Σχόλιο με αφορμή τις ΟλΣτΕ 190 και 191/2022 και την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος
Α. Με τις πρόσφατες ΟλΣτΕ 190 και 191/2022, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική τη σύμφωνα με τον ν. 4389/2016[1] μεταβίβαση προς την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (εφεξής ΕΕΣΥΠ) του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών που το ελληνικό Δημόσιο διατηρεί επί των εταιριών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ. Η Ολομέλεια υιοθέτησε την κρίση των παραπεμπτικών αποφάσεων του Δ΄ Τμήματος ΣτΕ 1223 και 1224/2020[2] και βάσισε τον δικανικό συλλογισμό της στην ΟλΣτΕ 1906/2014, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η σύμφωνα με τον ν. 3986/2011[3] μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (εφεξής ΤΑΙΠΕΔ).
Συνοψίζοντας το σκεπτικό του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την παραπάνω νομολογία, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ. συνάγονται ερμηνευτικά τα εξής:
- Οι υπηρεσίες ύδρευσης είναι ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο.
- Με την παροχή τους δεν δύναται να επιδιώκονται προεχόντως ή παράλληλα οικονομικοί σκοποί οι οποίοι μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη συνέχεια και την ποιότητά της, ακόμη και αν αυτοί υπαγορεύονται από το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον (π.χ. ταμειακοί σκοποί του Δημοσίου).
- Το Κράτος υποχρεούται να διατηρεί τον ιδιοκτησιακό και διοικητικό έλεγχο του φορέα που παρέχει υπηρεσίες ύδρευσης σε μονοπωλιακό καθεστώς, διότι μόνο έτσι εξασφαλίζεται η αδιάλειπτη και η υψηλής ποιότητας παροχή τους.
- Ως εκ τούτου, το Κράτος δεν μπορεί α) να μεταβιβάσει τον ιδιοκτησιακό (και, κατ’ επέκταση, τον διοικητικό) έλεγχο σε ιδιώτες (βλ. ΟλΣτΕ 1906/2014 όπου έκρινε αντισυνταγματική την μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών του ελληνικού Δημοσίου προς το ΤΑΙΠΕΔ με σκοπό την πώλησή τους σε ιδιώτες) καθώς και β) να παραχωρήσει τον διοικητικό έλεγχο (ακόμη δηλαδή και αν διατηρεί τον ιδιοκτησιακό) σε άλλα όργανα της δημόσιας σφαίρας (βλ. ΟλΣτΕ 190 και 191/2022 που έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση των μετοχών του Ελληνικού Δημοσίου επί της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στην ΕΕΣΥΠ τον λόγο ότι η Διοίκηση της τελευταίας δεν ορίζεται από το ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ένα ειδικό συλλογικό όργανο, το Εποπτικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται με συναπόφαση του ελληνικού Δημοσίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας).
Τόσο στην ΟλΣτΕ 1906/2014 όσο και στις ΟλΣτΕ 190 και 191/2022 (όπως και στις ΣτΕ 1223 και 1224/2020) αυτό το οποίο απασχολεί το Δικαστήριο είναι η απομάκρυνση (στην περίπτωση της ΟλΣτΕ 1906/2014) ή ο περιορισμός (στην περίπτωση των ΟλΣτΕ 190 και 191/2022) του ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο του φορέα που είναι αρμόδιος για την παροχή των υπηρεσιών ύδρευσης. Σε αμφότερες περιπτώσεις έκρινε ότι παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ., ήτοι το δικαίωμα στην υγεία και η συνακόλουθη υποχρέωση που έχει το Κράτος να το προστατεύει. Τούτο διότι, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, με τον ν. 3986/2011 αλλά και τον ν. 4389/2016 ο νομοθέτης επιδιώκει την απομάκρυνση του ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο των ως άνω υπηρεσιών και έτσι τίθεται σε κίνδυνο η συνέχεια και η ποιότητα της παροχής τους, και, κατά συνέπεια, η υγεία των πολιτών.
Β. Ανεξάρτητα από την πειστικότητα της ως άνω κρίσης σχετικά με την πιθανότητα προσβολής (εξαιτίας της απομάκρυνσης του ελληνικού Δημοσίου από τον ιδιοκτησιακό και διοικητικό έλεγχο των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης) της υγείας των πολιτών, η οποία έχει ήδη σχολιαστεί εκτενώς στην ελληνική θεωρία[4], είναι σημαντικό να επισημάνουμε το εξής:
Μεταξύ του ν. 3986/2011 και του ν. 4389/2016, και, κατ’ επέκταση, μεταξύ των δύο υποθέσεων (ΟλΣτΕ 1906/2014 αφενός και ΟλΣτΕ 190-191/2022 αφετέρου), υπάρχει μια σημαντική διαφορά, η οποία καθιστά απρόσφορη την όμοια αντιμετώπισή τους: στον ν. 3986/2011, οι διατάξεις του οποίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την ΟλΣτΕ 1906/2014, το κρίσιμο ζήτημα ήταν η μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού ελέγχου της ΕΥΔΑΠ σε ιδιώτες (πιο συγκεκριμένα του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ΕΥΔΑΠ από το ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ και στη συνέχεια σε ιδιώτες), η «ουσιαστική» δηλαδή ιδιωτικοποίησή της εταιρίας[5]. Στον ν. 4389/2016, οι διατάξεις του οποίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις ΟλΣτΕ 190 και 191/2022, το κρίσιμο ζήτημα ήταν η μεταβίβαση του διοικητικού ελέγχου των εταιριών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ σε μια εταιρία μητρική, κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, η Διοίκηση της οποίας δεν ασκείται αποκλειστικά από το τελευταίο καθώς μέρος της έχει ανατεθεί (έμμεσα) σε υπερεθνικούς οργανισμούς[6].
Για τον λόγο αυτό η βάση του δικανικού συλλογισμού στις ΟλΣτΕ 190-191/2022 δεν φαίνεται πειστική: η παραχώρηση μέρος του διοικητικού ελέγχου της ΕΕΣΥΠ και, επομένως, εμμέσως και των θυγατρικών της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συγκεκριμένα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και ο συνακόλουθος περιορισμός του ελληνικού Δημοσίου σε από κοινού άσκησή του με αυτά (και όχι κατ’ αποκλειστικότητα) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει τις ίδιες συνέπειες με μια ιδιωτικοποίηση, ότι δηλαδή θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια και την ποιότητα της παροχής (αν δεχτούμε ότι επέρχονται δια αυτής οι συνέπειες που αναφέρει η ΟλΣτΕ 1906/2014). Το γεγονός ότι με τις διατάξεις του ν. 4389/2016 ο έλεγχος των διοικητικών οργάνων της ΕΕΣΥΠ, και έμμεσα των θυγατρικών της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, ανατίθεται και σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν σημαίνει ότι οι εταιρίες αυτές μετατρέπονται σε αμιγώς ιδιωτικές εταιρίες, αλλά, τουναντίον, η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου παραμένει «εντός της πολιτικής σφαίρας»[7], υπό την έννοια ότι συνεχίζει να ασκείται από όργανα διοικητικά, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την άσκηση εξουσίας, μόνο που κατά ένα μέρος ορίζονται από υπερεθνικούς φορείς εξουσίας (οι οποίοι αναγνωρίζονται από το ελληνικό Κράτος βάσει του άρθρου 28 Συντ.).
Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει το επιχείρημα που χρησιμοποίει συμπληρωματικά η Ολομέλεια στις ΟλΣτΕ 190-191/2022 σύμφωνα με το οποίο η ΕΕΣΥΠ εξυπηρετεί οικονομικούς σκοπούς οι οποίοι μπορεί μεν, ως ταμειακοί και ταμιευτικοί, να υπαγορεύονται από το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, είναι όμως ασύμβατοι με την αποστολή των θυγατρικών της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ και, ως εκ τούτου, θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχεια και την ποιότητά των υπηρεσιών ύδρευσης. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι η ΕΕΣΥΠ δεν ιδιωτικοποιείται «ουσιαστικά», ούτε βεβαίως μπορεί να ιδιωτικοποιήσει τις ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ μετά την έκδοση της ΟλΣτΕ 1906/2014, το Δικαστήριο κρίνει πως ο σκοπός λειτουργίας της, ως προεχόντως οικονομικός, εμποδίζει την επίτευξη της αμιγώς κοινωφελούς αποστολής των φορέων αυτών.
Στο σημείο αυτό, το σκεπτικό του Δικαστηρίου παρουσιάζει μια αντίφαση: παρότι αρχικά δέχεται πως ότι η παροχή υπηρεσιών ύδρευσης «δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας» και, συνεπώς, «δύναται να ανατίθεται σε δημόσια επιχείρηση υπό τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας» (παραπέμποντας στην ΟλΣτΕ 1906/2014), στη συνέχεια φαίνεται να απορρίπτει τον βασικό λόγο για τον οποίο ένας οργανισμός του Δημοσίου μετατρέπεται σε Α.Ε., ο οποίος δεν είναι άλλος από το να λειτουργεί συναλλακτικά, σύμφωνα με το ιδιωτικό δίκαιο, εξυπηρετώντας παράλληλα με τον εκάστοτε κοινωφελή προορισμό και οικονομικούς σκοπούς.
Πιο συγκεκριμένα, όλο το νομοθετικό πλαίσιο των δεκαετιών 1990-2000 βάσει του οποίου οι φορείς παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που ανήκαν στο Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρίες, αποσκοπούσε ακριβώς σε αυτό: στην εξαίρεση των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των διοικήσεών τους από το Κράτος. Προκειμένου δε να επιτευχθεί η ανεξαρτητοποίηση αυτή, ο νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα μετατροπής τους σε ανώνυμες εταιρίες που λειτουργούν βάσει των κανόνων της ιδιωτικής οικονομίας και το εταιρικό δίκαιο[8].
Σε αυτό το πλαίσιο, οι φορείς ύδρευσης στη χώρα μας λειτουργούν εδώ και δεκαετίες υπό τη μορφή της Α.Ε. και σύμφωνα με το ιδιωτικό δίκαιο. Τόσο η ΕΥΔΑΠ όσο και η ΕΥΑΘ έλαβαν τη μορφή της Α.Ε., μετοχοποιήθηκαν και εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, ενώ μέρος των μετοχών τους (μειοψηφικό πακέτο) μεταβιβάστηκε σε ιδιώτες[9]. Σύμφωνα μάλιστα με τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 2744/1999 και 2937/2001, βάσει των οποίων οι ως άνω εταιρίες μετοχοποιήθηκαν, η τοποθέτηση ιδιωτικών και άλλων κεφαλαίων αποσκοπεί στο να ανταπεξέλθουν «με τον πλέον ικανοποιητικό τρόπο στις ανάγκες των καταναλωτών και χρηστών» που εξυπηρετούν[10]. Δυνάμει δε του άρθρου 15 του ν. 3429/2005, και οι δύο επιχειρήσεις εξαιρέθηκαν των διατάξεων που διέπουν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Ενόψει των ανωτέρω προκύπτει εύλογα το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν η εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών εκ μέρους της ΕΕΣΥΠ, της μητρικής δηλαδή εταιρίας των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, να θεωρείται ασύμβατη με τον κοινωφελή προορισμό τους, αν όχι «επικίνδυνη» για την επιδίωξή του, όταν οι ίδιες λειτουργούν επίσης με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου υπό το «ένδυμα» της Α.Ε.; Με άλλα λόγια, μπορεί πειστικά να υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή των κανόνων της αγοράς (εντός του πλαισίου που διέπει την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος[11]) είναι αδιανόητη όταν ο αρμόδιος για την παροχή μιας υπηρεσίας ή ενός αγαθού φορέας λειτουργεί ως Α.Ε. και υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο;
Δ. Εκτός από τις ως άνω (επιμέρους) αδυναμίες στο σκεπτικό της, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας προβληματίζει για έναν ακόμη, πιο σημαντικό λόγο: από τη στιγμή που στο Σύνταγμά μας ρητά δεν κατοχυρώνεται ο κρατικός έλεγχος, ούτε απαγορεύεται η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης, πόσο θεμιτή είναι η τοποθέτηση του Δικαστή επί των ζητημάτων αυτών μέσω μιας διασταλτικής ερμηνείας του δικαιώματος στην υγεία;
Ο προβληματισμός αυτός, ο οποίος εκφράστηκε ήδη από μέρος της θεωρίας μετά την έκδοση της ΟλΣτΕ 1906/2014[12], με τις ΟλΣτΕ 190 και 191/2022 εντείνεται, αν λάβουμε υπόψη ότι μεσολάβησε μια συνταγματική αναθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας προτάθηκε η αναθεώρηση του άρθρου 21 Συντ., έτσι ώστε να κατοχυρώνεται ρητά ο κρατικός έλεγχος επί των υπηρεσιών ύδρευσης και η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από το εκλογικό σώμα (από τη στιγμή που πρώτο κόμμα αναδείχθηκε η Νέα Δημοκρατία, η οποία δεν είχε ψηφίσει υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 21 προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση).
Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο της αναθεωρητικής διαδικασίας που ολοκληρώθηκε το 2019, τρία κόμματα πρότειναν να προβλεφθεί ρητά ο κρατικός έλεγχος των υπηρεσιών ύδρευσης. Σύμφωνα με την πρόταση που υπέβαλαν πενήντα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να εκκινήσει η αναθεωρητική διαδικασία[13], στο άρθρο 21 προστίθεται 7η παράγραφος, η οποία ορίζει ότι «βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, και τα δίκτυα διανομής τους υπόκεινται σε καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας και τελούν σε δημόσιο έλεγχο». Αντίστοιχα, σύμφωνα με την πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ[14], εισάγεται διάταξη (δεν διευκρινίζεται συγκεκριμένο σημείο του συνταγματικού κειμένου) η οποία να προβλέπει ότι «τα κοινωνικά αγαθά όπως το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο είναι αποκλειστικά ιδιοκτησία του κράτους και δεν παραχωρούνται σε εκμετάλλευση σε τρίτους». Συναφώς, η κοινοβουλευτική ομάδα του των Ανεξάρτητων Ελλήνων πρότεινε την αντικατάσταση του άρθρου 18 προκειμένου να προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «με την επιφύλαξη του άρθρου 24, τα κοινόχρηστα δημόσια δημοτικά πράγματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα ύδατα και τα κρίσιμα ενεργειακά αποθέματα της χώρας δεν απαλλοτριώνονται και δεν μεταβιβάζονται κατά κυριότητα με οποιονδήποτε τρόπο και υπέρ οποιουδήποτε»[15].
Μετά την Α’ Φάση της διαδικασίας, η αναθεώρηση του άρθρου 21 με την προσθήκη παραγράφου 7 προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης του δημόσιου ελέγχου των βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, ώστε τα δίκτυα διανομής τους να υπόκεινται σε καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας και να τελούν σε δημόσιο έλεγχο και προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης των κοινών αγαθών έλαβε 158 «ΝΑΙ», 112 «ΟΧΙ», 2 «ΠΑΡΩΝ».
Η πρόταση τελικά δεν υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που αναδείχθηκε μετά από τις εκλογές του 2019.
Ε. Υπό το φως των ανωτέρω, αναρωτιόμαστε: από τη στιγμή που η υποχρέωση της διατήρησης του κρατικού ελέγχου επί των υπηρεσιών ύδρευσης δεν προκύπτει αβίαστα από το Σύνταγμα, μπορούμε να δεχτούμε ότι εναπόκειται στον Δικαστή να την κατοχυρώσει; Το γεγονός ότι έλαβε χώρα πρόσφατα μια συνταγματική αναθεώρηση η οποία θα μπορούσε να έχει σαν αντικείμενο αυτό ακριβώς το αίτημα πρέπει να επηρεάζει την απάντησή μας;
Κατά την άποψη που υποστηρίζεται εδώ, ο κρατικός έλεγχος ή η ιδιωτικοποίηση της παροχής υπηρεσιών και αγαθών κοινής ωφέλειας, ενόψει απουσίας σχετικών ρητών συνταγματικών ρυθμίσεων, συνιστά μια πολιτική απόφαση την οποία λαμβάνει η εκάστοτε κυβέρνηση και την εφαρμόζει σύμφωνα με το πρόγραμμα με το οποίο εξελέγη (και τηρούμενων των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, ενόψει του άρθρου 28 Συντ.). Ο ρόλος του Κράτους στην οικονομική ζωή της χώρας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος (ενδεικτικά βλ. άρθρο 106) ενώ οι λεπτομέρειες της παρέμβασής του καθορίζονται από την οικονομική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης. Το υπό εξέταση ζήτημα αποτελεί μείζον πολιτική επιλογή που απορρέει και από τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει έναντι των διεθνών θεσμών και οργανισμών στους οποίους ανήκουμε. Η εκτίμηση αυτού του παράγοντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον δικαστή υπό τον όρο και του σεβασμού του συνταγματικού πλαισίου των ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο τηρήθηκε από τον νομοθέτη κατά την άποψή μας. Η κρίση του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας θα μπορούσε να στηριχθεί σε μια ειδικότερη συνταγματική διάταξη – αποτέλεσμα αναθεωρητικής διαδικασίας και εκτενούς κοινωνικού διαλόγου με τους πολίτες και τους διεθνείς θεσμούς – που θα ρύθμιζε το ζήτημα με συγκεκριμένο τρόπο, έτσι ώστε να δεσμεύει κάθε κυβέρνηση ανεξάρτητα από το πολιτικό της πρόγραμμα. Εάν αυτό δεν συνέβη στην αναθεώρηση του 2019 δεν είναι ο ρόλος του Δικαστή να το επιδιορθώσει.
[1] Ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 94).
[2] Ενόψει της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4389/2016 και της σπουδαιότητάς της, το Δ’ Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντ. και το άρθρο 14 παρ. 2 (β) του ΠΔ 18/1989.
[3] Ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α’ 152).
[4] Κατά την εύστοχη διατύπωση του Γ. Καραβοκύρη, στην ΟλΣτΕ 1906/2014 η ιδιωτικοποίηση αναδεικνύεται σε «κριτήριο διακινδύνευσης της παροχής της δημόσιας υπηρεσίας». Παραφράζοντας τον συγγραφέα, αυτή η «ανεπιφύλακτη ταύτιση ιδιωτικοποίησης και διακινδύνευσης», η οποία συνιστά και τη βάση του δικανικού συλλογισμού, αποκλίνει της «φιλελεύθερης μεσότητας του συντάγματος», Τα συνταγματικά όρια στις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας: σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 1906/2014, ΔτΑ 63/2015, σελ. 161 επ.
Για παρατηρήσεις στην ΟλΣτΕ 1906/2014 βλ. επίσης Α. Καϊδατζή, Αρμ 2014, σελ 1201 επ., Ε. Λάππα, Μια νομολογιακή μεταβολή στην ενιαία αντιμετώπιση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ΤοΣ 2014, σελ. 384 επ., Χ. Τσιλιώτη/Αικ. Ηλιάδου, Νέες όψεις στη νομολογία του ΣτΕ για τα συνταγματικά όρια των ιδιωτικοποιήσεων, ΘΠΔΔ 6/2014, σελ. 511 επ.
[5] Στην περίπτωση της «ουσιαστικής» ιδιωτικοποίησης το Κράτος μεταβιβάζει ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια αρμοδιότητα σε έναν ιδιώτη. Αντίθετα, στην «τυπική» ιδιωτικοποίηση το περιουσιακό στοιχείο ή η αρμοδιότητα δεν μεταβιβάζεται σε ιδιώτες αλλά σε δημόσιους φορείς που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Για τη διάκριση των ιδιωτικοποιήσεων βλ. αναλυτικά βλ. Α. Καϊδατζή, Συνταγματικοί Περιορισμοί των Ιδιωτικοποιήσεων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 27-28 και 34.
[6] Τούτο διότι, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ διορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο (και όχι από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου, όπως ισχύει στο εταιρικό δίκαιο), ενώ τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου διορίζονται ως εξής: α) τρία μέλη επιλέγονται από τον μοναδικό μέτοχο, ήτοι το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που ενεργούν από κοινού, β) δύο μέλη, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενεργώντας από κοινού, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Οικονομικών (άρθρα 191 και 192 παρ. 1 του ν. 4389/2016).
[7] Κατά την έκφραση του Α. Καϊδατζή, Συνταγματικοί περιορισμοί, ό.π., σελ. 240.
[8] Κατά τη ρητή διατύπωση της αιτιολογικής του ν. 2414/1996. Αντίστοιχα βλ. επίσης ν. 1914/1990, 2744/1999, 3429/2005 κ.α.
Αναλυτικά για την «αποκρατικοποίηση» του δημόσιου τομέα μέσα από την τυπική ιδιωτικοποίησή των δημόσιων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας βλ. Ε. Λάππα, Οι περιορισμοί των αποκρατικοποιήσεων μέσα από τη νομολογία του εθνικού δικαστή και του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2021, σελ. 67 επ.
[9] Η ΕΥΔΑΠ συστήθηκε ως ΑΕ με τις διατάξεις του ν. 1068/1980, ενώ κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2744/1999, αποφασίσθηκε η εισαγωγή του συνόλου των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, ενώ διετέθη σε ιδιώτες μειοψηφικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου και διατηρήθηκε στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου πλειοψηφικό ποσοστό.
Η ΕΥΑΘ ΑΕ συνεστήθη με το άρθρο 20 του ν. 2651/1998, μέσα από τη συγχώνευση των ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης» [ΟΥΘ] και «Οργανισμός Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης» [ΟΑΘ], τα οποία μετατράπηκαν σε ΑΕ με τα ΠΔ 156/1997 (Α` 132) και 157/1997 (Α` 133), τα οποία εκδόθηκαν δυνάμει του ν. 2414/1996. Κατ` εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2937/2001, αποφασίσθηκε η εισαγωγή του συνόλου των μετοχών της ΕΥΑΘ ΑΕ στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της. Έτσι διετέθη σε ιδιώτες μειοψηφικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου ενώ το πλειοψηφικό ποσοστό διατηρήθηκε στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου.
[10] Βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 2744/1999 για ΕΥΔΑΠ και αιτιολογική έκθεση του ν. 2937/2001 για ΕΥΑΘ.
[11] Γενικά για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας γενικού οικονομικού συμφέροντος βλ. G. Napolitano, Towards a European legal order for services of general economic interest, EPL 2005, σελ. 565 επ., U. Neegaard, Services of general economic interest: the nature of the beast, ό.π., σελ. 39-44, Ε. W. Sauter, Services of general economic interest and universal service in EU Law, ELR, 2008, σελ. 167 επ., Ε. Αδαμαντίδου, Η προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών ως νομικό όριο αποκρατικοποίησης, σε: ΚΔΕΟΔ, Αποκρατικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και προστασία του καταναλωτή, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 41 επ. (45 επ.), Χ. Βρεττού, Η έννοια της καθολικής υπηρεσίας, ΔιΜΕΕ, 3/2008, σελ. 312 επ., Γ. Δελλή, Κοινή ωφέλεια και αγορά, Τόμος Β΄: το Δημόσιο Δίκαιο των υπό απελευθέρωση κοινωφελών υπηρεσιών, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, Α. Ηλιάδου, Εξυπηρέτηση κοινής ωφέλειας σε απελευθερωμένες αγορές δικτύου, Ενέργεια και δίκαιο 2010, σελ. 57 επ. (65), Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Το Δημόσιο Δίκαιο του Ανταγωνισμού, Δημόσιες Συμβάσεις και Κρατικές Ενισχύσεις 2008, σελ. 30 επ., της ίδιας, Επίδραση του ανοίγματος των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στα δικαιώματα των καταναλωτών σε: ΚΔΕΟΔ, Αποκρατικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων και προστασία του καταναλωτή, ό.π., σελ. 13 επ., Ε. Κωνσταντάκου, Κρατικές ενισχύσεις & κοινωφελείς επιχειρήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 1-38, Ε. Λάππα, Οι περιορισμοί των αποκρατικοποιήσεων, ό.π., σελ. 213 επ., Γ. Ψαράκη, Οι rationes legis, τα εργαλεία και οι sedes materiae της απελευθέρωσης των κοινωφελών δικτύων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στα πλαίσια διαμόρφωσης μιας γενικής θεωρίας περί ρύθμισης των Υπηρεσιών Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος, σελ. 917 επ.
[12] Βλ. ενδεικτικά Γ. Καραβοκύρη, Τα συνταγματικά όρια, ό.π., σελ. 161 επ., Ε. Λάππα, Μια νομολογιακή μεταβολή, ό.π., σελ. 384 επ., Χ. Τσιλιώτη/Αικ. Ηλιάδου, Νέες όψεις στη νομολογία του ΣτΕ, ό.π., σελ. 511 επ.
[13] Η οποία κατατέθηκε στην Ειδική Γραμματεία του Προέδρου της Βουλής με αριθμ. πρωτ. 02/11/2018 και είναι αναρτημένη στον ιστότοπο της Βουλής των Ελλήνων https://www.hellenicparliament.gr/.
[14] Η οποία κατατέθηκε στην Ειδική Γραμματεία του Προέδρου της Βουλής με αριθμ. πρωτ. 30/11/2018 και είναι αναρτημένη στον ιστότοπο της Βουλής των Ελλήνων https://www.hellenicparliament.gr/.
[15] Η πρόταση κατατέθηκε στην Ειδική Γραμματεία του Προέδρου της Βουλής με αριθμ. πρωτ. 13/11/2018 και είναι αναρτημένη στον ιστότοπο της Βουλής των Ελλήνων https://www.hellenicparliament.gr/.