Ιδιωτικά Α.Ε.Ι.: Μια διευκρίνιση και κάποια ερωτήματα

Ακρίτας Καϊδατζής, Αν. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής Βασίλης Σκουρής προσάπτει όψιμο και επιλεκτικό συνταγματικό πατριωτισμό σε όσους θεωρούν ότι ο νόμος 5094/2024, κατά το μέρος που επιτρέπει την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων μέσω της ίδρυσης ‘νομικών προσώπων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης’ (ν.π.π.ε), αντίκειται στο άρθρο 16 του Συντάγματος[1]. Με το παρόν σημείωμα δεν σκοπεύω βεβαίως να αντιπαρατεθώ με όσα αναπτύσσει ο καθηγητής Σκουρής. Θα σταθώ μόνο στο τελευταίο σημείο της κριτικής του, αναφορικά με την επίκληση του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, γιατί νομίζω πως οφείλεται σε παρανόηση (υπό Ι). Θεωρώ αναγκαία τη διευκρίνιση, διότι έχω την αίσθηση πως, μολονότι δεν κατονομάζομαι[2], το σημείο αυτό αναφέρεται σε μένα. Αν δεν κάνω λάθος, είμαι ο μόνος που έχει επικαλεστεί τη συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη ως έρεισμα της αντίδρασης στο νομοσχέδιο για τα ν.π.π.ε.[3]. Και θα κλείσω με ορισμένα ερωτήματα που νομίζω –επίσης αν δεν κάνω λάθος– πως δεν έχουν μέχρι τώρα τεθεί στο διάλογο που έχει ανοίξει και που, για το λόγο αυτόν, ελπίζω πως τον προάγουν (υπό ΙΙ).

 

Ι.

Ο καθηγητής Σκουρής ισχυρίζεται ότι «[σ]την απόλυτή του μορφή ο συνταγματικός πατριωτισμός» εμφανίζεται, «όταν μεταξύ των επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί υπέρ της συνεχούς και συνεπούς απαγόρευσης μη κρατικών πανεπιστημίων χρησιμοποιείται το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος (!), προκειμένου να αποτραπεί η κατάλυσή του μέσω της ψήφισης του  νόμου για την εγκατάσταση στην Ελλάδα παραρτημάτων ξένων αει». Με την επίκληση της ακροτελεύτιας διάταξης του Συντάγματος «καλούνται οι πολίτες να αποσοβήσουν τον κίνδυνο της βίαιης κατάλυσης της συνταγματικής τάξης, η οποία κατά τους οπαδούς της άποψης αυτής απειλείται, αν επιβληθούν εκπτώσεις στην απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων!»[4]. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε βεβαίως «η επίκληση της διάταξης εκμέρους ορισμένων συναδέλφων που αντιδρούν στην ερμηνευτική συρρίκνωση του άρθρου 16 είναι τουλάχιστον αμήχανη και οπωσδήποτε υπερβολική. Η ενεργοποίησή της –με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη μορφή και την ένταση της απαιτούμενης αντίστασης– προϋποθέτει την απόπειρα  βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος, οπότε απαιτείται μεγάλη φαντασία για να υποθέσουμε ότι τέτοιος κίνδυνος υφίσταται, όταν προτείνεται μία νέα και διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 απαγόρευσης ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων»[5]. Διότι βέβαια, ακόμη κι αν  υποτεθεί ότι υπάρχει πράγματι αντίθεση στο γράμμα του άρθρου 16, «απόπειρα κατάλυσης πάντως δεν συνιστά η πρόταση περιορισμού της θεσπιζόμενης για τα μη κρατικά αει απαγόρευσης ίδρυσής τους. … Και οπωσδήποτε αποτελεί μνημείο παραδοξότητας η ιδέα ότι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων εξισούται με μία προσπάθεια βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος, την οποία λόγω του άρθρου 120 παρ. 4 δικαιούνται και υποχρεούνται να αποκρούσουν οι Έλληνες πολίτες»[6].

Φοβάμαι ότι στο σημείο αυτό διατυπώνεται ένα ‘επιχείρημα αχυρανθρώπου’ (strawman fallacy). Ο ισχυρισμός ότι η ψήφιση ενός αντισυνταγματικού νόμου ισοδυναμεί με απόπειρα κατάλυσης, και μάλιστα βίαιης, του Συντάγματος είναι τόσο εξωφρενικός, ώστε παρέλκει οποιαδήποτε αντίκρουσή του: συνιστά αυταπόδεικτο παραλογισμό. Δεν γνωρίζω κανέναν/καμιά που να ισχυρίστηκε στα σοβαρά ή έστω να υπονόησε πως η ψήφιση του νόμου 5094/2024 συνιστά απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος. Και πάντως τέτοια νύξη ή έστω υπαινιγμός δεν υπάρχει στο δικό μου άρθρο, όπου αναφέρομαι αποκλειστικά στην αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου και την τήρηση του Συντάγματος και όχι βεβαίως σε οποιαδήποτε απόπειρα κατάλυσής του –πόσω μάλλον, προς Θεού, βίαιης κατάλυσης– και το δικαίωμα αντίστασης που αυτή ενεργοποιεί.

Η ευσύνοπτη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος αποτελείται από δύο προτάσεις, μία κύρια και μία αναφορική, που χωρίζονται μεταξύ τους με κόμμα: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται  να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Το πρώτο μέρος της διάταξης αποδίδει μιαν από τις παλαιότερες αρχές του ελληνικού συνταγματισμού. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο ψήφισμα ΚΘ΄/1823 με το οποίο τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του Άστρους και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλα τα ελληνικά συντάγματα, για να γίνει λαϊκό σύνθημα και σύμβολο δημοκρατικών αγώνων (‘Ένα – Ένα – Τέσσερα’) ως άρθρο 114 του Συντάγματος του 1952: «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Με το Σύνταγμα του 1975, και υπό το βάρος της εμπειρίας της απριλιανής δικτατορίας, η διάταξη εμπλουτίστηκε με τη δεύτερη πρόταση. Η πρόταση αυτή συνιστά προσθήκη. Διευκρινίζει κάτι που εμπεριεχόταν μεν στο κανονιστικό νόημα της πρώτης πρότασης, αλλά πλέον διακηρύσσεται απερίφραστα και πανηγυρικά: το δικαίωμα αντίστασης σε κάθε απόπειρα βίαιης κατάλυσης του πολιτεύματος. Πρακτικά, το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, ακόμα και με τη βία, απέναντι σε πραξικόπημα. Όμως η δεύτερη αυτή πρόταση, το δικαίωμα αντίστασης, όσο κι αν αποτελεί την κορυφαία έκφανσή της, πάντως δεν εξαντλεί το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης, δεν στερεί από κάθε άλλο κανονιστικό νόημα την πρώτη πρόταση –η οποία αλλιώς δεν θα είχε λόγο ύπαρξης.

Ο καθηγητής Σκουρής κάνει μιαν εξαιρετικής σημασίας παρατήρηση. Αποδίδοντας τη σκέψη του Peter Häberle, γράφει: «το προνόμιο της ερμηνείας του Συντάγματος δεν ανήκει σε ένα κλειστό κύκλο ‘συνταγματολόγων’, αλλά στην ανοικτή κοινωνία, δηλαδή σε όλους εκείνους που συμβάλλουν ή επιθυμούν να συμβάλουν στην ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων»[7]. Αυτή ακριβώς η ιδέα αποτυπώνεται στην κύρια πρόταση του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος. Το Σύνταγμα δεν είναι προνόμιο των ειδικών. Λόγο και άποψη για το Σύνταγμα δικαιούται να έχει κάθε πολίτης. Στο πλαίσιο αυτό, δικαιούται να έχει άποψη και για την αντισυνταγματικότητα νόμου που συζητιέται ή ψηφίστηκε από τη Βουλή. Ο καθηγητής Σκουρής γράφει πως, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει πράγματι αντίθεση στο άρθρο 16, «έχουμε να διαχειρισθούμε ένα κλασικό ζήτημα αντισυνταγματικότητας που θεραπεύεται με τα οριζόμενα στο άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος κλασικά εργαλεία αντιμετώπισης του φαινομένου»[8]. Όμως, εφόσον η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αυτό κατ’ ανάγκη σημαίνει πως η τήρηση του Συντάγματος δεν διασφαλίζεται αποκλειστικά και μόνο με τον εκ μέρους των δικαστηρίων έλεγχο της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Ο δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας είναι στο σύστημά μας κατασταλτικός, ασκείται μετά την εφαρμογή του νόμου. Μέχρι τότε, τον έλεγχο της εξουσίας που ενεργεί αντισυνταγματικά τον ασκεί με πολιτικά μέσα ο λαός, δηλαδή οι πολίτες, και οι αντιπρόσωποι του λαού, οι βουλευτές.

Όσοι θεωρούν αντισυνταγματική ορισμένη πολιτειακή πράξη δικαιούνται να εκφράζουν την άποψή τους, να διαμαρτύρονται, να διαδηλώνουν, να ασκούν πολιτική και κοινοβουλευτική πίεση για τη μη θέσπιση ή τη μη εφαρμογή της. Κατά το μέρος που όλα αυτά συνιστούν μέσα ελέγχου της εξουσίας προκειμένου να αποτραπεί η εφαρμογή αντισυνταγματικής πολιτειακής πράξης, έχουν ως συνταγματικό έρεισμα την πρώτη πρόταση του άρθρου 120 παρ. 4. Όπως επίσης, άλλωστε, και η ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 100 του Κανονισμού της Βουλής. Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για πολιτικά μέσα ελέγχου τήρησης του Συντάγματος, που μπορούν να φτάσουν, το πολύ και υπό προϋποθέσεις, μέχρι την πολιτική ανυπακοή. Οτιδήποτε πέραν αυτών συνιστά αντίσταση και βρίσκει έρεισμα στη δεύτερη πρόταση του άρθρου 120 παρ. 4, δηλαδή προϋποθέτει απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος.

Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς είναι δυνατόν να προκλήθηκε η εντύπωση πως με το άρθρο μου καλώ τους πολίτες «να αποσοβήσουν τον κίνδυνο της βίαιης κατάλυσης της συνταγματικής τάξης»[9]. Πόσω μάλλον που υπήρξα ιδιαίτερα προσεκτικός, ακριβώς επειδή το άρθρο απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό, να διακρίνω τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, δηλαδή «τις οριακές στιγμές όπου ενεργοποιείται το δικαίωμα αντίστασης», από την πρώτη πρόταση, με την οποία «εκδηλώνεται στην πολιτική καθημερινότητα ο πατριωτισμός των Ελλήνων ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος»[10]. Και, για να μη μένει οποιαδήποτε αμφιβολία, προσπάθησα να περιγράψω τις πολιτικές ενέργειες που μπορούν να στεγαστούν υπό την πρώτη αυτή πρόταση[11]. Που, βεβαίως, διακρίνονται απολύτως από την αντίσταση σε πραξικόπημα. Και που, πάντως, περιγράφονται στο πρώτο τμήμα του άρθρου μου, το οποίο αναφέρεται αφηρημένα στο άρθρο 120 παρ. 4, χωρίς (ακόμα) να το συσχετίζει με το άρθρο 16 του Συντάγματος. Οι δυο συνταγματικές διατάξεις συσχετίζονται μόνο στην κατακλείδα του άρθρου μου, όπου το μόνο μέσο ενεργοποίησης του άρθρου 120 παρ. 4 που προτείνω για την τήρηση του άρθρου 16 είναι η πολιτική δήλωση της αντιπολίτευσης ότι θα καταργήσει τον αντισυνταγματικό νόμο όταν έρθει στην εξουσία[12].

 

ΙΙ.

Ο συνταγματικός πατριωτισμός στον οποίον αναφέρεται ο καθηγητής Σκουρής είναι «[ο] συνταγματικός πατριωτισμός απέναντι στις επιταγές του δικαίου της ΕΕ»[13]. Είναι δηλαδή συνταγματικός αντιευρωπαϊσμός. Παρότι δεν αποκλείεται να εμφανίζεται και μ’ αυτή τη μορφή, ο συνταγματικός πατριωτισμός έχει πολλές άλλες εκδοχές. Και κυρίως, ας μη το ξεχνάμε, είναι συνταγματική επιταγή. Το άρθρο 120 παρ. 2 του Συντάγματος διακηρύσσει: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Εκτός από τον αντιευρωπαϊκό, υπάρχει και ο συνταγματικός πατριωτισμός όσων έχουν γνήσια έγνοια για τη διαφύλαξη της κανονιστικότητας του Συντάγματος. Το Σύνταγμα υπάρχει για να θέτει όρια, έστω ελάχιστα, στο τί μπορεί να πράξει η κρατική εξουσία. Μέσω της συνταγματικής ερμηνείας η κρατική εξουσία μπορεί πράγματι να ‘παρακάμψει’ κάποια από τα όρια που της τίθενται. Όχι όμως όλα. Υπάρχουν όρια, έστω απώτατα, και στην ερμηνευτική ευρηματικότητα. Αυτός ο συνταγματικός πατριωτισμός αντιτίθεται στον ερμηνευτικό βολονταρισμό, δηλαδή στην ιδέα ότι, όσο δεν υπάρχει κάποιος να την εμποδίσει αποτελεσματικά, η εξουσία μπορεί να ερμηνεύει κατά βούληση το Σύνταγμα.

Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου που αποτέλεσε το νόμο 5094/2024 έχει συζητηθεί ευρύτατα. Πολλοί/ές ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και άλλοι/ες αντέκρουσαν τον ισχυρισμό. Οι περισσότερες από τις σχετικές συμβολές έχουν συγκεντρωθεί σε ξεχωριστό φάκελο αυτού του φιλόξενου ιστότοπου[14]. Δεν προτίθεμαι να επανέλθω στο θέμα, καθώς έχω διατυπώσει τη γνώμη μου σε μια σειρά από άρθρα. Στο υπόλοιπο αυτού του κειμένου θα ήθελα όμως να συνεισφέρω μια πρόσθετη σκέψη: Ο νόμος 5094/2024 προκαλεί ανυπέρβλητη, φοβάμαι, αναστάτωση στην έννομη τάξη. Μοιάζει με παρά φύση μόσχευμα που ο οργανισμός θα αναγκαστεί να αποβάλει. Θα εξηγήσω τί εννοώ μέσα από κάποια, ενδεικτικά, ερωτήματα.

Ένα ζήτημα που δεν έχει αποσαφηνιστεί επαρκώς είναι αν τα ‘νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης’ του νόμου 5094/2024 αποτελούν ‘ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα’ και ‘πανεπιστήμια’ κατά την έννοια που έχουν οι όροι αυτοί στο Σύνταγμα και τη σύμφωνη με αυτό νομοθεσία. «Μάλλον ναι» θα έλεγε –νομίζω, όχι χωρίς κάποιο δισταγμό– όποιος/α ερωτώταν. Όμως, κατά το Σύνταγμα, στα α.ε.ι. ή πανεπιστήμια διδάσκουν καθηγητές που έχουν την ιδιότητα δημόσιου λειτουργού. Η ιδιότητα των καθηγητών πανεπιστημίου ως δημόσιων λειτουργών συνεπάγεται, καταρχάς, αυτό που λέει το άρθρο 16 παρ.  6 του Συντάγματος στο τέταρτο εδάφιό του: δεν μπορούν να παυθούν παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που ισχύουν για δικαστικούς λειτουργούς και μόνο με απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς. Έχει όμως κι άλλες συνέπειες, όπως θα δούμε αμέσως, κάποιες εκ των οποίων προβλέπονται στο ίδιο το Σύνταγμα, ενώ άλλες έχουν προστεθεί στην κοινή νομοθεσία.

Στο ερώτημα αν οι καθηγητές των ν.π.π.ε. του νόμου 5094/2024 έχουν την ιδιότητα δημόσιου λειτουργού νομίζω πως η απάντηση, αν δεν είναι «Σίγουρα όχι», θα είναι «Σχεδόν σίγουρα όχι». Δεδομένου ότι ο νόμος δεν προβλέπει οτιδήποτε σχετικά, δεν έχουμε καμιάν απολύτως ένδειξη ότι οι καθηγητές των ν.π.π.ε. θα συνδέονται μ’ αυτά κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι οι απασχολούμενοι σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση: δηλαδή είτε με σύμβαση εργασίας είτε με σύμβαση έργου (‘μπλοκάκι’). Οι συνέπειες που έχει το καθεστώς απασχόλησής τους στην ακαδημαϊκή ελευθερία τους είναι ένα μεγάλο θέμα. Υπάρχουν κι άλλα.

Στη σύνθεση τριών από τα ανώτατα ειδικά δικαστήρια που έχουμε –Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100, δικαστήριο αγωγών κακοδικίας του άρθρου 99, ειδικό δικαστήριο (μισθοδικείο) του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος– συμμετέχουν και δύο ή τρεις «τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας», που ορίζονται με κλήρωση. Η ratio της ανάθεσης καθηκόντων ανώτατων δικαστών σε καθηγητές πανεπιστημίου είναι προφανής: ακριβώς επειδή είναι δημόσιοι λειτουργοί, δεν έχουν καμία θεσμική εξάρτηση, ούτε καν απέναντι σ’ αυτόν που τους μισθοδοτεί, το Δημόσιο. Θα συμμετάσχουν άραγε στην κλήρωση και καθηγητές νομικών σχολών ν.π.π.ε.; Θα μπορούσε κάποιος/α να απαντήσει αρνητικά, με την (εύλογη) σκέψη ότι τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων δεν είναι πανεπιστήμια «της χώρας». Θα μπορούσε ωστόσο να αντιταχθεί πως τα ν.π.π.ε. ιδρύονται στην Ελλάδα με πράξη ελληνικών αρχών και, από την άποψη αυτή, είναι «της χώρας». Τότε όμως πώς αντιπαρερχόμαστε το γεγονός ότι οι καθηγητές τους είναι έμμισθοι των σχολαρχών που τους προσέλαβαν και επομένως εξαρτημένοι από αυτούς; Δεν πρόκειται για θεωρητική άσκηση επί χάρτου. Το ζήτημα θα τεθεί όταν επινοητικοί και φιλέριδες συνήγοροι αρχίσουν να υποβάλλουν ενστάσεις για κακή σύνθεση του δικαστηρίου ή, ακόμα χειρότερα, αρχίσουν να αμφισβητούν τις σε βάρος των πελατών τους αποφάσεις για το λόγο αυτό.

Το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση στους δικαστικούς λειτουργούς «να εκλέγονται μέλη … του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Και εδώ η ratio είναι προφανής και είναι η ίδια: η ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου δεν είναι ασύμβατη με τη δικαστική ανεξαρτησία, ακριβώς επειδή, ως δημόσιοι λειτουργοί, οι καθηγητές δεν έχουν θεσμικές εξαρτήσεις. Εδώ δεν υπάρχει ο περιορισμός σε πανεπιστήμια «της χώρας». Αν τα ν.π.π.ε. είναι α.ε.ι., σημαίνει άραγε αυτό ότι θα έρθει η ώρα να δούμε δικαστικό λειτουργό να εκλέγεται καθηγητής ν.π.π.ε. και, άρα, να είναι έμμισθος κάποιου σχολάρχη; Αν πάλι το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο απορρίψει σχετικό αίτημα δικαστικού λειτουργού, θα σημαίνει η κρίση του αυτή πως τα ν.π.π.ε. δεν είναι α.ε.ι. κατά την έννοια του Συντάγματος; Τότε όμως τί ακριβώς είναι;

Το άρθρο 56 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι από τα κωλύματα εκλογιμότητας της παρ. 1 του ίδιου άρθρου «εξαιρούνται οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Ούτε εδώ υπάρχει ο περιορισμός σε πανεπιστήμια «της χώρας». Αν τα ν.π.π.ε. είναι α.ε.ι., σημαίνει άραγε αυτό ότι καθηγητές τους θα μπορούν να ανακηρύσσονται υποψήφιοι και να εκλέγονται βουλευτές, παρότι έχουν κάποια από τις ιδιότητες της παρ. 1; Αν πάλι δεν ανακηρυχθούν ή αν η εκλογή τους ακυρωθεί από το εκλογοδικείο, θα σημαίνει αυτό πως τα ν.π.π.ε. δεν είναι α.ε.ι;

Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν επί μακρόν, αν επεκταθούμε στην πλειάδα διατάξεων της κοινής νομοθεσίας που είτε προβλέπουν συμμετοχή καθηγητών α.ε.ι. σε όργανα της διοίκησης είτε θέτουν ευνοϊκές υπέρ αυτών ρυθμίσεις. Δεν χρειάζεται. Αρκεί να σκεφτούμε τις δεκάδες διοικητικές επιτροπές σε διαγωνιστικές διαδικασίες με μαζική συμμετοχή, από διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ μέχρι τις πανελλαδικές εξετάσεις, στις οποίες προβλέπεται συμμετοχή καθηγητών α.ε.ι. Το νόημα του σχολίου είναι πως, τόσο με συνταγματικές όσο και με πολλαπλάσιες νομοθετικές διατάξεις, η έννομη τάξη μας έχει συνδέσει ως αυτονόητη την ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου με αυτή του δημόσιου λειτουργού. Η υπαγωγή των καθηγητών ν.π.π.ε. (αν υποθέσουμε ότι είναι α.ε.ι.) στις διατάξεις αυτές, παρότι δεν έχουν την ιδιότητα δημόσιου λειτουργού, αν δεν ανατρέψει, πάντως θα προκαλέσει μείζονα αναστάτωση σε πλείστες ρυθμίσεις. Πέραν από την αντισυνταγματικότητα, επομένως, υπάρχουν κι άλλες ισχυρές ενδείξεις πως ο θεσμός των ν.π.π.ε. του νόμου 5094/2024 είναι ένα μόσχευμα ασύμβατο με την έννομη τάξη μας.

 

[1] Β. Σκουρής, Υπεράσπιση του άρθρου 16 του Συντάγματος: Όψιμος και επιλεκτικός συνταγματικός πατριωτισμός, σε: constitutionalism.gr, 2.4.2024.

[2] Ο καθηγητής Σκουρής διευκρινίζει πως η απουσία ονομαστικών αναφορών οφείλεται στον –εύλογο, θα προσέθετα– φόβο ότι «μπορεί κάποιους να παραλείψ[ει] ή να μην τους κατατάξ[ει] ορθά στις υποκατηγορίες που έχουν σχηματισθεί, αφού δεν εκφράζουν όλοι τις ίδιες ακριβώς θέσεις και ασφαλώς εμφανίζουν αποχρώσεις στις τοποθετήσεις τους» (ό.π., υποσημ. 1).

[3] Ακρ. Καϊδατζής, Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, σε: verso.gr, 1.3.2024, αναδημοσίευση: constitutionalism.gr, 6.3.2024.

[4] Σκουρής, Υπεράσπιση του άρθρου 16, ό.π., παρ. 14 (η έμφαση προστέθηκε).

[5] Ό.π., παρ. 15 (η έμφαση προστέθηκε).

[6] Ό.π., παρ. 16 (η έμφαση προστέθηκε).

[7] Ό.π., παρ. 12.

[8] Ό.π., παρ. 16.

[9] Ό.π., παρ. 14.

[10] Καϊδατζής, Η τήρηση του Συντάγματος, ό.π.

[11] Ό.π.: «Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ενέργειες; Η πιο απλή: οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους προκειμένου, για παράδειγμα, να καταψηφίσουν ένα νομοσχέδιο που θεωρούν αντισυνταγματικό ή να υπερψηφίσουν την κατάργηση ενός νόμου που θεωρούν αντισυνταγματικό. Επίσης, το δικαίωμα της ψήφου: οι πολίτες μπορούν να καταψηφίσουν όσους θεωρούν ότι ενήργησαν αντισυνταγματικά ή να υπερψηφίσουν όσους υπόσχονται να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα. Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να ενεργούν όχι μόνο μέσω των θεσμών αντιπροσώπευσης, αλλά και άμεσα: Ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς ή το δικαίωμα συνάθροισης, με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν ακόμα και σε πιο δραστικές μορφές λαϊκής αντιπολίτευσης που υπερβαίνουν την τυπική νομιμότητα (πολιτική ανυπακοή, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, άσκηση συμβολικής βίας) –αποδεχόμενοι βεβαίως στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο να υποστούν τις έννομες συνέπειες».

[12] Ό.π.

[13] Σκουρής, Υπεράσπιση του άρθρου 16, ό.π., παρ. 13.

[14] Φάκελος «Ιδιωτικά Α.Ε.Ι. και Σύνταγμα», σε: https://www.constitutionalism.gr/category/idiotika-aei-syntagma/.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × 2 =