ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η επανέκδοση της ανά χείρας συλλογής των μελετών του Ίωνος Κοντιάδη από το Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, 23 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση και 53 χρόνια μετά το πρόωρο τέλος της ζωής του συγγραφέα, υπογραμμίζει το μέγεθος της απώλειάς του, τόσο για το ελληνικό δημόσιο δίκαιο, όσο όμως –ακόμη περισσότερο– και για την επιστήμη της πολιτειολογίας στη χώρα μας. Προτού φύγει από τη ζωή, στην ηλικία των μόλις 31 ετών, ο Ίων Κοντιάδης είχε προλάβει να ολοκληρώσει δύο σημαντικές μονογραφίες: Πρώτα τη διδακτορική του διατριβή στη γερμανική γλώσσα, για τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος, με τίτλο «Verfassungsgesetzliche Staatsstrukturbestimmungen» (πρώτη δημοσίευση Στουτγάρδη 1967, εκδ. Kohlhammer) και στη συνέχεια τη μελέτη «Η επικράτεια εις την γενικήν πολιτειολογίαν και την θεωρίαν του κράτους» (Αθήνα 1970). Σε αμφότερες γίνεται εμφανής για τον αναγνώστη η πολύπλευρη γνώση του συγγραφέα, ο οποίος ήταν πτυχιούχος τόσο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου (1956-1961), όσο όμως και Πολιτικής Επιστήμης/Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (1962-1967). Ο γόνιμος συνδυασμός της οπτικής γωνίας του νομικού με εκείνη του πολιτικού επιστήμονα προσέδιδε πρωτοτυπία και βάθος στον στοχασμό του εκλιπόντος, με αποτέλεσμα αμφότερες οι μονογραφίες του εκείνες να διατηρούν έως σήμερα την αξία τους για τον μελετητή των πολιτικών θεσμών.
Ειδικότερα για τη διδακτορική διατριβή του Ίωνος Κοντιάδη, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι πρόκειται για την πιο εμπεριστατωμένη και διεισδυτική ανάλυση που έχει προέλθει από τη γραφίδα Έλληνα νομικού (έστω και αν είναι δημοσιευμένη στη γερμανική γλώσσα) σε σχέση με το διαχρονικό, καίριο ερώτημα της σημασίας των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών για την εξέλιξη της φυσιογνωμίας του συνταγματισμού. Η κανονιστική «πρώτη ύλη», την οποία χρησιμοποιεί, είναι ευρύτατη, ξεκινώντας από αγγλοαμερικανικά συνταγματικά κείμενα, περνώντας στη συνέχεια στα μοναρχικά Συντάγματα της ηπειρωτικής Ευρώπης κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στα μη-μοναρχικά (ρεπουμπλικανικά) Συντάγματα της ίδιας εποχής, στα προσχηματικά συνταγματικά κείμενα της περιόδου του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, στα ευρωπαϊκά Συντάγματα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα Συντάγματα της Λατινικής Αμερικής, στα ευρωπαϊκά Συντάγματα του Μεσοπολέμου, στα συνταγματικά κείμενα των σοσιαλιστικών κρατών, στα (δυτικο)ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και φθάνοντας τέλος στα Συντάγματα αφρικανικών και ασιατικών κρατών. Πανοραμική είναι και η επισκόπησή του για τις θεωρητικές προσεγγίσεις του ζητήματος, όχι μόνο από γερμανόφωνους συγγραφείς (ιδίως τους Kelsen, Carl Schmitt και Smend), αλλά επίσης και από Γάλλους, Ιταλούς και Ισπανούς. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τόσο τη σημασία των αρχών αυτών ως νομικών μετα-κανόνων (δηλ. κανόνων για την ερμηνεία και εφαρμογή των υπόλοιπων, επιμέρους συνταγματικών διατάξεων, μέσα από μια διαλεκτική σχέση αμοιβαίας νοηματοδότησης των μεν από τις δε και αντιστρόφως), όσο όμως και τη συμβολή τους για την κοινωνική αποδοχή της εκάστοτε σχηματιζόμενης, μέσω των συνταγματικά προβλεπόμενων διαδικασιών, πολιτειακής βούλησης (βλ. ιδίως σελ. 117-122 της γερμανικής έκδοσης, σελ. 295-300 της έκδοσης του 2000).
Η εκτενής εξάλλου (σελ. 35-177 της έκδοσης του 2000) πραγματεία του για την «επικράτεια» εξακολουθεί να είναι μάλλον η μόνη μονογραφική επεξεργασία της σχέσης του κράτους με τον χώρο (του) στην ελληνική γλώσσα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα τόσο από νομική, όσο και από ιστορική και φιλοσοφική άποψη, με εντατική αξιοποίηση της σχετικής βιβλιογραφίας στην ελληνική, αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική γλώσσα. Η κεντρική του ιδέα πάντως είναι η διάκριση μιας ευρύτερης έννοιας της «Πολιτείας», με διαχρονική διάσταση («Πολιτείαι της αρχαιότητος», σελ. 121 της έκδοσης του 2000, «προκρατικαί μορφαί Πολιτειών», σελ. 141 της ίδιας, «μεσαιωνική Πολιτεία», σελ. 151) και με το χαρακτηριστικό της «εντόνου προβολής του προσωπικού στοιχείου», αφενός, και αφετέρου μιας στενότερης έννοιας «Κράτους των Νεωτέρων Χρόνων», με χαρακτηριστικό του τελευταίου την «υπεροχή της αρχής της εδαφικότητος» (σελ. 141, ό.π.). Η θέση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ρεύμα σκέψης που ξεκινάει μάλλον από τον Carl Schmitt (άλλωστε ο Ίων Κοντιάδης αναφέρεται ρητά σ’ εκείνον στον πρόλογό του) και φαίνεται να υπερισχύει τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στη γερμανική, όσο και στην ελληνική θεωρία. Σύμφωνα με το ανωτέρω, όχι ανεπίδεκτο αμφισβήτησης (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Πολιτειολογία, β’ έκδ. 2021, σελ. 5 επ.), σκεπτικό, η ιστορική αφετηρία του κατά κυριολεξία «κράτους» εντοπίζεται περίπου στον 15ο-16ο αιώνα μ.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως η καταληκτική παρατήρηση του Ίωνος Κοντιάδη (σελ. 153-154 της έκδοσης του 2000) ότι στον 20ό αιώνα «παρατηρείται η τάσις επιστροφής εκ της αρχής της εδαφικότητος εις νέας μορφάς της αρχής της προσωπικότητος», με αποτέλεσμα «ότι το Κράτος των Νεωτέρων Χρόνων παύει βαθμιαίως ν’ αποτελεί τον κρατούντα τύπον Πολιτείας και ότι ως εκ τούτου η Γενική Πολιτειολογία δεν επιτρέπεται να περιορίζεται εις την θεωρίαν του Κράτους», ενόψει της πραγματικότητας των «νέων μετακρατικών πολιτειακών δομών της διαστημικής εποχής».
Από τις άλλες επτά μελέτες του συγγραφέα που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτόν, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη συμμετοχή του στο παγκόσμιας αναγνώρισης γερμανόγλωσσο συλλογικό έργο για την εκλογή αντιπροσωπευτικών σωμάτων, του εκδοτικού οίκου Walter de Gruyter (Die Wahl der Parlamente und anderer Staatsorgane, Βερολίνο 1969), με το κεφάλαιο για την Ελλάδα, όπου εξετάζεται με συνοπτική ακρίβεια και κριτικό πνεύμα η ελληνική εκλογική ιστορία και νομοθεσία. Πρωτοποριακή ήταν εξάλλου η ανάλυση του Ίωνος Κοντιάδη για το «δικαίωμα προς παροχήν εννόμου προστασίας υπό δικαστηρίου» (πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών 1969, σελ. 392 επ.), η οποία αποτέλεσε το «κύκνειο άσμα» του ίδιου, αλλά και την απαρχή της επιστημονικής συζήτησης για το μετέπειτα άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975.
Οι γνώσεις του Ίωνος Κοντιάδη, η αφοσίωσή του στην επιστήμη και η κριτική του σκέψη, όπως διαφαίνονται μέσα από το δημοσιευμένο έργο του, αφήνουν να εννοηθεί ότι, αν του δινόταν χρόνος, θα μπορούσε να έχει καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη της ελληνικής πολιτειακής θεωρίας κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, από το 1974 και μετά. Τα γραπτά του πιστοποιούν κατά αδιάψευστο τρόπο την πνευματική του ανωτερότητα απέναντι σε πολλούς από τους συγχρόνους του, ή και προγενέστερους από εκείνον, οι οποίοι επιχείρησαν (αρκετοί κατά τρόπο μάλλον ατελέσφορο) να προάγουν την επιστήμη της Πολιτειολογίας στην Ελλάδα και ανταμείφθηκαν (όχι πάντοτε επάξια) με την κατοχή πανεπιστημιακών εδρών επί δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση όμως το έργο του, που βρίσκεται συγκεντρωμένο στον παρόντα τόμο, εξακολουθεί να είναι πολύτιμο εργαλείο για τον σύγχρονο δημοσιολόγο και ως εκ τούτου είναι αξιέπαινη η πρωτοβουλία του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου να προβεί στην επανέκδοση του στην εξαιρετικά χρηστική αυτή μορφή.
Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2023
Κώστας Χ. Χρυσόγονος