Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις *
Ο συντακτικός νομοθέτης διεύρυνε το 1975 τον κατάλογο των παραδοσιακών πολιτικών δικαιωμάτων με δύο νέα και τα ενέταξε στο άρθρο 29 Συντ. Πρόκειται για το δικαίωμα της πολιτικής συσσωμάτωσης και το δικαίωμα στην κρατική χρηματοδότηση. Οι Έλληνες και σε διακριτή, ειδικότερη, εκδήλωσή του οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν τους φορείς του πρώτου. Εξάλλου, του δεύτερου είναι, καταρχήν, τα πολιτικά κόμματα. Δηλαδή, οι ενώσεις πολιτών που ιδρύονται, σύμφωνα με τη νομοθετικά καθορισμένη διαδικασία, και δρουν διαμεσολαβητικά μεταξύ κοινωνίας και Πολιτείας, ως θεσμοί έκφρασης της λαϊκής θέλησης, διεκδικώντας, ιδίως μέσω των εκλογών, να συμμετέχουν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και πάντως να συμπράττουν στη διαμόρφωσή της.
Σε κάθε σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία το πολιτικό κόμμα συγκεκριμενοποιεί, αναμφίβολα, την πλέον διαδεδομένη μορφή πολιτικής συσσωμάτωσης. Δεν είναι όμως και η μοναδική. Πράγματι, οι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική ζωή και με άλλες συμπράξεις. Δι’ αυτών μπορεί, επίσης, να αρθρώνεται, να οργανώνεται πολιτικά και, εντέλει, να πραγματώνεται, τουλάχιστον κοινωνικά, η δημοκρατική αρχή. Αν και στο σύνολό τους κατοχυρώνονται νομοθετικά, διαθέτουν, κατά κανόνα, και συνταγματική αναφορά. Εμφανίζονται, συνήθως, με τη μορφή των πολιτικών κινήσεων και τους επιφυλάσσεται, θέσει ή δυνάμει, ουσιαστικός και πάντως ενεργός ρόλος σε δύο από τις στιγμές ενεργοποίησης του εκλογικού σώματος. Ως μέλη συνασπισμού συνεργαζόμενων πολιτικών κομμάτων τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προτείνουν υποψηφίους σε συνδυασμούς για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μπορούν, επίσης, να συμμετέχουν σε Επιτροπή Υποστήριξης κατά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Υπό αυτές τις ιδιότητες, αποτελούν φορείς του δικαιώματος στην κρατική χρηματοδότηση;
ΙΙ. Το πολιτικό κόμμα και η πολιτική κίνηση ως διακριτές μορφές πολιτικής συσσωμάτωσης
- Στην παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. κατοχυρώνεται το πολιτικό και σύνθετο δικαίωμα των Ελλήνων να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα[1]. Πρόκειται για ειδική και απολύτως διακριτή μορφή του συνεταιρίζεσθαι, με βάση δε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και με αναγωγή στην περιοχή, όπου αναπτύσσουν τη δράση τους, μπορεί να οριστεί και ως δικαίωμα πολιτικής συνένωσης ή, ακριβέστερα, πολιτικής συσσωμάτωσης[2]. Η άσκησή του δεν τελεί, κατά την κρατούσα και ορθή άποψη, υπό την προϋπόθεση της έκδοσης οργανικού νόμου. Αν και ο συντακτικός δεν εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη, ο τελευταίος πάντως δεν στερείται, καταρχήν, της σχετικής δυνατότητας[3].
Η νόμιμη παρουσία του πολιτικού κόμματος στην κοινωνία και την Πολιτεία, όπως άλλωστε και κάθε άλλου υποκείμενου του δικαίου, πρέπει να οριοθετείται χρονικά κατά τρόπο αντικειμενικό, να καθορίζεται δε με ακρίβεια και σαφήνεια. Στην αφετηρία της βρίσκεται η ίδρυσή του και το δίκαιό της περιέχεται στο άρθρο 29 του ν. 3023/2002[4]. Πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δραστηριότητας ο Πρόεδρος ή η Διοικούσα Επιτροπή καταθέτει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ιδρυτική δήλωση. Το περιεχόμενό της εξαντλείται στη διαβεβαίωση ότι η οργάνωση και η δράση του πολιτικού κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος[5]. Από εκείνη τη στιγμή αποκτά νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής[6].
Η ιδρυτική δήλωση είναι διαρκής και συνιστά προαπαιτούμενο αλλά και το λογικό πρότερο της εκλογικής (δήλωσης). Μόνο νομίμως συνεστημένο πολιτικό κόμμα μπορεί να συμμετέχει στις εκλογές. Έτσι, η μη τήρηση της τυπικής διαδικασία του άρθρου 29 του ν. 3023/2002 το αποκλείει από τη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος. Συνεπώς, η εκλογική δεν μπορεί, όπως συνέβαινε στο παρελθόν[7], να υποκαταστήσει την ιδρυτική δήλωση. Δεν αποκλείεται πάντως οι δύο δηλώσεις να κατατίθενται ταυτόχρονα. Τούτο παρατηρείται, ιδίως, στην περίπτωση σχηματισμών που ιδρύονται με αφορμή και επ’ ευκαιρία επικείμενης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία[8].
Η παρουσία του πολιτικού κόμματος στην πολιτική ζωή τερματίζεται με απόφαση του αρμόδιου καταστατικά οργάνου του. Πρόκειται για αμιγώς πολιτική επιλογή, η οποία δεν απαιτείται μεν να λαμβάνεται αιτιολογημένα, επιβάλλεται όμως να διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομιμοποίηση. Τέλος, ακόμη και όταν έχει παύσει να οργανώνεται και, προεχόντως, να δρα, εξυπηρετώντας την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η, ex lege, αναγνώριση της δυνατότητας διάλυσης ή θέσης εκτός νόμου με δικαστική απόφαση πολιτικού κόμματος πρέπει, υπό την ισχύουσα συνταγματική τάξη, να αποκλειστεί[9].
- Η πολιτική κίνηση διακρίνεται σαφώς από το πολιτικό κόμμα. Μπορεί και αυτή να θεωρείται μορφή πολιτικής συσσωμάτωσης, δεν υπόκειται όμως στους ειδικούς ορισμούς της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. Συνιστά έκφανση του, εν γένει, δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, αλλά για την ίδρυσή της δεν τηρείται η διαδικασία του άρθρου 29 του ν. 3023/2002. Διαθέτει πάντως συνταγματική αναφορά, η οποία εντοπίζεται, εξ αντιδιαστολής[10], στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 12 Συντ.[11]. Πρόκειται για νομικό πρόσωπο του αστικού δικαίου και διαθέτει νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά από τη σύστασή της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Αστικό Κώδικα[12].
Την οργάνωση και την, εν γένει, δράση κάθε πολιτικής κίνησης διέπουν οι οικείοι, νομοθετικά καθορισμένοι, κανόνες, δίχως να απαιτείται, τουλάχιστον ευθέως, να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως επιβάλλεται, συνταγματικά, στα πολιτικά κόμματα. Ο σκοπός της είναι προεχόντως, όχι όμως υποχρεωτικά, πολιτικός και, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται όμως κερδοσκοπικός. Το τέλος της πολιτικής κίνησης, δηλαδή η διάλυσή της, επαφίεται, καταρχήν, στην ελεύθερη βούληση των μελών ή στις οικείες καταστατικές επιλογές. Η φύση και, ιδίως, η συνταγματική της αναφορά δεν αποκλείει πάντως την επέλευσή της και με τελεσίδικη δικαστική απόφαση[13].
- Πολιτικό κόμμα και πολιτική κίνηση, ως διακριτές ενώσεις προσώπων, μπορεί να συμπράξουν σε Επιτροπή Υποστήριξης κατά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Αυτή αποτελεί νομοθετικά και όχι συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή πολιτικής συσσωμάτωσης και συγκροτείται με κριτήριο το τιθέμενο ή τα τιθέμενα ερωτήματα στην κρίση του εκλογικού σώματος[14]. Τη σύμπραξη αποφασίζει το, κατά περίπτωση, αρμόδιο καταστατικά όργανο, ενημερώνεται σχετικά ο Πρόεδρος της Βουλής, και, εφόσον υποβληθούν τα απαιτούμενα προς τούτο έγγραφα από κάθε συμμετέχοντα, η Επιτροπή θεωρείται νομίμως συσταθείσα[15] .
Η Επιτροπή Υποστήριξης αποτελεί συλλογικό μόρφωμα, χωρίς όμως ρητά και σαφώς καθορισμένη τη νομική του φύση. Δεν ορίζεται, επίσης, εάν διαθέτει νομική προσωπικότητα, έστω για την εκπλήρωση της νομοθετημένης αποστολής της. Βέβαια, στον δημόσιο διάλογο για την υποστήριξη του ναι ή του όχι συμμετέχουν οι φορείς που την απαρτίζουν[16], οι τελευταίοι λαμβάνουν, επίσης, ιδιωτική χρηματοδότηση[17], [18] και τους διατίθεται χρόνος για τη μετάδοση μηνυμάτων και την παρουσίαση της δραστηριότητάς τους[19]. Δεν φαίνεται, λοιπόν, η Επιτροπή να είναι, κατά νομική ακριβολογία, υποκείμενο δικαίου. Δηλαδή, να έχει νομική προσωπικότητα.
ΙΙΙ. Το Σύνταγμα και η κρατική χρηματοδότηση
Η κρατική χρηματοδότηση συνυφαίνεται άρρηκτα με τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή, συνιστώντας, μεταξύ άλλων, το μέσο για την πραγμάτωση της πολιτικής ελευθερίας και της πολιτικής ισότητας ως στοιχείων και συστατικών της δημοκρατικής αρχής. Δεν διαθέτει, καταρχήν, όσα ορίζουν και διακρίνουν τα πολιτικά δικαιώματα ως συνιστώσα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγματι, δεν έχει ενεργητικό περιεχόμενο, τουλάχιστον με την παραδοσιακή μορφή των λοιπών (πολιτικών δικαιωμάτων), ούτε θεμελιώνει, ευθέως, αίτημα για τη συμμετοχή στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ή, έστω, για τη σύμπραξη στη διαμόρφωση των αποφάσεών της. Γι’ αυτό, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποστηριχθεί ότι πρόκειται απλώς για θεσμική εγγύηση.
Η αναγόρευση της κρατικής χρηματοδότησης σε δικαίωμα στην τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος, το 2001, θα διακόψει όμως απότομα, βίαια και οριστικά κάθε σχετική συζήτηση. Ο όποιος θεωρητικός προβληματισμός επαναπροσανατολίστηκε και εντοπίζεται, πλέον αποκλειστικά, στην αναζήτηση της ταυτότητάς του εντός του κύκλου των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η κρατική χρηματοδότηση δεν είναι ασφαλώς ατομικό ούτε, πολύ περισσότερο, κοινωνικό δικαίωμα. Αντιθέτως, περικλείει αξίωση λήψης πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου οι φορείς του, πολιτικά κόμματα και συνασπισμοί τους, να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα στην κρατική χρηματοδότηση είναι ένα ιδιότυπο (sui generis) πολιτικό δικαίωμα[20].
Κρατική χρηματοδότηση λαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα για να αντιμετωπίσουν τις εκλογικές και τις λειτουργικές τους ανάγκες (άρθρο 29 παρ. 2 πρότ. 1 Συντ.). Πρόκειται για τις ενώσεις προσώπων που ιδρύονται νόμιμα και αφενός διαμεσολαβούν και εκφράζουν τη λαϊκή θέληση, αφετέρου δε επιδιώκουν τη συμμετοχή τους στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ή, έστω, συμπράττουν κατά τη διαμόρφωση των αποφάσεών της. Η γενική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.) [21], καθώς επίσης οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας των ευκαιριών[22], οι τελευταίες ως συνιστώσες της αρχής του πολυκομματισμού (άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.) [23] και θεμέλια κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 1 Συντ.) [24], φαίνεται, καταρχήν, να επιτρέπουν την ένταξη στους δικαιούχους, αδιακρίτως, του συνόλου των πολιτικών κομμάτων.
- IV. Οι δικαιούχοι της κρατικής χρηματοδότησης
Ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας τους συνταγματικούς ορισμούς, αμβλύνει την εν λόγω, ισοπεδωτική, κατά βάση, ερμηνευτική προσέγγιση. Στους δικαιούχους της κρατικής χρηματοδότησης θα περιλάβει, εν πρώτοις, και τους συνασπισμούς των πολιτικών κομμάτων. Για τον καθορισμό τους απαιτεί, επίσης, την πλήρωση, διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Η συμμετοχή στις εκλογές και η συγκέντρωση ορισμένου ποσοστού εκλογικής δύναμης, σε συνδυασμό με την κατάρτιση συνδυασμών σε αριθμό βασικών εκλογικών περιφερειών της χώρας αποτελεί την επιλογή του στην πρώτη γενιά των κανόνων του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων[25].
Στις επόμενες, τη δεύτερη και την τρίτη, γενιές προστέθηκαν η εξασφάλιση της εκπροσώπησης, έστω και με ένα βουλευτή, στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[26]. Εξάλλου, μειώθηκε η απαιτούμενη εκλογική δύναμη[27] και αυξήθηκε, κατά τι, η ποσοστιαία απαίτηση για την κατάρτιση συνδυασμών[28], οι οποίοι πρέπει, πλέον, να είναι πλήρεις. Οι προϋποθέσεις παραμένουν αμετάβλητες κατά την τελευταία τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας[29], συνεχίζουν δε να καθορίζουν τους δικαιούχους και της εκλογικής κρατικής χρηματοδότησης.
- V. Ο καθορισμός των δικαιούχων της κρατικής χρηματοδότησης στη νομολογία
Το Δ΄ Τμήμα και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν, κατ’ επανάληψη, τάμει διαφορές με αντικείμενο τον καθορισμό των δικαιούχων της κρατικής χρηματοδότησης. Από τις δύο γνωστές και σαφώς διακριτές μεταξύ τους μορφές της, την ετήσια τακτική και την εκλογική, το ενδιαφέρον εντοπίστηκε αποκλειστικά στην πρώτη[30]. Οι, κατά καιρούς, δικάσαντες σχηματισμοί δέχονται τη συνταγματικότητα των νομοθετημένων όρων. Κρίνουν, παγίως, ότι εδράζονται σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, συνάπτονται και εξυπηρετούν τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή τη χρηματοδότηση μόνον όσων σχηματισμών αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις με έκδηλη παρουσία στην πολιτική ζωή, και διασφαλίζουν την, και συνταγματικά επιβαλλόμενη, αναλογία του (σκοπού) με το προκρινόμενο μέσο.
Αντιθέτως τον ακυρωτικό δικαστή διόλου είχε απασχολήσει μέχρι πρότινος η διάθεση κρατικής χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση των αναγκών του εκλογικού αγώνα. Έτσι, το ζήτημα του καθορισμού των δικαιούχων της αλλά και οι μεταξύ τους διαφοροποιήσεις στην κατανομή της[31] παρέμεναν, κατά βάση, ανοικτά[32]. Εντελώς πρόσφατα στην κρίση του Δ΄ Τμήματος θα τεθεί για πρώτη, ουσιαστικά, φορά από την ex lege κατοχύρωσή της[33] διαφορά με αντικείμενο και την εκλογική χρηματοδότηση. Δεν εντοπίστηκε πάντως, όπως ίσως θα ανέμενε κανείς, στις προϋποθέσεις για τον καθορισμό των δικαιούχων της, αλλά στη νομική μορφή τους. Δηλαδή, εάν διατίθεται αποκλειστικά στα πολιτικά κόμματα ή μπορεί να καταβάλλεται και σε πολιτικές κινήσεις, όταν συμπράττουν σε εκλογικό συνασπισμό[34].
VΙ. Η συμμετοχή πολιτικής κίνησης σε εκλογικό συνασπισμό
Οι υποψήφιοι συμμετέχουν στις γενικές βουλευτικές εκλογές σε συνδυασμό είτε ως μεμονωμένοι[35]. Ο συνδυασμός μπορεί να είναι ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων ή/και ανεξαρτήτων (υποψηφίων)[36]. Η εκλογική συνεργασία περισσότερων αποτελεί συνασπισμό πολιτικών κομμάτων, ενώ δεν προβλέπεται η συμμετοχή σε αυτόν και πολιτικής κίνησης. Το αυτοτελές πολιτικό κόμμα και ο συνασπισμός τρεις ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου επιδίδουν στον τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την εκλογική τους δήλωση, γνωστοποιώντας το όνομα ή, αντίστοιχα, την προσωνυμία και το έμβλημά τους, αποκτούν δε από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης τους[37].
Στις εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν επιτρέπεται η συμμετοχή μεμονωμένων υποψηφίων. Έτσι, το δικαίωμα πρότασής τους αναγνωρίζεται στα αυτοτελή πολιτικά κόμματα και στους συνασπισμούς συνεργαζόμενων πολιτικών κομμάτων[38]. Σε αντίθεση πάντως με ό,τι ισχύει στις γενικές βουλευτικές εκλογές στον συνασπισμό μπορεί να συμμετέχουν και πολιτικές κινήσεις, δηλαδή σχηματισμοί που δεν αποτελούν πολιτικό κόμμα[39]. Πρόκειται για καινοφανή επιλογή, η οποία προωθήθηκε εν αιθρία και δίχως ο κοινός νομοθέτης να διευκρινίζει στην αιτιολογική της έκθεση τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ανεξαρτήτως των λόγων που την επέβαλαν, η υιοθέτησή της προσδίδει στην έννοια του συνασπισμού σαφώς ευρύτερο, εννοιολογικά και συστηματικά, περιεχόμενο[40].
VII. Η απόφαση 1334/2016 (Δ΄ Τμ.) του Συμβουλίου της Επικρατείας
Στην αναμέτρηση για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 25ης Μαΐου 2014 την προτίμηση των ψηφοφόρων διεκδίκησαν, μεταξύ πολλών, δύο εκλογικοί συνασπισμοί, τους οποίους απάρτιζαν πολιτικά κόμματα και πολιτικές κινήσεις. Η απήχησή τους στις τάξεις του εκλογικού σώματος τους εξασφάλισε την εκπροσώπηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[41]. Πληρώντας τις δύο από τις νομοθετημένες προϋποθέσεις για τον καθορισμό των δικαιούχων της κρατικής χρηματοδότησης, δηλαδή την εκλογική δύναμη και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, έλαβαν το αναλογούν μέρος από το σαράντα τοις εκατό (40%) της κατανεμητέας εκλογικής (χρηματοδότησης)[42]. Αν και ο δεύτερος εκλογικός συνασπισμός, σε αντίθεση με τον πρώτο, δεν συμμετείχε με την ίδια μορφή στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, αμφότεροι περιλήφθηκαν στους δικαιούχους της εκλογικής τους χρηματοδότησης. Το καθορισμένο ποσό διατέθηκε, σύμφωνα με τη νομοθετημένη αναλογία, σε δύο δόσεις, πριν και μετά την ψηφοφορία, κατανεμήθηκε δε ισόποσα στις επιμέρους συνιστώσες [43]. Η τελευταία απόφαση κατανομής θα τροποποιηθεί σε δύο σημεία της τρεις περίπου μήνες μετά την έκδοσή της με νεότερη όμοια[44]. Το αναλογούν ποσό της δεύτερης δόσης διατέθηκε, ισόποσα, μόνο στα πολιτικά κόμματα συνιστώσες των δύο εκλογικών συνασπισμών. Το ίδιο ακριβώς θα επαναληφθεί σε όλες τις κατανομές που θα ακολουθήσουν και για όσα χρόνο εξακολουθούσαν να είναι δικαιούχοι κρατικής χρηματοδότησης[45], αρχής γενομένης με την πρώτη δόση του έτους 2015 της τακτικής χρηματοδότησης και της οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς[46].
Η αποκλεισθείσα συνιστώσα του δεύτερου εκλογικού συνασπισμού, πολιτική κίνηση με την επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας», και ο νόμιμος εκπρόσωπος-συντονιστής της ζήτησαν την ακύρωση τόσο της τροποποιητικής όσο και της αμέσως επόμενης αυτής υπουργικών αποφάσεων, κατά το μέρος τους που την παρέλειψαν από τους δικαιούχους της κρατικής χρηματοδότησης. Στην αίτησή τους πρόβαλλαν, εν πρώτοις, ότι ο αποκλεισμός δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένος και παραβίαζε την ισχύουσα νομοθεσία. Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι οι προσβαλλόμενες εκδόθηκαν κατά πλάνη περί τα πράγματα. Τέλος και μάλλον καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, εξετάστηκε από τον δικάσαντα σχηματισμό ένας ακόμη λόγος, εάν η επίδικη επιλογή προσέκρουε στην αρχή της ισότητας. Οι αιτιάσεις κρίθηκαν στο σύνολό τους αβάσιμες και, μοιραία, η αίτηση απορρίφθηκε με την, ομόφωνη, (αδημοσίευτη) απόφαση 1334/2016.
Το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχθηκε ότι η αιτούσα πολιτική κίνηση έχει την ικανότητα να είναι διάδικος και νομιμοποιείται να υποβάλει την κρινόμενη αίτησή της, την άσκησε δε με έννομο συμφέρον, επειδή θίγεται από τις προσβαλλόμενες, δεν εξέτασε όμως εάν διαθέτει νομική προσωπικότητα[47], [48]. Προκρίνοντας τη γραμματική ερμηνεία των επίδικων διατάξεων του Συντάγματος και, ιδίως, του εκτελεστικού νόμου, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι δικαιούχοι κρατικής χρηματοδότησης είναι μόνον τα πολιτικά κόμματα ή οι συνασπισμοί τους[49]. Ως τέτοιοι δεν θεωρούνται οι πολιτικές κινήσεις, παρά το γεγονός ότι τους επιτρέπεται, πλέον, να συμμετέχουν σε συνασπισμούς συνεργαζόμενων κομμάτων κατά τη διεκδίκηση της εκπροσώπησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Υιοθετεί, επίσης, την άποψη της διοίκησης ότι η αιτούσα είχε εκ παραδρομής περιληφθεί στους δικαιούχους της κρατικής χρηματοδότησης και, γι’ αυτό, οι προσβαλλόμενες κρίθηκαν νομίμως αιτιολογημένες[50]. Εξάλλου, δέχθηκε ότι δεν εκδόθηκαν κατά πλάνη περί τα πράγματα, αφού η πολιτική κίνηση ουδέποτε υπέβαλε ιδρυτική δήλωση, έστω και εάν η μία από τις δύο συνιστώσες της είναι πολιτικό κόμμα, ούτε την παράλειψη της υποβολή της υποκαθιστά, όπως ισχυρίστηκε η αιτούσα, η ανακήρυξη υποψηφίων της στις Ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου του 2009[51]. Τέλος, δεν διαπίστωσε παραβίαση της αρχής της ισότητας με τη διάθεση κρατικής χρηματοδότησης στις λοιπές τρεις συνιστώσες του εκλογικού συνασπισμού, καθώς οι τελευταίες είναι νομίμως συνεστημένα πολιτικά κόμματα[52], [53].
VIII. Η πολιτική κίνηση ως δικαιούχος κρατικής χρηματοδότησης
Στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 η κρατική χρηματοδότηση καθιερώνεται ως πολιτικό δικαίωμα. Φορείς του παραμένουν ρητά τα πολιτικά κόμματα, όχι όμως όλα όσα, τηρώντας την ισχύουσα νομοθεσία, έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν νόμιμα στη χώρα μας. Όπως γίνεται παγίως δεκτό στη σχετική νομολογία[54], δικαιούχοι της (κρατικής χρηματοδότησης) είναι μόνον εκείνα που πληρούν τις νομοθετικά καθορισμένες και επιτρεπτές συνταγματικά προϋποθέσεις, αποτελώντας υποστατούς σχηματισμούς, οι οποίοι εκφράζουν και αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις με έκδηλη παρουσία στην πολιτική ζωή[55]. Ο κοινός νομοθέτης διεύρυνε, θεμιτά, τον κύκλο των δικαιούχων περιλαμβάνοντας, κατά πρώτον στους κανόνες της δεύτερης γενιάς του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, και τους συνασπισμούς τους. Δηλαδή, σχηματισμούς που προκύπτουν ως το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, κατά κανόνα εκλογικής, και στη βάση προγραμματικής συμφωνίας[56].
Η πολιτική κίνηση είναι μορφή πολιτικής συσσωμάτωσης διακρίνεται όμως σαφώς, εννοιολογικά και συστηματικά, από το πολιτικό κόμμα. Όχι μόνον επειδή η συνταγματική της αναφορά εντοπίζεται στο άρθρο 12 Συντ., αλλά και γιατί η ίδρυσή της δεν υπόκειται στους ορισμούς του άρθρου 29 του ν. 3023/2002. Βέβαια, δεν αποκλείεται εντελώς το ενδεχόμενο η πολιτική κίνηση να μετεξελιχθεί σε πολιτικό κόμμα. Ακόμη και εάν διατηρήσει αδιαφοροποίητο το όνομά της, η σχετική πρωτοβουλία επιβάλλεται να εκδηλωθεί σύμφωνα με τη νομοθετικά καθορισμένη διαδικασία. Δηλαδή, να υποβληθεί στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η ιδρυτική δήλωση και το καταστατικό ή η ιδρυτική διακήρυξη, υπογεγραμμένη από, τουλάχιστον, διακόσιους ενεργούς πολίτες, με γνωστοποίηση του ονόματος, του εμβλήματος και της έδρας του φορέα. Η ρητή σύνδεση με διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος κρατικής χρηματοδότησης και πολιτικών κομμάτων φαίνεται να οριοθετεί δεσμευτικά το πλαίσιο της οργάνωσης του ομώνυμου πολιτικού δικαιώματος. Βέβαια, ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας τους ορισμούς του Συντάγματος, είναι, καταρχήν, δυνατόν να διευρύνει, όπως άλλωστε έχει ήδη πράξει με τη συμμετοχή των συνασπισμών (πολιτικών κομμάτων), τον κύκλο των δικαιούχων. Ωστόσο, κωλύεται συνταγματικά να περιλάβει σε αυτούς και την πολιτική κίνηση, αφού, μεταξύ άλλων, δεν της αναγνωρίζεται η δυνατότητα να διεκδικήσει, αυτοτελώς, την προτίμηση του εκλογικού σώματος και να πετύχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
ΙΧ. Η πολιτική κίνηση ως συνδικαιούχος εκλογικής χρηματοδότησης
Η δημοκρατία μας είναι πολυκομματική. Τα πολιτικά κόμματα διαμεσολαβούν μεταξύ της κοινωνίας και της Πολιτείας, διεκδικούν δε, ιδίως μέσω των εκλογών, να συμμετάσχουν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ή, έστω, να συμπράξουν στη διαμόρφωσής της. Προς διευκόλυνση της θεσμικής τους αποστολής λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, προεχόντως, για να αντιμετωπίσουν τις εκλογικές τους ανάγκες. Τέτοιο διαμεσολαβητικό, τουλάχιστον αυτοτελώς, ρόλο σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι σε θέση να επιτελέσουν, γι’ αυτό και δεν τους αναγνωρίζεται, οι πολιτικές κινήσεις. Με τη δράση τους αποβλέπουν, προνομιακά και πάντως πρωταρχικά, στην εκπλήρωση πολιτικού σκοπού.
Απευθύνονται, λοιπόν, στους πολίτες, επικοινωνούν τις ιδέες τους και, εν γένει, συμβάλλουν στη διαμόρφωση ή στην προώθηση βασικών πτυχών ενός πολιτικού προγράμματος. Με άλλα λόγια, μπορεί να δράσουν συμπληρωματικά σε όσα επιδιώκει κάθε πολιτικό κόμμα. Έχοντας επιδείξει ενεργή και μακρά παρουσία στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, μια πολιτική κίνηση θα μπορούσε, λοιπόν, να συμπράξει δημιουργικά και να προσθέσει ουσιαστικά στη μείζονα κομματική αποστολή, δηλαδή στην έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Τούτο αναγνωρίζεται με την κατοχύρωση της δυνατότητας να συμμετέχει ως μέλος σε συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων στις Ευρωπαϊκές εκλογές. Συμπράττοντας στη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος, όταν επιτελεί πολιτικό σκοπό, κάθε πολιτική κίνηση αναλαμβάνει πάντως και οικονομικές υποχρεώσεις.
Για την κάλυψη των εκλογικών δαπανών διατίθεται στα πολιτικά κόμματα και τους συνασπισμούς τους κρατική χρηματοδότηση. Η υπηρετούμενη ανάγκη και η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τον κύκλο των δικαιούχων της του επιτρέπει σαφώς να περιλάβει σε αυτόν και την πολιτική κίνηση, όταν αποτελεί μέλος συνασπισμού ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων. Δεδομένου ότι δεν της καταλείπεται συνταγματικά περιθώριο να καταρτίσει, αυτοτελώς, εκλογικό συνδυασμό, μπορεί να είναι μόνο συνδικαιούχος, τουλάχιστον, της εκλογικής, χρηματοδότησης. Δηλαδή, να λαμβάνει μέρος της αναλογούσας για τον συνασπισμό και σε ποσοστό που θα συμφωνείται, υποχρεωτικά, μεταξύ των συνιστωσών του[57]. Δεν πρέπει, πάντως να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο να αναγνωριστεί, καταρχήν και ex lege, συνδικαιούχος και της τακτικής χρηματοδότησης[58].
Εωσότου εκδηλωθεί όμως η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, διερωτάται κανείς εάν η συμμετοχή πολιτικής κίνησης σε συνασπισμό συνεργαζόμενων πολιτικών κομμάτων στις Ευρωπαϊκές εκλογές μπορεί να της εξασφαλίσει κρατική χρηματοδότηση, πρωταρχικά, για την αντιμετώπιση των εκλογικών της δαπανών. Η απόφαση 1334/2016 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας φαίνεται να κλείνει, καταρχήν, το ζήτημα πριν ακόμη προλάβει να απασχολήσει σοβαρά την επιστήμη και πάντως την επικαιρότητα. Βέβαια, ο δικάσας σχηματισμός υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην εξέταση των προβληθέντων από την αιτούσα και το νόμιμο εκπρόσωπο-συντονιστή της λόγους. Στην ετυμηγορία του υιοθέτησε πάντως μια καθόλα ανελαστική προσέγγιση, ερειδόμενη αποκλειστικά στη γραμματική ερμηνεία των συνταγματικών ορισμών. Δύσκολα αναμένεται, λοιπόν, να ανακύψει όχι μόνο στο εγγύς αλλά και στο απώτερο, τουλάχιστον, μέλλον διαφορά με αντίστοιχο πραγματικό, να δικαστικοποιηθεί και να καταλήξει σε διαφορετική ετυμηγορία. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι ο επιδιωκόμενος με την κρατική χρηματοδότηση σκοπός και η υπαγωγή του στα κεκτημένα, άλλως στα θεσμικά αυτονόητα, κάθε σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προσφέρουν επαρκή και ικανά ερείσματα για να αναγνωριστεί, ερμηνευτικά και έως τη νομοθετική κατοχύρωση, η πολιτική κίνηση σε φορέα του ομώνυμου δικαιώματος και συνδικαιούχος της, εκλογικής τουλάχιστον, χρηματοδότησης.
Χ. Συμπεράσματα
Τα πολιτικά κόμματα αναγορεύθηκαν σε συνταγματικό θεσμό το 1975 και η χρηματοδότησή τους από το κράτος κατοχυρώθηκε ως πολιτικό δικαίωμα στην αναθεώρηση του 2001. Δικαιούχοι της και, αντίστοιχα, φορείς του δεν είναι όμως όλα όσα έχουν ιδρυθεί νόμιμα, αλλά μόνον εκείνα που αποτελούν υποστατούς σχηματισμούς, εκφράζοντας και αντιπροσωπεύοντας εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις με έκδηλη παρουσία στην πολιτική ζωή. Πρέπει, επίσης, να πληρούν τις νομοθετικά καθορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες, όπως γίνεται δεκτό στην πάγια σχετική νομολογία, εδράζονται σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια.
Αν και αποτελούν μορφή πολιτικής συσσωμάτωσης, οι πολιτικές κινήσεις διακρίνονται σαφώς από τα πολιτικά κόμματα. Η συνταγματική τους αναφορά εντοπίζεται στο άρθρο 12 Συντ. και η ίδρυσή τους δεν υπόκειται στην ειδική διαδικασία του άρθρου 29 του ν. 3023/2002. Τον Απρίλιο του 2014 τους δόθηκε νομοθετικά η δυνατότητα να συμμετέχουν σε συνασπισμούς συνεργαζόμενων κομμάτων, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα ως μέλη τους να προτείνουν υποψηφίους στις εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά και παραμένει αδιευκρίνιστος ο επιδιωκόμενος σκοπός της.
Η σύμπραξη πολιτικής κίνησης με συνασπισμό συνεργαζόμενων πολιτικών κομμάτων ανέδειξε στην επικαιρότητα το ζήτημα της κρατικής χρηματοδότησής της. Βέβαια, δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό να περιληφθεί, αυτοτελώς, στους δικαιούχους της. Ωστόσο, θα μπορούσε να αναγνωριστεί συνδικαιούχος, τουλάχιστον, της εκλογικής χρηματοδότησης. Δηλαδή, να καταστεί ex lege φορέας του δικαιώματος στην κρατική χρηματοδότηση σε μία από τις εκφάνσεις της. Εωσότου προωθηθεί σχετική νομοθετική ρύθμιση, δεν φαίνεται πάντως να καταλείπονται ουσιαστικά περιθώρια σε πολιτική κίνηση για να διεκδικήσει δικαστικά την καταβολή της. Ακόμα και εάν αποδειχθεί, εντέλει, δυνατή η πρόκληση νέας σχετικής ακυρωτικής δίκης για πράξη ή, το πιθανότερο, παράλειψη της διοίκησης, την κατάληξή της, παρά την εύλογη κριτική στο σκεπτικό της και την προβολή λόγων ακυρώσεων σε διαφορετική της κριθείσας νομική βάση, προδιαγράφει, μάλλον, δεσμευτικά η απόφαση 1334/2016 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
* Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή Κ. Μαυριά. Η μελέτη ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2020.
[1] Για το δικαίωμα, βλ., αντί πολλών, Ευάγ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σελ. 448 επ.· Κ. ΜΑΥΡΙΑ, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα 2014, σελ. 405 επ.· Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία. Στοιχεία για μια επανερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ. (ανάτυπο), ΕφημΔΔ 2 (2015), σελ. 161 επ. και Θ. ΞΗΡΟΥ, Το δικαίωμα πολιτικής συσσωμάτωσης, στον τόμο: ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ (επιμ.), Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σελ. 660 επ.
[2] Βλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, όπ.π., σελ. 660-661 και τη σημ. 3
[3] Βλ. Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, όπ.π., σελ. 171 επ.
[4] «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών» (ΕτΚ Α΄, φ. 146 της 25ης Ιουνίου 2002).
[5] Για την ίδρυση πολιτικού κόμματος στην ισχύουσα νομοθεσία, βλ., αναλυτικά, Θ. ΞΗΡΟΥ, όπ.π. (σημ. 1), σελ. 675 επ.
[6] Για τη νομική προσωπικότητα του πολιτικού κόμματος, βλ., αντί άλλων, Χ. ΚΕΦΑΛΑ, Η νομική φύση του πολιτικού κόμματος (ανάτυπο), ΕλλΔικ (Ιούνιος-Αύγουστος 1981), σελ. 15 επ.· ΑΝΔΡ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους. Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου. Τόμος Β΄, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 95-96, τις σημ. 84-86· Ν.ΜΑΥΡΙΚΑ, Η νομική προσωπικότητα των πολιτικών κομμάτων ως στοιχείο άσκησης της δράσης τους, ΘΠΔΔ 6 (2011), σ. 585· Θ. ΞΗΡΟΥ, Το πολιτικό κόμμα ως εταίρος σε μη κερδοσκοπική εταιρεία. Επιτρεπτό της συμμετοχής και το δίκαιο που διέπει τη λειτουργία της (γνωμοδότηση), ΕφημΔΔ 6 (2013), σελ. 831 επ. και Κ. ΜΑΥΡΙΑ, όπ.π. (σημ. 1), σελ. 411 επ.
[7] Βλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, Η Επιτροπή του άρθρου 38 του εκλογικού νόμου (π.δ. 265/1989). Παρατηρήσεις με αφορμή την υπ’ αριθ. 1/1991 απόφασή της, ΤοΣ 2 (1992), σελ. 329 επ.
[8] Τούτο δέχθηκε το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου στην απόφασή του 869/1994. Βλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, Η «δήλωση νομιμοφροσύνης» ως προϋπόθεση ίδρυσης πολιτικού κόμματος. Παρατηρήσεις στις αποφάσεις 869 και 903/1994 του Αρείου Πάγου, ΤοΣ 2 (1996), σελ. 468 επ. και, ιδίως, 472 επ.
[9] Βλ., αντί άλλων, Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σελ. 35 και Θ. ΞΗΡΟΥ, όπ.π. (σημ. 1), σελ. 684 επ. και τις εκεί βιβλιογραφικές αναφορές. Αντίθετος ο Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ [όπ.π. (σημ. 1), σελ. 166 επ.], ο οποίος όμως θεωρεί τη θέση πολιτικού κόμματος εκτός νόμου ως «ακραία συνέπεια του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ. που δεν μπορεί, όμως, να εφαρμοσθεί χωρίς ειδική νομοθετική ρύθμιση που θα οργανώνει τη σχετική διαδικασία».
[10] Βλ. την απόφαση 590/2009 του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σε ΕφημΔΔ 3/2009, σ. 311 επ. με τα σχόλια των Χ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, [Η εσωτερική δημοκρατία στα πολιτικά κόμματα. Σκέψεις με αφορμή την ΑΠ 590/2009, ΕφημΔΔ 3/2009, σελ. 300 επ.) και Θ. ΞΗΡΟΥ (Η αναστολή λειτουργίας και ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης, στον τόμο: του ιδίου, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και τη νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 165 επ.).
[11] Βλ., αντί άλλων, Σ. ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ, Η ελευθερία της συνένωσης. Συμβολή στη ερμηνεία του άρθρου 12 παρ. 1-4 του ισχύοντος Συντάγματος υπό το φως της νομολογίας των Ελληνικών δικαστηρίων, Πρόλογος: Δ. Θ. ΤΣΑΤΣΟΥ, Μελέτες Συνταγματικού Δικαίου και Πολιτειολογίας -8, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1996, ιδίως σελ. 139 επ.· ΑΛΚ. ΔΕΡΒΙΤΣΙΩΤΗ, Η ελευθερία ενώσεως, στον τόμο: ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ (επιμ.), όπ.π. (σημ. 1), σε. 449 επ. και Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ-ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα 2017, σελ. 523 επ.
[12] Άρθρα 78 επ.
[13] Άρθρα 99 επ. ΑΚ. Βλ., αντί πολλών, Π. ΑΓΑΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βασικές έννοιες Αστικού Δικαίου, Δ΄ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 91 επ.
[14] Άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 4023/2011 [«Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με τη διενέργεια δημοψηφίσματος» (ΕτΚ Α΄, φ. 220 της 24ης Οκτωβρίου 2011)]. Βλ. Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Θεσμοί «άμεσης δημοκρατίας» στο Σύνταγμα. Συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ουσίας, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2014, σελ. 324-325.
[15] Άρθρα 10 παρ. 2 και 5 του ν. 4023/2011, καθώς επίσης άρθρα 4 και 5 της, κατ’ εξουσιοδότησή του, απόφασης (αριθ. πρωτ.: 21803/28.06.2015) του, τότε, Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης [«Επιτροπές Υποστήριξης κατά τη διενέργεια του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015» (ΕτΚ Β΄, φ. 1285 της 29ης Ιουνίου 2015)].
[16] Δηλαδή, μεταξύ άλλων, πολιτικά κόμματα και πολιτικές κινήσεις, ως ενώσεις προσώπων ή, εν γένει, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Άρθρο 5 του ν. 4023/2011.
[17] Σε όσους συμμετέχουν στη διενέργεια του δημοψηφίσματος δεν διατίθεται κρατική χρηματοδότηση (άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 4023/2011).
[18] Άρθρο 6 παρ. 3 και 4 του ν. 4023/2011.
[19] Άρθρο 9 του ν. 4023/2011.
[20] Βλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, Το δικαίωμα στην κρατική χρηματοδότηση, στον τόμο: ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ (επιμ.), όπ.π. (σημ. 1), σελ. 688 επ.
[21] Βλ. αντί πολλών, Π. Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, Τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σελ. 1211 επ.˙ Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ-ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ, όπ.π. (σημ. 11), σελ. 157 επ. και ΗΛ. ΚΟΥΒΑΡΑ, Η αρχή της ισότητας, στον τόμο: ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ, (επιμ.), όπ.π. (σημ. 1), σελ. 47 επ.
[22] Βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., σελ. 1320 επ.
[23] Βλ., αντί άλλων, Δ. Θ. ΤΣΑΤΣΟΥ, Συνταγματικό Δίκαιο. Τόμος Β΄, Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σελ. 119 επ. και Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Συνταγματικό Δίκαιο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 270 επ.
[24] Βλ. Δ. Θ. ΤΣΑΤΣΟΥ, όπ.π., σελ. 48 επ.· ΕΥΑΓ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, όπ.π. (σημ. 1), σελ. 335 επ.· Κ. ΜΑΥΡΙΑ, όπ.π. (σημ. 1), σελ. 329 επ.· Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, όπ.π., σελ. 225 επ. και ΑΘ. ΡΑΪΚΟΥ, Συνταγματικό Δίκαιο, Συνταγματικό Δίκαιο. Γενική Πολιτειολογία-Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο και Οργανωτικό Μέρος Ι, 5η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα 2018, σελ. 444 επ.
[25] Για αυτοτελές πολιτικό κόμμα απαίτησε τη συγκέντρωση ποσοστού εγκύρων ψηφοδελτίων ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου τους, ενώ για συνασπισμό δύο πολιτικών κομμάτων το πέντε τοις εκατό (5%) και τριών ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων το έξι τοις εκατό (6%), έχοντας σε όλες τις επιμέρους περιπτώσεις καταρτίσει συνδυασμούς στα δύο τρίτα (2/3) των βασικών εκλογικών περιφερειών της χώρας. Άρθρο 2 του ν. 1443/1984 [«Οικονομική ενίσχυση των πολιτικών κομμάτων και άλλες διατάξεις» (ΕτΚ Α΄, φ. 73 της 22ας Μαΐου 1984)]. Βλ., αντί άλλων, Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, όπ.π. (σημ. 9), σελ. 63 επ.
[26] Άρθρο 2 του ν. 2429/1996 [«Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων-Δημοσιότητα και έλεγχος των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών-Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (ΕτΚ Α΄, φ. 155 της 10ης Ιουλίου 1996) και το ταυτάριθμο του ν. 3023/2002.
[27] Στο ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας. Όπ.π.
[28] Στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των βασικών εκλογικών περιφερειών της χώρας. Όπ.π.
[29] Άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. ε) και στ) του ν. 4304/2014 [«Έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των αιρετών αντιπροσώπων Βουλής και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλες διατάξεις» (ΕτΚ Α΄, φ. 234 της 23ης Οκτωβρίου 2014)], το οποίο αντικατάστησε το άρθρο 1 και κατήργησε το άρθρο 2 του ν. 3023/2002.
[30] Βλ. τις αποφάσεις 1862/1985 (Ολ.) [δημοσιευμένη στο ΤοΣ 12 (1986), σ. 493 επ.], 5001 και 5002/1988 (Ολ.), 993/1989 (Ολ.), 1116/1990 (Δ΄ Τμ.-Επταμελής σύνθεση), 177/1992, 2285/1994, 3157/2009 (Δ΄ Τμ.) [δημοσιευμένη σε ΘΠΔΔ 8-9 (2010), με σχόλιο Θ. ΞΗΡΟΥ, σελ. 910-913], 3158 και 3159/2009 (Δ΄ Τμ.), 3869/2011 (Ολ.) [δημοσιευμένη σε ΘΠΔΔ 1 (2013), με παρατηρήσεις Θ. ΞΗΡΟΥ, Και πάλι για τις προϋποθέσεις καθορισμού των δικαιούχων της κρατικής χρηματοδότησης, σελ. 44-46], 3870 και 3871/2011. Βλ., επίσης, τις αποφάσεις 74/1997 (σε ΑΘ. ΡΑΊΚΟΥ, Ο έλεγχος των βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, Στ΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σελ. 267 επ.), 34 κα 35/1999 (σε ΑΘ. ΡΑΪΚΟΥ, Ο έλεγχος των βουλευτικών εκλογών της 9ης Απριλίου 2000, Ζ΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σελ. 171 επ.) του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
[31] Ποσοστό ίσο με το ογδόντα τοις εκατό (80%) της συνολικής ετήσιας τακτικής χρηματοδότησης κατανέμεται στους δικαιούχους που εκπροσωπούνται στη Βουλή με βάση την εκλογική τους δύναμη (άρθρο 3 παρ. 1 περίπτ. α΄ του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4304/2014).Σε αυτούς διατίθεται, επίσης, ισόποσα το δέκα τοις εκατό (10%) από κοινού με τους σχηματισμούς που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 3 παρ. 1 περίπτ. β΄ του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4304/2014). Το απομένον, ίσο με το δέκα τοις εκατό (10%) της συνολικής ετήσιας τακτικής κρατικής χρηματοδότησης, διατίθεται σε όσους εκπροσωπούνται στη Βουλή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε όσους έλαβαν μέρος στις γενικές βουλευτικές εκλογές με συνδυασμούς τους στον καθορισμένο αριθμό των βασικών εκλογικών περιφερειών της χώρας, συγκεντρώνοντας το ποσοστιαίο «κατώφλι» των εγκύρων ψηφοδελτίων στην επικράτεια, και, τέλος, σε όσους έλαβαν μέρος στις τελευταίες Ευρωπαϊκές εκλογές, εξασφαλίζοντας το ίδιο ποσοστό εκλογικής δύναμης (άρθρο 3 παρ. 1 περίπτ. γ΄ του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4304/2014). Εξάλλου, στο μεγαλύτερο μέρος της η εκλογική χρηματοδότηση διατίθεται μετά την προκήρυξη των εκλογών, βουλευτικών ή Ευρωπαϊκών, και πριν από τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας, με βάση τις επιδόσεις τους κατά την τελευταία αντίστοιχη αναμέτρηση, ενώ το υπόλοιπο μετά και σύμφωνα με την εκφρασμένη νωπή λαϊκή ετυμηγορία. Συγκεκριμένα, ποσοστό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) καταβάλλεται σε όσους σχηματισμούς εκπροσωπούνταν στο Εθνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που διαλύθηκε και το δέκα τοις εκατό (10%) σε εκείνους που εκπροσωπούνται στο θητεύον, κατά περίπτωση, αντιπροσωπευτικό σώμα με βάση την εκλογική τους δύναμη (άρθρο 3 παρ. 2 περίπτ. α΄ του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4304/2014). Το υπόλοιπο σαράντα τοις εκατό (40%) της συνολικής εκλογικής χρηματοδότησης διατίθεται μετά τις εκλογές, δικαιούχοι του είναι εκείνοι που συγκέντρωσαν το ποσοστιαίο «κατώφλι» των εγκύρων ψηφοδελτίων, δηλαδή ποσοστό ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας, και όσοι πέτυχαν ή διατηρούν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (άρθρο 3 παρ. 2 περίπτ. β΄ του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4304/2014). Όταν δικαιούχος είναι συνασπισμός πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης σε περίπτωση αποχώρησης από αυτόν, τα αναλογούντα ποσά κατανέμονται στις συνιστώσες του με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, η οποία γνωστοποιείται στον Υπουργό Εσωτερικών εντός μηνός από τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας, και ελλείψει αυτής ή άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας η χρηματοδότηση κατανέμεται ισόποσα (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 3023/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4304/2014).
[32] Βλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, Κριθέντα και ανοικτά ζητήματα στην κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Υπό το φως των πρόσφατων νομολογιακών εξελίξεων, στον τόμο: Σύνταγμα, Δημοκρατία και Πολιτειακοί Θεσμοί, Μνήμη Γιώργου Παπαδημητρίου ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, ιδίως σελ. 734 επ.
[33] Με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 2429/1996.
[34] Βλ. αμέσως παρακάτω.
[35] Άρθρο 34 παρ. 1 του π.δ. 26/2012 [«Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών» (ΕτΚ Α΄, φ. 57 της 15ης Μαρτίου 2012)].
[36] Άρθρο 34 παρ. 2 του π.δ. 26/2012.
[37] Άρθρο 37 παρ. 1 και 2 του π.δ. 26/2012.
[38] Άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ πρότ. 1 του ν. 4255/2014 [«Εκλογή μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλες διατάξεις (ΕτΚ Α΄, φ. 89 της 11ης Απριλίου 2014)].
[39] Άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ πρότ. 2 του ν. 4255/2014.
[40] Για τα ζητήματα που συνέχονται και αφορούν το όνομα ή την προσωνυμία και το έμβλημα εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 4255/2014). Η μοναδική διαφοροποίηση σε σχέση με τα οριζόμενα για τις γενικές βουλευτικές εκλογές εντοπίζεται στους αποδέκτες της εκλογικής δήλωσης, αφού στις Ευρωπαϊκές εκλογές επιδίδεται στον Υπουργό Εσωτερικών, αντί του Προέδρου της Βουλής, και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 4255/2014).
[41] Ο συνασπισμός με την επωνυμία «Ελιά Δημοκρατική Παράταξη» απαρτιζόταν από τα πολιτικά κόμματα «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα» και «Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα», καθώς επίσης τις πολιτικές κινήσεις «Δυναμική Ελλάδα», «Μεταρρυθμιστική Αριστερά», «Νέοι Μεταρρυθμιστές», «Πολιτεία 2012» και «Πρωτοβουλία», ανέδειξε δε δύο ευρωβουλευτές. Εξάλλου, το δεύτερο εκλογικό συνασπισμό συνέθεταν τα πολιτικά κόμματα «Ανεξάρτητοι Έλληνες-Πάνος Καμμένος», «Πανελλήνιο Άρμα Πολιτών» και «Πυρίκαυστος Ελλάδα», καθώς επίσης η πολιτική κίνηση «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας» και ανέδειξε έναν ευρωβουλευτή.
[42] Βλ. την απόφαση (αριθ. πρωτ.: 25336/2406.2014) του, τότε, Υπουργού Εσωτερικών με θέμα: «Κατανομή ποσοστού 40% της εκλογικής χρηματοδότησης στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα» (ΕτΚ Β΄, φ. 1681 της 24ης Ιουνίου 2014).
[43] Ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης ο πρώτος ως άνω (σημ. 41) συνασπισμός έλαβε, με απόφαση (αριθ. πρωτ.: 1573/13.01.2015) του, τότε Υπουργού Εσωτερικών [«Κατανομή ποσοστού 50%+10% της εκλογικής χρηματοδότησης στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα για τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015» (ΕτΚ Β΄, φ. 25 της 13ης Ιανουαρίου 2015)], το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων εξήντα ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (39.060,36) και ο δεύτερος το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και ενενήντα τρία λεπτών. Εξάλλου μετά την ψηφοφορία με όμοια απόφαση (αριθ. πρωτ.: 7173/26.02.2015) του, τότε, Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και θέμα: «Κατανομή ποσοστού 40% της εκλογικής χρηματοδότησης στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015» (ΕτΚ Β΄, φ. 298 της 27ης Φεβρουαρίου 2015) τους διατέθηκαν τα ποσά των εξήντα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων δέκα πέντε ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (68.515,86) και, αντίστοιχα, των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (29.563,52).
[44] Βλ. την απόφαση (αριθ. πρωτ.: 15438/06.05.2015) με θέμα: «Τροποποίηση της υπ’ αριθ. 7173/26.02.2015 του του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, αναφορικά με την κατανομή ποσοστού 40% της εκλογικής χρηματοδότησης στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015» (ΕτΚ Β΄, φ. 883 της 19ης Μαΐου 2015).
[45] Δηλαδή έως και το έτος διενέργειας των επομένων εκλογών για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι οποίες έλαβαν χώρα την 26η Μαΐου 2019.
[46] Πρόκειται για την απόφαση (αριθ. πρωτ.: 18099/27.05.2015) του, τότε Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με θέμα: «Κατανομή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης έτους 2015 (α΄ δόση) στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς πολιτικών κομμάτων» (ΕτΚ Β΄, φ. 956 της 28ης Μαΐου 2015).
[47] Η πολιτική κίνηση ως ένωση προσώπων αποτελεί νομικό πρόσωπο του αστικού δικαίου και, γι’ αυτό, διαθέτει νομική προσωπικότητα. Άλλως, δεν θα είχε το δικαίωμα να ασκήσει το ένδικο βοήθημα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Δ΄ Τμήμα του στην (αδημοσίευτη) απόφασή του 2284/1994 (Επταμελής σύνθεση) έκρινε ότι η παρ. 1 του άρθρου 47 του π.δ. 18/1989 που αποκλείει «τις ενώσεις προσώπων που δεν τυγχάνουν κατά νόμον νομικά πρόσωπα, ούτε έχουν καταστή υπό της εννόμου τάξεως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ωρισμένο κύκλο σχέσεων ή τομέα δραστηριοτήτων, συμπορεύεται προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος . . .ουδ’ άλλωστε η διάταξη αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 12 του Συντάγματος. . .».
[48] Βλ. την 3η σκέψη της απόφασης.
[49] Βλ. την 6η σκέψη της απόφασης.
[50] Βλ. την 7η σκέψη της απόφασης.
[51] Όπ.π. Η αιτούσα επικαλείται την απόφαση 66/2009 του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με αυτήν ανακηρύχθηκαν κατ’ εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 1180/1981[«Περί εκλογής αντιπροσώπων εις την Συνέλευσιν των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ευρωπαϊκόν Κοινοβούλιον) και άλλων τινών διατάξεων» (ΕτΚ Α΄, φ. 188 της 20ής Ιουλίου 1981)], δηλαδή το τότε ισχύον δίκαιο, σε συνδυασμό με τα άρθρα 35 και 36 του εκλογικού νόμου οι υποψήφιοι των συνδυασμών. Το δικαίωμα υποβολής προτάσεων αναγνωριζόταν, αποκλειστικά, στα πολιτικά κόμματα και στους συνασπισμούς τους (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 1180/1980). Συνεπώς, η συμμετοχή της αιτούσας με το ίδιο όνομα, δηλαδή «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας», στις Ευρωπαϊκές εκλογές και η εκ μέρους της υποβολή της εκλογικής δήλωσης (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 1180/1980, σε συνδυασμό με το άρθρο 37 του εκλογικού νόμου που εφαρμόζεται αναλόγως), θα μπορούσε να εκληφθεί, κατ’ εξαίρεση, ως ιδρυτική και θα επέτρεπε να υποστηριχθεί η άποψη ότι η πολιτική κίνηση είχε καταστεί πολιτικό κόμμα (βλ. παραπάνω ΙΙ, 1, καθώς επίσης τις σημ. 7 και 8). Ωστόσο, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 29 του ν. 32023/2002 και την καθιέρωση ειδικής και σύνθετης διαδικασίας για την ίδρυση πολιτικού κόμματος οι δύο δηλώσεις διακρίνονται σαφώς και δεν επιτρέπεται, πλέον, η υποκατάσταση της μιας από την άλλη. Έτσι, η μία από τις δύο συνιστώσες της πολιτικής κίνησης, εάν πράγματι συμμετείχε στις Ευρωπαϊκές εκλογές του 2009, συμμετείχε παράνομα.
[52] Όπ.π.
[53] Ο νόμιμος εκπρόσωπος-συντονιστής θα επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, να επιλύσει τη διαφορά στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Κατέθεσε ενώπιόν του ένδικο βοήθημα, το οποίο επιγράφει «αναγνωριστική προσφυγή», ζητώντας, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί ότι «η ένωση προσώπων/συνασπισμός πολιτικών κομμάτων και κινήσεων με την επωνυμία. . .αποτελεί τυπικά πολιτικό κόμμα δικαιούμενο χρηματοδότησης, καθώς και αναλογικού χρόνου στα μέσα μαζικής επικοινωνίας». Το αίτημά του εντοπίστηκε στην άρση της αντίφασης που έχει δημιουργηθεί με την έκδοση των αποφάσεων αφενός 1334/2016 και αφετέρου 2787 και 3914/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3880/2014 και 1184/2015 του Ελεγκτικού Συνεδρίου και 66/2009 του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, διέταξε, κατά πλειοψηφία, τον χωρισμό του δικογράφου, προκειμένου το συγκεκριμένο αίτημα, σε αντίθεση με τα λοιπά τρία που αφορούσαν το δημοψήφισμα του 2015, να εξεταστεί από την αρμόδια σύνθεση, ενώ ένα μέλος μειοψήφησε, κρίνοντας ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη [βλ. την 9η σκέψη της (αδημοσίευτης) απόφασης 5/2017]. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, με διευρυμένη σύνθεση και τη συμμετοχή δύο μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού, το ένδικο βοήθημα και το απέρριψε, ομόφωνα, ως απαράδεκτο, αφού δεν διαπίστωσε αντίθεση των προβαλλόμενων αποφάσεων προς την 1334/2016 [βλ. τις 7η, 9η και 10η σκέψεις της (αδημοσίευτης) απόφασης 4/2019 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου].
[54] Βλ. παραπάνω V και τη σημ. 30.
[55] Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση τα πολιτικά κόμματα που δρουν στην κοινωνία και την Πολιτεία, αλλά έχουν περιορισμένη παρουσία και μη υπολογίσιμη απήχηση στις τάξεις του εκλογικού σώματος ή στερούνται κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Το ίδιο ισχύει, καταρχήν, και για τα «νεοπαγή» πολιτικά κόμματα. Δηλαδή, όσα ιδρύονται με αφορμή και ενόψει της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία είτε πριν από την προκήρυξή της είτε, σπανιότερα, μετά και κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα. Ωστόσο, η ρωγμή που επέφερε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφασή της 3427/2010 [δημοσιευμένη σε ΕφημΔΔ 6 (2010), σ. 848 επ. Η Ολομέλεια επιλήφθηκε με την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης 1784/2009 του Δ΄ Τμήματος (δημοσιευμένη σε ΕφημΔΔ 3 (2009), σ. 291 επ., με σχόλιο του Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, (Μήπως οι ευρωεκλογές πρέπει να γίνουν πιο ανταγωνιστικές; Σκέψεις με αφορμή την απόφαση 1784/2009, σελ. 274 επ.)] στο «νομολογιακό κεκτημένο» της δημόσιας προβολής έχει αφήσει ανοικτό, τουλάχιστον, τα ζήτημα της εκλογικής τους χρηματοδότησης [βλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, όπ.π. (σημ. 32), σελ. 287 επ.].
[56] Δίχως πάντως η συνεργασία αυτή να εγγυάται και την επιβίωση του συνασπισμού κατά την τετραετή βουλευτική περίοδο.
[57] Η γραπτή συμφωνία είναι σκόπιμο να συνυποβάλλεται με την εκλογική δήλωση.
[58] Άλλωστε, οι προϋποθέσεις καθορισμού των δικαιούχων της τακτικής και της εκλογικής χρηματοδότησης είναι οι ίδιες στις δύο τελευταίες γενιές των κανόνων του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων. Βλ. παραπάνω ΙΙΙ.