσιο που πράγματι εισήγαγαν τα Συντάγματα για την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Βλ. για τον προβληματισμό, Κ. Τσουκαλά (2014), Η γυμνή βασίλισσα. Έργα και ημέρες του οικονομικού λόγου, Καστανιώτης, Αθήνα, σ. 211 επ.

[26] Βλ. π.χ. J. Rosenberg, Globalization theory: A post mortem. International politics42, 2015, σ. 2 επ.

[27]Βλ. C. Borch, High-frequency trading, algorithmic finance and the Flash Crash: reflections on eventalization. Economy and Society45(3-4), 2016, σ. 350 επ.

 

Το κείμενο είναι αφιερωμένο στην Ισμήνη Κριάρη, το έργο της οποίας άνοιξε έναν ευρύ ορίζοντα διεπιστημονικότητας, πρωτοποριακό για το ελληνικό δημόσιο δίκαιο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

11 − 10 =