Πρόλογος [*]
Την καθιέρωση της Χριστιανικής Διδασκαλίας ως τρίτου πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού διευκόλυνε, τα μέγιστα, το γεγονός ότι στην διαδρομή προς την εμπέδωσή της η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία βρήκε έναν, prima faciae «απροσδόκητο», σύμμαχο: Την Χριστιανική Διδασκαλία, μέσω θεμελιωδών αρχών και αξιών της, κατ’ εξοχήν δε μέσω της Ελευθερίας, έστω και αν αυτή, στο συγκεκριμένο θρησκευτικό πεδίο, ξεκινά από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Δηλαδή αφετηρία που απέχει ουσιωδώς από την θεσμική και πολιτική σύλληψη της Ελευθερίας, την οποία υπηρετεί η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Πέραν τούτου, όπως εξηγείται στην συνέχεια, η Χριστιανική Διδασκαλία είναι εκ φύσεως εξοικειωμένη και με την έννοια της Αντιπροσώπευσης, η οποία συνιστά θεμελιώδη αντηρίδα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό τα ως άνω, λοιπόν, δεδομένα, και αν ακόμη γίνει δεκτό -και πρέπει, για λόγους ιστορικούς και θεσμικούς, να γίνει δεκτό- ότι οι ευθείες θρησκευτικές προεκτάσεις της πορείας εμπέδωσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι από ασθενείς έως ανύπαρκτες, θα ήταν μάλλον αυθαίρετο, πάλι από ιστορική και πολιτική έποψη, να υποβαθμισθεί και, πολύ περισσότερο ν’ αγνοηθεί, η σημασία της οιονεί αγαστής «συμπόρευσης» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με τις αρχές της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Υπό την έννοια, ότι από την μια πλευρά η Χριστιανική Διδασκαλία δεν βρήκε -το αντίθετο μάλιστα- στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία μια μορφή πολιτειακής οργάνωσης εχθρική προς τις βασικές της αρχές. Και, από την άλλη πλευρά, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, έχοντας στο θεσμικό και πολιτικό της «οπλοστάσιο» ως εμβληματικό μέσο ανάπτυξης της προσωπικότητας του Ανθρώπου και την απόλυτη Θρησκευτική Ελευθερία, δεν χρειάσθηκε ν’ αντιμετωπίσει την Χριστιανική Διδασκαλία ως ένα είδος «εσωτερικού εχθρού». Όλως αντιθέτως, λοιπόν, «συμπορεύθηκε» με αυτήν για την υπεράσπιση των θεσμών τόσο της Ελευθερίας όσο και της Αντιπροσώπευσης.
Ι. Η Ελευθερία, ως μορφή «κοινού τόπου» μεταξύ της Χριστιανικής Διδασκαλίας και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας
Αν, όπως γίνεται καθολικώς δεκτό, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία νοείται πρωτίστως ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας, η Χριστιανική Διδασκαλία, από την πλευρά της, συμπεριλαμβάνει, μ’ έμφαση, την Ελευθερία στον θρησκευτικό αξιακό της «κώδικα», υπό τις ακόλουθες διευκρινίσεις:
Α. Οι περί Ελευθερίας μαρτυρίες των Ευαγγελίων
Κατ’ αρχάς, η ιστορική έρευνα αποδεικνύει, με αμάχητα τεκμήρια,ότι η Χριστιανική Θρησκεία ξεπήδησε και μπόρεσε να επιβιώσει, στα πρώτα βήματα των πιστών της, μέσω της διεκδίκησης της Θρησκευτικής Ελευθερίας και της αντίστοιχης άμυνας απέναντι στους απηνείς διωγμούς πολλών ύστερων Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Κατά τους διωγμούς αυτούς οι πρώτοι Χριστιανοί έδειξαν την πρωτοφανή, για τα δεδομένα της εποχής, αφοσίωσή τους στα θρησκευτικά τους «πιστεύω» αλλά και την απαράμιλλη αντοχή τους έναντι των βαρβάρων μεθόδων των διωκτών τους. Γεγονός το οποίο τους επέτρεψε να καταδείξουν τον απάνθρωπο χαρακτήρα των διωγμών και να κερδίσουν, έτσι, έδαφος σε ό,τι αφορά την προσέλκυση νέων πιστών, σε μιαν εποχή που η ραγδαία παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οδηγούσε, μ’ εξίσου ραγδαίους ρυθμούς, στην πλήρη απαξίωση των αρχών, τις οποίες ενστερνιζόταν για τον Άνθρωπο και τον Πολίτη.
- Με άλλες λέξεις, οι πρώτοι Χριστιανοί έδωσαν «αγώνα ζωής και πίστεως» έναντι των παντοδύναμων διωκτών τους, διεκδικώντας την ελευθερία της θρησκευτικής επιλογής και διακηρύσσοντας, «urbi et orbi», ότι οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κάθε άλλο παρά αντιτάσσονταν στους θεμελιώδεις κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ιδίως δε στους κανόνες σχετικά με την επικράτηση της αυθεντικής «Res Publica». Και τούτο, κυρίως γιατί η ευκρινής απάντηση των πρώτων Χριστιανών στον «Ηγεμόνα», ως προς τις σχέσεις τους με την «Ρωμαίων Πολιτεία», συμπυκνωνόταν στην προαναφερθείσα ρήση του Χριστού, απευθυνόμενη προς τον εσμό των Φαρισαίων: «Ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» ( Ματθ. 22, 21). Καθώς διευκρινίσθηκε αμέσως πιο πάνω, η στάση αυτή των πρώτων Χριστιανών κατέδειξε ιστορικώς ότι η άνευ αιτίας διώξεις όχι μόνο δεν εκμηδένισαν -όπως ήταν η πρόθεση των Ρωμαίων διοικούντων- την πορεία του Χριστιανισμού αλλά, όλως αντιθέτως, ενίσχυσαν το «ρεύμα» του και την συμπάθεια προς τους πιστούς του, ακόμη και εντός του κύκλου Ρωμαίων αξιωματούχων εντός και εκτός Ρώμης.
- Άλλωστε, η ίδια η διδασκαλία του Χριστού, όπως έχει καταγραφεί στα Ευαγγέλια, υπονοεί -ή και διακηρύσσει ευθέως- την Ελευθερία, και μάλιστα υπό διάφορες, πλην όμως συμπληρωματικές μεταξύ τους, εκδοχές. Έτσι π.χ.:
α) Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (8, 32) καταγράφεται το ρητό του Χριστού, σχετικά με το θεμελιώδες πρόταγμα της Ελευθερίας και την σύνδεσή της με την αναζήτηση της Γνώσης και της Αλήθειας: «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Και ναι μεν ο Χριστός δεν έδωσε -φυσικά «ἐν πλήρει συνειδήσει» των παγίδων της σχετικότητας- απάντηση στο ερώτημα του Ποντίου Πιλάτου «τί ἐστίν ἀλήθεια» ( Ιωάν. 18,38). Πλην όμως, και μόνο το γεγονός ότι θεωρεί πως η αναζήτηση της Αλήθειας οδηγεί στην απελευθέρωση του Ανθρώπου, και συγκεκριμένα στην απελευθέρωση από τις διαβρωτικές για την αξία του δοξασίες και προκαταλήψεις, αναδεικνύει το πόσο η Χριστιανική Διδασκαλία βασίζεται στην Ελευθερία, ως μέσο ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Και στο σημείο αυτό η Χριστιανική Διδασκαλία «συναντά», κατά κάποιο τρόπο, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, το Ελεύθερο Πνεύμα της αμφισβήτησης της «κατεστημένης» γνώσης, το Πνεύμα της διαρκούς αναζήτησης της Αλήθειας και της, μέσω αυτής της αναζήτησης, θεμελίωσης της «Σοφίας», ήτοι της Επιστήμης.
β) Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο (8, 34), ο Χριστός διακηρύσσει: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Και μόνον η ρήση αυτή, ως μια από τις βάσεις της Χριστιανικής Διδασκαλίας, αποδεικνύει ότι η Χριστιανική Θρησκεία, εκ καταγωγής, κινείται, έναντι των μελλοντικών πιστών, στον αντίποδα του προσηλυτισμού και, πολύ περισσότερο, του καταναγκασμού. Και τούτο, γιατί το «όστις θέλει» σημαίνει, υφ’ οιανδήποτε ερμηνευτική εκδοχή, ευρεία ελευθερία επιλογής θρησκευτικής κατεύθυνσης: Ο Χριστός θέτει ως βάση της ένταξης των πιστών στην χορεία των Χριστιανών την ελεύθερη θέλησή τους να το πράξουν, άρα την ελεύθερη δυνατότητά τους να διαλογισθούν και να επιλέξουν, υποδεικνύοντας, επιπροσθέτως, τα μέσα που διευκολύνουν μια τέτοια συμπόρευση.
Β. Η «ιδιομορφία» της Χριστιανικής Διδασκαλίας
Η κατά τ’ ανωτέρω ευθεία σύνδεση της Χριστιανικής Διδασκαλίας με την Ελευθερία, υπό τις επιμέρους εκφάνσεις της, φέρνει στο φως και την μεγάλη διαφορά της Χριστιανικής Θρησκείας με άλλες μονοθεϊστικές Θρησκείες, κατ’ εξοχήν δε μ’ εκείνη του Ισλάμ -με μεγαλύτερες ή μικρότερες διακυμάνσεις, ανάλογα με τις επιμέρους εκδοχές του- όπου κυριαρχεί ο άμεσος ή ο έμμεσος καταναγκασμός υποταγής στα κελεύσματά του.
- Σε αυτό το θρησκευτικό πεδίο η ελευθερία επιλογής θρησκευτικού προσανατολισμού απουσιάζει επιδεικτικώς και, μεταξύ άλλων συνεπειών, η αναζήτηση της αλήθειας αντικαθίσταται, σχεδόν σε απόλυτο βαθμό, από την άνευ όρων υποταγή στα κελεύσματα -κυρίως μέσω της διδασκαλίας των «προφητών»- του ενός και μοναδικού θεού. A fortiori, όταν το Ισλάμ προσλαμβάνει -σύνηθες φαινόμενο εκεί όπου επικρατεί γενικώς- «πολιτικές»διαστάσεις ως προς την αντίστοιχη κρατική οργάνωση, τότε αυτή η εγγενής έλλειψη Ελευθερίας μετατρέπεται και σε πλήρη συρρίκνωση ή και εξαφάνισή της κατά την άσκηση πλειάδας συναφών δικαιωμάτων.
- Έτσι εξηγείται ευχερώς και η αδυναμία των πιστών του Ισλάμ -ιδίως δε των εκφραστών του σιιτικού και του σουνιτικού φονταμενταλισμού- από την μια πλευρά να εφαρμόσουν επαρκώς τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στα Κράτη εκείνα, όπου επικρατεί το θρήσκευμα αυτό. Και από την άλλη πλευρά -τουλάχιστον σε πολλές και εναργώς ορατές, κυρίως στην εποχή μας, περιπτώσεις -να συμμορφωθούν προς τις θεσμικές και πολιτικές επιταγές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ακόμη και όταν διαβιώνουν σε Κράτη, οργανωμένα σύμφωνα με τις πολιτειακές της βάσεις. Το αντίθετο μάλιστα, οι πιστοί αυτοί συχνά επιδίδονται σε διώξεις εναντίον αλλοθρήσκων, οι οποίες φθάνουν στα όρια της βαρβαρότητας και, συνακόλουθα, αντιτίθενται σε κάθε έννοια Ανθρωπισμού. Και το πιο επικίνδυνο είναι ότι την στάση αυτή υιοθετούν όχι μόνο εντός του κρατικού πλαισίου, στο οποίο ανήκουν, αλλά και όταν διαβιούν σε άλλα Κράτη, περιφρονώντας τις στοιχειώδεις αρχές της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας που ισχύουν σε αυτά. Βεβαίως πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αδιανόητη, για την σύγχρονη Δημοκρατία, αυτή συμπεριφορά δεν αφορά όλους εκείνους, οι οποίοι ασπάζονται τις αρχές του Ισλάμ, αλλά πρωτίστως τους εκφραστές του ισλαμικού φονταμενταλισμού, σιιτικού ή σουνιτικού κατά τ’ ανωτέρω.
ΙΙ. Η Αντιπροσώπευση ως «κοινό σημείο» της Χριστιανικής Διδασκαλίας και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας
Εκτός από την Ελευθερία, την «συμπόρευση» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με την Χριστιανική Διδασκαλία -και, επέκεινα, με τον Χριστιανισμό εν γένει, υφ’ όλες του τις δογματικές εκφάνσεις, από την Ορθοδοξία και τον Καθολικισμό ως τον Προτεσταντισμό, εν συνόλω- διευκόλυνε και το γεγονός ότι η Διδασκαλία αυτή είναι επαρκώς εξοικειωμένη και με την έννοια της Αντιπροσώπευσης, αντίθετα προς άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, με κυριότερο παράδειγμα και πάλι εκείνο του Ισλάμ.
Α. Η «ομολογία» του Χριστού
Μια σειρά από ρήσεις του Χριστού, όπως καταγράφονται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (14, 1-14), αρκούν για να καταδείξουν ότι ο ίδιος ο Χριστός, ως «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», αναγνωρίζει εαυτόν και ως αντιπρόσωπο του Θεού επί γης.
- Για παράδειγμα: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ», «εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν», «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα», «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι», «τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα». Τις ρήσεις αυτές συμπυκνώνει, ως θέσεις πίστεως πλέον, το «Σύμβολον της Πίστεως», ιδίως στο μέτρο που οριοθετεί την υπόσταση του Χριστού ως μέρους της Αγίας Τριάδος. Κατ’ εξοχήν δε όταν εξαγγέλλει την πίστη στον «Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ», «τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.», τον «ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».
- Οι προμνημονευόμενες περικοπές των Ευαγγελίων, όπως αναπτύχθηκαν και εξειδικεύθηκαν στην συνέχεια από την Χριστιανική Διδασκαλία, αποδεικνύουν εμφατικώς ότι κατά την Διδασκαλία αυτή ο Χριστός ήλθε στην Γη ως εκπρόσωπος και αντιπρόσωπος του Θεού, «διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν».
α) Όταν, λοιπόν, εμφανίσθηκε και εμπεδώθηκε η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία -η οποία, από πλευράς οργανωτικής, είναι πρωτίστως πολίτευμα που λειτουργεί υπό όρους αντιπροσώπευσης- η Χριστιανική Διδασκαλία είχε προ πολλού ολοκληρωθεί και στην βάση των ως άνω ευαγγελικών περικοπών, ώστε η Αντιπροσώπευση να μην της είναι εχθρική ή και απλώς ξένη, ως μέθοδος δημοκρατικής διακυβέρνησης των πολιτών. Όλως αντιθέτως, η Αντιπροσώπευση της ήταν τόσο «οικεία εκ των έσω», ώστε να την αποδέχεται, a fortiori, και δια της οδού του προμνημονευόμενου «ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι».
β) Στο σημείο αυτό δε έγκειται και μια ευδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, αφού η πρώτη ναι μεν δεν αγνοεί την έννοια της αντιπροσώπευσης, όταν «προσδοκά» την έλευση του «Χρισμένου», του «Μεσσία» («Μεσιάχ»). Πλην όμως, αυτή αναμένεται σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον, και έτσι δεν υπάρχει στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης επαρκής ανάλυση του πώς και σε ποιο βαθμό ο «Μεσσίας» εκπροσωπεί τον Θεό επί της γης. Κάπως έτσι, η απόσταση από την προσδοκία έλευσης του «Μεσσία» έως το εμβληματικό «ἑωράκαμεν τόν Κύριον» (Ιωάν. 20,25) -και, μάλιστα, για δεύτερη φορά ύστερα από την Ανάσταση- δεν είναι, ιστορικώς και δογματικώς, ευκαταφρόνητη.
- Ειδικώς ως προς την Ορθόδοξη Εκκλησία –κάτι το οποίο δεν ισχύει πλήρως στις Κοινότητες των Ετερόδοξων Χριστιανών- η έννοια της Αντιπροσώπευσης βρίσκει εμβληματική εφαρμογή στην πράξη μέσω της υιοθέτησης και της μακραίωνης τήρησης του Συνοδικού Συστήματος. Ήτοι του Συστήματος, κατά το οποίο –σε γενικές τουλάχιστον γραμμές- η Σύνοδος των Επισκόπων, υπό την προεδρία του Προκαθημένου της, διοικεί την Αυτοκέφαλη, Αυτόνομη ή Ημιαυτόνομη Εκκλησία. «Ρίζα» του Συνοδικού Συστήματος μπορεί να θεωρηθεί η Αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η οποία συνήλθε το 48 μ.Χ. . Ενώ την «κορωνίδα» του συνιστούν, αναμφιβόλως, οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Β. Ο Χριστιανισμός και οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες
Όπως προεκτέθηκε και για την έννοια της Ελευθερίας, ουδεμία άλλη, πέραν της Χριστιανικής, μονοθεϊστική θρησκεία γνωρίζει και «ενστερνίζεται», στο πλαίσιο της δογματικής της θεμελίωσης, την έννοια της Αντιπροσώπευσης, στο σύνολό της. Σε όλες, ανεξαιρέτως, «ο ένας και μοναδικός θεός» εκφράζεται είτε eo ipso -υπό την εκδοχή ενός είδους «θρησκευτικού σολιψισμού»- είτε μέσω θρησκευτικών αξιωματούχων, οι οποίοι όμως δεν εκλαμβάνονται ως «εκπρόσωποι» του θεού, αλλ’ απλώς ως «πεφωτισμένοι» επί Γης λειτουργοί του.
- Η ιστορική και θρησκευτική αυτή πραγματικότητα ισχύει πολύ περισσότερο για το Ισλάμ, ανεξαρτήτως των εντός αυτού διαφοροποιήσεων. Ιδίως δε ανεξαρτήτως της κυρίαρχης διάκρισης μεταξύ σιιτών και σουνιτών.
α) Με την διευκρίνιση, ότι στο πεδίο των φονταμενταλιστικών τάσεων του Ισλάμ η δυσχέρεια σύλληψης της Αντιπροσώπευσης μεταξύ θεού και ανθρώπων είναι πολύ πιο έντονη, έως ανυπέρβλητη. Συγκεκριμένα δε στο Ισλάμ, εν γένει, ο Αλλάχ κατ’ ουδένα τρόπο εκπροσωπείται επί Γης από τους προφήτες, συμπεριλαμβανομένου του Μωάμεθ. Διόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι ο όρος «μωαμεθανός» ισοδυναμεί με ευθεία θρησκευτική υποτίμηση των αυθεντικών πιστών του Ισλάμ.
β) Συνακόλουθα, οι προφήτες του Ισλάμ είναι αποκλειστικώς και μόνο λειτουργοί του Αλλάχ, και εκτελούν τις εντολές του με τελικούς αποδέκτες τους πιστούς Μουσουλμάνους.
- Εν τέλει, λοιπόν, η σχέση μεταξύ Αλλάχ και πιστών είναι «κάθετη» και ευθεία, δίχως την καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμβολή των εκπροσώπων του επί γης.
α) Συνοπτικώς, στο πεδίο του Χριστιανισμού ο Χριστός είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας. Ενώ στο Ισλάμ αρχή και τέλος του «πληρώματος των πιστών» είναι ο Αλλάχ, και μόνο. Επομένως, και όπως προεκτέθηκε, όπου το Ισλάμ ασκεί ευθεία επιρροή στον τρόπο πολιτειακής οργάνωσης συγκεκριμένων Κρατών, είναι εξαιρετικά δυσχερής -ίσως δε και αδύνατη ως προς την στοιχειώδη εξοικείωση των πολιτών των ως άνω Κρατών με τα συστατικά, τουλάχιστον, στοιχεία της αντιπροσώπευσης εν γένει- η εμπέδωση των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
β) Κάτι το οποίο, δυστυχώς, αγνόησαν, με τεράστιες και επώδυνες συνέπειες, όσοι πολιτικοί εκπρόσωποι της Δύσης επιχείρησαν να επέμβουν σε τέτοια Κράτη, με πρόθεση την «εκ των άνω» επιβολή άκρως «ευαίσθητων», από πλευράς δυνατότητας ουσιαστικής τους αφομοίωσης, θεσμών και πρακτικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Κατά τούτο, ακόμη και σήμερα βιώνουμε τις καταστροφικές συνέπειες των «εμπνευστών» και των «εκτελεστών» της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», η οποία ήλθε σ’ ευθεία αντίθεση με τις ως άνω θεμελιώδεις ιδιομορφίες του Ισλάμ. Γι’ αυτό και στις ισλαμικού προσανατολισμού Χώρες, στις οποίες στόχευε η «Αραβική Άνοιξη», η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ουδέποτε εφαρμόσθηκε, έστω και στοιχειωδώς, ακόμη και αν προβλέφθηκε σε συνταγματικό επίπεδο. Όλως αντιθέτως, η προσπάθεια «άνωθεν επιβολής» της επέφερε «τερατογενέσεις» ακραίων ισλαμικών φονταμεντα-λιστικών κινημάτων, απροκαλύπτως εχθρικών προς κάθε έννοια και μορφή Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Επίλογος
Να, λοιπόν, μια δεύτερη, πέραν της έννοιας της Ελευθερίας, αιτία, λόγω της οποίας σε Κράτη, εντός των οποίων είναι θρησκευτικώς κυρίαρχη η θέση του Ισλάμ- και, πολύ περισσότερο, των φονταμενταλιστικών του παραφυάδων- η κατανόηση και η πλήρης αποδοχή των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως μεθόδου πολιτειακής οργάνωσης, είναι, ακόμη και σήμερα, από δυσχερής έως αδύνατη. Εξ ού και δεν συναντάται Κράτος αμιγώς ισλαμικού θρησκευτικού προσανατολισμού, το οποίο είναι σε θέση να εφαρμόσει αποτελεσματικώς στην πράξη όλες, ανεξαιρέτως, τις αρχές πολιτειακής οργάνωσης υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ακόμη και αν τις διακηρύσσει, expressis verbis, στο Σύνταγμά του, δηλαδή στην βάση του πολιτεύματός του και της έννομης τάξης του.
[*] Συμβολή στον Τιμητικό Τόμο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, Αθήνα, 2023, σελ. 749 επ.