Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι οι επικείμενες εκλογές στη Γαλλία σηματοδοτούν τη μετάβαση της μεταπολεμικής Ευρώπης σε αχαρτογράφητα ύδατα. Θα έλεγα ότι σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας δεν εισερχόμεθα – έχουμε εισέλθει ήδη προ πολλού. Το φαινόμενο είναι βαθύ και οι αιτίες του πολυπαραγοντικές.
Το ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα εκπέμπει ένα γενικευμένο αίσθημα διαμαρτυρίας και απογοήτευσης, το οποίο δηλοί μια ευρύτερη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εν γένει. Στον πυρήνα των συχνά πλέον «γκροτέσκων» εκλογικών επιλογών βρίσκεται ένα μείζον έλλειμμα της πολιτικής αλλά και της ουσιαστικής παιδείας και οράματος. Η υπονόμευση και η υστέρηση των ανθρωπιστικών σπουδών, καθώς και η απουσία κοινωνικών πολιτικών για την αποτελεσματική άρση των ανισοτήτων και τη στήριξη των βασικών αξόνων συνοχής και προόδου μιας κοινωνίας στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της κλιματικής κρίσης, της θεσμικής διαφάνειας, της καταπολέμησης της ευρέως διαχεόμενης διαφθοράς, αποτελούν θεμέλιους λίθους της κρίσης.
Τα εγγενή θέλγητρα της αυταρχικής δημαγωγίας είναι μάλλον σύστοιχα των δυσχερειών της υπεύθυνης πολιτικής πράξης, η οποία προφανώς δεν μπορεί μεμιάς να ικανοποιήσει επιθυμίες, να άρει τις πολυπλοκότητες και, συνεπώς, να αμβλύνει με υπεραπλουστεύσεις φοβίες και ζωτικά άγχη. Σε αυτό το σημείο γεννιέται η έντονη ανάγκη για την καθησυχαστική εξουσία που υπόσχεται τα πάντα, τα οποία «κάπως» θα προκύψουν, και κυρίως κατευνάζει τον φόβο μέσω της υπόσχεσης για την εκδίωξη του εκφοβιστικού «Αλλου» – ό,τι κι αν το «Αλλο» αυτό συμβολίζει.
Σε αυτό το πλαίσιο, άκρως σημαντική είναι η ανάδειξη της εν δυνάμει θνητότητας του ενωσιακού εγχειρήματος, αλλά και η ανάδειξη του μη αυτονόητου χαρακτήρα των ενοποιητικών «κεκτημένων». Δεν είναι διόλου ιστορικά ακριβές ότι οι πολιτικές κοινωνίες και τα συστήματα οργανωμένης πολιτικής συμβίωσης δεν δύνανται να φθίνουν ή και να αυτοκτονούν, κάθε άλλο: Το πράττουν και μάλιστα ενίοτε με μεγάλη βιαιότητα, ραγδαία και εκκωφαντικά, συχνά δε «δι’ ασήμαντον αφορμήν» ή κατόπιν αναπάντεχων «ατυχημάτων» που συμπαρασύρουν θεμελιακές δομές σε πλήρη κατάρρευση. Εν προκειμένω, έστω και ο έντονος και χρονικά παρατεταμένος φόβος απέναντι στο ενδεχόμενο η Ενωση να αποσυντεθεί προσεχώς πολιτικά και οικονομικά μπορεί να θέσει σε κίνηση προσεγγίσεις και πολιτικές συμπεριφορές που θα επιταχύνουν τις διαλυτικές τάσεις καίρια. Ας μην υποτιμούμε συνεπώς την ενίοτε ακαριαία και βίαιη θνητότητα των πολιτικών πραγμάτων.
Αλλά και στο ενωσιακό επίπεδο είναι σαφές ότι πολλά πρέπει να αλλάξουν. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση πειραματίζεται με πρωτότυπα καινοτόμα συστήματα συμμετοχικής δημοκρατίας (λ.χ. Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, νομοθετικές προτάσεις πολιτών), αυτό που λείπει είναι η συστηματική συγκρότηση ταυτοτικών συζεύξεων μεταξύ των ενωσιακών πολιτών, ένα συγκεκριμένο πολιτικό όραμα που εμπνέει καθώς και ηγετικές πολιτικές μορφές που θα πείθουν ότι μπορούν να το υλοποιήσουν. Ας έχουμε πάντως υπ’ όψιν ότι, ως προελέχθη, ουδέν αυτονόητο και μόνιμο στα ανθρώπινα. Αλλά ας αναλογιστούμε επίσης ότι συχνά η εκτίμηση της αληθούς διάστασης και αξίας των «κεκτημένων» επέρχεται μετά την απώλειά τους.