(αναδημοσίευση από το περιοδικό Περιβάλλον και Δϊκαιο 1/2015)
1. Εισαγωγή
Με τις υπό σχολιασμό με αριθμό 99/2015 και 137/2015 αποφάσεις του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο κλήθηκε, να κρίνει αιτήσεις ακύρωσης πολιτών κατά αποφάσεων της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Πειραιά και Χανίων, σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας έναν από τους πρόσθετους λόγους των αιτούντων εξέδωσε δύο καθ’ όλα σημαντικές αποφάσεις παραπεμπτικές στην επταμελή σύνθεση αποφάσεις. Η πρώτη απόφαση εκδόθηκε ομόφωνα, ενώ η δεύτερη με αριθμό 137/2015 απόφαση του ίδιου Τμήματος με μειοψηφία ενός Δικαστή.
2. Η απόφαση
Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, προκειμένου να κρίνει εάν οι Επιτροπές του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979, (Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων) συνιστούν ή όχι συμβούλια ή επιτροπές ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά το Δικαστήριο, η αρμοδιότητά τους, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 998/1979, δεν έχει ως αντικείμενο την άσκηση οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου, ούτε συνάπτεται με θέματα οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα. Επιπλέον, οι επιτροπές αυτές, κατά την γνώμη του Δικαστηρίου, δεν έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα, διότι αποφαίνονται επί ενδικοφανών προσφυγών κατά διοικητικών πράξεων, με βάση τη διαγραφόμενη στο νόμο διοικητική διαδικασία χωρίς στοιχεία τα οποία να προσιδιάζουν σε εκτέλεση δικαιοδοτικού έργου και σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου, όπως επί παραδείγματι η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ’ αντιμωλία συζήτησης. (πρβλ. ΣτΕ 3503/2009 Ολομ.). Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει στην σκέψη ότι η συγκρότηση των παραπάνω επιτροπών με τη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού δεν είναι νόμιμη, ως αντίθετη προς τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις. Ενόψει, όμως, της σπουδαιότητας του ζητήματος που ανέκυψε, το Τμήμα, έκρινε, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), ότι οι υποθέσεις θα πρέπει να παραπεμφθούν προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.
Σύμφωνα με την μειοψηφούσα γνώμη τόσο το αντικείμενο, όσο και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων των Επιτροπών, τους δίνουν τον χαρακτήρα δικαιοδοτικών οργάνων. Την ειδικότερη αυτή γνώμη θα αναλύσουμε κατωτέρω.
3. Διάκριση των εξουσιών και ασυμβίβαστα Δικαστικών Λειτουργών
Η ανάθεση στους δικαστές και άλλων από τα δικαστικά τους καθήκοντα είναι συχνή σε διάφορες έννομες τάξεις. Παλαιοτέρα, η θέση της δικαστικής εξουσίας βρισκόταν σε στενή και σχετικώς υποδεέστερη σχέση με τις άλλες δύο εξουσίες και οι δικαστές ασκούσαν και διοικητικά καθήκοντα[1]. Στην Γαλλία το Συμβούλιο της Επικρατείας αρχικά θεωρούταν τμήμα της εκτελεστικής εξουσίας[2]. Το ίδιο συνέβαινε και με το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας[3].
Οι βασικοί συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος, όταν άσκησαν πολιτική εξουσία, επέτρεψαν την ταυτόχρονη αξιοποίηση των δικαστικών και σε θέσεις της εκτελεστικής εξουσίας ως persona designata, διότι εμπιστεύονταν τις ικανότητες των δικαστών και την εμπειρία τους[4]. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτέλεσε η επί έξι μήνες, κατά τα έτη 1789-1790 παράλληλη κατοχή από τον John Jay, της θέσης του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της θέσης του Υπουργού Εξωτερικών σε αντικατάσταση του απόντος στο Παρίσι Thomas Jefferson, ενώ παλαιότερα ο ίδιος είχε τοποθετηθεί από τον George Washington ως ειδικός πρεσβευτής στην Μεγάλη Βρετανία. Στην συνέχεια ο τότε υπουργός εξωτερικών John Marshall προτάθηκε από τον πρόεδρο John Adams ως ο νέος πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όταν η πρόταση αυτή εγκρίθηκε από το Κογκρέσο, αυτός ασκούσε παράλληλα και τα δύο καθήκοντα για μικρό χρονικό διάστημα. Επιπλέον, στην φημισμένη υπόθεση Marbury v. Madison, 5 U.S. 137 (1803), ο Marshall, ως πρόεδρος του Δικαστηρίου, κλήθηκε να κρίνει την υπόθεση διορισμού του Marbury ως δικαστή – στον διορισμό του οποίου είχε αναμειχθεί ως υπουργός ο ίδιος ο Marshall αλλά δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει – γεγονός που οδήγησε στον πρώτο δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
Η πρακτική εμπέδωση της σημασίας της διάκρισης των εξουσιών οδήγησε στον περιορισμό της ανάθεσης στους δικαστές διοικητικών ή εκτελεστικών καθηκόντων με την προσθήκη του ασυμβίβαστου (incompatibility clause)[5].
4. Οι διατάξεις των άρθρων 89 και 118 παρ. 4 του Συντάγματος για τα δικαστικά ασυμβίβαστα
Στο Σύνταγμα του 1975 θεσπίστηκε ειδική διάταξη που προέβλεπε το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού με άλλη ιδιότητα. Στο προηγούμενο Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 96) η διάταξη ήταν λιτή στην διατύπωση και όριζε ότι: «…Δεν επιτρέπεται εις τον δικαστήν να δεχθή και άλλην έμμισθον υπηρεσίαν εκτός της του καθηγητού εν Πανεπιστημίω…».
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 τροποποιήθηκε το άρθρο 89 του Συντάγματος σχετικά με τα ασυμβίβαστα της ιδιότητας του Δικαστικού Λειτουργού με άλλη ιδιότητα.
Η προϊσχύουσα διάταξη στις επίμαχες παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 89 είχε ως εξής:
«1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα…2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας ή καθηγητές ή υφηγητές ανώτατων σχολών, καθώς και να μετέχουν σε ειδικά διοικητικά δικαστήρια και σε συμβούλια ή επιτροπές, εκτός από τα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων και εμπορικών εταιριών…3. Επιτρέπεται επίσης η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, είτε παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους είτε αποκλειστικά, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ως νόμος ορίζει…».
Η νέα – μετά την αναθεώρηση του 2001 – διατύπωση των ανωτέρω παραγράφων είχε ως εξής:
«1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα…2. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει…».
Με την νέα διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 89, περιορίστηκε η δυνατότητα συμμετοχής δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα τα οποία θα πρέπει ασκούν αρμοδιότητες αποκλειστικά πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, ενώ με το προϊσχύον καθεστώτος μπορούσαν να μετέχουν γενικά σε ειδικά διοικητικά δικαστήρια και σε συμβούλια ή επιτροπές. Ταυτόχρονα, με την νέα διάταξη της τρίτης παραγράφου, η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται ρητά, ενώ υπό το προϊσχύον καθεστώς, επιτρεπόταν, η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, είτε παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους είτε αποκλειστικά, για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Από την τροποποίηση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει η σαφής βούληση του Συνταγματικού νομοθέτη να μεταβάλει το καθεστώς που ίσχυε μέχρι τότε και να ενισχύσει την προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών ώστε να ασκούν απερίσπαστοι τα δικαστικά τους καθήκοντα. Η ανάθεση σε δικαστές άλλων από δικαστικών καθηκόντων, καθίσταται εξαιρετική, ιδίως ως προς την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων. Οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά με το τεκμήριο να βαίνει υπέρ της μη νομίμου αναθέσεως ενός καθήκοντος εάν δεν προκύπτει με σαφήνεια ο πειθαρχικός, δικαιοδοτικός και ελεγκτικός χαρακτήρας του.
Με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 118 παρ. 4 ορίστηκε ότι η ισχύς της διάταξης άρχεται από την ψήφιση του σχετικού νόμου για την αντικατάσταση των δικαστών στα συμβούλια που συμμετείχαν και σε κάθε περίπτωση από 1.1.2002.
5. Η θέση της νομολογίας και του Ν.Σ.Κ.
Από την θέσπιση της διάταξης και εφεξής, η προσοχή επικεντρώθηκε στην ερμηνεία του πρώτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου, ήτοι ποια είναι τα συμβούλια και οι επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και στα οποία επιτρέπεται να συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί.
Η αναζήτηση της βούλησης του ιστορικού νομοθέτη μέσω της μελέτης των πρακτικών της αναθεωρητικής βουλής δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Από την επισκόπηση των πρακτικών της Ολομελείας της Αναθεωρητικής Βουλής, κατά την συζήτηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 89, δεν προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό θέσπισης της και το εύρος εφαρμογής της. Η διάταξη συζητήθηκε την 7η Μαρτίου 2001 μαζί με άλλες δέκα περίπου διατάξεις κατά την πρωινή και την απογευματινή συνεδρίαση χωρίς να τύχει ιδιαίτερου σχολιασμού.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Ε. Βενιζέλος ανέφερε κατά την αρχική του εισήγηση στην πρωινή συνεδρίαση : «…H τρίτη μεγάλη τομή στο κεφάλαιο αυτό αφορά την αποτροπή περισπάσεων και πειρασμών. Πρέπει ο δικαστής να μπορεί να ενεργεί χωρίς περισπάσεις και πειρασμούς. Και αυτό αφορά την απαλλαγή του από διοικητικά καθήκοντα ξένα προς τη δικαιοσύνη, με εξαίρεση τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και τις επιτροπές που έχουν πειθαρχικό και δικαιοδοτικό χαρακτήρα…»[6].
Στην συνέχεια κατά την δευτερολογία του στην απογευματινή συνεδρίαση, προσέθεσε ότι επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών και σε ελεγκτικού χαρακτήρα συλλογικά όργανα αναφέροντας το παράδειγμα των επιτροπών προμηθειών[7].
Η τροποποίηση της διάταξης του Συντάγματος απασχόλησε από νωρίς τη νομολογία. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 8/2002 γνωμοδότησή του (ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2002/1171) υποστήριξε ότι είναι αντίθετη στην νέα διάταξη του άρθρου 89 η συμμετοχή εισαγγελέα στην επιτροπή διαλύσεως δημοσίων συναθροίσεων, αφού η έκφραση γνώμης του παρισταμένου και συμμετέχοντος στην ως άνω επιτροπή Εισαγγελέα Πρωτοδικών έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, και επομένως δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του αφού δεν ασκεί αρμοδιότητα πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
Το Ν.Σ.Κ. με την με αριθμό 306/2002 γνωμοδότηση του, έκρινε την επίμαχη Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων ως νομίμως συγκροτημένη με την συμμετοχή δικαστικού λειτουργού, διότι με τις αποφάσεις της εν λόγω επιτροπής, επιλύονται οριστικώς και δεσμευτικώς για την διοίκηση και τους ιδιώτες, μέσω ενδικοφανούς διαδικασίας που παρέχει εχέγγυα ορθής και αμερόληπτης κρίσης, τα περί του δασικού ή μη χαρακτήρα μιας έκτασης. Γεγονός που επηρέασε την κρίση του Ν.Σ.Κ. είναι ότι οι αποφάσεις αυτές εκείνο το χρονικό σημείο δεν επιδέχονταν προσβολής από την Διοίκηση ενώπιον Δικαστηρίου.
Στην συνέχεια το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χαλκίδας με την με αριθμό 787/2004[8] απόφαση του, έκρινε ότι συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Τ.Δ.Ε. του Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ., δεν επιτρέπεται μετά την θέσπιση της νέας διάταξης και αυτό διότι η δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα, της αποφάνσεως επί πάσης ενστάσεως κατ’ αποφάσεων του Διευθυντή του οικείου υποκαταστήματος του Ιδρύματος, δεν είναι αποκλειστική, αφού συντρέχει με τις γνωμοδοτικές της αρμοδιότητες, που απαριθμούνται στα εδάφια β`-δ` της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ.3710/1957. Δια ταύτα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιτροπή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, δεν είχε νόμιμη σύνθεση.
Η Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. στην συνέχεια, με την με αριθμό 135/2005 γνωμοδότηση,[9] έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι η συμμετοχή "εν ενεργεία" δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια ή επιτροπές, μη αμιγώς πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα, απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η αντικατάστασή τους και από τη θέση των Προέδρων των ΤΔΕ του ΙΚΑ, την οποία κατέχουν, διότι στις Επιτροπές αυτές έχουν ανατεθεί μικτά καθήκοντα (δικαιοδοτικά και γνωμοδοτικά).
Το Σ.τ.Ε. με την με αριθμό 3744/2005 απόφαση του, έκρινε ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων 89 και 118 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης, προκειμένου να ενισχύσει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών απαγορεύει, την ανάθεση σ’ αυτούς διοικητικών καθηκόντων. Έτσι έκρινε ότι η Επιτροπή επιλογής δικηγόρων για πρόσληψη στην Νομαρχία Λευκάδας, με πρόεδρο της επιτροπής Πρωτοδίκη, δεν είναι νόμιμη διότι συγκροτήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 3 και 118 παρ. 4 του Συντάγματος. Το σκεπτικό αυτό ακολουθήθηκε στην συνέχεια από το ΣτΕ και σε πλήθος άλλων υποθέσεων που αφορούσαν προσλήψεις και συμμετείχαν στα ‘όργανα επιλογής δικαστικοί λειτουργοί.
Εν αντιθέσει με τα ανωτέρω, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά με την με αριθμό 1712/2006[10] απόφαση του, ανατρέποντας απόφαση Πρωτοδικείου, έκρινε ότι η αρμοδιότητα των Τ.Δ.Ε. ν’ αποφαίνονται επί των ενστάσεων, που μπορεί ν` αφορούν το σύνολο των θεμάτων της ασφαλιστικής σχέσεως μεταξύ του Ι.Κ.Α. και του συνόλου των ασφαλισμένων του, είναι ασφαλώς δικαιοδοτικού χαρακτήρα, αφού, όπως και η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων στα θέματα αυτά, φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αποφασιστικής και δεσμευτικής κρίσεως για τα υποκείμενα της διαφοράς, κατόπιν νομικού και ουσιαστικού ελέγχου των πράξεων των οργάνων του Ιδρύματος και με την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας εκδικάσεως και, συνεπώς, η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σ` αυτές είναι συνταγματικώς επιτρεπτή.
Το ΕΔΔΑ με δύο αποφάσεις του[11], κρίνοντας το ζήτημα της αποζημίωσης για παραβίαση του εύλογου χρόνου διάρκειας μιας δίκης, έκρινε τις επίμαχες Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων ως «δικαστήρια». Αυτό διότι, τόσο από την εφαρμοστέα νομοθεσία όσο και από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας προκύπτει ότι η Πρωτοβάθμια και η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, των οποίων προεδρεύουν οι πρόεδροι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ή του Εφετείου αντίστοιχα, αποφαίνονται, κατόπιν μίας οργανωμένης διαδικασίας, επί του δασικού ή μη χαρακτήρα των οικοπέδων. Οι αποφάσεις τους είναι δεσμευτικές τόσο για τις σχετικές διοικητικές αρχές όσο και για τους ενδιαφερομένους. Η μετέπειτα προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να καταλήξει μόνο σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβληθείσας απόφασης το οποίο μπορεί μόνο να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής η οποία επιλύει με πλήρη δικαιοδοσία και με τρόπο υποχρεωτικό για τη διοίκηση και τον ενδιαφερόμενο, οποιοδήποτε ζήτημα σχετίζεται με τον χαρακτηρισμό ενός οικοπέδου ως δασικού.
Απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε με εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία ήταν και η με αριθμό 3503/2009 (ΑΡΜ 2010/134 , ΕΔΔΔΔ 2010/142, ΕΔΚΑ 2010/121). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή του άρθρου 152 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), είναι μη νόμιμη λόγω της συμμετοχής δικαστικού λειτουργού στην σύνθεση της.
Κατά την Ολομέλεια, ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, εκτός αν πρόκειται για συμμετοχή σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Η ανωτέρω Ειδική Επιτροπή, δεν συνιστά κατά το Δικαστήριο, συμβούλιο ή επιτροπή ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και δεν συγκροτείται νόμιμα αφού προβλέπεται συμμετοχή δικαστικού λειτουργού ως Προέδρου αυτής. Τούτο δε διότι ο ελεγκτικός χαρακτήρας συνάπτεται προς την άσκηση αρμοδιοτήτων οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος, που αναφέρεται στο όργανο που ελέγχει τις εκλογικές δαπάνες των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Εξάλλου, η Επιτροπή αυτή δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, αφού η διαδικασία ενώπιόν της δεν προσιδιάζει σε όργανο που ασκεί οιονεί δικαιοδοτικό έργο (όπως διατυπώσεις δημοσιότητας, κατ’ αντιμωλία συζήτηση).
Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας η επιτροπή αυτή, με την οποία ασκείται έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως πρώτου βαθμού, ο οποίος προσιδιάζει προς ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο προσδίδει σ’ αυτή το χαρακτήρα οιονεί δικαιοδοτικού οργάνου.
Ενώ σύμφωνα με την γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου, η Επιτροπή αυτή έχει ελεγκτικό χαρακτήρα, διότι ναι μεν δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά δικαιοδοτικού οργάνου, όμως ασκεί ελεγκτικό έργο, αφού, κατά το γράμμα του νόμου, ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων των δήμων και κοινοτήτων.
Η τελευταία σημαντική απόφαση της Ολομελείας του Σ.τ.Ε. για το θέμα της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών σε επιτροπές και συμβούλια, είναι η απόφαση με αριθμό 195/2013 (ΘΠΔΔ 167/2013 με σχόλιο Τσιρωνά, ΕΔΔΔΔ 2013/110, ΔΔΙΚΗ 2013/382, ΑΡΜ 2013/802). Το Δικαστήριο το απασχόλησε το ζήτημα της νομιμότητας της συγκρότησης της επιτροπής πρόσληψης δικαστικών επιμελητών στο Ελεγκτικό Συνέδριο από δικαστικούς λειτουργούς του δικαστηρίου αυτού.
Η Ολομέλεια του Σ.τ.Ε., έκρινε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι, λόγω της ειδικής φύσεως του επιτελούμενου από αυτούς έργου, ως βοηθητικά όργανα της Δικαιοσύνης που συμβάλλουν στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων, περιβάλλονται από τις προβλεπόμενες στο ως άνω άρθρο 92 του Συντάγματος εγγυήσεις ως προς την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση. Ενόψει των ανωτέρω, η Τριμελής Επιτροπή του επίμαχου ειδικού διαγωνισμού για την πλήρωση κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εξαίρεση των ισχυουσών περί προσλήψεως διατάξεων, ασκεί αρμοδιότητα η οποία είναι μεν, κατά περιεχόμενο, διοικητικής φύσεως, συνδέεται όμως στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το επιτελούμενο από το δικαστήριο αυτό δικαιοδοτικό έργο στο οποίο, συμβάλλουν ενεργά και οι δικαστικοί υπάλληλοι. Συνεπώς, η συγκρότηση της Επιτροπής αυτής από δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος.
6. Ανάλογες αποφάσεις στην αλλοδαπή νομολογία
Το ΔΕΕ με την με αριθμό C-53/03 απόφαση του, της 31ης Μαΐου 2005 σχετικά με προδικαστικό ερώτημα της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, θεώρησε ότι, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ –ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο κοινοτικό δίκαιο–, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult, Συλλογή 1997, σ. Ι-4961, σκέψη 23, της 21ης Μαρτίου 2000, C-110/98 έως C-147/98, Gabalfrisa κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-1577, σκέψη 33, της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-195/98, Österreichischer Gewerkschaftsbund, Συλλογή 2000, σ. I‑10497, σκέψη 24, και της 30ής Μαΐου 2002, C‑516/99, Schmid Συλλογή 2002, σ. Ι-4573, σκέψη 34).
Το ΔΕΕ, έκρινε εντέλει, ότι μολονότι τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού απολαύουν, κατά τις διατάξεις του νόμου 703/1977, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και ότι, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται μόνον από το νόμο και τη συνείδησή τους, ωστόσο δεν εξασφαλίζεται ότι η παύση τους ή η ανάκληση του διορισμού τους τυγχάνουν ιδιαιτέρων εγγυήσεων και ότι το εν λόγω σύστημα δεν είναι, ικανό να παρεμποδίσει τις μη προσήκουσες επεμβάσεις ή πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας προς τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1999, C‑103/97, Köllensperger και Atzwanger, Συλλογή 1999, σ. I-551, σκέψη 21). Έτσι θεώρησε απαράδεκτο το ερώτημα της Επιτροπής και για τον επιπλέον λόγο ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού παύει να είναι αρμόδια κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Λαμβάνοντας το ΔΕΕ υπόψη του τα ανωτέρω δεδομένα, έκρινε, ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα[12].
Και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει ασχοληθεί με Επιτροπές που έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Με την No. 02—572 INTEL CORPORATION, PETITIONER v. ADVANCED MICRO DEVICES, INC. απόφασή του, αναγνώρισε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον χαρακτήρα δικαστηρίου, ερμηνεύοντας το άρθρο 1782α του κεφαλαίου 28 του Κώδικα νόμων των ΗΠΑ. Η διάταξη αυτή επιτρέπει σε διάδικο, να ζητήσει από τα δικαστήρια των ΗΠΑ, να υποχρεώσουν τον αντίδικο του ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου (εν προκειμένω της Ε.Ε.), να του χορηγήσει αποδεικτικά μέσα που έχει στην κατοχή του. Το Ανώτατο Δικαστήριο ερμηνεύοντας τον όρο «foreign or international tribunal» του νόμου, θεώρησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως δικαστήριο όταν εξετάζει καταγγελίες για παραβίαση του ανταγωνισμού. Αυτό διότι εάν η Επιτροπή απορρίψει μια καταγγελία κατά ανταγωνιστή και στην συνέχεια ο καταγγέλλων προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του ΔΕΕ, το Δικαστήριο θα κρίνει μόνο ενόψει των στοιχείων που παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή και δεν θα δεχθεί να εξετάσει νέες αποδείξεις. Έτσι η αποφασιστική αρμοδιότητα της Επιτροπής της προσδίδει τον χαρακτήρα «δικαστηρίου».
Με μια παλαιότερη απόφαση του, την Humphrey's Executor v. United States, No. 637, 1935, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, είχε κρίνει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν έχει το δικαίωμα να απολύει τον επίτροπο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου, για πολιτικούς λόγους, την οποία Επιτροπή έκρινε ως οιονεί δικαιοδοτικό και οιονεί νομοθετικό όργανο (quasi-judicial and quasi-legislative), διότι αυτή δημιουργήθηκε από με νόμο του Κογκρέσου, για να λειτουργεί ανεξάρτητα από την βούληση της εκτελεστικής εξουσίας.
7. Οι Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων
Οι Επιτροπές (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) συστάθηκαν με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 και 3 του ν. 998/1979 (Α΄ 289). Ως αντικείμενο μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου νόμου έχουν την επίλυση διαφορών αναφερομένων στον χαρακτήρα περιοχής ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως. Η δε δευτεροβάθμια επιτροπή είχε ως αντικείμενο την εξέταση προσφυγών κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών.
Στις Επιτροπές συμμετείχε και προήδρευε δικαστικός λειτουργός και ερευνούσε την ουσία της υπόθεσης εξαρχής. Με το άρθρο 33 παρ.2 Ν.4280/2014, (ΦΕΚ Α 159/8.8.2014) η δευτεροβάθμια επιτροπή ουσιαστικά καταργήθηκε και οι υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της θεωρήθηκαν σιωπηρά απορριφθείσες μετά την πάροδο έξι μηνών από την δημοσίευση του νόμου[13].
Οι εν λόγω Επιτροπές, είναι προφανές ότι συνιστούν μέρος της εκτελεστικής εξουσίας και το έργο που ασκούν είναι εν γένει διοικητικό. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν το έργο αυτό εμπίπτει σε κάποιες από τις κατηγορίες έργου πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα, όπου σύμφωνα με το Σύνταγμα δύνανται να ασκούν οι δικαστικοί λειτουργοί.
Όπως αναφέρουμε ανωτέρω, από τις συζητήσεις κατά την αναθεώρηση δεν προκύπτουν επαρκή στοιχεία. Το Δικαστήριο με την παραπεμπτική του απόφαση και αναφερόμενο στην προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας για την επιτροπή του άρθρου 152 ΚΔΚ (3509/2009), θεώρησε ως ελεγκτικό χαρακτήρα μόνο αυτόν που συνάπτεται προς την άσκηση αρμοδιοτήτων οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου, αντλώντας το επιχείρημα του από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 Συντ. που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και του άρθρου 29 παρ. 2 Συντ. που αναφέρεται στο όργανο που ελέγχει τις εκλογικές δαπάνες των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Θεωρεί δηλαδή ως ελεγκτικού χαρακτήρα έργο μόνο αυτό που έχει να κάνει με δημοσιονομικό και οικονομικό έλεγχο και όχι με κάθε είδους έλεγχο όπως νομιμότητας ή ουσίας.
Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω, οι Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων δεν ασκούν ελεγκτικό έργο – δημοσιονομικό, νομιμότητας ή ουσίας – αλλά επιλύουν διαφορές σχετικές με τον χαρακτήρα μιας περιοχής ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή στα όρια αυτής, ομοιάζοντας περισσότερο σε δικαιοδοτικό έργο.
Το Δικαστήριο υποστήριξε, ότι για θεωρηθεί ένα έργο ως δικαιοδοτικό, θα πρέπει να έχει στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε εκτέλεση δικαιοδοτικού έργου και σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου, όπως η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ’ αντιμωλία συζήτησης (πρβλ. ΣτΕ 3503/2009 Ολομ.).
Κατά την μειοψηφούσα γνώμη ενός δικαστή, στην με αριθμό 137/2015 απόφαση, το έργο των Επιτροπών είναι δικαιοδοτικό. Ειδικότερα κατά την γνώμη αυτή, αντικείμενο των εν λόγω αρμοδιοτήτων αποτελεί η τομή διαφορών, που ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην εκάστοτε οριοθέτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ η σχετική ουσιαστική κρίση των επιτροπών είναι οριστική, δεσμεύει ακόμη και τις ίδιες και παράγει, με τον τρόπο αυτό, οιονεί διοικητικό δεδικασμένο (πρβλ. ΣτΕ 2756/1994 Ολομ.). Η άσκηση, εξάλλου, των σχετικών αρμοδιοτήτων των επιτροπών δεν περιορίζεται, καταρχήν, από ορισμένη προθεσμία, ούτε ενδεικτική (πρβλ. ΣτΕ 3627/2003 επταμ. κ.ά.), ενώ, κατά τα λοιπά, η καθυστέρηση επίλυσης των σχετικών διαφορών ενδέχεται να έχει συνέπειες απολύτως συγκρίσιμες με αυτές της καθυστέρησης έκδοσης απόφασης δικαιοδοτικού οργάνου (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 15.1.2009, Αργυρού κ.λπ. κατά Ελλάδας, 10468/04). Περαιτέρω, στη διαδικασία επίλυσης των σχετικών διαφορών, συμμετέχουν, και μάλιστα ισοτίμως (βλ. ΣτΕ 677/2005 Ολομ.), δύο μέρη, δηλαδή η δασική αρχή και ο διοικούμενος, αμφότερα δε τα μέρη αυτά δύνανται, εφόσον ηττηθούν, να ασκήσουν το κατάλληλο ένδικο βοήθημα. Τέλος, οι αποφάσεις των επιτροπών υπόκεινται σε ευρεία δημοσιότητα (αναρτήσεις στο οικείο δημοτικό κατάστημα, δημοσιεύσεις στον τύπο κ.λπ.). Πρέπει, συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, να θεωρηθεί ότι η νομοθετική πρόβλεψη συμμετοχής στις εν λόγω επιτροπές δικαστικών λειτουργών εναρμονίζεται με το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με παλαιότερη θέση του Δικαστηρίου, οι διοικητικές αρχές ή τα συλλογικά διοικητικά όργανα, όπως είναι η εν λόγω Επιτροπή, αλλά και οι εντεταγμένες στην εκτελεστική λειτουργία του κράτους ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, μπορούν να ασκούν δικαιοδοτικό έργο. Για να θεωρήσει όμως το έργο δικαιοδοτικό, τους προσδίδει το χαρακτηριστικό ότι θα πρέπει να λειτουργούν ως οιονεί δικαστήριο και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να συνεδριάζουν δημόσια.
Σχετική-κρίσιμη είναι η απόφαση 3319/2010 της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε για την ακύρωση προστίμου εις βάρος εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, το οποίο είχε επιβληθεί από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) για την υπόθεση των παρακολουθήσεων του τηλεφώνου του Πρωθυπουργού και Υπουργών. Το Δικαστήριο επικαλούμενο την νομολογία του ΕΔΔΑ για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την δίκαιη δίκη, είχε υποστηρίζει ότι «δικαστήριο», κατά την έννοια της επίμαχης διατάξεως, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί, νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο, αποφαίνεται, επί των υπαγομένων στην αρμοδιότητά του υποθέσεων, επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας παγίως και όχι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, η οποία πρέπει να τελεί υπό ορισμένες εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις αυτές συνίστανται, εκτός της αμεροληψίας που πρέπει να έχει με τρόπο θεσμικά κατοχυρωμένο έναντι των διαδίκων το εν λόγω όργανο (τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους), της ανεξαρτησίας του από τη Διοίκηση και τα άλλα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (εγγυήσεις σε ό,τι αφορά ιδίως τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους), του παγίου (και όχι περιστασιακού ή ad hoc χαρακτήρα του), στην εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, στην δεσμευτικότητα των αποφάσεών του και, τέλος, στην θεμελιώδη για την λειτουργία κάθε Δικαστηρίου αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεών του.
Αν και στις σχολιαζόμενες αποφάσεις, όπως και στην απόφαση για την Επιτροπή του άρθρου 152 ΚΔΚ, δεν γίνεται ρητή αναφορά στην απόφαση για την Α.Δ.Α.Ε., τα ως άνω προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της έννοιας του «δικαιοδοτικού οργάνου» δύνανται να αξιοποιηθούν και σε περιπτώσεις επιτροπών ή συμβουλίων, προκειμένου να αναζητηθεί και αξιολογηθεί η άσκηση ή μη δικαιοδοτικού έργου, η οποία θα καθιστά συνταγματικώς ανεκτή τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών.
8. Επίλογος
Η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη κατά την αναθεώρηση του 2001, εάν συγκρίνουμε την τροποποιηθείσα με την ισχύουσα διάταξη, ήταν να απαλλάξει τους δικαστές από την άσκηση άλλου από δικαστικό έργου, εκτός της περίπτωσης της συμμετοχής σε πειθαρχικά, ελεγκτικά ή δικαιοδοτικά συμβούλια ή επιτροπές. Αυτό είχε ως σκοπό να ενισχύσει την προσωπική τους ανεξαρτησία, υπό την έννοια να μην περισπώνται από το καθαρά δικαιοδοτικό τους έργο. Η απασχόληση τους σε άλλα από αμιγώς δικαστικά καθήκοντα, θα είχε ως αποτέλεσμα την υπερφόρτωση τους με διοικητικά καθήκοντα και την περίσπασή τους από τα κύρια δικαστικά τους καθήκοντα, με τον κίνδυνο της υπαλληλοποίησης και της περαιτέρω καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης με συνέπεια την υποβάθμιση του κύρους της δικαιοσύνης.
Επιπλέον θεωρούμε ότι σκοπός της διάταξης είναι και η μη συμμετοχή τους σε όργανα που δεν συνάδουν με το κύρος και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, λόγω του τρόπου συγκρότησης (ορισμός και αντικατάσταση μελών), της σύνθεσης τους, του τρόπου λειτουργίας τους, την στενή σχέση που μπορεί να έχουν με την εκτελεστική εξουσία και τον ιεραρχικό έλεγχο που πιθανόν να υφίστανται τα υπόλοιπα μέλη των οργάνων.
Μπορεί να θεωρηθεί σε μεγάλο ποσοστό ως δεδομένο ότι η συμμετοχή ενός δικαστικού λειτουργού σε ένα συλλογικό όργανο της διοίκησης, θα τον αφήσει ανεπηρέαστο από παρεμβάσεις, διότι ο δικαστικός λειτουργός, έχει την εμπειρία και το κύρος να ασκήσει ανεπηρέαστος τα καθήκοντά του, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον διοικητικό υπάλληλο, ο οποίος με ισότιμη ψήφο, πιθανόν να συμμετέχει στο όργανο και ο οποίος δεν απολαμβάνει του ίδιου επιπέδου ανεξαρτησίας. Έτσι μια επιτροπή ή ένα συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχει και δικαστικός λειτουργός, χωρίς τα υπόλοιπα μέλη να απολαμβάνουν αναλόγου επιπέδου και βεληνεκούς ανεξαρτησία, αλλά και η ίδια επιτροπή λόγω του τρόπου λειτουργίας της, δεν έχει χαρακτηριστικά δικαιοδοτικού οργάνου όπως αυτά αναφέρονται στην απόφαση ΣΕ Ολομ 3319/2010, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αντικειμενική κρίση, ότι έχει τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί δικαιοδοτικό και να επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού. Επιπλέον ο τρόπος συγκρότησης μιας επιτροπής και η ευρεία δυνατότητα του οργάνου που την συγκροτεί (εν προκειμένω ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης) να αντικαθιστά τα μέλη της – έστω και τα μη δικαστικά – δεν προσθέτουν εχέγγυα ανεξαρτησίας.
Ένα σταθερό έρεισμα στο οποίο μπορεί να στηριχθεί επαρκώς, η άποψη ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, αποτελεί η ερμηνεία βασιζόμενη στο ότι ειδικώς για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ο συντακτικός νομοθέτης έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα, εισάγοντας στο κείμενο του Συντάγματος ειδικότερες διατάξεις, με τις οποίες τα δασικά οικοσυστήματα υπάγονται σε αυστηρό προστατευτικό καθεστώς, προς το σκοπό της διαφυλάξεως της οικολογικής ισορροπίας και της διατηρήσεως της κατά προορισμό χρήσεώς τους, η οποία καθορίζεται ευθέως εκ του Συντάγματος.
Παράλληλα ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως δασικής, έχει ως συνέπεια αυστηρούς περιορισμούς εις βάρος του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Συνεπώς, η συμμετοχή ενός δικαστικού λειτουργού στην επιτροπή, η οποία θα έχει τον τελικό λόγο από πλευράς διοίκησης, αναφορικά με τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη και στην ουσία θα καθορίζει πόση πραγματική έκταση γης θα βρίσκεται υπό την αυστηρή προστασία του Συντάγματος, μπορεί να γίνει Συνταγματικά ανεκτή, διότι θα τις εξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό αμεροληψίας και ορθής κρίσης.
Επιπλέον η ίδια αυτή η Επιτροπή όπως έχει κρίνει και το ΕΔΔΑ – εξετάζοντας όμως τον εύλογο χρόνο διάρκειας μιας δίκης – πληροί τα χαρακτηριστικά του δικαιοδοτικού οργάνου. Τέλος αρκετά πειστικά φαίνονται τα επιχειρήματα της μειοψηφίας στην 137/2015 απόφαση του Σ.τ.Ε, ιδίως σε σχέση με την δημοσιότητα που υποχρεωτικά υπόκεινται οι αποφάσεις της Επιτροπής και ως προς την ισότιμη συμμετοχή των μερών στην διαδικασία.
Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να αποφασίσει εντός σύντομου χρονικού πλαισίου, διαφορετικά υπάρχει υπό προϋποθέσεις, τεκμήριο σιωπηρής απόρριψης. Η προθεσμία απόφασης των Επιτροπών επί των προσφυγών, δεν είναι πλήρως ενδεικτική – όπως αντιθέτως υποστηρίζει η μειοψηφούσα γνώμη στην έτερη παραπεμπτική ΣΕ137/2015 -, διότι όπως έχει κριθεί, εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός τρίμηνης προθεσμίας, η οικεία (πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια) Επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, οφείλει να χορηγήσει εντός τριμήνου από την υποβολή της αίτησης αυτής, βεβαίωση περί της σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων ή της προσφυγής, εκτός εάν αποφανθεί εντός του ανωτέρω τριμήνου από την υποβολή της αίτησης επί των εκκρεμών ενώπιόν της αντιρρήσεων ή προσφυγής. Μετά την έκδοση της παραπάνω βεβαίωσης και σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο τριμήνου από την υποβολή αίτησης ενδιαφερομένου για τη χορήγηση βεβαίωσης, τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια Επιτροπή δεν δύνανται πλέον να επιληφθούν της υπόθεσης και να αποφανθούν επί του ενώπιόν τους ασκηθέντος ενδικοφανούς μέσου. Η άρνηση δε, ρητή ή σιωπηρή, της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας Επιτροπής να χορηγήσει την ανωτέρω βεβαίωση υπόκειται σε προσβολή με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ, 3915/2010, 1518/2010, 4579/2009 7μ., 3627/2003 7μ.). Επιπλέον, η δυνατότητα του νομοθέτη, να επεμβαίνει και να καταργεί τις ενώπιον της Επιτροπής ανοιχθείσες διαδικασίες, όπως συνέβη με την διάταξη του άρθρου 33 παρ.2 Ν.4280/2014, (ΦΕΚ Α 159/8.8.2014) αποδυναμώνει τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα της Επιτροπής και ενισχύει τον στενά διοικητικό.
Εάν και η επταμελής σύνθεση υιοθετήσει την θέση της παραπεμπτικής απόφασης, τότε αυτή με την σειρά της θα πρέπει να παραπέμψει στην Ολομέλεια για την οριστική επίλυση κατ’ άρθρο 100Σ.
Όπως γίνεται δεκτό από την νομολογία του ΣτΕ, στην περίπτωση κατά την οποία με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται κανονιστική διοικητική πράξη λόγω αντιθέσεώς της προς το Σύνταγμα, υπάρχει υποχρέωση της Διοικήσεως, – ερειδόμενη και στην υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση, η οποία, στην περίπτωση αυτή, ισχύει έναντι πάντων -, να ανακαλέσει, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν της αντισυνταγματικής κανονιστικής διοικητικής πράξεως, εφ’ όσον υποβληθεί αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αποφάσεως του δικαστηρίου[14].
Εάν και η Ολομέλεια κρίνει ως αντίθετη στο Σύνταγμα την πρόβλεψη από τον νομοθέτη να συμμετέχει δικαστικός λειτουργός στις Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, τότε η διοίκηση θα πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή, σε περίπτωση που υποβληθεί σε εύλογο χρόνο αίτηση για την επανεξέταση υπόθεσης χαρακτηρισμού έκτασης από Επιτροπή στην οποία συμμετείχε δικαστικός λειτουργός. Η δε συμμόρφωση θα πρέπει να ανατρέξει στο χρονικό σημείο της βλαπτικής μεταβολής, ήτοι εν προκειμένω, στην έκδοση της απόφασης. Η δε Διοίκηση θα πρέπει να συγκροτήσει νέα Επιτροπή χωρίς την συμμετοχή δικαστικού λειτουργού για την επανεξέταση της υπόθεσης.
Η άρνηση, ρητή ή σιωπηρή έχει εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης.
[1] Claus, Laurence, Montesquieu's Mistakes and the True Meaning of Separation (August 5, 2010). Oxford Journal of Legal Studies, Vol. 25, p. 419, 2005; U San Diego Public Law Research Paper No. 05-01.
[2] Ανδρουλάκης Β., Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στη Γαλλία. ΘΠΔΔ Τεύχος 5/2009, σελ. 539.
[3] Ανδρουλάκης, Β. (n.d.). Πορεία προς τη συνταγματική καθιέρωση. [online] Ste.gr. Available at: http://www.ste.gr/portal/page/portal/StE/Proistoria [Accessed 13 Apr. 2015].
[4] Βλ. αναλυτικά Calabresi G. and Joan L. Larsen, One Person One Office: Separation of Powers or Separation of Personnel , 79 Cornell L. Rev. 1045 (1994) ιδίως σελ. 1128-1131.
[5] Tillman, Calabresi. Debate, The Great Divorce: The Current Understanding of Separation of Powers and the Original Meaning of the Incompatibility Clause, 157 U Pa L Rev PENNumbra 134, 2008.
[6] Πρακτικά της Ζ. Αναθεωρητικής Βουλής Ι` Περιόδου, Α' (Συνέχιση Ολομέλειας) ΡΛΒ, σελ. 5671.
[8] ΕΔΚΑ 2005/793
[9] ΕΔΚΑ 2005/135
[10] ΕΔΚΑ 2007/321
[11] Αργυρού και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. 10468/04 (15 Ιανουαρίου 2009) και Γρυπαίος και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. 10525/09 (7 Φεβρουαρίου 2012).
[12] will not lead to a decision of a judicial nature σκ. 36
[13] βλ εγκύκλιο Αρ. Πρωτ.: 123819/1847/2 – 4 – 2015 του Υ.Π.Α.Π.Ε.
[14] ΣτΕ 1175/2008, Ολομ, ΕΔΚΑ 2008/488, ΑΡΜ 2008/1745