Ι. ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΥΠΟΚΛΟΠΩΝ
Συζητάμε εδώ και έναν μήνα αν επιτρέπεται και υπό ποιους όρους η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου ευρωβουλευτή και προέδρου κοινοβουλευτικού κόμματος από την ΕΥΠ κατ’ επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Η κυβέρνηση, προσπερνώντας την συζήτηση για τις ουσιαστικές εγγυήσεις του βουλευτικού απορρήτου, απαντά ότι το τηλεφωνικό απόρρητο του ευρωβουλευτή δεν εξαιρείται από τις κείμενες διατάξεις περί παρακολουθήσεων, άρα ασφαλώς και κάμπτεται. Δεδομένης, όμως, της πρωθυπουργικής παραδοχής ότι η παρακολούθηση δεν θα έπρεπε να είχε γίνει και ότι τα προβλεπόμενα φίλτρα δεν λειτούργησαν, ο λόγος της παρακολούθησης θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει γνωστός στο εκλογικό σώμα, συμφώνως και προς της αρχή της διαφάνειας.
Αυτό δεν συνέβη, με αποτέλεσμα η Βουλή να αντιδράσει στις ελλιπείς εξηγήσεις της κυβέρνησης, συστήνοντας εξεταστική επιτροπή, ακριβώς για να ελεγχθεί η νομιμότητα των κυβερνητικών χειρισμών, ιδίως δε για να διαπιστωθεί η όντως συνδρομή λόγου εθνικής ασφάλειας που να δικαιολογεί την επισύνδεση και να αποδοθούν τυχόν ευθύνες. Όπως αναγράφεται στην απόφαση περί σύστασης της εξεταστικής, η επιτροπή συστήνεται συγκεκριμένα για την “εξέταση της υπόθεσης παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ και ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα . . . και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκομένου φυσικού ή νομικού προσώπου”.
ΙΙ. ΠΑΡΑΚΩΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Υπό το αναθεωρημένο άρθρο 68 παρ. 2 εδ. γ του Συντάγματος, η σύσταση εξεταστικής επιτροπής δύναται να αποφασισθεί με μόνες τις ψήφους της μειοψηφίας. Εν τούτοις η σχετική απόφαση λαμβάνεται εν ονόματι της Ολομέλειας της Βουλής. Δεν εκφράζει δηλαδή, θεσμικώς την βούληση της αντιπολίτευσης, ούτε συνιστά απλώς μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου από μεμονωμένο βουλευτή ή ομάδα βουλευτών, όπως επί παραδείγματι οι ερωτήσεις, οι επερωτήσεις ή η πρόταση δυσπιστίας. Τα δε μέλη της εξεταστικής επιτροπής δεσμεύονται να υλοποιήσουν την απόφαση της Ολομέλειας, παρ’ όλο που ο κομματικός συσχετισμός στην επιτροπή είναι αντεστραμμένος. Για να το πούμε διαφορετικά, το γεγονός ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ελέγχει τον αριθμητικό συσχετισμό στην εξεταστική επιτροπή που συνέστησε η Ολομέλεια δεν της επιτρέπει ούτε να μεταβάλει ούτε να παρακωλύσει τον διακηρυγμένο σκοπό της επιτροπής, τον οποίον δεσμεύεται να υπηρετεί. Εν προκειμένω, οι βουλευτές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας φέρονται ότι αρνούνται την κλήση στην επιτροπή κρίσιμων μαρτύρων για την υπόθεση των υποκλοπών, χωρίς όμως να έχουν γίνει γνωστοί και οι λόγοι. Η στάση τους κωλύει, εκ πρώτης όψεως, την αποστολή της επιτροπής, γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητη η διευκρίνιση των λόγων. Αν οι λόγοι είναι αντίστοιχοι με αυτούς που έχει δημόσια αναφέρει ο πρωθυπουργός (“δεν θα κάνουμε φύλλο και φτερό την υπηρεσία”) ή ανάγονται στα απόρρητα της ΕΥΠ (εθνική ασφάλεια – διπλωματικά μυστικά) τότε η επιτροπή δεν ενεργεί σύννομα αφού παραβιάζει την σαφή βούληση της Ολομέλειας, η οποία παρήγγειλε ακριβώς το αντίθετο, ήτοι την αποκάλυψη και τον έλεγχο των λόγων της παρακολούθησης. Αν, όμως, η άρνηση κλήσης των μαρτύρων γίνεται γιατί η επιτροπή κρίνει ότι υπάρχουν άλλα προσφορότερα μέσα για την υλοποίηση της αποστολής της, όπως για παράδειγμα η παραπομπή των κρίσιμων μαρτύρων σε εξέταση από την ΑΔΑΕ, και εκείνα δρομολογηθούν, τότε η άρνηση είναι σύννομη.
ΙΙΙ. ΠΑΡΑΚΩΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Συζητάμε, επίσης, αν επιτρέπεται και υπό ποιους όρους η κάμψη του απορρήτου της ΕΥΠ από τη Βουλή με σκοπό να πληροφορηθεί τον λόγο της παρακολούθησης και να διευκολυνθεί στην διερεύνηση τυχόν ευθυνών των προϊσταμένων της ΕΥΠ για παράνομες πράξεις. Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής και τον παραπεμπόμενο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:
α) Ο Υπουργός δεν υποχρεούται να δίδει στην Εξεταστική Επιτροπή της πληροφορίες που του ζητούνται αν κρίνει ότι “με την ανακoίνωσή τoυς απειλείται βλάβη των συμφερόντων τoυ Kράτoυς και ιδίως όταν πρόκειται για διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό πoυ αφoρά την ασφάλεια τoυ Kράτoυς”.
β) Τυχόν εξέταση δημοσίων υπαλλήλων οδηγεί σε ακύρωση της διαδικασίας “όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός . . . τους εξουσιοδοτήσει σχετικά”.
Κατά μία άποψη, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι “η επίκληση του απορρήτου ενώπιον της Βουλής εμπίπτει στην κατά περίπτωση . . . στάθμιση των κυβερνώντων. Αυτοί κρίνουν και κρίνονται, νομικά (στην εξεταστική επιτροπή) και πολιτικά (ευθύνη), από τους αντιπροσώπους και όλους εμάς.” (Γ. Καραβοκύρης).
Σε κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό (βλ. εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής), το συμπέρασμα ότι η έννομη τάξη αναγνωρίζει στην κυβέρνηση και τις μυστικές της υπηρεσίες την διακριτική ευχέρεια να σταθμίζουν κατά περίπτωση το αν θα λογοδοτούν στην κυρίαρχη Βουλή, ήτοι στους αντιπροσώπους τους λαού, ακόμα και όταν αυτή σαφώς τους το ζητά, είναι συνταγματικά αφόρητο και δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Ο κανόνας είναι ότι η κυβέρνηση έχει καθήκον συνδρομής του κοινοβουλευτικού έργου, κατά μείζονα δε λόγο όταν υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας, με την οποία προκύπτει σαφώς η βούλησή της να πληροφορηθεί το απόρρητο στοιχείο. Παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση σύστασης επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος μέλους της κυβέρνησης για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι τέλεσε ποινικά αδικήματα σε υπόθεση υποκλοπών, η σαφής βούληση της Ολομέλειας να πληροφορηθεί (σε επιτροπή) τον λόγο της υποκλοπής, ώστε να ελέγξει την ύπαρξη ποινικής ευθύνης, θα έθετε αμέσως εκποδών τις διατάξεις περί απορρήτου της ΕΥΠ.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζονται οι νομοθετικές προβλέψεις περί απορρήτου της ΕΥΠ. Η απάντηση είναι ότι εφαρμόζονται έναντι των κοινοβουλευτικών επιτροπών όταν δεν προκύπτει με σαφήνεια η βούληση της Ολομέλειας να αποκτήσει πρόσβαση στην απόρρητη πληροφορία. Στην πράξη αυτές είναι και οι πλείστες των περιπτώσεων, αφού το ζήτημα της πρόσβασης σε κάποια απόρρητη πληροφορία ανακύπτει συνήθως όλως συμπτωματικά σε σχέση με τον διενεργούμενο κοινοβουλευτικό έλεγχο η το νομοθετικό έργο.
Αναρωτιέται, επίσης, κανείς, τι θεσμικές δυνατότητες παρέχονται στην κυβέρνηση σε περίπτωση που έχει γνήσια πρόθεση να διαφυλάξει από τα κοινοβουλευτικά βλέμματα ζωτικά για την εθνική ασφάλεια μυστικά. Το ερώτημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019, καθώς, βάσει όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, η κοινοβουλευτική μειοψηφία των 2/5 του όλου (ας φανταστούμε εδώ ένα ανεύθυνο κόμμα στην μείζονα αντιπολίτευση) δύναται να υποχρεώσει την κυβέρνηση σε αποκαλύψεις κρατικών μυστικών. Επ’ αυτού δεν υπάρχει απόλυτα ικανοποιητική απάντηση:
α) Μία λύση που δίνει το Σύνταγμα είναι ότι κατά το άρθρο 68 παρ. 2, “προκειμένου να συσταθούν εξεταστικές επιτροπές για ζητήματα που ανάγονται στην εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, απαιτείται απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.” Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι, τουλάχιστον για εξεταστικές επιτροπές που αφορούν την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, απαιτείται Ολομελειακή απόφαση με τις ψήφους της απόλυτης πλειοψηφίας του σώματος, προκειμένου η συσταθείσα εξεταστική να έχει την εξουσία άρσης του απορρήτου της ΕΥΠ.
β) Μια δεύτερη λύση, ιδίως για υποθέσεις που την άρση του απορρήτου ζητούν όλες οι πτέρυγες της Βουλής είναι η παραίτηση του αρμόδιου Υπουργού, ως ύστατη μορφή έκκλησης προς τη Βουλή να μην άρει την μυστικότητα των πληροφοριών.
γ) Τέλος, και κατ’ ορθή εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, μπορούμε να αντιστρέψουμε το επιχείρημα του Καθηγητή Γ. Καραβοκύρη, και να υποστηρίξουμε ότι για την τυχόν εσφαλμένη επιμονή τους στην άρση του απορρήτου της υπηρεσίας, οι αντιπρόσωποι του λαού θα κριθούν εκ των υστέρων στις επόμενες βουλευτικές κάλπες από τους εντολείς τους.
Παναγιώτης Τσιάλας. LL.M. Harvard