Το συνταγματικό ενδιαφέρον για την εργασία σηματοδότησε την ανάδειξη του κοινωνικού χαρακτήρα του κράτους και την επιζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης ως βασικού σκοπού του. Ταυτόχρονα, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αναγνώριση της εργασίας ως θεμελιώδους αγαθού, άξιου συνταγματικής προστασίας προσέδωσε ουσιαστικό νόημα στην αξία του ανθρώπου: η εργασία έπαυσε να θεωρείται απλό εμπόρευμα και η πρόσβαση σε αυτή καθιερώθηκε καταστατικά ως συστατική παράμετρος της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ωστόσο, η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών το 2008 αποκάλυψε την βαθιά απορρύθμιση που επέφερε η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών και που έχει εξελιχθεί σε κρίση των θεσμών, κατά πρώτο λόγο σε κρίση του κοινωνικού κράτους. Στην δίνη της περιόδου αυτής, η εργασία ως κύριος πυλώνας του συστήματος κοινωνικής προστασίας δέχθηκε ισχυρά πλήγματα τόσο σε πραγματικό, όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Οι υψηλοί δείκτες ανεργίας και φτώχειας ακόμα και μεταξύ του εργαζομένου πληθυσμού, καθώς και η συνεχιζόμενη υποβάθμιση της νομοθετικής ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων δείχνουν την σημασία της συνταγματικής προστασίας της εργασίας και των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, η εμπέδωση των ανισοτήτων και η περιθωριοποίηση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων φανερώνουν ότι η πλαισίωση της εργασίας από το δίκαιο αποτελεί συνθήκη της κοινωνικής ειρήνης και προόδου και ότι η αναγωγή στις συνταγματικές της βάσεις είναι μια από τις εγγυήσεις της ίσης αξιοπρέπειας των κοινωνικών υποκειμένων. Η ενασχόληση με το σύνολο αυτής της σύνθετης και διαρκώς εξελισσόμενης θεματικής δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Όμως ο Α. Παυλόπουλος το αποτόλμησε. Η μελέτη του μαρτυρά για την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας και για την ικανότητα του συγγραφέα όχι μόνον να θέτει εύστοχα ερευνητικά ερωτήματα, αλλά και να αντεπεξέρχεται στις αντινομίες, προτείνοντας χρήσιμες ερμηνευτικές λύσεις.
*
Η αναζήτηση του νοήματος του άρθρου 22 § 1 εδ. α΄ Συντ. ξεκινά από την γενεαλογία της διάταξης, η οποία πρωτοεμφανίζεται στο Σύνταγμα του 1927 με την μορφή της κρατικής υποχρέωσης για προστασία της εργασίας. Έτσι, υπενθυμίζεται ‒πέρα από το γεγονός ότι ως αρχικό πρότυπο αξιοποιήθηκε το πολωνικό Σύνταγμα που ίσχυε την εποχή εκείνη‒ ότι η φράση περί της υλικής και ηθικής εξύψωσης των εργαζομένων, που επιβιώνει μέχρι σήμερα, έλκει την καταγωγή της από το κίνημα χειραφέτησης των Νέγρων στις ΗΠΑ και την Συνέλευση της Φιλαδέλφειας του 1831, αλλά και από τις σοσιαλιστικές ιδέες που διατυπώθηκαν αργότερα στην Γερμανία από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Επηρεασμένος από τις ιδέες αυτές ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, μετέγραψε το πρόταγμα της υλικής και ηθικής εξύψωσης στο πρόγραμμα της Δημοκρατικής Ένωσης (μετεξέλιξης του Λαϊκού Κόμματος) και στην Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή, πρότεινε την συμπερίληψή της στο συνταγματικό κείμενο.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η χρήση τούτων των ιδεολογικά φορτισμένων όρων στο άρθρο 22 § 1 εδ. α΄ Συντ. συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση συμβολικής λειτουργίας του Συντάγματος, δηλαδή μία περίπτωση ιδεατής αναπαράστασης της πολιτείας αναφορικά με την λειτουργία των σχέσεων παραγωγής. Υποστηρίζει πως η ιδεολογική φόρτιση των εννοιών είναι η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού Συντάγματος από τα Συντάγματα άλλων ευρωπαϊκών κρατών, που επίσης κατοχυρώνουν το δικαίωμα εργασίας και ότι αυτή είναι η αιτία της κανονιστικής υποβάθμισης και του συχνού παραγκωνισμού του δικαιώματος στον δικανικό συλλογισμό. Τα ίδια περίπου μπορούν να ειπωθούν και για την ρήτρα πλήρους απασχόλησης που συναντάται στο ίδιο άρθρο. Για τον λόγο αυτό, η αποκάλυψη του νοήματος, αφενός της ρήτρας της υλικής και ηθικής εξύψωσης των εργαζομένων, αφετέρου της ρήτρας απασχόλησης όλων των πολιτών και τελικά του αθροιστικού περιεχομένου του δικαιώματος αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης.
Η ρήτρα της υλικής και ηθικής εξύψωσης των εργαζομένων επιτελεί, κατ’ αρχήν, λειτουργία ερμηνευτική για την αποκάλυψη του νοήματος εννοιών του κοινού δικαίου. Δεν στερείται, όμως, και αυτοτελών κανονιστικών συνεπειών, στο μέτρο που η μεν επιταγή της υλικής εξύψωσης συνεπάγεται το ειδικότερο δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή μισθό, ικανό να ικανοποιήσει τις βιοτικές ανάγκες και την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, η δε επιταγή της ηθικής εξύψωσης, την προστασία των άυλων αγαθών των εργαζομένων. Η τελευταία αυτή περίπτωση εξειδικεύεται με αναφορά επίκαιρων νομολογιακών παραδειγμάτων, που έχουν να κάνουν με τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων και την αργία της Κυριακής (ΣτΕ 100/2017 και 18/2019), αλλά και με την ψυχική υγεία των εργαζομένων και συγκεκριμένα με την νομική προστασία του εργαζομένου από το εργασιακό άγχος που οφείλεται στην συμπεριφορά του εργοδότη (ΜονΠρωτΑθ 1358/2018). Από την άλλη μεριά, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην συνταγματική υποχρέωση δημιουργίας συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών. Με τεκμηρίωση σε μία πληθώρα νομολογιακών παραδειγμάτων, ο συγγραφέας εισηγείται την θέση ότι το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης έχει μία τριπλή διάσταση: επιτρεπτική, όταν αποτελεί την δικαιολογητική βάση της επέμβασης του κράτους στην αγορά εργασίας χάριν της προστασίας των εργαζομένων⸱ απαγορευτική, όταν εμποδίζει επεμβάσεις του κράτους σε υπάρχοντα συμβατικό δεσμό εργατικής φύσεως⸱ επιτακτική, όταν κρίνεται πως μία κρατική ρύθμιση παραβιάζει την υποχρέωση δημιουργίας συνθηκών πλήρους απασχόλησης, οπότε για τον σκοπό αυτό θεωρείται αντισυνταγματική.
Συνολικά, το δικαίωμα εργασίας ακτινοβολεί κανονιστικά προς κάθε κατεύθυνση μέσα στο οικονομικό σύστημα που καθιερώνει το Σύνταγμα, αποτελώντας μία αντίρροπη δύναμη έναντι της επιχειρηματικής ελευθερίας. Η θέση αυτή τεκμηριώνεται με μία εκτενή συγκριτική αναφορά στην νομολογία του Conseil constitutionnel, δεδομένου ότι η κατοχύρωση της εργασίας ως δικαιώματος και όχι μόνο ως αντικειμένου προστασίας από το κράτος στο Σύνταγμα του 1975, στηρίχτηκε στην διάταξη της παρ. 5 του Προοιμίου του γαλλικού Συντάγματος (: «le droit d’ obtenir un emploi»). Στην συνέχεια καταδεικνύεται η σταθμιστική λειτουργία της διάταξης, μέσα από μία σειρά παραδειγμάτων, ιδίως με αναφορά στο «σύστημα απολύσεων» που ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη. Ο συγγραφέας καταγράφει την σταδιακή μετατόπιση του νομοθετικού βάρους προς όφελος της επιχειρηματικής ελευθερίας. Με συνεκτίμηση συγκριτικών δεδομένων από την γαλλική και γερμανική έννομη τάξη, αλλά και της «νομολογίας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων επιχειρηματολογεί υπέρ της θέσης, ότι οι συνταγματικές και διεθνείς δεσμεύσεις του νομοθέτη ικανοποιούνται μόνο μέσα από ένα αντικειμενικό σύστημα ελέγχου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, το οποίο θα έχει στο επίκεντρο του την αρχή του αντικειμενικού συμφέροντος της επιχείρησης, δηλαδή την βιωσιμότητα της επιχείρησης. Ακολούθως, και αφού αξιολογείται η θνησιγενής καθιέρωση του αντικειμενικού συστήματος με τον Ν. 4611/2019 (επιβίωσε μόλις για τρεις μήνες και ανατράπηκε με τον Ν.4623/2019, μετά την αλλαγή της κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2019), η μελέτη εστιάζει στον εντελώς πρόσφατο Ν. 4808/2021: Ο νόμος αυτός ανατρέπει θεμελιωδώς το ισχύον σύστημα απολύσεων σε βάρος των εργαζομένων, καθώς η παράνομη απόλυση πλέον δεν συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας και, το σημαντικότερο, την υποχρέωση επαναπασχόλησης του παρανόμως απολυθέντος, αλλά ο εργαζόμενος απομακρύνεται από την εργασία του με την καταβολή ποσού που μπορεί να φτάσει το διπλάσιο της νόμιμης αποζημίωσης.
Οι νομοθετικές εξελίξεις αξιολογούνται με βάση την συστηματική διατύπωση των δεσμεύσεων του κράτους, όπως αυτές διαμορφώνονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η ρήτρα πλήρους απασχόλησης υποχρεώνει το κράτος να μεριμνά για την εργασία όλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και ότι η επιταγή της υλικής και ηθικής εξύψωσης αναφέρεται σε θέσεις εργασίας, μέσα από τις οποίες μπορεί ο καθένας να βιοποριστεί, να συμμετάσχει στην κοινωνική ζωή και να αναπτύξει την προσωπικότητα του, άρα σε «καλές θέσεις εργασίας». Έτσι, η προστασία από την απόλυση με βάση το αθροιστικό νόημα του ά. 22 § 1 και του ά. 24 ΑΕΚΧ εγγυάται την σταθερότητα στην απασχόληση («σταθερές θέσεις εργασίας»), ενώ η ισόρροπη στάθμιση με την οικονομική ελευθερία, οδηγεί στην διατύπωση του κανόνα του αντικειμενικού συμφέροντος της επιχείρησης, η οικονομική βιωσιμότητα της οποίας ανάγεται σε παράμετρο του συστήματος ρύθμισης της εργασίας. Τα παραπάνω οδηγούν τον Α. Παυλόπουλο στην παραδοχή ότι η συνταγματική και υπερεθνική προστασία της εργασίας έχει ως ζητούμενο την διαμόρφωση καλών και σταθερών θέσεων εργασίας για όλους σε οικονομικά βιώσιμες επιχειρήσεις.
*
Το optimum αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητο σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Όταν, όμως, μία οικονομική κρίση απειλεί την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, η συνταγματική επιταγή για σταθερότητα των θέσεων εργασίας και για δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών αποδυναμώνεται: οι πραγματικές συνθήκες δυσκολεύουν την εφαρμογή της, ενώ η «αυθόρμητη τάξη των αγορών» προβάλλει ως ένας ισχυρός, πολλαπλά υποστηριζόμενος κανονιστικός αντίπαλος. Ο συγγραφέας διατυπώνει την εκτίμηση ότι το δικαίωμα εργασίας «αναγεννήθηκε» μέσα στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης που στην χώρα μας ξεκίνησε το 2010. Από το σημείο αυτό και έπειτα, η έρευνά του δεν περιορίζεται στην χρήση της αναλυτικής νομικής μεθόδου, αλλά προσκτάται έντονα εμπειρικά χαρακτηριστικά: Επισκοπείται το σύνολο της σχετικής με το δικαίωμα εργασίας νομολογίας με βάση το σχήμα «λόγος-αντίλογος», όπου «λόγος» η νομολογία του ΣτΕ ή του ΑΠ και «αντίλογος» η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Θεματικά ανασκοπούνται το σύστημα προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας και εργασιακής εφεδρίας, οι περικοπές στα ειδικά μισθολόγια και στις γενικές κατηγορίες εργαζομένων, η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και άδειας, οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις με ιδιαίτερη έμφαση στην εκ περιτροπής εργασία, οι επεμβάσεις στην συλλογική αυτονομίας κ.ά.
Η παράλληλη ανάγνωση της νομολογίας των ανωτάτων δικαστηρίων και των δικαστηρίων ουσίας οδηγεί στην διατύπωση μιας πρωτότυπης ‒αν και όχι αναντίλεκτης‒ θεώρησης. Διατυπώνεται η θέση της παραλληλότητας του δικαστικού ελέγχου, υπό την έννοια ότι η αντιθετική στάση της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας που διαγιγνώσκουν αντισυνταγματικότητα, παρά την διαφορετική στάση των ανωτάτων, δεν αναιρεί την τελευταία, αλλά διαλεκτικά την συμπληρώνει. Η μελέτη δεν αγνοεί την ενοποιητική λειτουργία της νομολογίας των ανώτατων δικαστηρίων ούτε υποβαθμίζει την σημασία των δικονομικών δεσμεύσεων που βαρύνουν τον δικαστή σε καθεμιά δικαιοδοσία. Επιχειρεί, όμως, συστηματικά να δείξει ότι ο διάλογος των δικαστών συμβάλλει στην νοηματοδότηση του δικαιώματος στην εργασία ενόψει των εξελισσόμενων κοινωνικών συνθηκών και ότι η ιεραρχική πρόσληψη του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης περιορίζει το εύρος και την αποτελεσματικότητα του ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων.
Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνεται ότι ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας αποτελεί θεσμική εγγύηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και ιδίως του δικαιώματος εργασίας. Τούτο, διότι ο δικαστής της ουσίας έρχεται αντιμέτωπος με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, με τις βιοτικές ανάγκες ενός προσώπου και της οικογένειας του και καλείται να αξιολογήσει την συνταγματικότητα ενός μέτρου σε αναφορά με αυτά, δηλαδή σε σχέση με την αξιοπρεπή τους διαβίωση. Αντίθετα, τα ανώτατα δικαστήρια και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν ελέγχει μία κανονιστική πράξη, πραγματοποιεί έναν διαδικαστικού τύπου έλεγχο, με έμφαση π.χ. στον τρόπο αναδιάρθρωσης των θέσεων εργασίας ή στην τεκμηρίωση των νομοθετικών επιλογών. Όπως υποστηρίζεται, δεν υφίσταται κατά κυριολεξία «αντίφαση» ή «σύγκρουση» μεταξύ των διαφορετικών αποφάσεων ανωτέρων και δικαστηρίων ουσίας, αφού τα τελευταία πραγματοποιούν έλεγχο επί της αξιοπρεπούς διαβίωσης, τον οποίο εκ των πραγμάτων δεν είναι ευχερές να πραγματοποιήσουν τα πρώτα και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο πλαίσιο του ελέγχου μιας κανονιστικής πράξης ή ενός γενικότερου ενδιαφέροντος θέματος. Συνεπώς, «η διαφοροποίηση αυτή είναι όχι μόνο ανεκτή στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος συστήματος και δεν θίγει την ασφάλεια του δικαίου, αλλά και αναγκαία για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, αφού η βιοτική αυτοτέλεια του ατόμου, κατ’ εξοχήν, ξεχωριστά και συγκεκριμένα για τον καθένα, μπορεί να εξεταστεί». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η νομολογία σχετικά με το σύστημα διαθεσιμότητας και κινητικότητας του Ν. 4093/2012. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 16/2015) έκρινε συνταγματικό το σχετικό μέτρο, αξιολογώντας το κυρίως με κριτήρια συναρτώμενα προς τις λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της διοίκησης. Σημαντικό μέρος της νομολογίας των Πρωτοδικείων έδωσε έμφαση στο ότι ο εργαζόμενος αποστερείται των υλικών όρων της ύπαρξής του, μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πρακτικά αδύνατη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η νομοθετική παρέμβαση «δια της νομοθετικής επιβολής απολύσεων (και μάλιστα υπό τις παρούσες οικονομικές δυσμενείς συνθήκες) προδήλως λαμβάνει χώρα προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που επιτάσσει το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος».
*
Οι παραπάνω αντιθέσεις τεκμηριώνουν την εντροπία που επικρατεί στην αγορά εργασίας ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης και καθιστούν επιτακτική την αναζήτηση των όρων που θα επιτρέψουν στο δικαίωμα εργασίας να παραγάγει το κανονιστικό περιεχόμενό του. Η προσέγγιση που επιλέγεται στην παρούσα μελέτη υπερβαίνει τον νόμο και φτάνει στην κοινωνία. Η κοινωνιολογική παρατήρηση νομιμοποιεί την απόφανση «Η εργασία πέθανε. Ζήτω η εργασία!» και την αναδιατύπωση του νοήματός της. Στο φορντικό μοντέλο, που κατά κόρον εφαρμόστηκε στην δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική κατά την πρώτη τριακονταετία μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εργασιακός βίος των ανθρώπων ήταν σταθερός, «σειριακός»: Ο εργαζόμενος μπορούσε να μείνει στο εργοστάσιο μέχρι την συνταξιοδότηση του⸱ το περιβάλλον του εργοστασίου, ταυτόχρονα, υποβοηθούσε τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων, οι οποίοι, αποτελώντας ένα ομοιογενές σύνολο, μπορούσαν να διεκδικούν συλλογικά την βελτίωση των όρων της εργασίας τους. Στην εποχή, όμως, που ανοίγει προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 κυρίαρχο ζητούμενο είναι εκείνο της ευελιξίας. Η έμφαση δίνεται στην παροχή υπηρεσιών και τα εργοστάσια μαζικής παραγωγής μεταφέρονται σε χώρες του «τρίτου κόσμου», προς εξεύρεση φθηνού εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα αφενός την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και αφετέρου την διαμόρφωση ενός νέου είδους εργασιακών σχέσεων, χωρίς την σταθερότητα και την ασφάλεια των προηγούμενων χρόνων. Χαμηλές αμοιβές κατ’ αποκοπή, γενικευμένη ανασφάλεια κατά τον προγραμματισμό του επαγγελματικού βίου, εναλλαγές μεταξύ εργασίας και ανεργίας ‒και όλα αυτά πέρα από τις επιπτώσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης‒ συνθέτουν το νέο σκηνικό. Η αγορά ζητάει όλο και περισσότερη ευελιξία και όλο και λιγότερες δεσμεύσεις από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου. Οι προστατευτικές των εργαζομένων διατάξεις αντιμετωπίζονται ως τροχοπέδη στο «ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς». Η μείωση των μισθών και η ελαστικοποίηση της προστασίας εκλαμβάνονται πλέον ως προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Και ίσως το χειρότερο: Προκαλείται μία εν πολλοίς τεχνητή αντιπαράθεση μεταξύ εργαζομένων και ανέργων και η εργασία εμφανίζεται ως ανταγωνιστικό μέγεθος της απασχόλησης, αφού στο όνομα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας επιδιώκεται η απομείωση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Η περιγραφή του φαινομένου αποτελεί την αφετηρία για την διατύπωση μιας πρότασης, που επιδιώκει να είναι ρεαλιστική και ταυτόχρονα να ικανοποιεί τις συνταγματικές απαιτήσεις για θέσεις εργασίας για όλο τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, θέσεις που θα επιτρέπουν όχι μόνο την αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά και την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Πάντως, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας και των επισφαλών θέσεων εργασίας που συχνά οδηγούν στο φαινόμενο του φτωχού εργαζομένου, δεν είναι θέμα μόνο, δεν είναι θέμα κυρίως νομικό.
Ο Τ. Παυλόπουλος κάνει μια γενναία και μεθοδολογικά σημαντική επιλογή: αναδράμει στην παρακαταθήκη των μεγάλων εισηγητών των κοινωνιολογικών θεωριών για την εργασία (Daniel Bell, Alain Touraine, Manuel Castells, Anthony Giddens, Andre Gorz, Jeremy Rifkin, Zygmunt Bauman, Gosta Esping-Andersen, Pierre Rosanvallon, Alain Supiot κ.ά), προκειμένου να τεκμηριώσει την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος στο ακολουθούμενο μοντέλο κοινωνικής προστασίας. Η αλλαγή αυτή πρέπει να συνίσταται στην μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το παθητικό κοινωνικό κράτος σε άλλες σύγχρονες μορφές, που δεν θα περιορίζονται στην επιδότηση της ανεργίας, αλλά θα στοχεύουν στην ένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας.
Η ρύθμιση της εργασίας, λοιπόν, δεν πρέπει να αφεθεί στο «αόρατο χέρι της αγοράς». Το κρίσιμο στοιχείο για την προστασία της είναι ο προγραμματισμός των τάσεων της αγοράς από το κράτος, που έχει την ευθύνη να διαμορφώνει τις συνθήκες που εξασφαλίζουν σταθερές και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Για την εξυπηρέτηση των συνταγματικών στοχεύσεων, απαιτείται επισταμένη μελέτη των παραγωγικών δυνατοτήτων κάθε χώρας, ούτως ώστε το διαθέσιμο και το μελλοντικό εργατικό δυναμικό της να είναι σε θέση να καλύψει δεδομένες ανάγκες. Εξίσου σημαντική είναι η σύνδεση οικονομικής και επενδυτικής πολιτικής με την εκπαίδευση. Το κράτος πρέπει να στοχεύει στην δημιουργία θέσεων εργασίας που θα καλύπτουν μία ζήτηση που δεν θα είναι πολύ ελαστική ως προς τις τιμές (π.χ. θέσεις εργασίας για τις οποίες απαιτούνται εξειδικευμένες ικανότητες). Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να δοθεί έμφαση στην δημιουργία ευκαιριών για διά βίου μάθηση, προκειμένου αφενός η εξειδίκευση των εργαζομένων να αποτελέσει κίνητρο επενδύσεων, αφετέρου να καταστούν εφικτές οι πολυάριθμες μεταβάσεις που πιθανόν θα χαρακτηρίζουν την απασχόληση στο μέλλον. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, υποστηρίζεται η υιοθέτηση των «droits de tirage sociaux», που πρότεινε ο Alain Supiot, δηλαδή εκείνων των δικαιωμάτων που παρέχουν μία πίστωση, την οποία ένα άτομο μπορεί να αντλήσει προκειμένου να μετεκπαιδευτεί ή να μετακινηθεί σε άλλη εργασία.
Ο Τ. Παυλόπουλος καταλήγει πως κάθε κράτος πρέπει να βρει τον δικό του βηματισμό στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η εφαρμογή της προτεινόμενης λύσης (ένταξη-στόχευση-κατάρτιση) προϋποθέτει οπωσδήποτε ένα σχέδιο μακρόχρονης πνοής που δεν θα ανατρέπεται από την αλλαγή των κυβερνήσεων, καθώς και την συνέργεια περισσοτέρων κρατών σε ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο με σκοπό την δίκαιη φορολόγηση του πλούτου και τον έλεγχο των μηχανισμών φοροδιαφυγής μέσω ενός ενιαίου συστήματος που θα αποτρέπει την δημιουργία φορολογικών παραδείσων. Μόνο έτσι θα καταστεί εφικτή η ανάταξη σχέσεων οικονομίας, πολιτικής και δικαίου στο πλαίσιο ενός νέου κοινωνικοπολιτικού ευρωπαϊκού συμβιβασμού.
*
Ο Α. Παυλόπουλος επέλεξε να ερευνήσει και να επεξεργαστεί ένα θέμα δύσκολο, που τον έθεσε ενώπιον καίριων, αμφιλεγόμενων και μονογραφικά ανεπεξέργαστων θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων. Το επιστημονικό του εγχείρημα αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων ενός νέου επιστήμονα, καθώς το αντικείμενο του έργου συνδέεται με ορισμένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα που ενδημούν στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το επιστημονικό του θάρρος υποστηρίχθηκε από την αξιοπρόσεκτη συστηματικότητά του, με αποτέλεσμα τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της μελέτης να ενισχύουν την άποψη ότι τα κοινωνικά δικαιώματα, παρ’ ότι τείνουν να γίνουν δικαιώματα των φτωχών, δεν είναι τα ίδια «φτωχά» δικαιώματα.
Η παρούσα έκδοση μαρτυρά τον πνευματικό μόχθο του Α. Παυλόπουλου, φανερώνει την εξοικείωσή του με την γενική θεωρία των δικαιωμάτων και την προβληματική για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, ενώ αποτελεί βέλτιστο παράδειγμα αξιοποίησης πολλαπλών υπερνομοθετικών πηγών του δικαίου για την διαμόρφωση των συνταγματικών εννοιών και τον προσδιορισμό του κανονιστικού πεδίου των δικαιωμάτων. Οι προτάσεις του μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για την χάραξη ή την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας. Η απήχησή τους πάντως θα εξαρτηθεί και από την ευόδωση των διεκδικήσεων που στοχεύουν στην προστασία του κοινωνικού κράτους και στην αποτροπή της εμπορευματοποίησης της εργασίας.