Εισαγωγή
Ας ξεκινήσουμε από το συμπέρασμα: η προσφάτως εκδοθείσα απόφαση (υπ’ αριθμ. 23SA300 υπόθεση Anderson v. Griswold) του Πολιτειακού Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας Colorado (Colorado Supreme Court) των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) της 19ης Δεκεμβρίου 2023, αυτή καθαυτή, δεν αποκλείει τον τέως Πρόεδρο ΗΠΑ Donald Trump, από να διεκδικήσει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για να είναι υποψήφιος στις Προεδρικές εκλογές του 2024, ούτε από το να διεκδικήσει, εφόσον το λάβει, την Προεδρία, ούτε, καν, από το να εκλεγεί Πρόεδρος. Όμως, οι δυνητικές συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή – δικονομικού και ευρύτερου πολιτικού χαρακτήρα – δύνανται να οδηγήσουν σε ένα εκ των ανωτέρω.
Επισκόπηση της δικασθείσας υπόθεσης
Η υπόθεση αφορά σε προσφυγή ομάδας εκλεκτόρων – ψηφοφόρων των εσωκομματικών εκλογών (primaries) του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την επιλογή υποψηφίου για την Προεδρία ενώπιον του Πολιτειακού (μονομελούς) Πρωτοδικείου της Πόλης του Denver της Πολιτείας Colorado (District Court, City and County of Denver, Colorado) το Σεπτέμβριο 2023. Αιτήθηκαν τον αποκλεισμό του Trump από το ψηφοδέλτιο των εσωκομματικών εκλογών διότι, ως υποστήριξαν, παρότι συμμετείχε σε εξέγερση έναντι των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021 ενώ ορκίσθηκε, ως Πρόεδρος, να υπερασπίζεται το Σύνταγμα των ΗΠΑ,, είναι εκ νέου υποψήφιος στο Colorado για το Ρεπουμπλικανικό χρίσμα για να διεκδικήσει την Προεδρία, παραβιάζοντας, έτσι, την τρίτη παράγραφο της 14ης Τροποποίησης του Συντάγματος[1]. Για τη συγκεκριμένη κατηγορία της υποκίνησης σε εξέγερση έχει ήδη υπάρξει σχετικό πόρισμα Εξεταστικής Επιτροπής του Κογκρέσου το Δεκέμβριο του 2022.
Η δίκη διήρκησε μόλις 5 ημέρες, και το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο Trump όντως προέβη σε υποκίνηση εξέγερσης, στοχεύοντας σκοπίμως στην παράνομη διακοπή της διαδικασίας επικύρωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων των Προεδρικών εκλογών του 2020 και χρησιμοποιώντας ρητορική προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Παρά ταύτα, το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι ο περιορισμός της διάταξης δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι το αξίωμα του Προέδρου δεν αναφέρεται συγκεκριμένα εντός της διάταξης, ενώ έτερα αξιώματα αναφέρονται, και μάλιστα από μείζον (π.χ., Γερουσιαστής) σε ελάσσον, και, συνεπώς, ο σκοπός του συντακτικού νομοθέτη ήταν να εξαιρέσει το αξίωμα του Προέδρου. Συναφώς, έκρινε ότι ο Πρόεδρος δεν ορκίζεται «ως αξιωματούχος των ΗΠΑ» διότι, π.χ., το Άρθρο ΙΙ του Συντάγματος προβλέπει διαφορετικό όρκο ανάληψης καθηκόντων για τον Πρόεδρο από αυτόν που προβλέπεται στο Άρθρο IV για αξιωματούχους (ευρέως) της εκτελεστικής εξουσίας. Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο αποφάσισε ότι, παρά το γεγονός ότι ο Trump προέβη σε υποκίνηση εξέγερσης όσο υπηρετούσε ως Πρόεδρος, η Προεδρία, ως αξίωμα, εξαιρείται από τον περιορισμό της διάταξης και, συνεπώς, δύναται να είναι υποψήφιος στις εσωκομματικές (και, πιθανώς, Προεδρικές) εκλογές.
Και τα δύο μέρη προσέφυγαν ενώπιον του Πολιτειακού Ανωτάτου Δικαστηρίου του Colorado, το οποίο, με οριακή πλειοψηφία (4-3), επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου, αντιστρέφοντας μόνον την κρίση του περί μη εφαρμογής του περιορισμού της διάταξης στο Προεδρικό αξίωμα. Έκρινε ότι η Προεδρία εμπίπτει στην ευρεία κατηγορία αξιωματούχων των ΗΠΑ (π.χ., αναφέρεται ως «αξίωμα» 25 φορές εντός του Συντάγματος). Άλλωστε, στη διάταξη δεν αναφέρεται συγκεκριμένα κανένα «αξίωμα» των ΗΠΑ – οι Γερουσιαστές και Βουλευτές δεν αποτελούν αξιώματα, παρά «μέλη» εκάστου Σώματος, εξ ου και αναφέρονται ρητά. Σε κάθε περίπτωση, η εξαίρεση του αξιώματος του Προέδρου ως αξιωματούχου θα συνεπαγόταν ότι Πρόεδρος που έχει προβεί σε ενέργειες εξέγερσης δύναται να εκλεχθεί εκ νέου, το οποίο αντιβαίνει στον ίδιο το λόγο υιοθέτησης της συγκεκριμένης διάταξης, ήτοι απαγόρευση ατόμων που πρόδωσαν τις ΗΠΑ, συντασσόμενοι με τη Συνομοσπονδία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, να αποκτήσουν εκ νέου αξιώματα. Όσο, δε, αφορά στην ύπαρξη χωριστών όρκων ανάληψης καθηκόντων για αξιωματούχους των ΗΠΑ και για τον Πρόεδρο, ο δεύτερος είναι απλώς εξειδίκευση του πρώτου – οι όροι «διατηρεί, προστατεύει, και υπερασπίζεται το Σύνταγμα» (preserve, protect, and defend the Constitution), που περιλαμβάνονται στον εξειδικευμένο όρκο του Προέδρου, περιλαμβάνονται στο νόημα του γενικότερου όρου «υποστηρίζει» (support) του όρκου που προβλέπεται για όλους του άλλους αξιωματούχους.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, το Ανώτατο Πολιτειακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι λανθασμένα το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η τρίτη παράγραφος της 14ης Τροποποίησης του Συντάγματος δεν έχει εφαρμογή στο Προεδρικό αξίωμα, και απέκλεισε τον Trump από το ψηφοδέλτιο των εσωκομματικών εκλογών. Όμως, ανέστειλε την εφαρμογή των ανωτέρω έως την 4η Ιανουαρίου 2024, μία ημέρα προ της επικύρωσης των ψηφοδελτίων των εσωκομματικών εκλογών ή, σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (ο Trump έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να προσφύγει άμεσα) μέχρι τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, έως ότου εκδοθεί η απόφαση αυτή.
Συνέπειες;
Η απόφαση αυτή καθαυτή δεν επηρεάζει, επί της ουσίας, τη δυνατότητα διεκδίκησης του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών για υποψήφιος για την Προεδρία, όπως και της ίδιας Προεδρίας, από τον Trump, ακόμη και εάν, εν τέλει, εφαρμοσθεί. Όσον αφορά στο χρίσμα, όντως η απόφαση τον αποκλείει από το ψηφοδέλτιο μόνον, όμως, της συγκεκριμένης Πολιτείας. Θα είναι, απλώς, σαν να έχει χάσει στη συγκεκριμένη Πολιτεία από ανθυποψήφιο Ρεπουμπλικανό. Δεδομένου ότι ο Trump διατηρεί σταθερό προβάδισμα για το χρίσμα σε εθνικό επίπεδο – ακόμη και μετά την απόφαση – πλέον των 55 ποσοστιαίων μονάδων από τους υπόλοιπους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους, είναι αρκετά πιθανό ότι θα είναι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την Προεδρία έστω και έχοντας ‘χάσει’ στη συγκεκριμένη Πολιτεία.
Εάν ο αποκλεισμός επεκταθεί στα ψηφοδέλτια της Πολιτείας για τις Προεδρικές εκλογές, σε περίπτωση που έχει λάβει το χρίσμα του κόμματος, ο Trump πάλι έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει και, εν δυνάμει να εκλεγεί, Πρόεδρος. Η μόνη συνθήκη που πρέπει να τηρηθεί είναι η πλειοψηφία 270 Εκλεκτόρων. Συνεπώς, πιθανός αποκλεισμός του θα είναι σαν να έχει χάσει τις 9 ψήφους Εκλεκτόρων της Πολιτείας, όντας ελεύθερος να συμπληρώσει τις 270 ψήφους από έτερες Πολιτείες. Ούτως ή άλλως, στις προηγούμενες Προεδρικές εκλογές του 2020, ο νυν Πρόεδρος Joseph Biden είχε λάβει τις 9 ψήφους έναντι του Trump και, μάλιστα, με σημαντική διαφορά στη λαϊκή ψήφο (55.4% έναντι 41.9%), οπότε, δεδομένου και του γεγονότος ότι η Πολιτεία έχει ψηφίσει σταθερά τους Δημοκρατικούς υποψηφίους στις τελευταίες 3 Προεδρικές εκλογές, ο Trump δεν θα είχε μεγάλες πιθανότητες να λάβει τις 9 ψήφους.
Όμως, η απόφαση και οι πιθανές πολιτικές και δικονομικές συνέπειες δύνανται να στερήσουν από τον Trump την υποψηφιότητα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και, ίσως, και τη δυνατότητα διεκδίκησης της Προεδρίας. Πολιτικά, η δικαστική απόφαση ότι ο Trump προέβη σε εξέγερση εγείρει σημαντικά θέματα και ίσως έχει επιπτώσεις στη λαϊκή ψήφο. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, 54% των ερωτηθέντων και περίπου 25% των Ρεπουμπλικανών ερωτηθέντων δήλωσαν ότι συμφωνούν, ολικώς ή μερικώς, με την απόφαση. Παρ’ όλα αυτά, ο Trump διατηρεί πολύ μεγάλο προβάδισμα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών (ανωτέρω), και, επιπλέον, φαίνεται πιθανότερος νικητής στη διεκδίκηση της Προεδρίας έναντι του νυν Προέδρου Biden (ο οποίος θα είναι ο Δημοκρατικός υποψήφιος για την Προεδρία) σε δημοσκοπήσεις είτε σε εθνικό επίπεδο, είτε σε βασικές Πολιτείες που δεν έχουν καθαρή κομματική παράδοση (swing States).
Δικονομικά, εφόσον ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η έκβαση θα εξαρτηθεί από την απόφαση. Από τη μία, εάν αποφασισθεί ότι το Πολιτειακό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ορθά, τότε ο Trump θα αντιμετωπίσει αντίστοιχες προσφυγές σε έτερες Πολιτείες, τα δικαστήρια των οποίων θα πρέπει να αποφασίσουν συμφώνως με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποκλείοντας τον, συνεπώς, από τα εσωκομματικά ψηφοδέλτια και καθιστώντας την εκλογή του ως υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την Προεδρία, αδύνατη. Βεβαίως, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δύναται να περιορίσει την απόφαση μόνον στη συγκεκριμένη Πολιτεία και σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία, οπότε εφαρμογή του αποκλεισμού του Trump από τα εσωκομματικά ψηφοδέλτια και σε έτερες Πολιτείες θα εξαρτηθεί από το εάν τα Πολιτειακά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων ίσως ασκηθούν όμοιες προσφυγές, κρίνουν ότι η εκεί ισχύουσα νομοθεσία είναι όμοια με της Πολιτείας του Colorado και, άρα, εάν υποχρεούνται να ακολουθήσουν το δεδικασμένο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Από την άλλη, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει την απόφαση του Πολιτειακού Δικαστηρίου της Πολιτείας Colorado, είτε για αυστηρά δικονομικούς λόγους (αποφεύγοντας να κρίνει επί της ουσίας), είτε διότι η απόφαση άπτεται θέματος αρμοδιότητας των ετέρων δύο εξουσιών, ήτοι της νομοθετικής (Κογκρέσο) ή/και της εκτελεστικής (Προεδρία), καθορίζοντας το ως «political question», και, συνεπώς, το ίδιο, όπως και οποιοδήποτε έτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο, είναι αναρμόδιο να εξετάσει την υπόθεση. Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε απλώς να καθυστερήσει την εξέταση της υπόθεσης πέραν ημερομηνιών των εσωκομματικών εκλογών στις διάφορες Πολιτείες, επιτρέποντας, de facto, την υποψηφιότητα του Trump για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών στις Πολιτείες αυτές.
Φαίνεται ότι η συγκεκριμένη απόφαση αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μία εκ των σημαντικότερων υποθέσεων του Αμερικανικού πολιτικού και δικαστικού συστήματος, με ευρύτερες επιπτώσεις και για το ίδιο το σύστημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει πιθανή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, όχι μόνον σχετικά με το εάν θα ακυρώσει ή θα επικυρώσει την απόφαση του Πολιτειακού Ανωτάτου Δικαστηρίου του Colorado, αλλά σχετικά με το εάν ο Trump προέβη, ή όχι, σε εξέγερση έναντι του κράτους.
[1] «Κανένα άτομο δε δύναται να διορισθεί ως Γερουσιαστής ή Βουλευτής του Κογκρέσου, ή Εκλέκτορας για Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο, ή σε οποιοδήποτε έτερο αξίωμα – πολιτικό ή στρατιωτικό – των ΗΠΑ, εάν, έχοντας ορκισθεί, … ως αξιωματούχος των ΗΠΑ, …, να υπερασπίζεται το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έχει (έπειτα του όρκου) προβεί σε εξέγερση ή επανάσταση (insurrection or rebellion) έναντι αυτού (σ.σ., του Συντάγματος των ΗΠΑ), ή παρείχε βοήθεια ή συνδρομή στους εχθρούς αυτού. […]»