ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Τους τελευταίους μήνες του 2022 κυκλοφόρησε σε τρίτη έκδοση το σύγγραμμα του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κώστα Χρυσόγονου, το οποίο επί δύο δεκαετίες (α΄ έκδοση 2003, β΄ έκδοση 2014) διανέμεται ως διδακτικό έργο σε πλειάδα πανεπιστημιακών Τμημάτων, αλλά και χρησιμοποιείται ευρέως από νομικούς τόσο της θεωρίας όσο και της πράξης. Η νέα έκδοση έχει αυξηθεί κατά πολύ σε αριθμό σελίδων (811 έναντι 594 της έκδοσης του 2014). Αυτό οφείλεται αφ’ενός μεν στην λεπτομερή ενημέρωση του βιβλίου με τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο του Συντάγματος (αναθεώρηση του 2019), της νομοθεσίας και της νομολογίας αφ’ετέρου δε στην προσθήκη αναλυτικότατων πινάκων (ελληνικής) βιβλιογραφίας στο τέλος κάθε παραγράφου, αλλά και ενός ολόκληρου κεφαλαίου στο τέλος (σελ. 721-794), σε σχέση με την ερμηνεία των άρθρων 87 – 100 Συντ., περί δικαστικής εξουσίας.
Το έργο παρέχει στον αναγνώστη πλούσια πληροφόρηση σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της ύλης του (οργανωτικού) συνταγματικού δικαίου, με πολυάριθμες παραπομπές σε ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, αλλά και –πράγμα όχι συνηθισμένο για τα περισσότερα άλλα εγχειρίδια συνταγματικού δικαίου– στο σύνολο περίπου των σχετικών (ελληνικών) δικαστικών αποφάσεων. Μέσα από τις αναπτύξεις του ο συγγραφέας αποδεικνύει έμπρακτα ότι το συνταγματικό δίκαιο είναι κατ’εξοχήν νομικό μάθημα, και όχι απλώς (ή κυρίως) ένα πεδίο αφηρημένων φιλοσοφικών, πολιτικών, ιστορικών ή άλλων αναζητήσεων.
Πέρα όμως από την ενημερωτική του διάσταση, το βιβλίο του Κώστα Χρυσόγονου αποτελεί ευρεία και συστηματική προσπάθεια παρέμβασης στα συνταγματικά δρώμενα στη χώρα μας, με την κατάθεση της δικής του άποψης σε πολλά από τα θέματα που απασχολούν σήμερα ή απασχόλησαν στο πρόσφατο παρελθόν τη συνταγματική επιστήμη. Όπως επισημαίνει μάλιστα ο ίδιος, στον πρόλογό του της πρώτης έκδοσης (σ. ΙΧ – Χ της γ΄ έκδ. του 2022), «πρόκειται για ένα βιβλίο συνειδητά αιρετικό», καθώς το συγγραφικό του κίνητρο είναι κυρίως η καταγραφή μιας κριτικής αποστασιοποίησης από την κρατούσα γνώμη στη θεωρία ή/και από παγιωμένες νομολογιακές παραδοχές. Χαρακτηριστικές είναι, από την άποψη αυτή, οι θέσεις του για «συνεχή διολίσθηση προς τη συνολική καταστρατήγηση του Συντάγματος» στην εποχή των μνημονίων (σ. 132 επ. και 136), για την ανάγκη σύμφωνης προς τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ερμηνείας του ίδιου του Συντάγματος (σ. 220), για την αντισυνταγματικότητα του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές (σ. 333), για την αντισυνταγματικότητα της παροχής εξουσιοδότησης με πράξη νομοθετικού περιεχομένου (σ. 373), για (διαρκή) παραβίαση του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ Συντ. από το Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω της «μετάλλαξης» της ειδικής εξουσιοδότησης σε «ορισμένη» (σ. 420 επ.), για την αντισυνταγματικότητα της αναδρομικής νομοθετικής κατάργησης δικαστικά αναγνωρισμένων ουσιαστικών δικαιωμάτων (σ. 446 επ.), για το κράτος δικαίου ως «έννοια – πλαίσιο» και όχι συνταγματική αρχή (σ. 461 επ.), για την έννοια της καθολικότητας της ψηφοφορίας στις εκλογές των Ο.Τ.Α (σ. 496 επ.), για τις διαστάσεις της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου (σ. 524 επ.), για τον χαρακτήρα των «κοινωνικών πόρων» ως φόρων κατά την έννοια του άρθρου 78 Συντ. (σ. 600) κ.ά.
Επιπλέον ο συγγραφέας, συνεπής στην προγραμματική του θέση ότι στα καθήκοντα της συνταγματικής επιστήμης συμπεριλαμβάνεται η έρευνα για το «πώς ερμηνεύονται και εφαρμόζονται στην πράξη οι διατάξεις του Συντάγματος από τα αρμόδια κρατικά όργανα, με άλλες λέξεις ποια είναι η συνταγματική πραγματικότητα» (σ. 3), δεν διστάζει να ανατάμει σε βάθος χρόνιες υστερήσεις και ποικίλες προβληματικές εκφάνσεις του ελληνικού δημόσιου βίου. Ενδεικτικές, για παράδειγμα, είναι οι επισημάνσεις του για τη λειτουργία στη χώρα μας του θεσμού των πολιτικών κομμάτων (άρθρο 29 Συντ.): «Τα κόμματα αδυνατούν να ανταποκριθούν με επάρκεια στη συνταγματική τους αποστολή ως διαμεσολαβητές μεταξύ κοινωνίας και κράτους, με φορά από την πρώτη προς το δεύτερο. Αντίθετα μάλιστα, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την τάση «ιδιωτικοποίησης» παραδοσιακά δημόσιων λειτουργιών, τα κόμματα φαίνονται να ακολουθούν την αντίστροφη πορεία και να κρατικοποιούνται ολοένα περισσότερο. Η αδυναμία τους να συνθέσουν συνεκτικές και ειλικρινείς αφενός και αφετέρου διακριτές μεταξύ τους προτάσεις εξουσίας απειλεί τελικά την ίδια την ουσία τους. Αν τα κόμματα δεν μπορούν να μειώσουν την κοινωνική και πολιτική πολυπλοκότητα στον απαιτούμενο βαθμό ώστε να διαμορφώσουν πολιτικά προγράμματα, τότε η ύπαρξή τους ως πολιτικών οργανισμών τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι «χαρισματικές» προσωπικότητες τείνουν έτσι να βρεθούν στο επίκεντρο της πολιτικής και τα κόμματα να υποβαθμισθούν σε επιτροπές στήριξης προεκλογικού αγώνα και οργανισμούς πατρωνείας».
Αξίζει να επισημανθεί, επίσης, ότι ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μνημονεύσει και να αναδείξει τις αρκετά αιχμηρές παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Ετήσιες εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική, μάλιστα, στο σημείο αυτό, είναι η προειδοποίησή του ότι «Μέσα από τις παραπάνω διπλωματικές διατυπώσεις των εκθέσεων αυτών διακρίνονται βαθιές παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου. Προφανώς δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι βαθμολογίες της χώρας μας από διεθνείς ΜΚΟ σε ό,τι αφορά ζητήματα όπως ο σεβασμός (ή μη) προς τα θεωρητικά κατοχυρωμένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ή η έκταση και ένταση της διαφθοράς είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μείζονος σημασίας ζήτημα πραγματικής δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος αποτελούν εξάλλου οι μαζικές παρακολουθήσεις τηλεφώνων για αδιευκρίνιστους λόγους «εθνικής ασφάλειας», με αναιτιολόγητες διατάξεις του/της «ιδρυματικού» εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Το συμπέρασμα είναι ότι η πραγματική ποιότητα της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών στη χώρα μας υστερεί έναντι όλων των κρατών της λεγόμενης «παλιάς Ευρώπης», δηλ. όσων δεν γνώρισαν την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ακόμη όμως και αρκετά από τα συνταγματικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, που προέκυψαν τη δεκαετία του 1990, μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μας έχουν ήδη ξεπεράσει. Η πραγματική κατάσταση σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των δικαιοκρατικών εγγυήσεων στην Ελλάδα δεν φαίνεται προς το παρόν να είναι συγκρίσιμη με εκείνη της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, ώστε να τίθεται θέμα λήψης μέτρων με βάση τον Κανονισμό 2020/2092. Από την άλλη πλευρά όμως εμφανής και σημαντική είναι και η απόσταση, ως προς τη λειτουργικότητα γενικά των συνταγματικών θεσμών, η οποία μας χωρίζει από χώρες όπως π.χ. η Σουηδία».
Εν κατακλείδι, το Συνταγματικό Δίκαιο του Κώστα Χρυσόγονου είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο έργο όχι μόνον για τους φοιτητές, στους οποίους προεχόντως απευθύνεται, αλλά και για το σύνολο του νομικού κόσμου (διδάσκοντες, ερευνητές, δικηγόρους, δικαστές). Στους πρώτους παρέχει, αναμφισβήτητα, μία πλήρη και σε βάθος ενημέρωση, με έντονα κριτική ματιά και με ποικίλα ερεθίσματα για περαιτέρω προβληματισμό. Στους υπόλοιπους παρέχει μια ολοκληρωμένη και πολλαπλά τεκμηριωμένη θεώρηση του σύγχρονου ελληνικού συνταγματισμού, με αφετηρία έναν πλούσιο νομικό προβληματισμό –που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους νομικούς της πράξης– αλλά και με ευρύτερες θεωρητικές αναγωγές και πολιτειολογικές προεκτάσεις.