I. Εισαγωγή: Οθωμανικό μοντέλο διοίκησης, θέσεις εξουσίας και επαναστατικά υποκείμενα
II. «Συνθετικός ορθολογισμός» και οργανωτική συγκρότηση της εξεγερμένης Ελλάδας
- Ανάδυση και εξέλιξη ενός «συνθετικού ορθολογισμού»
- Ο συνταγματικός «ιστορικός συμβιβασμός» της Επιδαύρου
- Τυπικές κρατικές δομές και λειτουργίες
- Οι ισορροπίες του «συνθετικού ορθολογισμού» στην πορεία προς το Άστρος
III. Η συγκρότηση της νεοελληνικής διοικητικής κουλτούρας
- Η διαλεκτική «τυπικών» και «άτυπων» πρακτικών (1821-1827)
- Η εμπέδωση της «συνθετικής» κουλτούρας κατά την καποδιστριακή και οθωνική περίοδο
IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
I. Εισαγωγή: Οθωμανικό μοντέλο διοίκησης, θέσεις εξουσίας και επαναστατικά υποκείμενα
H οργάνωση της εξουσίας που εγκατέστησε η επανάσταση του 1821 καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία συγκρότησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους ως προϊόν «δημιουργικής επανασύνθεσης» προϋπαρχόντων στοιχείων.[1] Καθώς η ελληνική εθνεγερσία λαμβάνει χώρα εντός του οθωμανικού συστήματος εξουσίας και στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων που αυτό βασιζόταν, κάθε απόπειρα κατανόησης της διαδικασίας αυτής προϋποθέτει τη συσχέτισή της με τα βασικά χαρακτηριστικά του οθωμανικού μοντέλου. Κεντρικής σημασίας εδώ είναι ο τρόπος που το οθωμανικό σύστημα ενοποιούσε την εκτεταμένη επικράτεια που είχε αποκτηθεί μετά από μια βίαιη κατάκτηση. Από την αφετηρία αυτή εκκινεί και η ανάλυση του Θ. Τσέκου για τους όρους συγκρότησης του ελληνικού πολιτικο-διοικητικού συστήματος στο σημαντικό έργο του Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας. Η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο αποτελεί την πιο συστηματική μέχρι σήμερα προσπάθεια να συνδεθεί η οργανωτική συγκρότηση του εξεγερμένου χώρου με τη διαμόρφωση της νεοελληνικής διοικητικής κουλτούρας.[2] Η παρούσα εργασία βασίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της στις κεντρικές παραδοχές και κατευθύνσεις της πρωτοποριακής αυτής μελέτης που ήλεγξε και επιβεβαίωσε την ακόλουθη «υπόθεση εργασίας»: «Τα χαρακτηριστικά του νέου ελληνικού κράτους όπως αυτά ανιχνεύονται στην τρέχουσα λειτουργία του διαμορφώθηκαν εξ απαλών ονύχων: κατά την φάση της αρχικής θεμελίωσης και μέσα από τις διαδικασίες συγκρότησής του που επακολούθησαν. Τα χαρακτηριστικά αυτά εν συνεχεία αναπαρήχθησαν και διαιωνίσθηκαν δια μέσου όλων των φάσεων ανάπτυξης του ελληνικού κρατικού σχηματισμού, αφήνοντας έντονη την σφραγίδα τους στην σημερινή διαμόρφωση του ελληνικού πολιτικο-διοικητικού συστήματος».
Καθώς η οθωμανική «κατακτώσα ομάδα» αδυνατούσε, για αντικειμενικούς λόγους, να επιβάλλει ολοκληρωτικά και με σταθερό τρόπο τη βούλησή της στις επιμέρους «κατακτημένες», έγινε εξ ανάγκης πιο ανεκτική, αναγνώρισε την πολυπολιτισμικότητα της επικράτειάς της και περιορίστηκε στο να αναπτύσσει τα κεντρικά εκείνα δίκτυα που θα διασφάλιζαν την απρόσκοπτη ροή πόρων από την «περιφέρεια προς το κέντρο».[3] Στο «σημείο διεπαφής» της κυρίαρχης και υποταγμένη ομάδας δημιουργείται ο χώρος, όπου εγκαθίστανται νέες ή προϋπάρχουσες ελίτ των κατακτημένων πληθυσμών, οι οποίες διαμεσολαβούν τη διαδικασία συγκέντρωσης και μεταβίβασης του πλεονάσματος, αντλώντας ποικίλα εξουσιαστικά ωφελήματα από αυτόν τον ρόλο τους.[4]Η βασική αυτή λειτουργία συμπληρώνεται συνήθως με την άσκηση παράπλευρων «δημόσιων αρμοδιοτήτων», διοικητικών ή δικαστικών, τοπικού χαρακτήρα.
Στο οργανωτικό μοντέλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μόνιμη μέριμνα της κεντρικής εξουσίας ήταν η ανάπτυξη προληπτικών μηχανισμών για την αποφυγή των κεντρόφυγων δυνάμεων, μέσω της δημιουργίας «τοπικών εξουσιαστικών κόμβων» με αυξημένη διοικητική αυτονομία, σταθερή αναφορά στη θρησκευτική διαστρωμάτωση («μιλλέτ»), πολιτική αυτοτέλεια αλλά και επαρκή σύνδεση με την κεντρική εξουσία.[5] Η σύνδεση αυτή πραγματοποιούνταν μέσω ενός αρθρωτού δικτύου που περιελάμβανε α) τους κεντρικά παραγόμενους πολιτικο-στρατιωτικούς αξιωματούχους που διατηρούσαν μια τυπική σχέση δουλείας προς τον αυτοκράτορα και β) τους στρατιωτικούς τιμαριούχους που προέρχονταν από την περιφέρεια.
Στο σύστημα αυτό, η πολιτική μορφολογία του κράτους βασιζόταν στην αδιαμεσολάβητη σχέση των «ποιμνίων του θεού» («ραγιάδων») με την κεντρική εξουσία. Ο μουσουλμανικός θρησκευτικός μηχανισμός αποτελούσε μια αυτόνομη δομή με παράλληλες κρατικές αρμοδιότητες εκπαιδευτικής και δικαστικής φύσεως. Οι ορθόδοξοι, από την άλλη πλευρά, όπως και οι αρμένιοι και οι εβραίοι «ραγιάδες», συνδιαλέγονταν απ’ ευθείας με την Πύλη μέσω των θρησκευτικών τους ηγεσιών, χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας φεουδαλικού τύπου αριστοκρατίας, κατά την ευρωπαϊκή παράδοση.[6] Τα «μιλλέτια», δηλαδή οι θρησκευτικές κοινότητες, ασκούσαν παράλληλα και ανεξάρτητα μεταξύ τους τις τοπικές διοικητικές λειτουργίες, αποβλέποντας πρωτίστως στην απόσπαση του πλεονάσματος και την μεταφορά του στα κεντρικά δίκτυα. Χαρακτηριστική στο σύστημα αυτό ήταν και η απομάκρυνση των «πολεμικών ελίτ» από τα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια της κρατικής πυραμίδας και η αντικατάστασή τους από ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες δημοσίους λειτουργούς, με προσωπικό καθεστώς «αυτοκρατορικού δούλου», που προέρχονταν κυρίως από τις υποταγμένες πολιτισμικές ομάδες.
Με την πάροδο του χρόνου, τα εγγενή στοιχεία «ενδεχομενικότητας» και «σχεσιακότητας» του μοντέλου διακυβέρνησης δημιουργούν μια μεγάλη ποικιλία και πολλαπλότητα σε οργανωτικές μορφές, ιεραρχικά σχήματα και διοικητικά καθεστώτα, με διαφορετικούς βαθμούς αυτονομίας ή υπαγωγής τους στο κέντρο, καθώς και «υψηλές δόσεις α-τυπικότητας και αβεβαιότητας στις διοικητικές λειτουργίες».[7] Γενικά, η οθωμανική γραφειοκρατία χαρακτηριζόταν από υψηλή εξειδίκευση αρμοδιοτήτων και ρυθμιστική πυκνότητα (μεγάλος αριθμός τυπικών κανόνων), ιεραρχική υπαγωγή, ειδική εκπαίδευση, ανεπτυγμένη οργανωσιακή μνήμη, όπως και κουλτούρα επαγγελματισμού, που αποτυπωνόταν στον διαχωρισμό της προσωπικής περιουσίας από τα μέσα άσκησης της διοικητικής λειτουργίας. Στη βάση όμως του μοντέλου υπήρχε ένα στοιχείο που παρεμπόδιζε την ανάπτυξη του κλασικού δυτικού διοικητικού ορθολογισμού: ήταν ο «πατριμονιαλιστικός τύπος» νομιμοποίησης, που προσέδιδε στις συμπεριφορές υψηλές δόσεις διακριτικής ευχέρειας, αφού η ιεραρχική ανέλιξη του διοικητικού προσωπικού βασιζόταν κυρίως στην αφοσίωση στον σουλτάνο και την αντίστοιχη εύνοια του περιβάλλοντός του, μέσω της οποίας παρέχονταν τα προνόμια.
Καθώς τα στοιχεία «ενδεχομενικότητας και α-τυπικότητας» της οθωμανικής γραφειοκρατίας πολλαπλασιάζονταν με την πάροδο του χρόνου, οι τοπικοί αξιωματούχοι, αλλά και τα στελέχη της αποσυγκεντρωμένης περιφερειακής διοίκησης, έτειναν διαρκώς να αυξάνουν το ποσοστό εκμετάλλευσης των άμεσων παραγωγών και να αποστερούν πόρους από την κεντρική εξουσία. Αυτή με τη σειρά της αντιδρούσε, διευρύνοντας τη φορολογία και αναζητώντας νέους τρόπους διασφάλισης εσόδων μέσω της εκμίσθωσης των διοικητικών αξιωμάτων. Κριτήριο ιεραρχικής ανέλιξης κατέστη σταδιακά η οικονομική ευχέρεια μίσθωσης του διοικητικού αξιώματος, γεγονός που ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την τάση αυτονόμησης των τοπικών ελίτ. Σε αντίθεση με τον μηχανισμό συγκρότησης της μοναρχίας στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι τοπικοί φεουδάρχες συγκεντρώθηκαν, ως ευγενείς, στη βασιλική αυλή αφήνοντας τις επικράτειές τους στη διοίκηση των απεσταλμένων του βασιλιά, οι σουλτανικοί αξιωματούχοι εγκατέλειψαν τις επαρχίες στη διοίκηση των τοπικών ελίτ.
Η εξέλιξη του οθωμανικού υποδείγματος συνέβαλε, έτσι, στην κατάτμηση του «διοικητικού χώρου», τη δημιουργία τοπικά ελεγχόμενων πηγών πόρων και επιμέρους εστιών ισχύος και συμφερόντων, σε ένα πλαίσιο παραδόξως «τυπικά υπερ-ρυθμισμένο» προς την -ακριβώς αντίθετη- κατεύθυνση της επικυριαρχίας της κεντρικής επί των τοπικών ελίτ. Οι τυπικοί κανόνες διατηρούνταν μεν ως επίσημοι ρυθμιστές των κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες όμως στην πράξη διαμορφώνονταν από «άτυπες κανονικότητες» που σπανίως ομολογούνταν δημοσίως.
Περαιτέρω, οι πηγές πόρων και ισχύος εντός του οθωμανικού διοικητικού συστήματος είναι εκείνες που καθορίζουν τη συγκρότηση των συλλογικών υποκειμένων της επαναστατικής διαδικασίας και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη στρατηγική τους για τον έλεγχο των νέων μορφών εξουσίας που παρήγαγε η Επανάσταση. Τρεις είναι οι βασικές κοινωνικές ομάδες[8] που προβάλλουν ως επαναστατικά υποκείμενα και διακριτές συνιστώσες του εν τω γεννάσθαι συστήματος εξουσίας: οι κοτζαμπάσηδες, οι οπλαρχηγοί και οι Έλληνες του εξωτερικού («επήλυδες»).
Α) Οι κοτζαμπάσηδες. Οι τοπικοί γαιοκτήμονες διέθεταν την αναγκαία αντιπροσωπευτικότητα και αξιοπιστία έναντι της οθωμανικής διοίκησης ώστε να τους ανατεθούν τοπικές διαχειριστικές αρμοδιότητες αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία του προεπαναστατικού συστήματος εξουσίας. Ενώ τυπικά ήταν αιρετοί, στην πράξη αποτελούσαν τοπικές «πατριμονιαλιστικές αριστοκρατίες» με σημαντική επιρροή στο εσωτερικό του οθωμανικού διοικητικού μηχανισμού. Η πατριμονιαλιστική σχέση των προκρίτων με την εξουσία ήταν συνειδητή και ρητά ομολογημένη: «Την εξουσίαν», γράφει ο Δεληγιάννης, «ημείς την είχομεν συγκεντρωμένην εις τας οικογενείας μας προ αμνημονεύτων χρόνων».[9]
Παράλληλα, η γαιοκτησία λογίζεται ως αποκλειστική βάση των πολιτικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα οι Έλληνες της διασποράς που προσήλθαν για την επανάσταση να χαρακτηρίζονται «φερέοικοι» και «απάτριδες». Σημαντική επιρροή στη συγκρότηση του «διοικητικού ορθολογισμού» των Ελλήνων προεστών ασκεί η σχέση τους με την «τοπικότητα» και την ολιγαρχικής ροπής «τοπική αυτοδιοίκηση» στο πλαίσιο του οθωμανικού συστήματος.[10] Βασικό πολιτικό κύτταρο ήταν η κοτζαμπασική «επικράτεια» και οι παραγωγικές και εξουσιαστικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό αυτής της «μικρο- συλλογικότητας», στην οποία, κατά την έναρξη της επανάστασης, αναφέρεται και ο όρος «πατρίδα».[11]
Αυτή η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα, ακριβώς επειδή εκτελούσε συγκεκριμένα πολιτικο-διοικητικά καθήκοντα εντός του οθωμανικού συστήματος πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης, είναι η πρώτη που έχει εξοικειωθεί με τη συνάρθρωση της «τυπικής» και «άτυπης» διοικητικής λειτουργίας του οθωμανικού συστήματος διακυβέρνησης, ενώ την ίδια στιγμή συνδέεται με τα λοιπά χριστιανικά υποκείμενα του ίδιου χώρου με εδραιωμένες σχέσεις πατρωνείας που βασίζονται στην αμοιβαιότητα και την προσωπική αφοσίωση.
Β) Οι οπλαρχηγοί: Από το οθωμανικό πολιτικο-διοικητικό σύστημα προήλθε και το δεύτερο συλλογικό υποκείμενο εξουσίας με πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση: οι στρατιωτικοί. Ο έλεγχος της κατατμημένης και ουσιαστικά αφύλακτης επικράτειας επιτυγχάνεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο πλαίσιο του οθωμανικού διοικητικού προτύπου, με προσφυγή στην «τοπικότητα» και την ενσωμάτωση στοιχείων της υποτελούς πολιτισμικής ομάδας.
Τα «αρματολίκια» ως θεσμός του οθωμανικού διοικητικού συστήματος προέρχονταν από τη στρατολόγηση και τον διορισμό χριστιανών σε σώματα εμπέδωσης της τάξης συγκροτούμενα και διοικούμενα αποκλειστικά από τους ίδιους. Η δημιουργία ανασφάλειας μέσω του ρόλου του «κλέφτη», και η διασφάλιση της τάξης μέσω του ρόλου του «αρματολού», αποτελούσαν, έτσι, διαφορετικές συνιστώσες μιας ενιαίας στρατηγικής για την εξασφάλιση πρόσβασης σε πηγές πόρων και ισχύος. Κατά τον τρόπο αυτό, επιβεβαιωνόταν και η συνάρθρωση τυπικών και άτυπων εξουσιαστικών λειτουργιών: την ίδια στιγμή που διασφαλιζόταν βραχυπρόθεσμα η άτυπη πρόσβαση, ως «κλοπή», ενισχυόταν μακροπρόθεσμα η τυπική πρόσβαση ως «αμοιβή».
Γ) Οι «επήλυδες» (όρος που εισήγαγε ο Θ. Τσέκος) : Οι αναμεμιγμένοι ή μη στην Φιλική Εταιρεία, Έλληνες, οι οποίοι προσήλθαν από το εξωτερικό στον ελληνικό χώρο με την έναρξη της εξέγερσης, αποτελούσαν μια ανομοιογενή ομάδα που συγκροτήθηκε εντός του εν τω γεννάσθαι κράτους. Αποτελούνταν κυρίως από Φαναριώτες, αριστοκρατικής νοοτροπίας, με εμπειρία από την κεντρική διαχείριση του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, εγγράμματους μικροαστούς της διασποράς με διοικητική ανάμειξη στην λειτουργία εμπορικών εταιρειών, αλλά και διανοούμενους, συνήθως αποφοίτους δυτικο-ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, συχνά με επαναστατικές τάσεις. Αυτοί προέβαλαν ως πολύτιμο κεφάλαιο τις δεξιότητες που κατείχαν ως προς τη διαχείριση του συγκεντρωτικού διοικητικού μηχανισμού που ήταν αναγκαίος για τη διασφάλιση της διεθνούς αναγνώρισης του υπό σύσταση κράτους.[12]
Με την έναρξη της επανάστασης διατυπώνονται στον εξεγερμένο χώρο, άλλοτε φανερά άλλοτε υπόρρητα, τρία βασικά πολιτικά προγράμματα, τα οποία αντιστοιχούν στα κύρια συλλογικά υποκείμενα της Επανάστασης,[13] απηχούν διακριτές οργανωτικές-θεσμικές προτάσεις για τη συγκρότηση της εξουσίας και νομιμοποιούνται με την επίκληση ενός κοινού (ονομαστικά) αξιακού προτύπου: της «εθνικής ανεξαρτησίας», με τις πολλαπλές όμως, κατά περίπτωση, ερμηνείες της έννοιας.[14]
Οι κοτζαμπάσηδες εξοικειωμένοι με ένα ημι-ομοσπονδιακό πολιτικο-διοικητικό σύστημα εντός του οποίου ήλεγχαν τις πηγές πόρων και ισχύος, έβλεπαν την εξέγερση σαν μια ευκαιρία να ανακόψουν την εκροή πόρων από την «τοπικότητα» προς το «κέντρο». Αποσκοπούσαν στην επικύρωση και ενίσχυση της τοπικής τους εξουσίας στο υπό συγκρότηση κρατικό μόρφωμα, προβάλλοντας την αντίληψη μιας πολυκερματισμένης πολιτειακής οντότητας με πυρήνα την «τοπικότητα».
Οι οπλαρχηγοί, από την πλευρά τους, διακρίνοντας την ενίσχυση του ρόλου των ένοπλων μηχανισμών, επιχειρούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση προς όφελός τους. Το οργανωτικό τους όραμα ήταν, ωστόσο, ασαφές, καθώς προερχόμενοι και οι ίδιοι από την «τοπικότητα», είχαν συγκροτήσει τον ορθολογισμό τους στη βάση ανταποδοτικών συναλλαγών και, επομένως, δυσκολεύονταν να αντιληφθούν ένα ενιαίο κράτος κοινών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αποσυνδεδεμένων από τις προσωπικές σχέσεις, τις τοπικές αναφορές, την εύνοια και την ανταπόδοση. Σταδιακά αντιλήφθηκαν επίσης ότι η πατριμονιαλιστική νομιμοποίηση των κοτζαμπάσηδων δύσκολα ανατρέπεται και ότι έπρεπε να αναζητηθούν οι προϋποθέσεις ενός συμβιβασμού μεταξύ τους. Αυτή η τάση, καθώς και οι διακυμάνσεις των συσχετισμών, τους έκαναν διαρκώς αμφίθυμους ως προς την επιλογή μεταξύ του συγκεντρωτικού ή του ομοσπονδιακού προτύπου κρατικής οργάνωσης, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τις συνεχείς αλλαγές στάσης του Κολοκοτρώνη, στην επιλογή των συμμαχιών του κατά τις ενδο-επαναστατικές αντιπαραθέσεις.
Η θέση των «επήλυδων» από την άλλη πλευρά, καθορίζεται από το γεγονός ότι αυτοί δεν διαθέτουν απευθείας πρόσβαση στις εγχώριες πηγές πόρων και ισχύος. Για τον λόγο αυτό τάσσονται χωρίς δισταγμούς υπέρ ενός συγκεντρωτικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων, με κεντρικά ελεγχόμενους φοροληπτικούς μηχανισμούς, συγκεντρωτική αναδιανομή του πλεονάσματος και κεντρικά διοικούμενες δομές νομιμοποιημένης φυσικής βίας.
Τα διαφορετικά αυτά σχέδια, με αρκετές παραλλαγές και συμπληρώσεις, συνυπήρξαν, διαλέχθηκαν και αντιπαρατέθηκαν στις απαρχές της εξέγερσης και της θέσπισης των διοικητικών μηχανισμών ενός υπό συγκρότηση κράτους, που επιχειρούσε ταυτόχρονα να διαχειριστεί τις πολεμικές επιχειρήσεις και να οργανώσει αποτελεσματικά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας.
Σε μια πρώτη ενότητα θα αναλύσουμε τον τρόπο που αναδύεται και εκδηλώνεται ο «συνθετικός ορθολογισμός» των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων της εθνεγερσίας, καθώς και τις μορφές με τις οποίες αποτυπώνεται στην οργανωτική και πολιτειακή συγκρότηση του εξεγερμένου χώρου (ΙΙ).
Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο «συνθετικός ορθολογισμός»[15] επηρεάζει αφετηριακά τη συγκρότηση της νεοελληνικής διοικητικής κουλτούρας στο πλαίσιο αφενός της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης «τυπικών» και «άτυπων» πρακτικών κατά την πρώτη επαναστατική περίοδο (1821-1827) και αφετέρου σε αυτό της εμπέδωσης μιας «συνθετικής» διοικητικής κουλτούρας στην καποδιστριακή και οθωνική περίοδο (ΙΙΙ).
II. «Συνθετικός ορθολογισμός» και οργανωτική συγκρότηση του εξεγερμένου χώρου
Ο «συνθετικός ορθολογισμός» των δρώντων σε θεσμικό και οργανωτικό επίπεδο εξελίσσεται σταδιακά. Καθίσταται για πρώτη φορά ορατός στη συγκρότηση των «Τοπικών Πολιτευμάτων», αποτυπώνεται με σαφήνεια στον συνταγματικό «ιστορικό συμβιβασμό» της Επιδαύρου, ενώ διατρέχει τη διαδικασία θέσπισης και την πραγματική λειτουργία των τυπικών κρατικών δομών. Τέλος, οι θεσμικές και πολιτικές ισορροπίες του «συνθετικού ορθολογισμού» καθίστανται έκδηλες στην πορεία από την Επίδαυρο στο Άστρος και τις αναδιατάξεις στις στρατηγικές που υιοθετούν οι διαφορετικές συνιστώσες του «μπλοκ εξουσίας».
- Ανάδυση και εξέλιξη ενός «συνθετικού ορθολογισμού»
Καθώς καμία από τις αντιτιθέμενες ομάδες συμφερόντων δεν ήταν σε θέση να επιβληθεί απολύτως στις άλλες, η μορφή οργάνωσης της υπό συγκρότηση εξουσίας δεν ήταν ένα ζήτημα που αντιμετωπιζόταν μονόπλευρα και «μονο-ορθολογικά», όπως επισημαίνει ο Τσέκος, αλλά με «συνθετική» και «υβριδική» λογική. Ο «συνθετικός ορθολογισμός» που χαρακτηρίζει τις επιλογές των δρώντων συνδυάζει, έτσι, επιλεκτικά διαφορετικές, ενίοτε αντιθετικές, ιδεολογικές και οργανωτικές αρχές και παραδοχές, συνθέτοντας ένα νέο υβριδικό αφήγημα, που εξυπηρετεί τη στρατηγική στόχευση των συλλογικών υποκειμένων για μεγιστοποιημένη πρόσβαση στις υφιστάμενες πηγές πόρων και ισχύος. Σε αυτή την πρωτότυπη συνάρθρωση αντιλήψεων, προτύπων και αρχών για τον τρόπο συγκρότησης, οργάνωσης και άσκησης της θεσπισμένης εξουσίας[16], η οργάνωση τοπικών «πολιτειακών» δομών διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο.[17]
α. Οι προεστοί κινήθηκαν ευθύς εξαρχής στο να συγκροτήσουν την «τοπικότητα», τη μόνη απτή, θεσμικά και κοινωνικά, πραγματικότητα εντός του ελλαδικού χώρου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Διαμαντούρος:[18] «Οι περισσότεροι Έλληνες δεν ταυτίζονται καθόλου με την έννοια του εθνικού κράτους. Γι’ αυτούς πατρίδα ήταν το χωριό τους ή το πολύ -πολύ η περιοχή όπου είχαν γεννηθεί. Όλα τα άλλα ήταν ξένη χώρα».
Με την έναρξη της εξέγερσης εμφανίζεται πληθώρα τοπικών διοικητικών δομών (Επαναστατικό Διευθυντήριο Αχαϊας, Μεσσηνιακή Σύγκλητος, Καγκελαρία και Κονσολάτο Άργους, Καγκελαρία Κορίνθου, Γενική Φροντιστηριακή Εφορία Κυπαρισσίας, Βουλή Θετταλομαγνησίας, Βουλή Ψαρών, Αρχή των Κονσόλων της Ανατολικής Ελλάδος, Αρχή των Αθηνών, Πολιτικόν Σύστημα της Σάμου, Εφορεία της Καρυταίνης, Εφορεία των Ιμλακίων), αλλά και «υπο-τοπικών» πόλων ισχύος, σε καθαρά επαρχιακό επίπεδο. Αναλόγως με την πολιτική ισχύ των επικεφαλής τους τοπικών προυχόντων, αλλά και την οικονομική ικανότητα της επαρχίας, η τοπική αρχή διεκδικούσε και αντίστοιχη νομική και ουσιαστική προσωπικότητα. Οι δύο ισχυρότερες, μάλιστα, από τις «υπο-τοπικές» εξουσίες, η μεσσηνιακή και η αχαϊκή, συνασπίσθηκαν και συγκρότησαν ένα ευρύτερο περιφερειακό διοικητικό σώμα την «Πελοποννησιακή Γερουσία». Αυτή εξέδιδε διοικητικές πράξεις οργάνωσης του χώρου, υπήγαγε στην εξουσία της ως εφορίες τις υφιστάμενες αρχές, προκήρυξε εκλογές, ενώ εγκαθίδρυσε και ένα τοπικό φοροληπτικό σύστημα. Η δημιουργία αυτής της τοπικής πολιτειακής οντότητας δεν υποδηλώνει ωστόσο ότι ο περιφερειακός χώρος της Πελοποννήσου βρισκόταν σε πορεία προϊούσας ενοποίησης, καθώς όπως σημειώνει ο Φωτάκος[19] «κάθε χωρίον είχε τον ιδικόν του καπετάνιον και δεν επαραχώρει σε κανέναν άλλον την αρχηγίαν».
Μόνο μετά την ανοικτή πολεμική σύγκρουση (πρώτος και δεύτερος εμφύλιος) των μωραϊτών κοτζαμπάσηδων με τους «φερέοικους» και τους ναυτιλόμενους συμμάχους τους έγινε εφικτό να διασφαλιστεί αυτή η πελοποννησιακή ενότητα.[20] Το διακύβευμα της σύγκρουσης καθίσταται μάλιστα προφανές αν εξετάσει κανείς την κατανομή των φορολογικών βαρών της έκτακτης πολεμικής εισφοράς του 1823, όπως είχε αποφασιστεί από την κεντρική εξουσία. Δεδομένου ότι μόνο η πελοποννησιακή φοροδοτική ικανότητα ήταν σχετικά εξασφαλισμένη, αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους οι ομάδες που δεν διέθεταν εγγυημένους εγχώριους πόρους, όπως οι «ανέστιοι» επήλυδες και οι υδραίοι καραβοκύρηδες, συμμάχησαν για τη διευρυμένη αναδιανομή του πελοποννησιακού πλεονάσματος, το οποίο επεδίωκαν να καρπωθούν μονομερώς οι εγχώριες ελίτ ή να το αναδιανείμουν περιφερειακά μέσω της ελεγχόμενης από αυτούς Πελοποννησιακής Γερουσίας.
β. Οι επήλυδες, από την πλευρά τους, προσέρχονται με ένα ξεκάθαρα διατυπωμένο πολιτικό σχέδιο, που δεν είναι άλλο από την εγκαθίδρυση «κεντρικής διοίκησης». Καθώς η κορυφή της πολιτικο-διοικητικής πυραμίδας αποτελούσε την μόνη εφικτή διέξοδο για την πρόσβασή τους στο υπό συγκρότηση πολιτειακό σχήμα, συσχέτιζαν συστηματικά την ανάγκη δημιουργίας συγκεντρωτικού διοικητικού μηχανισμού με την προτεραιότητα της διεθνούς αναγνώρισης. Αυτό άλλωστε το πεδίο, οι διεθνείς σχέσεις, αποτελούσε και το σταθερό συγκριτικό τους πλεονέκτημα, δεδομένου ότι με βάση τη γλωσσομάθειά τους και την ικανότητά τους να διαχειρίζονται τις επαφές με τους δυτικούς παράγοντες, οι φαναριώτικες οικογένειες είχαν καταλάβει επίζηλες θέσεις και στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψηλάντης κατέφθασε στο Άστρος έχοντας στα χέρια του έναν «Γενικόν Οργανισμόν της Πελοποννήσου» για τη συγκρότηση «κεντρικής διοίκησης», γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση με τους κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι αντιπρότειναν ένα χαλαρό συντονιστικό όργανο και ισχυρές τοπικές εξουσίες. Οι δε φαναριώτικες φατρίες, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις για τον έλεγχο της εξουσίας, ομονοούσαν στην εκτίμηση ότι αυτή πρέπει να είναι συγκεντρωτική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αγνοούσαν τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας, καθώς η στάση τους συχνά διακρινόταν από πνεύμα πραγματισμού και υψηλή προσαρμοστικότητα. Έτσι, ο στρατηγικά διορατικός Μαυροκορδάτος, εκτιμώντας ότι οι πηγές πόρων και ισχύος παραμένουν στην «τοπικότητα», αποφάσισε να δημιουργήσει ταχύτατα τη δική του τοπική πηγή εξουσίας. Με την εξουσιοδότηση του Υψηλάντη για εφαρμογή του «Οργανισμού» στη Στερεά και τη υπόσχεση ότι αυτός θα υπαχθεί στη διοίκηση του πελοποννησιακού «κέντρου», ο Μαυροκορδάτος κατόρθωσε να θεσπίσει δύο νέες πολιτειακές δομές σε τοπικό επίπεδο: τη «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» στο Μεσολόγγι υπό τον ίδιο και τον «Άρειο Πάγο» στα Σάλωνα υπό τον Νέγρη.
γ. Τα συστατικά κείμενα των δύο αυτών οντοτήτων («Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» και «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος») συγκροτούν αυτοτελείς τοπικές εξουσίες με ιδιαίτερους νομιμοποιητικούς μηχανισμούς (τοπικά κοινοβούλια), διεθνή προσωπικότητα, δημόσια δανειοληπτική ικανότητα, ενώ στην περίπτωση του Αρείου Πάγου, που αυτοαποκαλείται «Κεντρική Διοίκησις», γίνεται λόγος για εδαφική αυτοτέλεια και δικαίωμα αρνησικυρίας έναντι αποφάσεων της (μελλοντικής) κεντρικής κυβέρνησης της οποίας αμφισβητείται ευθέως το μονοπώλιο άσκησης νομιμοποιημένης φυσικής βίας. Το γεγονός ότι οι πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες αποδέχθηκαν ευθύς αμέσως την ψήφιση ενός «Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας» κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του μαυροκορδατικού, καταδεικνύει τους «μηχανισμούς σύνθεσης» που έχουν αρχίσει ήδη να λειτουργούν.
Η διοικητική δομή που συγκροτείται είναι στην πραγματικότητα στοιχειώδης, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για αναπαραγωγή των τοπικών δομών της οθωμανικής διοίκησης. Η περίπτωση του Αρείου Πάγου διαφέρει ελαφρώς διότι η «νομοθετική πυργοποιία του Νέγρου», κατά τη διατύπωση του Φιλήμονος,[21] «προέβλεψε εξειδικευμένες λειτουργίες: προεστώτες εις τα δοσίματα (φορολογία), την κάσσαν (ταμείο), τα μαγαζιά (αποθήκες), τα πολεμικά, τα εθνικά κτήματα, την αστυνομία». Ο Νέγρης ρητά υπογράμμιζε ότι «όλα τα υπουργήματα της Διοικήσεως είναι χωριστά και κανένα εις τα του άλλου δεν ανακατώνεται, αλλά με έγγραφον εκτελούσι τας μεταξύ των χρείας …». Η εικόνα αυτή ενός συγκεντρωτικού, για τα δεδομένα της εποχής, διοικητικού μηχανισμού εγκαθιδρυόμενου στο πλαίσιο μιας αποκεντρωμένης πολιτειακής οντότητας[22] είναι ενδεικτική για τις «συνθετικές διαδικασίες» που αναδύονται.
- Ο συνταγματικός «ιστορικός συμβιβασμός» της Επιδαύρου
α. Το παράδειγμα των τοπικών πολιτευμάτων που δημιουργούν οι θιασώτες του συγκεντρωτικού συστήματος είναι αποκαλυπτικό του αναδυόμενου «συνθετικού ορθολογισμού» που αρχίζει να εμπεδώνεται με σκοπό την καλύτερη πρόσβαση στις πηγές πόρων και ισχύος που απελευθερώνει η Επανάσταση. Η επιδίωξη αυτή οδήγησε τον «συγκεντρωτικό» Μαυροκορδάτο να μιμηθεί τους «αποκεντρωτικούς» κοτζαμπάσηδες αντιπάλους του και να συγκροτήσει «τοπικότητες». Πολύ σύντομα βέβαια θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο, αφού οι αποκεντρωτικοί θα ακολουθήσουν τον Μαυροκορδάτο στο δρόμο της «διοικητικής συγκέντρωσης». Η εξουδετέρωση του πόλου εξουσίας του Υψηλάντη επιτρέπει πλέον στον Μαυροκορδάτο, να προχωρήσει προς το «κέντρο», εκμεταλλευόμενος τις αντιπαλότητες μεταξύ των υπο-ομάδων του ντόπιου πολιτικού προσωπικού, και να κυριαρχήσει πολιτικά στην Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου. Ο ορθολογισμός του αποτυπώνεται με σαφήνεια στα θεσμικά κείμενα και τις δομές που παρήχθησαν, με τους αναγκαίους βέβαια συμβιβασμούς που προσέδιδαν στο θεσμικό πλαίσιο μια συνθετική και εξισορροπητική μορφή. Έτσι, αφότου θεσπίστηκε η ισοτιμία και ο αμοιβαίος έλεγχος των διαφορετικών συντεταγμένων εξουσιών, ο ίδιος και οι πολιτικοί του φίλοι ανέλαβαν τον έλεγχο της «εκτελεστικής», ενώ οι παραδοσιακές εγχώριες ελίτ εγκαταστάθηκαν στη «νομοθετική». Εν όψει της αδυναμίας τους να επιβληθούν πλήρως στους κοτζαμπάσηδες, ο Μαυροκορδάτος και η ομάδα του «επινόησαν έναν ευφυή και καινοφανή συνταγματικό συμβιβασμό», που αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση «συνθετικού ορθολογισμού» στη διαχείριση της εξουσίας.
β. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά τόσο οι κοτζαμπάσηδες όσο και οι οπλαρχηγοί συγκροτούσαν την ταυτότητα και τον ορθολογισμό τους μέσα από στρατηγικές ελέγχου πόρων και ισχύος που εντοπίζονταν στην «τοπικότητα». Στο πλαίσιο αυτό, η συμμαχία των στρατιωτικών με τον Υψηλάντη δεν είχε το νόημα της ιδεολογικής σύμπλευσης υπέρ του συγκεντρωτισμού, αλλά προέκυπτε από την κοινή τους αντιπαλότητα έναντι των προεστών. Ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη πλευρά, ακριβώς επειδή δεν είχε αντιληφθεί εγκαίρως τη δυναμική της κεντρικής εξουσίας, επιλέγει να προσυπογράψει την αντιπρόταση των κοτζαμπάσηδων στον υψηλαντικό «Οργανισμό» και να τους προστατεύσει από τις αντιδράσεις στα Βέρβαινα όσο και τις ριζοσπαστικές προτάσεις του Ανδρούτσου, ενώ δεν διστάζει να συνάψει συγγενικές σχέσεις με τους Δεληγιάννηδες. Οι Υδραίοι, με την σειρά τους, τάχθηκαν υπέρ του «κέντρου» μόνο όταν αντιλήφθηκαν ότι η κεντρική αναδιανομή του πλεονάσματος ήταν απαραίτητος όρος για την επιβίωσή τους. Το γεγονός ότι οι Υδραίοι κατόρθωσαν να πείσουν τους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες να αποδεχθούν στον «Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας» μία πρόνοια περί αποζημίωσης των νησιών με μοραΐτικους πόρους είναι ενδεικτικό των πολλαπλών στοχεύσεων και των ισορροπιών που κυριαρχούσαν.
γ. Σε ένα τέτοιο «ενδεχομενικό πλαίσιο», άλλοτε αντιτιθέμενων άλλοτε συγκλινουσών, στρατηγικών, ο Μαυροκορδάτος συνέθεσε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» ως πολιτειακό αμάλγαμα που εξισορροπούσε τις αποκλίνουσες εξουσιαστικές επιδιώξεις, ενισχύοντας παράλληλα τη δική του. Το διφυές της εξουσίας, ως ισότιμο άθροισμα Εκτελεστικού και Βουλευτικού -που είχε προταθεί και στον Υψηλάντη από τους κοτζαμπάσηδες- και η διατήρηση των τοπικών πολιτευμάτων είναι οι σημαντικότερες παραχωρήσεις προς την πλευρά των «αποκεντρωτικών».
Από οργανωτική σκοπιά, το πενταμελές Εκτελεστικό, το οποίο ελεγχόταν από τους «συγκεντρωτικούς», λειτουργούσε με πρόεδρο και αντιπρόεδρο, ως «συλλογικός πρωθυπουργός», είχε την αρμοδιότητα να διορίζει οκταμελή κυβέρνηση όπου μετείχαν ο αρχιγραμματεύς της επικρατείας, που κατείχε και το χαρτοφυλάκιο των εξωτερικών και επτά (ρητά αποκαλούμενοι) «υπουργοί»: εσωτερικών, οικονομίας, δικαίου, πολεμικών, ναυτικού, θρησκείας και αστυνομίας. Προβλέφθηκε, επίσης, για πρώτη φορά η ανάγκη ενός επαγγελματικού γραφειοκρατικού εκτελεστικού μηχανισμού, πέραν των αιρετών εφόρων που κυριαρχούσαν στα τοπικά πολιτεύματα. Το Εκτελεστικό είχε, έτσι, το δικαίωμα διορισμού «υπαλλήλων υπουργών της διοικήσεως», χωρίς ωστόσο να ορίζονται ούτε ο αριθμός ούτε οι αρμοδιότητές τους. Παράλληλα, εισήχθησαν διαδικασίες προγραμματισμού και ελέγχου υπό την μορφή κατάρτισης «υποθετικού ενιαύσιου λογαριασμού εσόδων και εξόδων», και «επιθεώρηση καθολικού λογαριασμού», δηλαδή ετήσιου προϋπολογισμού και απολογισμού που υποβάλλονταν από το Εκτελεστικό και εγκρίνονταν από το Βουλευτικό. Ωστόσο αποκλίσεις από την τυπική διαδικασία εισάγονταν ευθύς αμέσως, καθώς το Βουλευτικό όφειλε «δια το αρτιπαγές της Διοικήσεως και δια το δυσπρόβλεπτον των εσομένων εξόδων» να εγκρίνει για το πρώτο έτος δαπάνες χωρίς κατάρτιση προϋπολογισμού. Οι δομολειτουργικές αναφορές, όπως είναι φυσικό για ένα τόσο απαιτητικό κείμενο στη δεδομένη εποχή, είναι περιορισμένες, δεδομένου ότι η έμφαση αποδίδεται στη θέσπιση διαδικασιών λήψης των αποφάσεων και τη διασφάλιση στοιχειωδών θεσμικών ισορροπιών μεταξύ των οργάνων.
δ. Το Πολίτευμα της Επιδαύρου θέσπισε ένα «ομοσπονδιακό σύστημα συλλογικής κυβέρνησης»[23] με κύρια χαρακτηριστικά του την πολυμελή συγκρότηση του Εκτελεστικού, τη νομική ισοδυναμία του με το Βουλευτικό, το ενιαύσιο της θητείας και των δύο σωμάτων, καθώς και τη διατήρηση των 3 Τοπικών Διοικήσεων, που ιδρύθηκαν αμέσως μετά την επανάσταση σε Πελοπόννησο και Στερεά, υπάγοντάς τες απλώς στη δικαιοδοσία της Κεντρικής Διοίκησης. Το Σύνταγμα αυτό, θεσμοποιώντας την πολυδιάσπαση της πολιτικής εξουσίας, αποτελούσε ομολογία αδυναμίας συγκρότησης μιας ισχυρής κεντρικής διοίκησης.
Κατά τον Ν.Ν. Σαρίπολο,[24] που παραπέμπει Παπαρηγόπουλο, το Πολίτευμα της Επιδαύρου, κατά ατυχή μίμηση του Γαλλικού Συντάγματος του 1795, καταστρώθηκε υπό την καθοδήγηση του Μαυροκορδάτου, ο οποίος συνετέλεσε «εις την ψήφισιν πολιτεύματος πολυαρχικού, ίνα μη είπωμεν αναρχικού», καθιστώντας «αδύνατον τη συγκρότηση αληθούς κυβερνήσεως». Υποστηρίζει δε ότι η διαρκώς παρούσα Βουλή που, όπως παρατηρεί ο Ευ. Βενιζέλος,[25] έχει «τις θεσμικές προδιαγραφές και την τάση να ενεργεί ως Κυβερνώσα Βουλή», σε συνδυασμό με το ενιαύσιο της θητείας του Εκτελεστικού, οδηγούν στην πλήρη εξασθένηση της Εκτελεστικής Εξουσίας. Τούτο, μάλιστα, παρά τις διακηρύξεις ότι αυτή θα έπρεπε να είναι «ενιαία και ισχυρή», για να διασφαλίζει την ενιαία, ταχεία και αποτελεσματική διεύθυνση του επαναστατικού Αγώνα.
Εκείνο, όμως, που δεν τονίζεται επαρκώς στις παρατηρήσεις του Ν.Ν. Σαρίπολου είναι η σημαντική επισήμανσή του ότι την πρόβλεψη για το ενιαύσιο της θητείας του εκτελεστικού «εισήγαγον οι κοτζαμπάσηδες προτιμήσαντες ν’ απευθύνωνται κατ’ έτος εις τον λαόν, όπως μηδείς τούτων κτήσηται ισχύν τινα υπέρ τους άλλους. Ούτως εισήχθη η δημοκρατική αρχή… δια τον ολιγαρχικόν φθόνον». Εάν, μάλιστα, συνδυαστεί αυτή η επισήμανση με τη βασική πρόβλεψη του Συντάγματος περί πλήρους ισοστάθμισης Εκτελεστικού και Βουλευτικού στη νομοθετική λειτουργία, η οποία πρακτικά ισοδυναμεί με αλληλοεξουδετέρωση των θεσμών και παράλυση της νομοθετικής διαδικασίας σε περίπτωση διαφωνίας τους, αντιλαμβανόμαστε ότι το Πολίτευμα της Επιδαύρου θεσμοποίησε τη δυσπιστία και την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των αντιπροσώπων της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στην ίδια τη συνταγματική μηχανική.
Τα πολλαπλά εμπόδια, καθώς και η πληθώρα μηχανισμών θεσμικής ανάσχεσης και αλληλοεξισορρόπησης, σε συνδυασμό με τον πολυκεντρισμό και τη διασπορά της εξουσίας σε ανταγωνιστικά όργανα,[26] καταδεικνύουν πως μια εντελώς νεωτερική προσέγγιση του συνταγματισμού για θεσμικά φρένα και αντίβαρα (checks and balances) υιοθετήθηκε ασμένως από τους εκπροσώπους των παραδοσιακών ιθυνουσών τάξεων, οι οποίοι προτιμούσαν το θεσμικό αδιέξοδο και την κυβερνητική αδράνεια αντί μιας ενεργητικής κεντρικής εξουσίας, δυνητικά ανεξέλεγκτης και ικανής να περιορίσει τα παλαιόθεν κεκτημένα προνόμιά τους. Η θεσμική αλληλοεξουδετέρωση Εκτελεστικού-Βουλευτικού, αυτή η «ματαίως» προσδοκώμενη «ισοστάθμισις», κατά τη φρασεολογία του Κοραή[27] και η συνακόλουθη αναγκαία συνθήκη της αμοιβαίας συνδρομής τους για ανάληψη δράσης εκφράζουν τον πρώτο «ιστορικό συνταγματικό συμβιβασμό» στη χώρα μας ανάμεσα στις νεωτερικές δυνάμεις του συγκεντρωτικού εθνικού κράτους και στις παραδοσιακές ελίτ.[28]
ε. Εξίσου διαφωτιστικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε θεσμικά το πρόβλημα των τοπικών πολιτευμάτων, αυτών των ολιγαρχικών δομών που συγκροτήθηκαν με το ξέσπασμα της Επανάστασης, με πρωτοβουλία των φαναριώτικων νεωτερικών στοιχείων και τη συνδρομή των παραδοσιακών ελίτ. Ο βασικός λόγος της θέσπισής τους ήταν να δοθεί η δυνατότητα στις ιθύνουσες τάξεις του ελλαδικού χώρου να ελέγξουν προκαταβολικά τις διαδικασίες συγκρότησης της νέας πολιτικής εξουσίας,[29] ώστε να αντιταχθούν αποτελεσματικά σε απόπειρες παραγκωνισμού τους είτε από το λαϊκό στοιχείο είτε από τον επερχόμενο Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος με τη νομιμοποίηση και το κύρος της Φιλικής διεκδικούσε την πλήρη ανάληψη της διεύθυνσης της Επανάστασης. Προσαρμόζοντας στην επαναστατική συνθήκη έναν προϋπάρχοντα θεσμό, οι παραδοσιακές δυνάμεις αφενός ίδρυαν θεσμικά αναχώματα πλήρως ελεγχόμενα και αφετέρου προετοιμάζονταν για τον έλεγχο του νεοσύστατου συνταγματικού κράτους.
Η πρώτη προσπάθεια παραδοσιακής οικειοποίησης της νεωτερικής συνταγματικής τάξης είναι γεγονός. Ενώ στις νεωτερικές επαγγελίες εξέχουσα θέση κατέχει η σύσταση ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους, ικανού να φέρει εις πέρας τη δοκιμασία του Αγώνα, στην Επίδαυρο ο συμβιβασμός των νεωτερικών στοιχείων εκφράζεται με τη διατήρηση των τοπικών πολιτευμάτων, προσδίδοντας πρόσκαιρα στο πολίτευμα χαρακτήρα ομοσπονδίας. Η προοπτική της ισχυρής κεντρικής εξουσίας υποχωρεί προσωρινά εν όψει του συνασπισμού νεωτερικών και παραδοσιακών στοιχείων για τον αποκλεισμό του ανερχόμενου λαϊκού στοιχείου -που στην πρώτη φάση του Αγώνα εκφραζόταν έντονα από τους Στρατιωτικούς- από την ηγεσία της Επανάστασης. Οι νεωτερικές και οι παραδοσιακές ελίτ συγκλίνουν έτσι πρόσκαιρα στην πολυδιάσπαση της εξουσίας, προκειμένου να ακυρώσουν τη λαϊκή δυναμική που αναπτυσσόταν στην Επανάσταση υπό την καθοδήγηση των Φιλικών. Στην πραγματικότητα, οι νεωτερικές ελίτ συνθηκολογούν προσωρινά με τους εκφραστές της παράδοσης, επειδή όπως ορθά αξιολογεί ο Μαυροκορδάτος, δεν έχουν ακόμη εδραιώσει τη δύναμή τους στη Ρούμελη.[30] Προκρίνουν έτσι προσωρινά τη διαίρεση, μέχρι να αποκτήσουν αυτοτελώς προβάδισμα στα όργανα της Διοίκησης για να υλοποιήσουν απερίσπαστα τον στόχο του συγκεντρωτικού εθνικού κράτους. Πρόκειται για την πρώτη και ιδιαιτέρως επιδραστική εκδήλωση του αναπτυσσόμενου «συνθετικού ορθολογισμού».
- Τυπικές κρατικές δομές και λειτουργίες
α. Οι δημόσιες πολιτικές που ασκούνταν από την κεντρική εξουσία είχαν εξαιρετικά περιορισμένη εμβέλεια, όπως είναι λογικό και για την εποχή στην οποία αναπτύσσονται και για τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν.[31] Η φορολογία, η διοίκηση των πολεμικών υποθέσεων, ο ανεφοδιασμός του στρατού, η στοιχειώδης συντήρηση του πληθυσμού, η τάξη και η δικαιοσύνη ήταν οι αποκλειστικοί σχεδόν τομείς δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι επίσημες βεβαίως επιδιώξεις του «νομοθέτη» ήταν σαφώς πιο φιλόδοξες από ρυθμιστική σκοπιά. Ο δε νομοπαρασκευαστικός ρόλος είχε, λόγω τεχνικής εξοικείωσης, περιέλθει καθ’ ολοκληρίαν στους επήλυδες νομομαθείς, οι οποίοι νομοθετούσαν κατά το δοκούν, εκμεταλλευόμενοι και το γεγονός ότι ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός δημοσίων πολιτικών δεν αποτελούσε πεδίο ενδιαφέροντος των κοτζαμπάσηδων.
Ο Οργανισμός του Υπουργείου των Εσωτερικών προέβλεπε ένα ευρύτατο φάσμα αρμοδιοτήτων που περιελάμβανε την εποπτεία της τοπικής αυτοδιοίκησης, τη δημιουργία κτηματολογίου – περιουσιολογίου ως βάση της ατομικής φορολογίας, την εκτέλεση οδικών έργων και τεχνικών υποδομών, την προστασία των αρχαιοτήτων, εγγειοβελτιωτικές παρεμβάσεις, την προώθηση των «τεχνών», ήτοι της βιοτεχνίας και βιομηχανίας, την προστασία των «γραμμάτων» με δημιουργία πανεπιστημίου, λυκείων και στρατιωτικών σχολών, τη δημιουργία προνοιακών ιδρυμάτων, την ανάπτυξη των ταχυδρομείων, καθώς και τη μέριμνα για την στατιστική παρακολούθηση και αύξηση του πληθυσμού.[32]
β. Στο περιθώριο των πολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ αποκεντρωτικών και συγκεντρωτικών, αναδύεται στην πραγματικότητα ένα πρώτο πλαίσιο δημόσιων πολιτικών αρμοδιότητας Υπουργείου των Εσωτερικών, κατ’ απόλυτη αναλογία με τις κρατούσες πρακτικές της εποχής εκείνης στη δυτική Ευρώπη, όπου το εν λόγω Υπουργείο λειτουργούσε ως μετεξέλιξη της αυλικής διοίκησης της μοναρχικής επικράτειας, αποτελώντας τη «μήτρα» του μεγαλύτερου αριθμού των μεταγενέστερων κεντρικών διοικητικών δομών. Την ίδια στιγμή, εμφανίζονται και κάποια, διόλου αμελητέα, ψήγματα κοινωνικής και ρυθμιστικής πολιτικής. Χαρακτηριστική έτσι ήταν η περίπτωση που με «προβούλευμα» προωθούνταν η δημιουργία νοσοκομείου αποτελούμενου από «έναν οίκον με δύο ή τρείς οικίσκους και με τα αναγκαία σκεύη, ομού και με έναν άνθρωπον επιμελητήν τούτων» ή ακόμη η έγκριση από το Βουλευτικό της έκδοσης άδειας επαιτείας για κάποιον «Περδίκκα, Χίον, εξαιτούμενον έλεος».[33]
Οι προσπάθειες διοικητικής συγκρότησης και ενοποίησης του χώρου εκδηλώνονταν επίσης με τις κλασικές πράξεις εξωτερικής οριοθέτησης και εσωτερικής δόμησης της επικράτειας. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1822 προβλέφθηκε η έκδοση διαβατηρίου με την πρόνοια ότι «κανείς Έλλην δεν δύναται να αναχωρήση εκτός της Ελληνικής επικρατείας άνευ τακτικού εγγράφου αδείας της Διοικήσεως», αν δε το πράξει «απογυμνώνεται ισοβίως όλων των …δικαιωμάτων» ενώ «οι συλλαμβανόμενοι φυγάδες …φεύγωσι δίκην εσχάτης προδοσίας».
Τον Απρίλιο του ιδίου έτους ψηφίζεται και ο «Οργανισμός των Ελληνικών Επαρχιών», με τον οποίο συγκροτούνται τα διοικητικά επίπεδα του νεότευκτου κράτους. Ενδιαφέρον έχει το αιτιολογικό σκεπτικό του νομοθετήματος που εισάγει ρητά τον διοικητικό συγκεντρωτισμό ως πρότυπο οργάνωσης θέτοντας την ομοιόμορφη «δημόσια οικονομία» (δηλαδή τη δημόσια διοίκηση) ως κύρια προϋπόθεση της «εθνικής αρμονίας». Ο νόμος αυτός θεσπίζεται «επειδή πρώτον συμφέρον εκάστης πολιτείας είναι η σοφή και ορθή δημόσιος οικονομία (administration publique), μόνη πηγή της αληθούς των εθνών ευδαιμονίας….[και] Επειδή από το ομοιόμορφον του οργανισμού και επομένως από την αλληλουχίαν όλων των διοικητικών κλάδων προέρχεται η αληθής αρμονία και εκ τούτης πάλιν η ισομερής διανομή των δημοσίων φόρων και η ακριβής της δικαιοσύνης εκτέλεσις, δεσμοί κυριώτατοι αδελφικής και σφικτής ενώσεως ολοκλήρου του έθνους και μόνα μέσα διά των οποίων φθάνει το έθνος τούτο εις αληθήν ευδαιμονίαν».[34]
Παραδόξως, αυτή η θερμή αυτή συνηγορία του συγκεντρωτισμού ψηφίζεται από τους κοτζαμπάσηδες του Βουλευτικού τη στιγμή που η κύρια επιδίωξή τους έγκειται στη διατήρηση της τοπικής τους αυτονομίας. Όπως προσφυώς σημειώνει ο Τσέκος[35] «πρόκειται για κλασική περίπτωση «αξιακού ισχυρισμού» που χρησιμοποιείται ως νομιμοποιητικό εργαλείο μιας στρατηγικής, χωρίς, όμως, να καθοδηγεί τις πραγματικές συμπεριφορές των θεσμικών δρώντων. Ποιος άλλωστε στο ξεκίνημα μιας εθνογενετικής διαδικασίας θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ανάγκη «αδελφικής και σφικτής ενώσεως ολοκλήρου του έθνους»;
γ. Οι διοικητικοί μηχανισμοί που καλούνταν να εφαρμόσουν τις δημόσιες πολιτικές είναι εξίσου στοιχειώδεις: είναι οι αιρετοί ηγήτορες και οι διορισμένοι από αυτούς υπουργοί, μερικοί γραφείς, το αποσυγκεντρωμένο υπαλληλικό προσωπικό, που τελούσε σε ασαφή σχέση με τις διάφορες «τοπικότητες» και ο μηχανισμός φυσικής βίας.
Τον Μάϊο του 1822 υπηρετούσαν συνολικά τριάντα (30) διοικητικοί υπάλληλοι στα «γραφεία της διοικήσεως» του Βουλευτικού, του Εκτελεστικού και των οκτώ υπουργείων, εκ των οποίων τρεις (3) υπηρετούσαν στο Βουλευτικό, τέσσερις (4) στην Αρχιγραμματεία του Εκτελεστικού και τα Υπουργεία Εσωτερικών, Πολέμου και Αστυνομίας, πέντε (5) στο Υπουργείο Οικονομίας, τρεις (3) στο Υπουργείο Ναυτικού και δύο (2) στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Θρησκείας και Εξωτερικών. Το ολιγάριθμο προσωπικό του τελευταίου, παρά την κορυφαία πολιτική του βαρύτητα, εξηγείται πιθανότατα από τη φύση και τις προδιαγραφές των διοικητικών καθηκόντων της εποχής εκείνης, στην οποία βασικό περιεχόμενο της διοικητικής εργασίας θεωρούνταν η σύνταξη και η αντιγραφή των αποφάσεων και της αλληλογραφίας, ενώ οι ανάγκες της εσωτερικής επικοινωνίας ήταν σαφώς λιγότερες από εκείνες της εσωτερικής. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών κατείχε ο «Αρχιγραμματέας» η υπηρεσία του οποίου περιελάμβανε τέσσερις (4) ακόμη «υπαλλήλους υπουργούς».
δ. Η ιεραρχική διαφοροποίηση στο υπαλληλικό σώμα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη[36] (Δημακόπουλος 1969). Με τον Νόμο 101 της 8ης Μαϊου 1822 εισήχθησαν τρείς υπαλληλικές βαθμίδες α) του Γενικού Γραμματέως ή Α’ Γραμματέως, β) του Β’ Γραμματέως και γ) του Υπογραμματέως ή Αντιγραφέως με σχετικά περιορισμένη μισθολογική απόκλιση μεταξύ τους (1:2 μεταξύ τρίτης και δεύτερης βαθμίδας και 1:3,5 μεταξύ τρίτης και πρώτης). Παράλληλα, κάνει την εμφάνισή της και μια στοιχειώδης λειτουργική διαφοροποίηση, δεδομένου ότι στη Γενική Διάταξη 200 της 2ας Μαρτίου 1822 προβλέπεται διαδικασία ορισμού προϊσταμένων «κλάδων» ή «τμημάτων» με πρόταση τριών εναλλακτικών προσώπων από τον «Μινίστρο» -όπως έχει αρχίσει να αποκαλείται στα νομοθετήματα ο «Υπουργός» του Συντάγματος της Επιδαύρου – και τελική επιλογή από το Εκτελεστικό, αν και δεν είναι βέβαιο το αν η διάταξη αυτή βρήκε εφαρμογή.
Στο επίπεδο της αποσυγκεντρωμένης διοίκησης, η ιεραρχική δομή που εγκαθίσταται παρακολουθεί την διοικητική διαστρωμάτωση. Τις Επαρχίες διοικούν οι Έπαρχοι αναφερόμενοι στον Μινίστρο των Εσωτερικών. Το διοικητικό προσωπικό του Επαρχείου είναι πενταμελές και περιλαμβάνει έναν προϊστάμενο Γενικό Γραμματέα και τέσσερεις εξειδικευμένους Φροντιστές για την οικονομία, τον πόλεμο, την αστυνομία και, όπου απαιτείται, τη θάλασσα. Τις Αντεπαρχίες (α’και β’τάξεως) διοικούν οι Αντέπαρχοι αναφερόμενοι στους Επάρχους, με τετραμελές διοικητικό προσωπικό που εκτός του Γενικού Γραμματέως περιλαμβάνει τρείς Υπο-φροντιστές για τα οικονομικά, την αστυνόμευση και τη θάλασσα. Κάθε Κοινότητα, επίσης, διοικείται από Πρόεδρο, σε ένα υβριδικό διοικητικό πλαίσιο όπου συνδυάζονται η αποκεντρωτική και η αποσυγκεντρωτική λογική, καθώς η παραδοσιακή διαδικασία για την τοπική ανάδειξη ηγεσίας συνυπάρχει με πράξεις κεντρικού διορισμού.
Περαιτέρω, προβλεπόταν ότι το «Μινιστέριο της Αστυνομίας» ήταν αρμόδιο να συγκροτεί ειδικές αστυνομικές δομές στα αστικά κέντρα. Έτσι, στην πόλη της Κορίνθου ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1822 αστυνομική δύναμη τριών ιεραρχικών επιπέδων, με επικεφαλής Αρμοστή, Γενικό Γραμματέα και έξι επιστάτες. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους διορίστηκε, επίσης, Γενικός Αρμοστής της Αστυνομίας στην έδρα της εκάστοτε κυβέρνησης, με αρμοδιότητα την γενική εποπτεία του αστυνομικού έργου, στον οποίο αναφέρονταν οι Αρμοστές των κατά τόπους αστυνομικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, εκδόθηκαν και οι πρώτοι οργανισμοί των υπουργείων με τίτλο «Σχέδιο του γενικού μηχανικού οργανισμού της προσωρινής διοικήσεως». Αυτοί περιελάμβαναν ένα κοινό προοίμιο πέντε άρθρων στο οποίο ρυθμίζονταν οι σχέσεις του Εκτελεστικού με τα υπουργεία και περιγράφονταν οι αρμοδιότητες του καθενός από αυτά.
Από τη συνοπτική αυτή περιγραφή των υπηρεσιών και των διαδικασιών που θεσπίζονται[37] προκύπτει σαφώς η εργώδης προσπάθεια του «μπλοκ εξουσίας» να εγκατασταθεί -τουλάχιστον σε επίπεδο τυπικών προβλέψεων και με ταχύτατους ρυθμούς (σε ένα μόλις εξάμηνο)- ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός, ο οποίος αποτύπωνε έναν «δυτικού τύπου» διοικητικό ορθολογισμό σε δομο-λειτουργικό επίπεδο.
- Οι ισορροπίες του «συνθετικού ορθολογισμού» στην πορεία προς το Άστρος.
α. Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος, τα Τοπικά Πολιτεύματα, των οποίων η ισχύς είχε ήδη ατονήσει με τη σύσταση των εθνικών πολιτικών θεσμών, καταργούνται με συνοπτικές διαδικασίες προς όφελος των εθνικών οργάνων και μάλιστα με το σκεπτικό ότι η λειτουργία τους είχε αποβεί επιζήμια για τα δημόσια πράγματα, επειδή καλλιεργούσε το τοπικιστικό πνεύμα και υπέθαλπε την ανυπακοή στην Κεντρική Διοίκηση.
Οι συσχετισμοί πριν, κατά και μετά τη Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος είναι «μεταβλητής γεωμετρίας» και δεν αντανακλούν σε καμία περίπτωση τη «βασική αντίθεση» συγκεντρωτικών – αποκεντρωτικών. Η κύρια αντιπαράθεση εξελίσσεται πλέον μεταξύ προεστών και Κολοκοτρώνη, ενώ σε όλα τα στρατόπεδα υφέρπουν οι εσωτερικές αντιθέσεις και οι διακυμάνσεις των συμμαχιών. Η στρατηγική των δρώντων αναδιατάσσεται διαρκώς δεδομένου ότι στην εντόνως μεταβατική αυτή περίοδο δεν έχει καταστεί σαφές το πού ακριβώς τοποθετούνται οι πηγές πόρων και ισχύος. Η ασάφεια αυτή εξαναγκάζει τα δρώντα υποκείμενα να αναπτύξουν ένα εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο και ενδεχομενικό ορθολογισμό.
β. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε θεσμικό επίπεδο η ισορροπία μεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού ανατρέπεται γρήγορα, καθώς το πρώτο χάνει το δικαίωμα αρνησικυρίας επί των αποφάσεων του δευτέρου, διατηρώντας απλώς τη δυνατότητα δύο αναπομπών. Συγχρόνως, το Βουλευτικό αποκτά τη δυνατότητα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου και παραπομπής του Προέδρου και των μελών του Εκτελεστικού αλλά και των Υπουργών στο ανώτατο δικαστήριο («Γενικόν της Ελλάδος Κριτήριον»), καθώς και επιβολής των ποινών της παύσης και της αντικατάστασης, σε περίπτωση καταδίκης τους. Ανατρέποντας το διφυές και δικέφαλον της εξουσίας, οι αποκεντρωτικοί συμβάλλουν, έτσι, στη συγκέντρωση της λήψης των αποφάσεων, κάτι που κατ’ αρχήν εμφανίζεται αντίθετο με την μακροπρόθεσμη υπέρ της τοπικότητας στρατηγική τους. Η φαινομενική αυτή αντινομία αίρεται εάν αναλογισθούμε ότι η στρατηγική τους δείχνει απολύτως ορθολογική στο μέτρο που επιτυγχάνει την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους και τον έλεγχο των πηγών της ισχύος μέσα από τον έλεγχο πλέον του «κέντρου» της διακυβέρνησης, που έχει εν τω μεταξύ συγκροτηθεί. Πρόκειται για στην πραγματικότητα για τυπική περίπτωση «ορθολογισμού ως προς τα αποτελέσματα» με ενδεχομενικό χαρακτήρα.[38]
γ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του «συνθετικού ορθολογισμού» αντλείται από το μυστικό ψήφισμα με το οποίο παραβιάστηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου κστ’ του Προσωρινού Πολιτεύματος περί διορισμού των Επάρχων από το Εκτελεστικό και προβλέφθηκε ο κοινός διορισμός τους από τα δύο σώματα (Εκτελεστικό και Βουλευτικό), καθώς μια υπόρρητη παραδοχή ισχύος ανατρέπει τον τυπικά προβαλλόμενο «ισχυρισμό» και τη θεμελίωση στο «γράμμα» του Συντάγματος. Ενδεικτικό επίσης είναι για το είδος των διακυβευμάτων ότι δεν αμφισβητείται η αρμοδιότητα του Εκτελεστικού για τους Υπουργούς αλλά για τους Επάρχους, καθώς το βασικό διακύβευμα είναι ακόμη ο έλεγχος της «τοπικότητας».
Εξίσου οφθαλμοφανές παράδειγμα προϊούσας συγκρότησης αυτού του «συνθετικού ορθολογισμού» αποτελεί και η κατάργηση των Τοπικών Πολιτευμάτων. Παραδόξως, αυτή πραγματοποιείται με πρωτοβουλία των αποκεντρωτικών και όχι των συγκεντρωτικών, αποκαλύπτοντας ότι όλοι οι συλλογικοί δρώντες έχουν αποδεχτεί πλέον το ενιαίο συνταγματικό κράτος ως πλαίσιο της πολιτικής τους λειτουργίας και εφαρμογής των στρατηγικών τους.[39]
δ. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κάμψη του πολυαρχικού προτύπου και η κατάργηση του ομοσπονδιακού χαρακτήρα της πολιτειακής οργάνωσης στο Άστρος το 1823 έγιναν πάλι με την ισχυρή συναίνεση των ηγετικών ελίτ του Αγώνα, τόσο των νεωτερικών όσο και των παραδοσιακών. Τούτο διότι την ίδια στιγμή που οι θεσμικές μεταβολές εξυπηρετούσαν το νεωτερικό πρόταγμα του συγκεντρωτικού κράτους, μπορούσε να ικανοποιηθεί και η παραδοσιακή εξουσιαστική αξίωση των προυχόντων της Πελοποννήσου για αποδυνάμωση των μεγάλων οπλαρχηγών που είχαν αναλάβει στο μεταξύ τον έλεγχο των τοπικών διοικήσεων.[40] Για τον ίδιο λόγο, οι παραδοσιακές ελίτ δεν αντέδρασαν στην κάμψη του κανόνα της αλληλοεξουδετέρωσης και της ενίσχυσης του ρόλου του Βουλευτικού στη νέα θεσμική αρχιτεκτονική. Από τη στιγμή που συνειδητοποίησαν ότι το κέντρο βάρους των πολιτικών εξελίξεων μετατοπίζεται από το τοπικό στο κεντρικό επίπεδο και συγχρόνως αντιλήφθηκαν ότι είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν τους συσχετισμούς δύναμης στην κεντρική πολιτική σκηνή, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αποδεχθούν την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, περιθωριοποιώντας συγχρόνως τους αντιπάλους τους σε τοπικό επίπεδο. Προκειμένου να διευρύνουν την ηγεμονία τους σε κεντρικό επίπεδο και να ελέγξουν καλύτερα τις εξελίξεις, δεν δίστασαν να διαλύσουν τις τοπικές διοικήσεις, συμβάλλοντας έτσι στην πολιτική ενοποίηση του νέου συνασπισμού εξουσίας γύρω από τον έλεγχο των κορυφαίων πολιτικών θεσμών.[41]
Εκείνο που δεν συνυπολόγισαν όμως είναι ότι ο συσχετισμός δύναμης για την κατάληψη των θέσεων εξουσίας είναι εξ ορισμού ασταθής σε ένα αντιπροσωπευτικό συνταγματικό σύστημα, καθόσον υπόκειται σε μεταβολές και διακυμάνσεις που παρακολουθούν την κοινωνικο-πολιτική ισχύ των δρώντων υποκειμένων και δεν παραμένει στατικός και αμετάβλητος όπως συνέβαινε στο αυτοαναπαραγόμενο σύστημα της οθωμανικής κατάκτησης. Το αποτέλεσμα ήταν οι ιθύνουσες τάξεις, που συναίνεσαν στην καταστροφή των τοπικών θεσμικών υποστηριγμάτων της εξουσίας τους, να χάσουν σταδιακά μετά το Άστρος και τον έλεγχο των κεντρικών θέσεων που περιήλθε στις νεωτερικές ελίτ (διανοούμενοι, νησιώτες) και μοιραία να φθάσουν στο αδιέξοδο που οδήγησε στον Εμφύλιο. Εκεί συμμάχησαν με τους άλλοτε εχθρούς τους, τους οπλαρχηγούς, ενοποιώντας την παραδοσιακή παράταξη έναντι της νεωτερικής, η οποία όμως κέρδισε τελικά τη μάχη για τον θεσμικό προσανατολισμό της Επανάστασης.
ε. Από δομο-λειτουργική σκοπιά οι αλλαγές στον τρόπο άσκησης της εξουσίας ήταν ήσσονος σημασίας και με συγκυριακό χαρακτήρα, καθώς μέσα από αυτές οι κοτζαμπάσηδες κυρίως επεδίωκαν να περιορίσουν την ισχύ του Μαυροκορδάτου. Μειώθηκαν, έτσι, τα χαρτοφυλάκια από οκτώ σε επτά, καταργήθηκαν η θέση του Αρχιγραμματέως της Επικρατείας και το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών -θέση που μέχρι τότε κατείχε ο Νέγρης-, ενώ οι αρμοδιότητές τους μεταφέρθηκαν σε μια νέα θέση, χαμηλότερου ιεραρχικού επιπέδου, αυτήν του Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού. Ο Μαυροκορδάτος, μέχρι πρότινος Πρόεδρος του Εκτελεστικού, δέχθηκε τον ιεραρχικό του υποβιβασμό και ανέλαβε τη νέα θέση, γνωρίζοντας καλά ότι είναι η ασκούμενη λειτουργία και όχι ο τυπικός τίτλος που προσφέρει την πραγματική ισχύ. Η ρεαλιστική και ευπροσάρμοστη αυτή στρατηγική είναι ενδεικτική του τρόπου σκέψης του πολιτικά ταλαντούχου φαναριώτη και αντιδιαστέλεται με την άκαμπτη στάση του Υψηλάντη που αρνήθηκε ακόμη και να υπογράψει την διακήρυξη της Συνέλευσης του Άστρους, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή του.
Οι ρεαλιστικές στρατηγικές και των δύο πλευρών συγκροτούν αυτόν τον νέο «συνθετικό ορθολογισμό», ο οποίος ενσωματώνει στοιχεία τόσο από το εγχώριο παραδοσιακό όσο και από το αστικο/φιλελεύθερο αξιακό σύστημα, παράγοντας ένα επιλεκτικό «συμπεριφορικό αμάλγαμα»,[42] ικανό να διεκδικήσει με αξιώσεις την πρόσβαση σε πηγές πόρων και ισχύος οπουδήποτε και εάν βρίσκονται αυτές: είτε στην «τοπικότητα», ως αναδιανομή του πλεονάσματος που αντλείται μέσα από τα παραδοσιακά κοτζαμπασικά δίκτυα είτε στο «κέντρο» της διακυβέρνησης, ως διανομή των ξένων δανείων που σύντομα θα εξασφαλίσουν οι επήλυδες.
Ενδεικτικό του συνθετικού ορθολογισμού που επικρατεί είναι και το γεγονός ότι υπό την σκέπη της αστικοφιλελεύθερης θεσμικής μορφολογίας, που αποτυπώνεται στη διαφοροποιημένη δομή (λειτουργικά και ιεραρχικά) των επτά Υπουργείων, μπορούν και στεγάζονται οι παραδοσιακοί εξουσιαστικοί συσχετισμοί του ελλαδικού χώρου: τα υπουργεία Ναυτικού και Πολεμικών ανατίθενται όχι σε φυσικά πρόσωπα, αλλά σε τριμελείς επιτροπές, αντιπροσωπευτικές των ισχυρών τοπικοτήτων: Υδραίοι, Σπετσιώτες και Ψαριανοί στο πρώτο, Μανιάτες, Σουλιώτες και Μοραΐτες στο δεύτερο.
στ. Σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο, η ίδια μορφή ορθολογισμού εκδηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η έννοια του «Έλληνα πολίτη» στα πρώτα εν ευρεία εννοία «συνταγματικά κείμενα» της περιόδου, τόσο των Τοπικών Πολιτευμάτων όσο και του ενιαίου πολιτειακού μορφώματος. «Όσοι κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν είναι Έλληνες» αναφέρεται στην Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες» δέχονται τα Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους, ενώ για το Σύνταγμα της Τροιζήνας «Έλληνες είναι α. Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας, πιστεύουσιν εις Χριστόν β. Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικό ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν». Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο προσδιορισμός του μέλους της νεοσύστατης πολιτείας δεν γίνεται με νεωτερικούς όρους, αλλά με τον παραδοσιακό τρόπο της οθωμανικής εξουσίας: με αναφορά στο «μιλλέτ», δηλαδή στο θρησκευτικό δόγμα.[43] Όπως ακριβώς η ένταξη σε κάποια θρησκευτική ομάδα όριζε τον τρόπο σύνδεσης του ατόμου με το οθωμανικό σύστημα και την θέση του σε αυτό, με την ίδια λογική η αποκλειστική ένταξη σε μια συγκεκριμένη θρησκεία καθιστά το άτομο μέλος της εν τω γεννάσθαι συντεταγμένης πολιτείας. Η νέα πολιτεία συγκροτείται, μάλιστα, αντιδιαμετρικά και «σχισματικά» σε σχέση με την παλαιά,[44] καθώς η συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα αποσπάται και αυτονομείται πολιτικά, αποσχίζοντας παράλληλα και ένα μέρος της παλαιάς οθωμανικής επικράτειας. Πρόκειται για άλλη μια επιβεβαίωση του «συνθετικού ορθολογισμού» που συγκροτείται: κάτω από νεωτερικές μορφές επιβιώνουν παραδοσιακά στοιχεία, ενώ οι στάσεις που εκδηλώνουν τα δρώντα υποκείμενα ενσωματώνουν διαστάσεις τόσο του παλαιού όσο και του νέου οργανωτικού και πολιτικού προτύπου.
III. Η συγκρότηση της νεοελληνικής διοικητικής κουλτούρας
Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής του το θεσμικό κατασκεύασμα του αστικο-φιλελεύθερου κράτους παραμένει εν πολλοίς ένα κενό και ανενεργό κέλυφος. Οι επήλυδες παρέχουν την τεχνογνωσία δόμησής του δεν έχουν όμως την ισχύ να επιβάλουν το συγκεντρωτικό πρότυπο διακυβέρνησης στους λοιπούς μετόχους της εθνογενετικής διαδικασίας ούτε να το καταστήσουν αποκλειστικό μηχανισμό διαχείρισης ή κεντρικό μοχλό αλλαγής των σχέσεων εξουσίας στην υπό συγκρότηση επικράτεια.
Ο «συνθετικός ορθολογισμός» καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συγκρότηση της νεοελληνικής διοικητικής κουλτούρας. Σε πρώτο χρόνο, θα μελετήσουμε τη διάδραση ανάμεσα σε «τυπικές» και «άτυπες» πρακτικές εξουσίας στην επταετία 1821-1827 και ακολούθως θα παρουσιάσουμε τον τρόπο που διαχέεται η πολιτικο-διοικητική κουλτούρα του «συνθετικού ορθολογισμού» κατά την καποδιστριακή και οθωνική περίοδο.
- Η διάδραση «τυπικών» και «άτυπων» πρακτικών (1821-1827)
α. Όπως έχουμε εξηγήσει, στο ξέσπασμα της Επανάστασης η ουσιαστική ισχύς βρίσκεται στα χέρια των παραδοσιακών ελίτ, οι οποίες δυσπιστούν έναντι της κεντρικής εξουσίας και επαμφοτερίζουν σχετικά με τη δυνατότητά τους να την ελέγξουν. Για τους λόγους αυτούς ανέχονται την ύπαρξή της διερευνητικά, εν όψει κυρίως του διεθνούς απήχησης των νεωτερικών αιτημάτων και εν αναμονή των εξελίξεων σε σχέση με τις πηγές πόρων και ισχύος που θα επιτύχουν να εξασφαλίσουν.[45] Η ανοχή αυτή εκδηλώνεται συχνά με τη μορφή της αποδοχής όσων «τυπικών» νεωτερικών θεσμών δεν παρεμποδίζουν την αναπαραγωγή και την ενίσχυση των «άτυπων» παραδοσιακών μορφών εξουσίας και ιδιοποίησης του πλεονάσματος.
Όπου, όμως, δημιουργείται η υπόνοια ότι οι επείσακτοι θεσμοί θέτουν υπό αμφισβήτηση τις υφιστάμενες σχέσεις κυριαρχίας, η αντίδραση είναι διττή: είτε οι ανησυχητικές ρυθμίσεις αντιρροπούνται με «υβριδικές» θεσμικές λύσεις που καθιστούν τις καινοτομίες ακίνδυνες (Βουλευτικό εναντίον Εκτελεστικού, Τοπικές Διοικήσεις εναντίον Κεντρικής Διοίκησης) είτε ακυρώνονται ευθέως μέσα από τη μη εφαρμογή τους στην πράξη. Και οι δύο πρακτικές ασκούν μια «μαθησιακή λειτουργία»: εξοικειώνουν τα δρώντα υποκείμενα με τις παραδοχές ότι, όπως ακριβώς και κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, αφενός μεν οι θεσμοί είναι εύπλαστοι και διαμορφώνονται κατά το δοκούν υπηρετώντας τα ίδια συμφέροντα και στοχεύσεις των ισχυρών παικτών, αφετέρου δε η τυπική θέσπιση κανόνων δεν συνεπάγεται αυτομάτως και την πρακτική εφαρμογή τους. Οι εν λόγω παραδοχές θα αποτελέσουν βασικό στοιχείο της νέας κρατικής κουλτούρας που αναπτύσσεται τούτην ακριβώς την περίοδο και του ορθολογισμού που εκπορεύεται από αυτήν.
β. Εκείνο που διδάσκει τα υποκείμενά της η πραγματικότητα των επτά πρώτων χρόνων της επαναστατικά συγκροτούμενης ελληνικής πολιτείας είναι η ανάγκη μιας συνθετικής στρατηγικής. Μια μονοσήμαντη στρατηγική φαντάζει ατελέσφορη πρώτον, λόγω της σπανιότητας των πόρων, που βρίσκονται διάσπαρτοι και αντλούνται τόσο από το «κέντρο» όσο και από τις «τοπικότητες» και δεύτερον, επειδή η χρήση των κεντρικών θεσμών μπορεί να συμβάλλει στην επαύξηση της ισχύος των δρώντων που τους ελέγχουν. Όταν ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης δημιουργούν τα τοπικά πολιτεύματα, αντιλαμβάνονται ότι ο έλεγχος του υπό συγκρότηση κράτους περνά μέσα από την «τοπικότητα». Με τα λόγια του ίδιου του Μαυροκορδάτου: «Να οργανώσωμεν την διοίκησιν απο τους ιδίους εντοπίους, των οποίων να γένωμεν ημείς οδηγοί, καθόσον δυνάμεθα να την συγκεντρώσωμεν εις ολίγας χείρας». Όταν αντιστοίχως οι Υδραίοι συντάσσονται με τους επήλυδες για να στηρίξουν την κεντρική εξουσία κατά του πελοποννησιακού τοπικισμού, επίσης δεν ενεργούν ως συνειδητοί φιλελεύθεροι αστοί, αλλά επιδιώκουν να ιδιοποιούνται το κοινωνικό πλεόνασμα της ευρύτερης επικράτειας μέσω κεντρικής αναδιανομής. Όταν τέλος, ο Πετρόμπεης συμπεριφέρεται σε πρώτη φάση ως υποστηρικτής του Καποδίστρια ενεργεί με την προσδοκία ότι η νέα αρχή του «ενός ανδρός» θα του εκχωρήσει, ως αντάλλαγμα της πολιτικής του υποστήριξης, σημαντικό μέρος του κεντρικά διαχειριζομένου πλεονάσματος.
Η εξέταση των διοικητικών αλλά και των πολιτικο-στρατιωτικών τεκταινομένων της περιόδου μαρτυρεί ότι η σταδιακή συγκρότηση της κεντρικής εξουσίας δεν υπήρξε αποκλειστικό έργο των επήλυδων, αλλά το προϊόν διαδοχικών συμμαχιών τους με τις παραδοσιακές ελίτ, στις οποίες αυτοί προσέφεραν την τεχνογνωσία διαχείρισης των ζωτικών διεθνών σχέσεων, όπως και σημαντικούς οικονομικούς πόρους μέσω του διεθνούς δανείου που συνήψαν. Από την άλλη πλευρά, οι στόχοι των παραδοσιακών ομάδων που συνέβαλαν στη συγκρότηση της κεντρικής εξουσίας ήταν αντιφατικοί. Αυτές είχαν ανάγκη από μια κεντρική εξουσία για να διασφαλίσουν τη διευρυμένη συγκέντρωση των πόρων, δηλαδή από έναν ενιαίο και κεντρικά ελεγχόμενο φοροσυλλεκτικό μηχανισμό και ένα αντίστοιχο νομιμοποιητικό θεμέλιο βασισμένο στις φιλελεύθερες αρχές της ισονομίας και ισοπολιτείας, που συνδέεται με τη λειτουργία ενός ορθολογικού διοικητικού μηχανισμού. Για να διατηρήσουν, όμως, στο νέο πολιτικο-κοινωνικό οικοδόμημα την κυρίαρχη θέση που κατείχαν, οι παραδοσιακές ελίτ αρνούνταν την εφαρμογή των ίδιων αρχών στη διανομή του πλεονάσματος. Εκεί μεθόδευαν σταθερά την κατ’ εξαίρεση πρόσβαση σε ωφελήματα και την αποφυγή υποχρεώσεων, μέσω προνομιακών σχέσεων με τα κέντρα λήψης αποφάσεων, επιδιώκοντας, έτσι, την ανοικτή παραβίαση των αξιών της τυπικής ισότητας έναντι του νόμου και της τυποποιημένης λειτουργίας του διοικητικού μηχανισμού.
γ. Η βασική αυτή αντίφαση αποτελεί γενετικό χαρακτηριστικό της συγκρότησης του νέου κράτους και μία από τις πρωτογενείς πηγές του «συνθετικού ορθολογισμού» του. Ο διφυής ορθολογισμός, παραδοσιακός και νεωτερικός, εκδηλώνεται με την ακόλουθη μορφή: οι τυπικές διαδικασίες και οι θεσμοί, ενώ είναι επιθυμητοί ως πλαίσιο συγκέντρωσης του πλεονάσματος, αποτελούν εμπόδιο στην προνομιακή κάρπωσή του από τις ελίτ. Δημιουργείται λοιπόν μια αμφίθυμη και αμφίσημη σχέση με τους τυποποιημένους κανόνες και τις σταθερές θεσμικές προδιαγραφές. Το κεντρικό κράτος, η νομιμοποιητική του βάση (αρχές ισονομίας και ισοπολιτείας), ο διοικητικός ορθολογισμός, ο προγραμματισμός, η τήρηση κανόνων και η αξιολόγηση αποτελεσμάτων, είναι χρήσιμες διαδικασίες για την επιβολή υποχρεώσεων σε τρίτους αλλά όχι για τη διανομή του κρατικού προϊόντος και των δημόσιων αγαθών.
Η αντίθεση ορθολογισμών δεν εκφράζεται από δύο διακριτά και αντιπαρατιθέμενα συλλογικά υποκείμενα, αλλά εσωτερικεύεται σε κάθε υποκείμενο με τη μορφή διαδράσεων μεταξύ τυπικών και άτυπων κανόνων. Οι τυπικές διαδικασίες χρησιμοποιούνται ως μηχανισμός ελέγχου του φυσικού και κοινωνικού χώρου και ως μέσο επιβολής υποχρεώσεων, όπως η φοροσυλλεκτική διαδικασία μέσω ενός εξειδικευμένου διοικητικού μηχανισμού εξοπλισμένου με την τυπική αρμοδιότητα ρύθμισης του χώρου. Οι άτυπες πρακτικές, αντιθέτως, χρησιμοποιούνται για την ανισότιμη διανομή των πόρων που ελέγχονται από το κράτος, κατ’ αναλογία με το οθωμανικό καθεστώς. Οι αρχές της ισονομίας και ισοπολιτείας προτάσσουν ασφαλώς το δημόσιο συμφέρον έναντι των επιμέρους συμφερόντων και απαιτούν κατανομή των δημόσιων πόρων με βάση συλλογικές αξίες. Σε ένα τέτοιο νεωτερικό πλαίσιο δεν νομιμοποιείται η διεκδίκηση μιας προνομιακής μεταχείρισης με επίκληση «πατρογονικών δικαιωμάτων». Ο Πετρόμπεης, έτσι, δεν νομιμοποιείται να απαιτεί το «πρώτο κονάκι» του Ναυπλίου μόνο και μόνο επειδή λέγεται Μαυρομιχάλης. Άρα οι τυπικοί κανόνες, χρήσιμοι για τη διευρυμένη συγκέντρωση του υπερπροϊόντος («πόρος από όλον το ελληνικόν έθνος …να ανταμείψη και βραβεύση τους έχοντας δικαιώματα ωσάν ημάς» με τα λόγια του Πετρόμπεη) καθίστανται εμπόδιο όταν έλθει η στιγμή να το ιδιοποιηθούν προνομιακά με βάση τα πατριμονιαλιστικά «δικαιώματά» τους, αφού οι τυπικοί και απρόσωποι κανόνες δεν επιτρέπουν κληρονομικά προνόμια. Αυτοί οι κανόνες πρέπει ταυτόχρονα να ισχύουν και να αδρανούν κατά το δοκούν: να εφαρμόζονται όταν δεσμεύουν τρίτους, επιβάλλοντας τον σεβασμό των συλλογικών αγαθών και να μην εφαρμόζονται όταν οι προνομιούχες ελίτ τα ιδιοποιούνται. Η στρατηγική αυτή επιδίωξη των ελίτ οδηγεί στον συνθετικό ορθολογισμό, ο οποίος εν προκειμένω εκδηλώνεται μέσα από την πρακτική εναλλαγή και αντίστιξη «τυπικού και άτυπου».
δ. Η στρατηγική αυτή οδηγεί, παράλληλα, στην πολιτισμική αγνόηση της έννοιας του «αποτελέσματος», υπό την έννοια της καλλιέργειας της απατηλής αντίληψης ότι η θέσπιση των τυπικών κανόνων εγγυάται άνευ ετέρου και με αυτόματο τρόπο την πραγματοποίηση των επίσημα διακηρυγμένων σκοπών. Τα απτά αποτελέσματα και οι πραγματικοί μηχανισμοί επίτευξής τους τοποθετούνται, ωστόσο, στο πεδίο της αντίρροπης παραδοσιακής κουλτούρας και των άτυπων πρακτικών, μέσω των οποίων διαιωνίζεται η εξουσία των εγκατεστημένων ελίτ. Η τυπική ενασχόληση μόνο με το θεσμικό πλαίσιο προσφέρει, έτσι, την επίφαση της κανονιστικής συνέπειας με τις διακηρυγμένες αρχές, αφήνοντας την πρακτική εφαρμογή στην επικράτεια των άτυπων πρακτικών μέσω των οποίων επανέρχονται οι πατριμονιαλιστικές λογικές και η ιδιοτελής χρήση των δημοσίων αγαθών.
Ο πολιτισμικός «προσανατολισμός προς τους κανόνες»[46] παράγει μια πρώιμη μορφή «διοικητικού νομικισμού», η οποία ευνοεί τις ιδιοτελείς επιδιώξεις των παραγόντων του νέου κράτους, στο μέτρο που η νομοθετική πολυπλοκότητα και η ιεραρχική διάρθρωση των νομικών κανόνων (κατά Φιλήμονα «νομοθετική πυργοποιία») δημιουργεί ακαμψίες εφαρμογής που ενισχύουν εκ των πραγμάτων τη διέξοδο των άτυπων λύσεων.
- Η εμπέδωση της «συνθετικής» κουλτούρας κατά την καποδιστριακή και οθωνική περίοδο
α. Η βασική σχέση των κυρίαρχων στρωμάτων με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, πρωτίστως, αυτές των χωρικών – πολεμιστών είναι η «διαμεσολαβητική πατρωνεία»[47].Τα αρχεία της εποχής βρίθουν εγγράφων και επιστολών με τα οποία οι «πελάτες» παρακαλούν για τη διαμεσολάβηση ενός ισχυρού παράγοντα προκειμένου να διεκδικήσουν τα δίκαιά τους, καθώς και αντιστοίχων με τα οποία ο ισχυρός «παρρησιάζει» τον προστατευόμενό του στο ανώτερο επίπεδο, υποστηρίζοντας το αίτημά του. Οι απλοί χωρικοί προσπαθούν να τεθούν υπό την προστασία ενός τοπικού ηγέτη, ο οποίος με την σειρά του συνδέεται με κάποιον ισχυρότερο περιφερειακό που παρέχει υποστήριξη σε κάποια από τις εξέχουσες πολιτικές ή στρατιωτικές φυσιογνωμίες που πρωταγωνιστούν στην κεντρική σκηνή. Όπως σημειώνει ο Τσέκος,[48] «οι διαδοχικές αυτές ανοδικές υπαγωγές σχηματίζουν μια πελατειακή πυραμίδα με συγκολλητική ουσία την αμοιβαιότητα», δηλαδή την «αλληλοϋποστήριξη στη διεκδίκηση της προνομιακής πρόσβασης σε πηγές πόρων και ισχύος». Εκείνο που έχει όμως κομβική σημασία και μετατρέπεται σε πελατειακό συναλλακτικό μέσο είναι η κατ’ εξαίρεση πρόσβαση στους πόρους και οι άτυπες θεσμικές πρακτικές που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτό. Η διείσδυση της κουλτούρας του «συνθετικού ορθολογισμού» στον περιορισμένο κρατικό μηχανισμό της εποχής είναι σημαντική, καθώς οι άτυπες πρακτικές εκδηλώνονται σταθερά και ομοιόμορφα μέσω συγκεκριμένων πράξεων και παραλήψεων των κρατικών οργάνων. Η δε συμμετοχή των «υπαλλήλων υπουργών» στις διαδικασίες παράκαμψης της τυπικής νομιμότητας αποτελεί συχνά το «αντάλλαγμα» που αυτοί καταβάλλουν για την τοποθέτησή τους.
β. Η καποδιστριακή περίοδος συνιστά μια πραγματική τομή στο παραπάνω πλαίσιο, καθώς οριοθετεί την πρώτη ουσιαστική απόπειρα συγκρότησης κεντρικού κράτους και υπαγωγής των τοπικοτήτων σε αυτό. Σε αντίθεση με την επαμφοτερίζουσα τακτική των επήλυδων κατά την πρώτη επταετία ο Καποδίστριας προσέρχεται στον ελλαδικό χώρο με ένα σαφές σχέδιο δόμησης κεντρικής εξουσίας και δείχνει αποφασισμένος να το εφαρμόσει, ακόμη και όταν αναγκάζεται να αποδεχθεί συμβιβαστικές λύσεις. Η αρχική του σύλληψη, την οποία έχει ενστερνισθεί πριν από την επαφή του με την ελλαδική πραγματικότητα, δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του Μαυροκορδάτου, υπό την έννοια ότι και αυτός φαντάζεται ένα νέο κράτος που προσαρμόζεται στις παραδοσιακές πολιτικές σχέσεις και τα εθιμικά θεσμικά μορφώματα, με σκοπό είτε να τις απορροφήσει σταδιακά είτε να συνυπάρξει αρμονικά με αυτές. Οι πρώτες του κινήσεις είτε επρόκειτο για την επιλογή των προσώπων που θα στελέχωναν το «Πανελλήνιο» είτε για τη διατήρηση του αιρετού χαρακτήρα της τοπικής αυτοδιοίκησης φανέρωναν αυτή ακριβώς την κατεύθυνση.
Ωστόσο, την ενσωμάτωση των παραδοσιακών πρακτικών στις νεοσύστατες δομές του εθνικού κράτους δεν την αντιλαμβάνεται ο Καποδίστριας ως διαιώνιση των κεκτημένων προνομίων ή ως διατήρηση της τοπικής αυτοτέλειας των παραδοσιακών ελίτ, αλλά ως υπαγωγή τους στο ενιαίο κρατικό μόρφωμα και ως ενσωμάτωση των λειτουργιών τους σε μια ενιαία πολιτειακή και κοινωνική προοπτική. Η νέα μορφή ισορροπίας παλιού και νέου που αναζητεί μετατοπίζει ομολογημένα το κέντρο βάρους στο πεδίο της νεωτερικής «μακρο-συλλογικότητας»,[49] με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη συστηματική συγκρότηση ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού υλοποίησης δημόσιων πολιτικών, ο οποίος κατά την πρώτη επταετία παρέμεινε σε επίπεδο διακηρύξεων και ατελών ή αφηρημένων σχεδιασμών. Ο Καποδίστριας πολλαπλασιάζει, αντιθέτως, τις κρατικές δομές, σχεδιάζει και θέτει σε εφαρμογή ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, ενώ επιχειρεί συστηματικά να αναπτύξει το ανθρώπινο δυναμικό που θα στελεχώσει τις υπηρεσίες του κράτους.[50]
γ. Η σπανιότητα των πόρων και η μη ωριμότητα των συνθηκών τον ανάγκασαν, βεβαίως, να αποκλίνει ουκ ολίγες φορές από τις συγκεντρωτικές οργανωτικές και διοικητικές αρχές του νεωτερικού κράτους και να βρει προσωρινά καταφύγιο στις παραδοσιακές πρακτικές για την εξασφάλιση της φορολογίας, την παροχή εκπαίδευσης ή την απονομή δικαιοσύνης. Οι στρατηγικές επιδιώξεις του Καποδίστρια ήταν, όμως, σταθερές και αταλάντευτες. Έγιναν, μάλιστα, απολύτως ορατές, όταν, κατά τις πρώτες αψιμαχίες με τις παραδοσιακές ελίτ, επιχείρησε να υπερβεί με ταχύτατους ρυθμούς την αναγκαστική συνύπαρξη του υπό συγκρότηση κράτους με τις προεπαναστατικές δομές ισχύος. Η στάση του αυτή έγινε με τη σειρά της αντιληπτή από τις ιθύνουσες τάξεις και τους εταίρους τους ως υπαρξιακή απειλή, καθώς ήταν ριζικά αντίθετη στο σχέδιό τους για ένα πολιτειακό μεν «υβρίδιο», με ευθέως αντίστροφες όμως αναλογίες, οι οποίες δεν θα διατάρασσαν τις προεπαναστατικές σχέσεις εξουσίας. Στην πραγματικότητα, τα τυπικά αστικά χαρακτηριστικά του καποδιστριακού μοντέλου διακυβέρνησης επιχειρούσαν να στεγάσουν παραδοσιακές και νέες σχέσεις εξουσίας, χωρίς όμως να αποκλίνουν ουσιωδώς από το βασικό νεωτερικό πλαίσιο των αρχών της ισονομίας και ισοπολιτείας. Για τις παραδοσιακές ελίτ, αντιθέτως, η έννοια του «πολίτη», ως φορέα ενιαίων δικαιωμάτων και κοινών υποχρεώσεων, παρέμενε απρόσωπη και εικονική, όσο δεν αμφισβητούνταν το πλέγμα των προσωποπαγών σχέσεων που κατέτεινε στην εξυπηρέτηση επιμέρους συμφερόντων και την ιδιοποίηση των δημόσιων αγαθών. Στην αντίληψή τους η «μακρο-συλλογικότητα» προστάτευε και εξυπηρετούσε πανίσχυρες «μικρο-συλλογικότητες», που εκδηλώνονταν είτε στον χώρο (τοπική αυτοτέλεια) είτε στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο (πελατειακά δίκτυα και πολιτικές φατρίες). Η απόπειρα του Καποδίστρια να ομογενοποιήσει την επικράτεια και να υπαγάγει τις μερικές στις γενικές επιδιώξεις, ανέτρεπε, έτσι, ριζικά τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί κατά την πρώτη επταετία. Η μετωπική ρήξη με τις ιθύνουσες ομάδες που είχαν συμβιβαστεί και συγκροτήσει το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας στην πρώτη φάση, τόσο παραδοσιακές όσο και δυτικόφρονες, ήταν μοιραία, παρά τις αρχικές, με καθαρά ευκαιριακό χαρακτήρα, προσπάθειες εξισορρόπησης. Ο συνασπισμός ισχύος με τον οποίο συγκρούστηκε, συσπείρωνε, μάλιστα, σχεδόν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που είχαν πρωταγωνιστήσει κατά την πρώτη επταετία, ενώ οι αντιδημοκρατικοί χειρισμοί του στέρησαν την υποστήριξη ακόμη και στενών συνεργατών και αρχικών υποστηρικτών του, όπως ο Τρικούπης, ο Σταύρου ή ο Κοραής.
δ. Αυτή η σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, ή ισονομίας και ιδιοτέλειας, συχνά συσκοτίζεται στην πολιτική αντιπαράθεση, καθώς, με πρωτοβουλία των αντικαποδιστριακών -που νομιμοποιούν με νεωτερικά στοιχεία τις αξιώσεις τους- εμφανίζεται ως δήθεν αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού ή σεβασμού προς το Σύνταγμα και αντισυνταγματικότητας.[51] Οι πραγματικοί πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί είναι, όμως, τέτοιοι που ο Καποδίστριας αδυνατεί να επιβληθεί, με αποτέλεσμα να καταλύεται το μονοπώλιο της φυσικής βίας, το κράτος ουσιαστικά να ανατρέπεται και ο ίδιος να εξουθενώνεται πολιτικά προτού εξοντωθεί και φυσικά. Οι περισσότερες από τις τυπικές δομές και διαδικασίες που θεσπίστηκαν επί ημερών του αρχικά παρακάμφθηκαν στην πράξη, ενώ κατέρρευσαν πλήρως μετά τον θάνατό του, φανερώνοντας τα σαθρά τους θεμέλια. Είναι σημαντικό ότι την περίοδο εκείνη παρατηρούνται για πρώτη φορά φαινόμενα συστηματικής παράκαμψης τυπικών διατάξεων που αφορούν θέματα προσωπικού. Έτσι, πολλοί υπάλληλοι, κατά παράβαση σχετικών διατάξεων, εισέπρατταν παγίως επιπρόσθετες αποδοχές είτε υπό μορφή επιμισθίου είτε υπό μορφή εξόδων παραστάσεως, ενώ και ο ίδιος ο Καποδίστριας έδινε αρνητικά δείγματα σεβασμού των θεσμών, παρακάμπτοντας, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, την τυπική νομιμότητα που ο ίδιος είχε θεσπίσει.
Σε μια ιστορική περίοδο κρίσιμη για την συγκρότηση της πολιτικο-διοικητικής κουλτούρας τα βασικά πολιτικά υποκείμενα συμπεριφέρονταν με τρόπο εξαιρετικά ασταθή και ευμετάβλητο έναντι των βασικών θεσμών του αστικο-φιλελεύθερου κράτους. Τα συμπεριφορικά αυτά στοιχεία εντάσσονται αναπόφευκτα σε μια συλλογική «μαθησιακή διαδικασία», στο πλαίσιο της οποίας η συλλογική μνήμη συγκρατεί τόσο από τη στάση του Κυβερνήτη όσο και των αντιπολιτευομένων ότι οι θεσμοί και οι διοικητικές δομές είναι στοιχεία εύπλαστα που δεν συνιστούν ένα απαραβίαστο πλαίσιο συλλογικής δράσης αλλά αποτελούν εναλλακτικά και συγκυριακά εργαλεία επιμέρους βραχυπροθέσμων στοχεύσεων. Η δε τελική επικράτηση της αντιπολίτευσης μέσα από ακραία εξωθεσμικές συμπεριφορές, επιβεβαιώνει στην κοινή συνείδηση την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας αντίληψης και στρατηγικής.
ε. Από τη σκοπιά της νεωτερικής διοικητικής κουλτούρας, η καποδιστριακή περίοδος συνιστά αληθινή τομή. Είναι η στιγμή που οι γραφειοκρατικές δομές του νέου κράτους καθίστανται για πρώτη φορά ορατές σε χωρικά πεδία εκτός των ορίων της πρωτεύουσας και αρχίζουν να διαχέονται στην περιφέρεια. Το κεντρικό κράτος διεισδύει, έτσι, στην τοπικότητα όχι όμως πλέον με τη μορφή διακήρυξης προθέσεων ή της διατύπωσης εγγράφων απειλών και παρακλήσεων, με τις οποίες η κεντρική εξουσία επιχειρούσε να πειθαναγκάσει τις τοπικές εξουσίες κατά την πρώτη επταετία. Η κρατική παρέμβαση γίνεται πλέον αντιληπτή με τη μορφή της εφαρμογής συγκεκριμένων και θεματικά προσδιορισμένων δημόσιων πολιτικών (εκπαιδευτηρίων, κοινών διδακτικών εγχειριδίων και προγραμμάτων, ενιαίων φοροληπτικών μηχανισμών, τελωνείων, λοιμοκαθαρτηρίων, στρατιωτικών φρουρών) που μαρτυρούν την κεντρική επιδίωξη της ομογενοποίησης του χώρου.
Συγχρόνως, όμως, η πρακτική αυτή συναντά ισχυρές αντιστάσεις, που οδηγούν σε νέες προσαρμογές. Τα φυσικά χαρακτηριστικά (έλλειψη έργων οδοποιίας ή σιδηροδρομικών συνδέσεων) και η κοινωνική σύνθεση του ελλαδικού χώρου, η έντονη πολιτισμική διαφοροποίηση,[52] αλλά κυρίως οι μικρο-συλλογικά συγκροτημένες πολιτικές ταυτότητες παρεμποδίζουν συστηματικά κάθε ενοποιητική προσπάθεια. Η νίκη των παραδοσιακών ελίτ και των δυτικόστροφων συμμάχων τους έναντι του Καποδίστρια ανοίγει, στην πραγματικότητα, τον δρόμο για μια νέα «συνθετική» διευθέτηση αυτής της αντίφασης, στο πλαίσιο της οποίας τα πολιτικο-διοικητικά δίκτυα αναπτύσσονται όχι από «το κέντρο προς την περιφέρεια» αλλά από την «περιφέρεια προς το κέντρο», παραδίδοντας δηλαδή τον έλεγχο των διοικητικών μηχανισμών και το πεδίο ισχύος στην τοπικότητα και τις μικρο-συλλογικότητες, ώστε αυτές να αξιοποιούν προς ίδιον όφελος τις κεντρικές λειτουργίες.
στ. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά παγιώνονται κατά την Οθωνική περίοδο, στην οποία η θεμελίωση του κεντρικού κράτους συνυπάρχει με τη διείσδυση των τοπικοτήτων στις κεντρικές δομές. Η έλευση του Όθωνα σηματοδοτεί την επανεκκίνηση της διαδικασίας συγκρότησης ενός ομοιογενούς και κεντρικά ελεγχόμενου κρατικού μηχανισμού, στις ίδιες βασικές κατευθύνσεις με εκείνες του Κυβερνήτη: ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, ανάπτυξη ενοποιημένων διοικητικών δικτύων, διαμόρφωση ενιαίων κανόνων άσκησης της δημόσιας εξουσίας σε όλη την επικράτεια.[53] Σε σχέση με την καποδιστριακή περίοδο οι διαφορές εντοπίζονται πρώτον, στη διοικητική τεχνογνωσία των έμπειρων στελεχών της βαυαρικής γραφειοκρατίας και δεύτερον, στην πιο ομαλή και σταδιακή ενσωμάτωση παραδοσιακών και νέων ελίτ στο πολιτικο-διοικητικό σύστημα. Σε αντίθεση με τους επήλυδες που προσαρμόστηκαν με πραγματιστική διάθεση στους συσχετισμούς του ελλαδικού χώρου και άρχισαν να συνθέτουν τη διοικητική τεχνογνωσία τους με τα εγκατεστημένα συμφέροντα των παραδοσιακών ελίτ, εκείνοι που πραγματικά επιχείρησαν να εισαγάγουν το δυτικό γραφειοκρατικό πρότυπο στο υπό συγκρότηση ελληνικό κράτος, ήταν αυτοί που συγκρούστηκαν μετωπικά με την εγχώρια παράδοση, όπως ο Καποδίστριας, ο Abel, ο Eichtal και ο de Regny
ζ. Σε τελική ανάλυση, οι αρχές της ανάπτυξης ενός ορθολογικού διοικητικά κράτους, αρκετά πρώϊμου μάλιστα, διαμορφώνονται επί Καποδίστρια με την κλασική ιεραρχημένη δομή του συγκεντρωτικού κράτους, που ολοκληρώνει το ατελές σκαρίφημα της πρώτης επταετίας υπό την επίδραση των επήλυδων. Οι αρχές αυτές τυγχάνουν εκτεταμένης πρακτικής εφαρμογής κατά τη διάρκεια των τριάντα ετών της οθωνικής περιόδου. Τότε δηλαδή που το κεντρικό κράτος συγκροτήθηκε με δομές ιεραρχικά και λειτουργικά διαφοροποιημένες, ενώ τα διοικητικά δίκτυα, ισχνά μεν και ατελή, ξεκινούσαν από το κέντρο και διείσδυαν στην περιφέρεια, εξουδετερώνοντας την όποια αυτοτέλεια της τοπικότητας. Η κρίσιμη επιλογή των εγχώριων ελίτ κατά την Β’ Εθνοσυνέλευση με την κατάργηση των τοπικών πολιτευμάτων, εμπεδώνεται, έτσι, σταδιακά. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από κάποιες απόπειρες συνάρθρωσης επί Καποδίστρια των αποσυγκεντρωμένων δικτύων με τις αυτοδιοικητικές τοπικότητες, τα αιρετά τοπικά όργανα διέκοψαν τη λειτουργία τους για να ανασυσταθούν σε μεταγενέστερο χρόνο, αποστερημένα όμως από τις εξουσίες του παρελθόντος, καθώς οι πηγές της ισχύος και ο σχεδιασμός της διανομής των πόρων είχαν πλέον οριστικά μετατοπιστεί προς το «κέντρο».
Στη δε οθωνική περίοδο αποδείχθηκε περίτρανα ότι το συγκεντρωτικό κράτος ήταν αναγκαίο ακόμη και για όσους δεν εννοούσαν πραγματικά να υπαχθούν στους περιορισμούς του. Αυτός είναι ο λόγος που η απόκλιση από τις νεωτερικές αξίες σπανίως εκφράζεται επισήμως ως άρνηση της τυπικής δομής και των ονομαστικών λειτουργιών του «απρόσωπου» κράτους. Τα διατάγματα και οι νόμοι που θεσπίζουν τις δομές και τις διαδικασίες της οθωνικής γραφειοκρατίας συναντούσαν, έτσι, τη γενική και ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενώ την ίδια στιγμή παρέμεναν ισχυρά τα παράλληλα δίκτυα που κατέτειναν στην ουσιαστική παράκαμψή τους.[54] Η αντίθεση μεταξύ νεωτερικού και παραδοσιακού ορθολογισμού («μακροσυλογικότητα» και «μικροσυλλογικότητα») δεν εκδηλώνεται τόσο υπό την μορφή εξωτερικών συγκρούσεων μεταξύ διακριτών φορέων των δύο διαφορετικών μορφών ορθολογισμού, αλλά, όπως εύστοχα σημειώνει ο Τσέκος[55] κυρίως, ως «εσωτερική αντίφαση» στη συμπεριφορά των ίδιων δρώντων υποκειμένων.
IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Είναι γεγονός ότι μετά από μια σύντομη αρχική αντιπαράθεση οι στρατηγικές των δύο βασικών συλλογικών υποκειμένων, που συνέπραξαν στη θεμελίωση του ελληνικού κράτους, συνέκλιναν ουσιωδώς. Οι νεοφερμένοι στον ελλαδικό χώρο εκπρόσωποι της φαναριώτικης αριστοκρατίας και της ελληνικής διασποράς εισήγαγαν τα θεσμικά και οργανωτικά πρότυπα του δυτικοευρωπαϊκού αστικού φιλελεύθερου κράτους, τάχθηκαν υπέρ της ενιαίας επικράτειας και της κεντρικής εξουσίας και συγκρούστηκαν με τις εγχώριες ελίτ, οι οποίες επεδίωκαν αρχικά να συγκροτήσουν ένα χαλαρό, ομοσπονδιακό πολιτειακό μόρφωμα, που θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν την προνομιακή θέση που κατείχαν υπό το οθωμανικό καθεστώς. Σύντομα όμως η σχέση αντιπαράθεσης μετατράπηκε σε σχέση «μεταβλητής γεωμετρίας», που είχε ως απόληξη τη σύμπραξη των δύο «στρατοπέδων» για τον έλεγχο της υπό συγκρότηση κεντρικής εξουσίας Δεν είναι τυχαίο ότι η κατάργηση των τοπικών πολιτευμάτων και η αποδοχή του συγκεντρωτικού προτύπου συντελέστηκαν στη δεύτερη εθνοσυνέλευση, όταν δηλαδή οι κοτζαμπάσηδες είχαν εξασφαλίσει πολιτικά την κυριαρχία τους έναντι των επήλυδων.
Κατά το σύντομο διάλειμμα της καποδιστριακής διακυβέρνησης οι δύο ομάδες συμμάχησαν έναντι της απειλής ενός αμιγώς συγκεντρωτικού κράτους που απέτρεπε συστηματικά τη διείσδυση των τοπικών επιρροής στην κεντρική εξουσία και ακύρωνε τα προνόμια των παλαιών και των νέων ελίτ. Η δε ανατροπή του Καποδίστρια και η προσαρμογή της Αντιβασιλείας -ειδικά του ‘Αρμανσμπεργκ- στη διαμορφωθείσα «συνθετική» πολιτικο-διοικητική κουλτούρα επέτρεψε την ομαλή και σταδιακή ολοκλήρωση της ενοποιητικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει με τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους.
Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται και στις επόμενες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης του ελληνικού πολιτικο-διοικητικού συστήματος. Η δόμηση ενός συγκεντρωτικού κράτους που είχε ξεκινήσει επί Μαυροκορδάτου και Νέγρη, συνεχίστηκε επί Καποδίστρια, Αντιβασιλείας, Όθωνος και Τρικούπη για να ολοκληρώσει τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της κατά τη βενιζελική περίοδο.[56] Παράλληλα, υπό τον μανδύα του δυτικότροπου γραφειοκρατικού ορθολογισμού, οι άτυπες λειτουργίες της ιδιοτελούς διανομής των δημόσιων πόρων συνέχισαν να ασκούνται σταθερά και να αναπαράγονται διαρκώς. Η προνομιακή πρόσβαση σε δημόσιους πόρους και η κατ’ εξαίρεση αποφυγή υποχρεώσεων έναντι του δημοσίου αποτελούσαν τον βασικό τρόπο κρατικής αναδιανομής του κοινωνικού πλεονάσματος, με αποτέλεσμα να εδραιώνεται στο πεδίο των αλληλεπιδράσεων κράτους – κοινωνίας η λεγόμενη «πελατειακή προδιαγραφή», που επιτυγχάνει να επιβιώνει εις πείσμα κάθε εκσυγχρονιστικής προσπάθειας.
Τόσο η τρικουπική όσο και η βενιζελική περίοδος βλέπουν το πελατειακό κράτος να εξέρχεται κατά το μάλλον ή ήττον αλώβητο από τις συστηματικές προσπάθειες εξορθολογισμού του. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πελατειακής πρόσληψης του υπαλληλικού προσωπικού, η οποία συνδυάζεται παγίως με την απαίτηση της παράκαμψης από αυτό των τυπικών κανόνων προς όφελος του πολιτικού πάτρωνα που εξασφάλισε την πρόσληψη. Η επιτυχής αναπαραγωγή αυτού του «σταθερότυπου» έγκειται στο ότι αιτήματα «ορθολογισμού» και «ανορθολογισμού» συμπλέκονται αδιάλυτα, καθώς προέρχονται από τα ίδια δρώντα υποκείμενα ενδεχομενικά και κατά περίπτωση. Αποτελούν ουσιαστικά εναλλακτικές στρατηγικές βελτιστοποίησης της πρόσβασης σε διαθέσιμες πηγές πόρων και ισχύος, που αλληλο-συμπληρώνονται στο πλαίσιο ενός «συνθετικού ορθολογισμού», που συνδέεται με την εργαλειοποίηση των θεσμών και τη διαλεκτική του «άτυπου» με τον «τυπικό» χαρακτήρα της διοικητικής λειτουργίας.[57] Αυτή είναι και η μείζων παθογένεια, ως γενετικό χαρακτηριστικό της κρατικής συγκρότησης, που μας κληροδότησε η σύνθεση των παραδοσιακών με τα νεωτερικά στοιχεία την επαύριο της εθνεγερσίας.
[1]Από την κλασική βιβλιογραφία στο ζήτημα βλ .Κ. Βεργόπουλος, Η Επανάσταση του 1821: νεοελληνική ιδεολογία και ιστορία, Αντί, τ. 20, 3.3.1975, S. Blackmore, The memes’ eye view, σε Aunger R., (επιμ.) Darwinizing Culture; The Status of Memetics as a Science, Oxford University Press, 2001, 25-42, Β. Φίλιας (Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα αστικοποίηση 1800-1864, Αθήνα: Καμπάνας, 1974.
[2] Θ. Τσεκοσ, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας. Η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2003.
[3] Βλ. E. Gladden, A History of Public Administration, Frank Cass, τ.1. 1972 και P. Sugar, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, Αθήνα: Σμίλη, 1977/1994.
[4] Κ. Τσουκαλάς, Κοινωνική ανάπτυξη και Κράτος, Αθήνα: Θεμέλιο,1983.
[5] Βλ. αντί άλλων Ν. Θεοτοκάς– Ν. Κοταρίδης «Οι θεσμοί Οθωμανικής Κυριαρχίας και η Ελληνική Επανάσταση» σε Π. Πιζάνιας (επιμ.) Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Αθήνα: Κέδρος, 2009, 334 επ.
[6] Ε. Βόγλη, Έλληνες το Γένος. Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, 2007.
[7] Θ. Τσέκος, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας, op.cit., 201επ.
[8] Π. Πιζάνια, Ποιες ηγετικές ομάδες του Ελληνισμού στρατεύτηκαν το 1821, σε http;//slppress.gr/26.03.2022. Πρβλ. επίσης Κ. Μοσκώφ, Η Εθνική και Κοινωνική Συνείδηση στην Ελλάδα 1830-1909, Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978 και Κ. Μοσκώφ, Ο Ελληνικός κόσμος στα πρόθυρα της Επανάστασης σε Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1988, 104επ.
[9] Κ Παπαγιώργης., Κανέλλος Δεληγιάννης, Αθήνα: Καστανιώτη, 2001, 26.
[10] Α. Μάνεσης, Η Φιλελεύθερη και Δημοκρατική Ιδεολογία της Εθνικής Επανάστασης του 1821, Πανηγυρικός Λόγος της 25ης Μαρτίου 1983, Ανάτυπο από τον 27ο Τόμο «Επίσημοι Λόγοι» Περιόδου από 1-9-1982 έως 18-5-1983, Πρυτανεία Σπ. Μουλόπουλου, Αθήνα, 1987, 285-287. Βλ. και τις διαφορετικές απόψεις του Ν. Πανταζόπουλου, Νεοελληνικό Κράτος και Ευρωπαϊκή κοινότητα. Ο καταλυτικός ρόλος των Βαυαρών, Αθήνα: Παρουσία, 1998.
[11] Ν. Ροτζώκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα, Αθήνα: Πλέθρον/Δοκιμές, 1997, 39-40.
[12] Α. Manessis, Deux Etats nés en 1830. Ressemblances et dissemblances constitutionnelles entre la Belgique et la Grèce, Extrait des « Travaux et Conférences» de la Faculté de Droit de l’Université de Bruxelles, Tome VII, Bruxelles: Larcier, 1959.
[13] Βλ. Ν. Θεοτοκάς, Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2012 και Π. Στάθης, «Το Εικοσιένα στην αριστερή ιστοριογραφία του 20ου αιώνα» σε Δ. Δημητρόπουλος, Β. Καραμανωλάκης (επιμ.), Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Η Αυγή, 2014, 29επ.
[14] Α. Παπατόλιας, Οι συνταγματικές εγγυήσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος του Ρήγα, Το Σύνταγμα, τ. 3, 1998, 457επ. . και Α. Παπατόλιας, Έθνος και αντιπρόσωπευση στον πρώιμο ελληνικό συνταγματσμό, Το Σύνταγμα, Ιανουάριος- Ιούνιος, τ. 1-2, 2022, 191επ.
[15] Θ. Τσεκοσ, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας, op.cit., 54επ.
[16] Για την «υβριδική» ιδεολογία της Επανάστασης βλ. Α. Μάνεσης, Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα. Αναζητώντας μια δύσκολη νομιμοποίηση, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλα, 1987, Α. Μάνεσης, Η Φιλελεύθερη και Δημοκρατική Ιδεολογία της Εθνικής Επανάστασης του 1821,op. cit., Π. Πιζάνιας, Από ραγιάς Έλληνας πολίτης. Διαφωτισμός και Επανάσταση 1750-1832 σε Π. Πιζάνιας (επιμ.) Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα: Κέδρος, 2009 και σ. Ασδραχάς, Προϋποθέσεις της Επανάστασης του 1821, διαθέσιμο στο http:// m.tvxs.gr/mo/i/57484/f/news, 27.3.2011.
[17] Α. Δασκαλάκης, Οι Τοπικοί Οργανισμοί της Επαναστάσεως του 1821 και το Πολίτευμα της Επιδαύρου, Αθήνα: Βαγιονάκη, 1980.
[18] Ν. Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.,2002, 184.
[19] Σε Κ. Παπαγιώργης., Κανέλλος Δεληγιάννης, op. cit., 134.
[20] Ν. Ροτζώκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα, op. cit., 97-99 και 137-148.
[21] Σε Α. Δεσποτοπουλοσ, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, Αθήνα: Μορφωτικόν Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2008, 196.
[22] Στα συστατικά κείμενα προβλέπονταν αιρετά εκτελεστικά όργανα σε επίπεδο χωριού, «έφοροι» στην περίπτωση της Πελοποννήσου (ένας έως πέντε αναλόγως του πληθυσμού) και «προεστώτες» στη Δυτική Στερεά (ένας έως δύο), με γενικές αρμοδιότητες δημοσιονομικού, αστυνομικού και δικαστικού χαρακτήρα. Ομότιτλοι αιρετοί προβλέπονταν και σε επίπεδο επαρχίας, οι οποίοι (στην περίπτωση της Πελοποννήσου), δικαιούνταν ένα γραμματέα καθώς και στρατιωτική φρουρά την οποία μπορούσαν να διαθέτουν και στους εφόρους των χωριών. Τα ανώτατα συλλογικά όργανα είχαν την αποφασιστική αρμοδιότητα σε φορολογικά, δικαστικά και στρατιωτικά θέματα, ενώ οι μηχανισμοί της φυσικής βίας βασίζονταν στις παραδοσιακές δομές των οπλαρχηγών.
[23] Βλ. J. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), Α’, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985.
[24] N.N. Σαρίπολος, Η πρώτη Εθνοσυνέλευσις και το Πολίτευμα της Επιδαύρου του 1822, Αθήνα, διαθέσιμο στο http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/d/e/metadata-24-0000054.tkl.,1907, Σαρίπολος, Ν.Ν. Συνταγματικόν Δίκαιον, Τόμος Α’, Αθήνα, 1915,19-20.
[25] E. Βενιζέλος, Το πρώτο κύμα του ελληνικού συνταγματισμού (1822-1827), διαθέσιμο στο http://www.evenizelos.gr/30-programm–proposals/state/constitutionalpolitics/700-1822-1827.html, 8.2. 2001.
[26] Σ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. 1821-1862, Αθήνα: Παπαζήση, 2004. Α. Παπατόλιας, Η συνταγματική ιδεολογία του 1821. Παράδοση και Νεωτερικότητα στον πρώιμο ελληνικό συνταγματισμό, in Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 62, Τεύχος 2, Απρίλιος – Ιούνιος 2018,
[27] Α. Κοραής, Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος (1822), Αθήνα: Θ.Π. Βολίδου, 1933,41.
[28] Α. Παπατολιασ, Η συνταγματική ιδεολογία του 1821, op. cit., 233επ.
[29] Πρβλ. τις σχετικές αναπτύξεις του Ν. ΣβορώνοΥ, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα: Θεμέλιο, 1981.
[30] Βλ. σχετικά Μ. Τσαπόγας, Η ελληνική συνταγματική κίνηση ως το 1843: κοινωνικές συντεταγμένες και θεσμικά αιτήματα σε Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 και το Σύνταγμά της. Αποτιμήσεις 150 χρόνια μετά, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, Αθήνα 30 Σεπτεμβρίου-2 Οκτωβρίου 1993, Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών, Αθήνα: Σάκκουλα, 1993, 19επ. και Μ. Τσαπόγας, Πολιτειακές αντιλήψεις και πολιτικές αβαρίες: Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος απέναντι στο συνταγματικό αίτημα σε Τιμητικός Τόμος Γεωργίου Κασιμάτη, Ελληνόγλωσσες Μελέτες, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλα,, 2011, 641επ.
[31] Στο πρόσφατο σημαντικό έργο του Σ. Μποζικη, Ελληνική Επανάσταση, Δημόσια Οικονομικά, τα εξωτερικά δάνεια του αγώνα, Θεμελίωση ελληνικού κράτους, Αθήνα: Λιβάνη, 2020, εξετάζονται συστηματικά οι προϋπολογισμοί και ισολογισμοί της κεντρικής διοίκησης από το 1822 έως το 1827, με εκτεταμένα ποσοτικά στοιχεία για τις δαπάνες, τα κρατικά έσοδα (φόροι, έρανοι, εκποιήσεις εθνικών κτημάτων, λείες-λάφυρα) και τα βασικά κονδύλια των εξωτερικών δανείων. Με τον τρόπο αυτό, αναδεικνύονται οι βασικοί δημοσιονομικοί θεσμοί και οι συναφείς διοικητικές πρακτικές, όπως η κατάλληλη λειτουργία και στελέχωση της Κεντρικής Διοίκησης για την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων, ενώ προβάλλεται η σημασία τους για τη διαμόρφωση ενός «ενιαίου πολιτικο-διοικητικού κέντρου» του εξεγερμένου χώρου.
[32] Γ. Δημακόπουλος, Ο πρώτος ‘οργανισμός’ του Υπουργείου των Εσωτερικών και τα αρχικά στάδια του υπουργικού θεσμού παρ’ ημίν (1822-1832), Επιθεώρησις της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως , περίοδος Δ’, τεύχος ΙΒ’,1972, 1231επ.
[33] Σε Θ. Τσέκος, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας, op. cit. 229.
[34] Ibid.
[35] Ibid, 230.
[36] Γ. Δημακόπουλος, Οι βαθμοί των δημοσίων και των δημοτικών υπαλλήλων. Ιστορική εξέλιξις. Επιθεώρησις της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Τευχ. Η΄-Θ΄, 1969, 1579επ.
[37] Γ. Δημακόπουλος, Ο πρώτος ‘οργανισμός’ του Υπουργείου των Εσωτερικών και τα αρχικά στάδια του υπουργικού θεσμού παρ’ ημίν (1822-1832), op.cit., 1231-1257.
[38] Θ. Τσέκος, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας, op. cit., 236.
[39] Α. Παπατόλιας, Η συνταγματική ιδεολογία του 1821, op. cit., 247.
[40] Κ. Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά» της Ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας, Αθήνα: Πατάκη, 2015.
[41] Δ. Τζάκης, Από την Τοπικότητα στην Εθνική Επικράτεια: Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στα χρόνια του ‘21 σε Π. Πιζάνιας (επιμ.) Η Ελληνική Επανάσταση του 1821., op. cit,, 2009, 241επ.
[42] Θ. Τσέκος, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή …, op.cit., 237-254.
[43] Πρβλ. Ε. Βόγλη, Έλληνες το Γένος. Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844) op.cit..
[44] Π. Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες, Αθήνα Θεμέλιο, 1988.
[45] Κ. Κωστής, Τα « κακομαθημένα παιδιά» της Ιστορίας, op.cit..
[46] Θ. Τσέκος, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας, op.cit., 262.
[47] Ibid,.265
[48] Ibid.
[49] Ibid, 23επ. και 267-280.
[50] Βλ. Α. Δεσποτοπουλοσ, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, op. cit.
[51] Βλ. σχετικά Ν.Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, 1821-1941 (Τ.Α’), Σημειώσεις Πανεπιστημιακών Παραδόσεων, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 1981, Ν. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία, 1800-2010, Αθήνα: Πόλις, 2011, ιδίως 60-65 και Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας 1821-1941, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα, 2001.
[52] Η «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου διακωμωδεί αυτές ακριβώς τις διαφορές των πολιτισμικών υποομάδων που συνυπάρχουν στον ελλαδικό χώρο. Καταγράφεται ωστόσο και μια ουσιαστική πολιτική και οικονομική τομή μεταξύ του κοτζαμπάσικου και εμπορευματικού Μωριά και της αρματολικής και της οικονομικά περίκλειστης Ρούμελης.
[53] Γ. Δημακόπουλος, Η Εσωτερική Διοίκησις της Ελλάδος κατά την άφιξιν του Όθωνος, Μνημοσύνη, τ.. 3, 1971, 271επ.,
[54] Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Λυκούργου Κρεστενίτη, βουλευτή και μετέπειτα Υπουργού των Εσωτερικών, ο οποίος αν και με πλούσια πελατειακή δράση διορισμών και παράτυπων παρεμβάσεων στις εκλογές των δημοτικών οργάνων στην Ηλεία και την Αρκαδία, υπήρξε μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής του 1845 που κατήγγειλε τις υπερβολικές και ακατάλληλες προσλήψεις και μείωσε τον αριθμό των οργανικών θέσεων στα υπουργεία.
[55] Θ. Τσέκος, Συγκρότηση και Αναπαραγωγή μιας μη Βεμπεριανής Γραφειοκρατίας, op.cit., 329.
[56] Ν. Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 2002.
[57] Θ. Τσέκος, op.cit., 400 – 404.