Eργασία στο μάθημα γενικής επιλογής «Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο»
Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Παπαδοπούλου Λίνα (Τριανταφυλλιά)
Η εικόνα προέρχεται από τη διαδικτυακή σελίδα https://eutopialaw.com/2012/02/13/the-question-of-third-country-nationals-stationary-union-citizens-and-residency-rights/
Περιεχόμενα
2.2 Δικαιώματα που απορρέουν. 21
2.2.1 Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών 23
2.2.3 Δικαίωμα διπλωματικής και προξενικής προστασίας. 27
2.2.4 Δικαίωμα αναφοράς προς τα όργανα της Ένωσης. 28
2.2.5 Δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας των πολιτών. 29
2.2.7 Απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. 31
2.3 Υποχρεώσεις των ευρωπαίων πολιτών. 32
2.4 Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και πολίτες τρίτων κρατών. 33
3.1 Σκιαγράφηση της δυναμικής της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας. 35
3.2 Η οικογενειακή επανένωση. 40
3.3 Η σημασία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας σύμφωνα με τη νομολογία. 45
Αρθρογραφία και Βιβλιογραφία. 53
Εισαγωγή
Η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται άμεσα με την έννοια του κράτους – έθνους και της κρατικής κυριαρχίας, σε όλη τη πορεία μετεξέλιξης των εννοιών αυτών. Η ιθαγένεια προσδιόριζε κατά ένα τρόπο και το περιεχόμενο της κυριαρχίας· από τον καθορισμό της κυριαρχίας του μονάρχη ως την ενσωμάτωση τη κυριαρχίας με τη θέσπιση της λαϊκής κυριαρχίας, η ιδιότητα του πολίτη καθόριζε την έκταση και το περιεχόμενο αυτής. Η εξέλιξη της ιδιότητας του πολίτη συνδέθηκε με την τροποποίηση των κρατικών μορφωμάτων και των τρόπων άσκησης της κρατικής κυριαρχίας, και για τον λόγο αυτό θεωρείται ως και σήμερα μία έννοια που εμπεριέχεται και αντανακλά τις άλλες δύο, με τρόπο ώστε να μην υφίσταται χωρίς αυτές[1].
Ως ιθαγένεια νοείται ο θεσμός δημοσίου δικαίου που εντάσσει ένα πρόσωπο στον λαό ενός κράτους. Με την ένταξη αυτή του προσώπου στην σφαίρα του κράτους, απονέμονται σε αυτό υποχρεώσεις και δικαιώματα. Συχνά αντί της έννοιας αυτής χρησιμοποιείται η έννοια της υπηκοότητας ή της ιδιότητας του πολίτη. Και οι τρείς έννοιες έχουν ίδιο περιεχόμενο, με μόνη διαφορά ότι οι έννοιες ιθαγένεια και υπηκοότητα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τα φεουδαρχικά/μοναρχικά κράτη, ώστε να εκφράσουν την υποδούλωση του πολίτη στην κυριαρχία του εξουσιαστή, ενώ ο όρος πολίτης χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερη εποχή, εκφράζοντας απλώς τη σύνδεση του προσώπου με το κράτος[2].
Ο δεσμός αυτός που συνδέει ένα πρόσωπο με ένα κράτος, δηλαδή η ιθαγένεια, δημιουργείται και καθορίζεται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους[3]. Το κράτος ασκεί ένα κατεξοχήν κυριαρχικό δικαίωμα με την ένταξη ενός προσώπου στον λαό του και με την απονομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Έχει καταστεί αντιληπτό ότι ο λαός ενός κράτους συγκροτείται με βάση τα πρόσωπα, στα οποία έχει απονεμηθεί η ιθαγένεια αυτού του κράτους[4]. Έτσι, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι η έννοια της ιθαγένειας έχει και μία δυναμική προοπτική. Δεν αποτελεί απλώς σύνδεση προσώπου και κράτους ούτε πρόσκτηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά και δίοδο ένταξης ενός προσώπου στο κοινωνικό και πολιτικό σύνολο του κράτους. Με την απόκτηση της ιθαγένειας το πρόσωπο αυτό γίνεται πολίτης ενός κράτους, δηλαδή τμήμα της πολιτικής κοινότητας του κράτους αυτού[5].
Μετά τις ανωτέρω διευκρινήσεις εύκολα προκύπτει προβληματισμός ως προς την έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Παρόλο που οι έννοιες λαός και κράτος δεν συμπίπτουν εννοιολογικά[6], έχει δημιουργηθεί ένας ιδιαίτερα στενός δεσμός μεταξύ των εννοιών του πολίτη και της εθνικότητας[7]. Αμφισβητείται επομένως κατά πόσο είναι θεμιτό να ενυπάρχουν οι έννοιες «ευρωπαϊκή ιθαγένεια» και «πολίτης της ευρωπαϊκής ένωσης» σε ένα χωρικό πλαίσιο που δεν έχει κοινές αντιλήψεις, πεποιθήσεις και αρχές[8].
Δεν είναι όμως η έλλειψη κοινών ομοιοποιητικών στοιχείων μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών το μόνο εμπόδιο προς την αναγνώριση μίας ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Η απουσία της κυριαρχίας και του ψυχολογικού δεσμού των πολιτών με την ευρωπαϊκή ένωση εντείνουν τον προβληματισμό, καθώς δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί αφοσίωση σε μία οντότητα που έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι δεν προστατεύει επαρκώς τα θεμελιώδη δικαιώματα και παρουσιάζει ένα σημαντικό δημοκρατικό έλλειμμα[9].
Εξάλλου, όπως τονίστηκε και προηγουμένως, η απονομή ιθαγένειας ανήκει στην πολιτική εξουσία του κράτους, το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα τόσο για τη χορήγηση αυτής όσο και για τα δικαιώματα που θα απορρέουν από αυτή. Επομένως δεν είναι νοητική η χορήγηση ιθαγένειας από μία ένωση κρατών, ακόμα και όταν αυτή ομοιάζει με κρατική οντότητα[10]. Όσο ευνοϊκά και να στρέφεται κανείς προς την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στο παρόν στάδιο δεν μπορεί να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι η ευρωπαϊκή ένωση είναι κράτος, παρόλο που παρουσιάζει πολλά στοιχεία κρατικής οντότητας.
Επομένως, αφού η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν ταυτίζεται με την κλασική έννοια της ιθαγένειας όπως έχει διαμορφωθεί στο δημόσιο δίκαιο, απομένει το βασικό ερώτημα: τι είναι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια; Μήπως είναι απλώς μία θολή έννοια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο[11]; Μήπως είναι απλώς ένα συμβολικό στοιχείο ή μία νέα ονομασία μίας δεσμίδας δικαιωμάτων που θεσπίζονται με τις ευρωπαϊκές συνθήκες[12]; Μήπως πρόκειται για ένα προστάδιο προς τη θέσπιση μίας ιθαγένειας με την έννοια που την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, στα πλαίσια της ομοσπονδιοποίησης των κρατών μελών της ευρωπαϊκής ένωσης[13]; Ή μήπως η έννοια της ιθαγένειας θα πρέπει να ιδωθεί από μία νέα οπτική, όπως αυτή της κυριαρχίας, ώστε να θεσπιστεί ένα σύνολο ευρωπαίων πολιτών με πολιτική ομοιογένεια και κοινές παραδόσεις[14];
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτή είναι δύσκολη και δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη, όμως θα επιχειρηθεί στα πλαίσια αυτής της μελέτης. Στο πρώτο κεφάλαιο διερευνάται η ιστορική διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, ενώ στο δεύτερο διευκρινίζεται το περιεχόμενο της έννοιας αυτής και αναγράφονται τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μία συνοπτική αναφορά στην εξέλιξη του περιεχομένου της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, που έχει πραγματοποιηθεί κυρίως από τη νομολογία του ΔΕΕ, ενώ στον επίλογο, εφόσον έχει αποκτηθεί μία συνολική εικόνα γύρω από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, επιχειρείται να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η έννοια αυτή μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα για τη δημιουργία ενός συνόλου πολιτών και αν οδηγεί στην εγκαθίδρυση της έννοιας του πολίτη της ευρωπαϊκής ένωσης.
1. Ιστορική Διαμόρφωση
Η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας εισήχθη στο ενωσιακό δίκαιο με την συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), ενώ οι διατάξεις που αφορούν την ιδιότητα του πολίτη της ένωσης συμπληρώθηκαν με τη συνθήκη του Άμστερνταμ[15]. Δεν θα ήταν όμως ορθό να υποστηριχθεί ότι η έννοια αυτή έκανε τότε για πρώτη φορά την εμφάνισή της. Ήδη ψήγματα προς την καθιέρωση της έννοιας αυτής μπορούν να ανευρεθούν και πριν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες ζωής της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέστη σαφές ότι τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν υποκείμενα του κοινοτικού δικαίου υπόκεινται ευθέως σε αυτό και για τον λόγο αυτό απολαμβάνουν ορισμένων δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων, καθώς βρίσκονται σε προνομιακή θέση σε σχέση με τους υπηκόους τρίτων χωρών. Η διαπίστωση αυτή ώθησε στη δημιουργία του όρου «Πολίτες της Αγοράς» ή «Πολίτες της Κοινότητας». Στην προάσπιση του όρου αυτού οδήγησε και η απόφαση των αντιπροσώπων των κρατών μελών το 1976 για την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Η επέκταση αυτή των πολιτικών δικαιωμάτων και η εδραίωση του όρου «Πολίτης της Κοινότητας» προβλημάτισε ιδιαίτερα ορισμένα κράτη (π.χ. Γαλλία), όμως τελικά η ανησυχία για το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» ώθησε τα κράτη μέλη στην αποδοχή της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στη συνθήκη του Μάαστριχτ, μίας έννοιας που θα κάλυπτε και θα περιελάμβανε τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης[16].
Όμως λανθασμένη θα ήταν και η άποψη ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προάσπιζε καθόλου τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών, ως την καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεκίνησε με τη θέσπιση εσωτερικής αγοράς, με κύριο περιεχόμενο την ελεύθερη διακίνηση στο εσωτερικό της των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων συνδέθηκε στο αρχικό αυτό στάδιο με οικονομικούς παράγοντες και έτσι διασπάστηκε σε δύο υποσύνολα, στην ελεύθερη κυκλοφορία των (μισθωτών) εργαζομένων και στην ελεύθερη κυκλοφορία των ελεύθερων επαγγελματιών (δικαίωμα εγκατάστασης), τα οποία εξοπλίστηκαν και με την υποχρέωση προς τα κράτη μέλη της ίσης μεταχείρισης των προσώπων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας[17].
Παρόλο που τα πρώτα αυτά χρόνια το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων συνδέθηκε με την οικονομική δραστηριότητα, το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σημ. δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) διεύρυνε το δικαίωμα αυτό τόσο ως προς τα πρόσωπα όσο και ως προς το περιεχόμενο του δικαιώματος. Έτσι σύμφωνα με το ΔΕΚ στην έννοια του εργαζόμενου περιλαμβάνονταν όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξαρτήτως θέσης, είδους σχέσης εργασίας, είδους και ύψους αμοιβής, διάρκειας και είδους απασχόλησης κ.α. Σημαντικότατη όμως υπήρξε και η επέμβαση του ενωσιακού νομοθέτη, ο οποίος με μεταγενέστερες οδηγίες επεξέτεινε το δικαίωμα διαμονής και σε πρόσωπα που δεν εργάζονταν σε άλλο κράτος μέλος, όπως στους φοιτητές, συνταξιούχους και οικογένεια εργαζομένου[18]. Η δραστικότερη όμως διεύρυνση του δικαιώματος ελεύθερης μετακίνησης έγινε με την καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στο άρθρο 18 ΣυνθΕΚ με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Πια κάθε πολίτης της ευρωπαϊκής ένωσης απολάμβανε του δικαιώματος ελεύθερης μετακίνησης και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να είναι απαραίτητη η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών αποδεσμεύτηκε από την επιδίωξη οικονομικού σκοπού[19].
Το γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο κατοχύρωνε ήδη από τα πρώτα του χρόνια το δικαίωμα κυκλοφορίας των προσώπων και ότι γινόταν ήδη λόγος για τους πολίτες της Ένωσης, έχει οδηγήσει στην άποψη ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν θεσπίστηκε για πρώτη φορά με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά απλώς τότε κατοχυρώθηκε ρητά[20]. Η άποψη αυτή αν και φιλόδοξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή. Το γεγονός ότι ο τότε κοινοτικός νομοθέτης και δικαστής προσπάθησαν να επεκτείνουν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε πρόσωπα μη ασκούντα οικονομική δραστηριότητα δεν αίρει το γεγονός ότι η ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων συνδεόταν άμεσα με οικονομικά κριτήρια. Εξάλλου η τότε νομολογία και οι κοινοτικές οδηγίες προσπαθούσαν να θεμελιώσουν την επέκταση αυτή σε καθαρά οικονομικά δεδομένα (π.χ. ότι η φοίτηση αποτελεί προστάδιο για την επαγγελματική ενασχόληση) και δεν τόλμησαν να κατοχυρώσουν την επέκταση σε άτομα που μόνο έμμεση σχέση μπορούσαν να έχουν με οικονομική δραστηριότητα (π.χ. τουρίστες).
Οι λόγοι που επέβαλαν την καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο σε επίπεδο δικαιωμάτων. Με την απόφαση των αντιπροσώπων των κρατών μελών για την άμεση ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέστη σαφές ότι θα πρέπει να υπάρξει μία αυτοτελής θέσπιση ειδικών πολιτικών δικαιωμάτων για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με αυτόν τον τρόπο θα ερχόταν και ο αναμενόμενος εκδημοκρατισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης[21]. Η θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας θα δημιουργούσε έναν δεσμό των πολιτών των κρατών μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι θα επερχόταν το αναμενόμενο αίσθημα συμμετοχής σε αυτή[22]. Αυτός θα ήταν και ένας τρόπος νομιμοποίησης της συνταγματικότητας του ενωσιακού οικοδομήματος[23], που είχε καταστεί αναγκαίος λόγω των πολλαπλών αντιδράσεων προς αυτό και του «ελλείμματος δημοκρατικότητας».
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναφερθεί ότι δεν έλειψαν οι εναντιώσεις προς την θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, οι οποίες δεν έχουν εκλείψει μέχρι και σήμερα[24]. Έντονες συζητήσεις προκλήθηκαν σε πάρα πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ σε ορισμένα προέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης του εθνικού συντάγματος, ώστε αυτό να συμβαδίζει όχι μόνο με τις ρυθμίσεις περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας, αλλά και με τις υπόλοιπες ενωσιακές επιταγές που επήλθαν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ[25].Τις εντονότερες αντιδράσεις προς την έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας πρόβαλε τότε η Δανία. Το αρνητικό δημοψήφισμα για την ΣυνθΕΕ οδήγησε την Δανία στην επισύναψη μίας δήλωσης στην πράξη επικύρωσης της συνθήκης, σύμφωνα με την οποία η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με τον θεσμό δημοσίου δικαίου και δεν νοείται μελλοντική τροπή της έννοιας ώστε να λάβει αυτό το περιεχόμενο. Με αυτόν τον τρόπο η Δανία εξέφρασε ρητά τη θέση της ως προς ένα ενδεχόμενο μεταγενέστερο στάδιο ολοκλήρωσης, κατά το οποία η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας θα είναι αυτοτελής και θα λάβει ένα περιεχόμενο που θα ομοιάζει με αυτό του ομόηχου θεσμού δημοσίου δικαίου[26].
Παρά τις όποιες επικρίσεις προς την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ένα είναι το στοιχείο που αξίζει να τονιστεί. Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής αποσυνδέθηκε από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και γενικεύτηκε, αφορώντας όλους του πολίτες των κρατών μελών, καθώς σε όλα αυτά τα πρόσωπα απονεμήθηκε η ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης[27]. Από τον «πολίτη της αγοράς» έγινε η μετάβαση προς τον «πολίτη της Ένωσης», σε μία προσπάθεια δημιουργίας μίας «Ευρώπης των πολιτών». Η ιθαγένεια της Ένωσης συγκέντρωσε ένα σύνολο πολιτικών δικαιωμάτων, αποσκοπώντας στην αναγνώριση ενός ευρωπαϊκού λαού. Με αυτόν τον τρόπο η νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ήταν απλώς το έλασσον, καθώς δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η ενσωμάτωση των πολιτών σε ένα ενιαίο σύνολο θα ενίσχυε τα συνταγματικά στοιχεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η αναγνώριση ενός ευρωπαϊκού λαού θα πληρούσε ένα από τα κριτήρια τα οποία θα οδηγούσαν στην υιοθέτηση μίας θετικής αντίληψης ως προς την κρατική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης[28].
Το αν η θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας πέτυχε τον σκοπό της δημιουργίας ενός κοινού λαού μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανένας να αγνοήσει το γεγονός ότι η αποσύνδεση των δικαιωμάτων των πολιτών από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας δείχνει την μεταστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης[29]. Από την οικονομική ένωση των κρατών το κέντρο βάρους μεταφέρθηκε στην «ένωση των πολιτών». Ο απώτερος στόχος τέθηκε πιο μακριά: από την οικονομική ένωση στην πολιτική ένωση και από την οικονομική δραστηριότητα των πολιτών στην πολιτική ενεργοποίησή τους. Με την θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ο πολίτης γίνεται από δέκτης του κοινοτικού δικαίου, δρων σε αυτό. Έχει πια την αρμοδιότητα να προσδιορίζει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωση. Για τον λόγο αυτό αναφέρεται ορθώς ότι από την θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, η νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι διπλή. Βάσεις του συστήματος αυτού δεν είναι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι πολίτες αυτών[30].
2. Έννοια και Περιεχόμενο της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας
Εφόσον έχει αποσαφηνιστεί το πλαίσιο καθιέρωσης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας παραμένει ένα βασικό ερώτημα: ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας αυτής. Για την πληρέστερη κατανόηση της λειτουργίας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ως καταλύτης της συνταγματοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαραίτητο είναι να διευκρινιστεί τόσο το περιεχόμενο της έννοιας όσο και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή.
2.1 Έννοια
Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια καθιερώνεται στο άρθρο 20 §1 ΣΛΕΕ με την λιτή αλλά πανηγυρική διατύπωση του πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού: «Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης». Αφήνεται να εννοηθεί ότι παρόλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί κράτος, έχει χαρακτηριστικά κράτους που της επιτρέπουν την υιοθέτηση της έννοιας «Πολίτης της Ένωσης», μίας ιδιότητας που συνδέει την Ένωση με τους πολίτες, μέσω της απονομής δικαιωμάτων (και υποχρεώσεων;)[31].
Σύμφωνα με τα άρθρα 20 §1 εδ. β’ ΣΛΕΕ και 9 εδ. β’ ΣΕΕ την ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποκτούν (και άρα είναι Πολίτες της Ένωσης) όσα πρόσωπα έχουν την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Στο γ’ εδάφιο των άρθρων αυτών αναγράφεται ρητά ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια απλώς προστίθεται στην εθνική ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά σε καμία περίπτωση. Οι διατάξεις αυτές συνδέουν την ευρωπαϊκή με την εθνική ιθαγένεια, καθιστώντας εφικτή την εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων ως προς τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.
Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποκτάται αυτόματα με την κτήση της εθνικής ιθαγένειας και αφαιρείται αυτόματα με την απώλεια της τελευταίας με οποιοδήποτε τρόπο[32]. Για την κτήση και την απώλεια της ευρωπαϊκής ιθαγένεια δεν απαιτείται καμία διατύπωση ούτε κινείται ξεχωριστή διαδικασία. Αρκεί απλώς η απόκτηση ιθαγένειας ενός από τα κράτη μέλη. Επομένως δημιουργείται μία υποχρεωτική σύνδεση μεταξύ εθνικής και ευρωπαϊκής ιθαγένειας, με την έννοια ότι κανένας πολίτης κράτους μέλους δεν μπορεί να παραιτηθεί από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια διατηρώντας μόνο την εθνική και κανένας πολίτης τρίτου κράτους δεν μπορεί να αποκτήσει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια αν δεν του χορηγηθεί η εθνική ιθαγένεια ενός κράτους μέλους[33].
Κατά συνέπεια το ποιος είναι «Πολίτης της Ένωσης» δεν καθορίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, αλλά από το δίκαιο περί ιθαγένειας του κάθε κράτους μέλους, το οποίο θέτει τις προϋποθέσεις και τους όρους κτήσης και απώλειας όχι μόνο της εθνικής ιθαγένειας, αλλά και της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Τον φόβο και την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίστηκε η ευρωπαϊκή ιθαγένεια από τα κράτη μέλη υποδεικνύει και η διατύπωση των ανωτέρω άρθρων, με την οποία διευκρινίζεται ότι «Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια». Σύμφωνα με την διάταξη αυτή η ευρωπαϊκή ιθαγένεια έρχεται και προστίθεται ως status στην εθνική ιθαγένεια, συμπληρώνοντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών έναντι του κράτους μέλους, με αυτά που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο[34].
Επομένως, όσον αφορά την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη χορήγηση της[35]. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αναμειχθεί σε ζητήματα που αφορούν τους όρους χορήγησης και αφαίρεσης της εθνικής ιθαγένειας, καθώς αυτά ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών. Κατ’ αποτέλεσμα δεν μπορεί να εμπλακεί ούτε σε ζητήματα που αφορούν την κτήση και απώλεια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, καθώς αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνική. Βέβαια, όπως θα εξεταστεί στο επόμενο κεφάλαιο η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αρχίσει να θέτει ορισμένους περιορισμούς ως προς το κυριαρχικό αυτό δικαίωμα του κράτους. Ο βασικότερος όμως περιορισμός των κρατών μελών έγκειται στο γεγονός ότι αν ένα πρόσωπο αποκτήσει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια μέσω της κτήσης της εθνικής ιθαγένειας ενός κράτους μέλους, τότε κανένα κράτος μέλος, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχουν το δικαίωμα να μην αναγνωρίσουν στο πρόσωπο αυτό τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια[36].
Η σύνδεση αυτή της ευρωπαϊκής ιθαγένειας με την εθνική ιθαγένεια οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα ως προς την φύση και τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας: πρόκειται για μία έννοια με παρεπόμενο και συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με την εθνική ιθαγένεια[37]. Παρεπόμενο υπό την έννοια ότι αποκτάται και αφαιρείται μαζί με την εθνική ιθαγένεια και συμπληρωματικό καθώς τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια προστίθενται και δεν αναιρούν αυτά που απονέμονται από τα κράτη μέλη με τη χορήγηση της εθνικής ιθαγένειας.
Ο παρακολουθηματικός[38] αυτός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν αναιρεί το γεγονός ότι δημιουργείται ένας δεσμός μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτών, παρά το γεγονός ότι ο δεσμός αυτός δεν είναι τόσο ισχυρός όσο ο δεσμός που δημιουργείται με το κράτος ούτε αποκτάται πρωτογενώς, αλλά παράγωγα, μέσω της απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη ενός κράτους μέλους[39].
Σε κάθε περίπτωση όμως το γεγονός ότι τα κράτη μέλη απονέμουν την ιδιότητα του «Πολίτη της Ένωσης» μαζί με την εθνική ιθαγένεια εξασθενεί λίγο την σημασία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και την καθιστά μία δευτερογενή ιδιότητα που εξαρτάται αποκλειστικά από το δίκαιο των κρατών μελών[40]. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στον χαρακτηρισμό της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ως «ιθαγένεια δεύτερου βαθμού» ή «ιθαγένεια-δορυφόρος», χαρακτηρισμοί που προσπαθούν να τονίσουν τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας[41]. Δεν θα πρέπει όμως ο παρεπόμενος χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας να οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι είναι μειωμένη και η αξία της έννοιας αυτής, καθώς η συνεισφορά της στον ευρωπαϊκό χώρο είναι εξαιρετικά σημαντική. Στόχος της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν ήταν η δημιουργία μίας ξεχωριστής έννοιας που θα απορροφούσε τις εθνικές ιθαγένειες, αλλά η επίτευξη ισοπολιτείας στον ευρωπαϊκό χώρο, που είναι και η βάση για την στενή ένωση και συνεργασία των λαών της Ευρώπης[42].
Πάντως, από την ανάλυση που προηγήθηκε, κατέστη σαφές ότι όσον αφορά την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, αυτή δεν έχει το ίδιο νόημα με την έννοια της ιθαγένειας όπως αυτή γίνεται αντιληπτή ως θεσμός του δημοσίου δικαίου, επομένως δεν πρόκειται για δύο ταυτόσημες έννοιες[43]. Με την έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν νοείται ότι δημιουργείται μία ξεχωριστή ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης[44], όμως υποδηλώνεται ο δεσμός των πολιτών των κρατών μελών με την Ένωση, καθώς παράλληλα απονέμονται ορισμένα δικαιώματα από το ενωσιακό δίκαιο στα πρόσωπα αυτά[45].
Το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση του όρου ιθαγένεια από το ενωσιακό δίκαιο γίνεται καταχρηστικά προκύπτει και από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ένωση κρατών δεν μπορεί να απονείμει ιθαγένεια, όπως έχει τη δυνατότητα να κάνει μία κρατική οντότητα[46]. Όμως η χρήση της έννοιας ιθαγένεια μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι ο απώτερος σκοπός στην πορεία ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η δημιουργία ενός κράτους και συνταγματοποίηση του μορφώματος αυτού[47]. Σε κάθε περίπτωση όμως θα ήταν ορθότερο εννοιολογικά να χρησιμοποιηθεί αντί του όρου «ιθαγένεια» ο όρος «ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης (πολιτότητα από το citizenship)» ή «status του πολίτη της Ένωσης», έννοιες που θα αποτύπωναν καλύτερα το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και θα αναδείκνυαν τον δημοκρατικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[48].
Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν συνιστά κατ’ ουσία ιθαγένεια, όπως αυτή ορίζεται στο δημόσιο δίκαιο, έχει δημιουργήσει πολλούς προβληματισμούς ως προς τον ρόλο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, στηριζόμενους στην υπόθεση ότι αφού δεν πρόκειται για ιθαγένεια τότε δεν συνεισφέρει κάτι καινούργιο στο status των πολιτών των κρατών μελών. Έτσι έχει υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια έχει απλώς συμβολικό χαρακτήρα χωρίς συγκεκριμένες πρακτικές επιπτώσεις[49], ότι αποτελεί απλώς ένα σύμβολο ισότητας χωρίς ουσιαστική συμβολή στην επίτευξη συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των πολιτών των κρατών μελών, λόγω των εμποδίων που θέτουν τα κράτη μέλη και του γεγονότος ότι δεν πρόκειται στην ουσία για ιθαγένεια[50] ή ότι δεν έχει αποσυνδεθεί τελικά πλήρως από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της διστακτικότητας που επιδεικνύουν τα κράτη μέλη[51].
Παρόλο που όντως η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν συνιστά μία κατ’ ουσία ιθαγένεια όπως γίνεται αντιληπτή υπό το φως του δημοσίου δικαίου, δεν είναι ορθό να παραβλέπουμε την σημασία της και το ρόλο που έχει διαδραματίσει στην πορεία ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η αξία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας διαφαίνεται κυρίως κατά την μελέτη των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ευρωπαίους πολίτες με την αναγνώριση τους ως τέτοιους και την χορήγηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.
2.2 Δικαιώματα που απορρέουν
Η αναγνώριση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας σε ένα πρόσωπο συνεπάγεται την απονομή ορισμένων δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ως τα δικαιώματα των Πολιτών της Ένωσης[52]. Σύμφωνα με το άρθρο 20 §2 ΣΛΕΕ «Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες» και ακολουθεί μία ενδεικτική, και όχι περιοριστική αναγραφή όπως έχει υποστηριχθεί[53], ορισμένων δικαιωμάτων. Ως συνθήκες θα πρέπει να θεωρηθούν τόσο η ΣΛΕΕ και η ΣΕΕ, όπως ισχύουν μετά τη συνθήκη της Λισσαβόνας, όσο και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ). Ο προβληματισμός για τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Φορείς των δικαιωμάτων αυτών είναι οι ευρωπαίοι πολίτες, δηλαδή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποδέκτες των δικαιωμάτων είναι τα όργανα και οι οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τα εθνικά όργανα που καλούνται να συμμορφωθούν προς το ενωσιακό δίκαιο και να το εφαρμόσουν[54].
Παρόλο που ο θεσμός της ιθαγένειας αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα, τα δικαιώματα που απορρέουν από την απονομή της ευρωπαϊκής ιθαγένειας μπορούν να αναγνωριστούν και υπέρ νομικών προσώπων που έχουν έδρα σε έδαφος κράτους μέλους. Μάλιστα, όπως θα καταστεί σαφές και στο επόμενο κεφάλαιο, τα δικαιώματα αυτά θεμελιώνουν αγώγιμες αξιώσεις των πολιτών έναντι των κρατών μελών, καθώς έχουν άμεση ισχύ. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν αναγνωρίζονται σε πολίτες τρίτων κρατών μελών, όμως μπορεί να τους αφορούν έμμεσα (π.χ. οικογένεια ευρωπαίου πολίτη και δικαίωμα οικογενειακής συνένωσης)[55].
Τα δικαιώματα που απορρέουν από και συνδέονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια αναγράφονται κυρίως στα άρθρα 21-24 ΣΛΕΕ. Η αναγραφή όμως, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν είναι αποκλειστική. Τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης μπορούν να ανευρεθούν και σε άλλα σημεία των συνθηκών, όπως στο άρθρο 15 §3 ΣΛΕΕ και στον ΧΘΔ. Το γεγονός αυτό αποτελεί ίσως ένα σημαντικό μειονέκτημα στην συνοχή του κεφαλαίου περί ευρωπαϊκή ιθαγένειας[56].
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί η σχέση των δικαιωμάτων αυτών με τα δικαιώματα που προϋπήρχαν της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και αφορούν την ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων, την ελευθερία εγκατάστασης ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Οι διατάξεις των κεφαλαίων αυτών είναι ειδικότερες και ουσιαστικά αποτελούν ένα τμήμα του κεφαλαίου περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Όταν συντρέχει εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ως ειδικότερες υπερισχύουν των άρθρων 21-24 ΣΛΕΕ και δεν χρειάζεται επίκληση των γενικών διατάξεων περί δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια[57].
2.2.1 Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών
Το δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έχει αναφερθεί, δεν ήταν άγνωστο πριν από την καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Όμως συνδεόταν άμεσα με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Βέβαια, η νομολογία του ΔΕΚ και οι επεμβάσεις του ενωσιακού νομοθέτη είχαν επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αυτού τόσο πολύ[58], ώστε να υπάρχει η εντύπωση ότι η καθιέρωση του δικαιώματος αυτού σε όλους τους ευρωπαίους πολίτες, ανεξαρτήτως της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, δεν προσφέρει κάτι καινούργιο στον ευρωπαϊκό χώρο[59]. Δεν θα πρέπει όμως να περάσει απαρατήρητη η σημασία της ρύθμισης αυτής, καθώς ένα τόσο σημαντικό δικαίωμα αποσυνδέθηκε από την οικονομική δραστηριότητα και επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δίνεται η δυνατότητα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού λαού[60].
Το δικαίωμα αυτό πια κατοχυρώνεται για όλους τους ευρωπαίους πολίτες ρητά στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Από το γεγονός ότι αναγράφεται ως πρώτο δικαίωμα που απορρέει από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια γίνεται αντιληπτή η σπουδαιότητα του δικαιώματος αυτού. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να νοηθεί ίση αντιμετώπιση όλων των ευρωπαίων πολιτών από ένα κράτος μέλος, αν δεν είχαν όλοι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο κράτος αυτό[61]. Βέβαια, ακόμα και σήμερα αρκετές χώρες είναι αρκετά επιφυλακτικές ως προς το δικαίωμα αυτό και προσπαθούν να θέσουν εμπόδια στην πραγμάτωσή του, καθώς ανησυχούν για το ενδεχόμενο μαζικής μετανάστευσης ευρωπαίων πολιτών που αναζητούν καλύτερες συνθήκες εργασίας[62].
Σύμφωνα με το άρθρο 21 §1 ΣΛΕΕ το δικαίωμα αυτό ασκείται «υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους», ενώ οι παράγραφοι 2 και 3 περιέχουν νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις για την άσκηση του δικαιώματος αυτού[63]. Παρά την επιφύλαξη που υπάρχει στην ΣΛΕΕ για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το ΔΕΚ έχει αναγνωρίσει ότι οι διατάξεις αυτές αναπτύσσουν άμεση ισχύ[64]. Εξάλλου έχει υποστηριχθεί ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής αποτελεί κοινωνικό κεκτημένο για όλους τους ευρωπαίους πολίτες και δεν μπορεί να περιοριστεί, παρά μόνο να διευρυνθεί[65].
Το καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ευρωπαίων πολιτών ρυθμίζεται κυρίως από την οδηγία 2004/38, σύμφωνα με την οποία κάθε ευρωπαίος πολίτης μπορεί να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους, εφόσον πρώτον διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύψει τα αναγκαία έξοδα και να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και δεύτερον διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας για τους ενδεχόμενους κινδύνους που θα προκύψουν στο κράτος μέλος υποδοχής. Για τους φοιτητές επιπλέον απαιτείται να είναι εγγεγραμμένοι σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η άδεια διαμονής χορηγείται στους ευρωπαίους πολίτες με την απόδειξη της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων και με την επίδειξη του δελτίου ταυτότητας, ενώ όποιος διαμένει νόμιμα για πέντε συνεχή έτη σε κράτος μέλος δεν απαιτείται να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές[66].
Βεβαίως το δικαίωμα ελεύθερης διαμονής είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, καθώς πραγματώνεται με αυτό. Η ελεύθερη κυκλοφορία των ευρωπαίων πολιτών επιτυγχάνεται σήμερα με την κατάργηση του διασυνοριακού ελέγχου, ο οποίος περιορίζεται στην επίδειξη ισχύοντος διαβατηρίου ή ταυτότητας[67]. Το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαίων πολιτών αφορά φυσικά όχι μόνο την είσοδο τους στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, αλλά και την έξοδό τους από το κράτος αυτό. Επομένως οι περιορισμοί που επιβάλλουν τα κράτη μέλη ως προς την έξοδο των υπηκόων τους από το έδαφός τους θα πρέπει να συμβαδίζουν με το ενωσιακό δίκαιο και σε κάθε περίπτωση να πληρούν την αρχή της αναλογικότητας[68].
Δεν θα πρέπει να αμεληθεί το γεγονός ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ευρωπαίων πολιτών κατοχυρώνεται και στο άρθρο 45 ΧΘΔ, ενώ ουσιαστικά πραγματώνει την εξαγγελία του άρθρου 3 §2 ΣΕΕ για τη δημιουργία ενός χώρου «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων»[69]. Η σπουδαιότητα του δικαιώματος αυτού διαφαίνεται όταν αναγιγνώσκεται όχι ως ένα δικαίωμα μετακίνησης και εγκατάστασης, αλλά ως δικαίωμα ένταξης στο κοινωνικό και πολιτικό σύνολο ενός κράτους μέλους, διαφορετικού από αυτό που προέρχεται ο ευρωπαίος πολίτης[70]. Υπό αυτή την έννοια το δικαίωμα αυτό αποτελεί την βάση για την δημιουργία μίας ενιαίας ευρωπαϊκής κοινότητας, στην οποία οι πολίτες μπορούν να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν ελεύθερα όπου επιθυμούν, όπως ακριβώς και στο εσωτερικό ενός κράτους.
2.2.2 Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας
Το δικαίωμα αυτό καθιερώνεται στο άρθρο 22 ΣΛΕΕ και πρόκειται στην ουσία για δύο ξεχωριστά δικαιώματα, γεγονός που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό του ως διπλό δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής[71]. Σύμφωνα με το άρθρο 22 §1 ΣΛΕΕ κάθε ευρωπαίος πολίτης έχει το δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος μέλος που κατοικεί, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του και υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του κράτους αυτού. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 22 §2 ΣΛΕΕ οι πολίτες της Ένωσης έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν είτε ως εκλογείς είτε ως υποψήφιοι εκλεγόμενοι στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους κατοικίας τους και υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του κράτους αυτού. Τα δύο αυτά δικαιώματα κατοχυρώνονται και στα άρθρα 39 και 40 του ΧΘΔ[72].
Στόχος με την καθιέρωση των δικαιωμάτων αυτών τέθηκε η ένταξη των πολιτών άλλων κρατών μελών όχι μόνο στην κοινωνική, αλλά και στην πολιτική ζωή ενός άλλου κράτους μέλους, ώστε να αποδοθεί ίδια αξία σε όλους τους πολίτες και να μην τίθενται εμπόδια στην εγκατάστασή τους σε ένα άλλο κράτος μέλος. Βέβαια, η ΣΛΕΕ δεν προχώρησε στην κατοχύρωση της συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές, αφήνοντας τον τομέα αυτό στη κυριαρχική βούληση του κάθε κράτους μέλους. Στο εθνικό δίκαιο του κάθε κράτους μέλους αφήνεται και ο καθορισμός των προσώπων που θα λάβουν μέρος στις εκλογές, αφού ο ενωσιακός νομοθέτης δεν έχει ρυθμίσει λεπτομέρειες, όπως όριο ηλικίας για δικαίωμα ψήφου κ.λπ[73].
Ο δισταγμός του ενωσιακού νομοθέτη για διεύρυνση και πλήρη καθορισμό του δικαιώματος αυτού δείχνει και τον σεβασμό του προς τις εθνικές επιλογές του εκάστοτε κράτους μέλους ως προς τα πολιτικά δικαιώματα. Εξάλλου, το γεγονός ότι παρέχεται δυνατότητα παρεκκλίσεων και από τα δύο δικαιώματα καθιστά σαφές ότι ο ενωσιακός νομοθέτης δεν θέλησε να πιέσει τα κράτη μέλη και με αυτόν τον τρόπο να προκαλέσει αντιδράσεις, αλλά να θέσει τις βάσεις για την πολιτική ένταξη των πολιτών άλλων κρατών μελών στο κράτος μέλος κατοικίας τους[74]. Πάντως υπό την έννοια των παρεκκλίσεων θα πρέπει να νοηθεί ότι είναι δυνατή η εισαγωγή προϋποθέσεων που περιορίζουν μεν το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να φτάσουν στο σημείο αναίρεσης αυτού του δικαιώματος[75].
Το γεγονός ότι με την ΣΛΕΕ θεσπίζεται ένα αμιγώς πολιτικό δικαίωμα που έχει άμεση σχέση με τις έννοιες του λαού, του κράτους και της κρατικής κυριαρχίας προκάλεσε πολλές αντιδράσεις σε κράτη μέλη και ανάγκασε ορισμένα σε αναθεώρηση του συντάγματός τους[76]. Στην Γαλλία έντονη συζήτηση προέκυψε για την συνταγματική αναθεώρηση, καθώς αυτή φαίνεται να αποκλείει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών από το δικαίωμα εκλογής στα αξιώματα του δημάρχου και του αντιδημάρχου[77], ενώ στην Γερμανία μεγαλύτερη εντύπωση προκάλεσε όχι το γεγονός ότι σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας είναι επιτρεπτός ο αποκλεισμός αλλοδαπών από τις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά κυρίως η μετριοπαθής στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[78]. Στον ελληνικό χώρο, παρόλο που δεν υπήρξαν δυσχέρειες στην πράξη, μέρος της θεωρίας τόνισε ότι είναι αναγκαία η αναθεώρηση του συντάγματος ώστε να συμβαδίζει με το άρθρο 22 ΣΛΕΕ[79].
Με την καθιέρωση του διπλού αυτού δικαιώματος πολιτικής συμμετοχής έγινε μία έντονη προσπάθεια να αυξηθεί το αίσθημα συμμετοχής του ευρωπαίου πολίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε ο κάθε πολίτης να αισθάνεται πως ανήκει σε έναν ενιαίο ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο, του οποίου είναι κομμάτι και τον καθορίζει. Δυστυχώς, η ελαττωμένη συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών στις ευρωπαϊκές εκλογές και η διστακτικότητα των κρατών μελών να αναγνωρίσουν πολιτικά δικαιώματα σε μη υπηκόους κατοίκους τους δίνει την αίσθηση ότι ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί[80]. Θετικό δείγμα στη διαπίστωση αυτή αποτελεί το γεγονός ότι σταδιακά αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής στις ευρωπαϊκές εκλογές, ενώ τα κράτη υποχωρούν μπροστά στην πίεση των μη υπηκόων κατοίκων τους που επιθυμούν να ενταχθούν στο πολιτικό σύνολο της χώρας υποδοχής.
2.2.3 Δικαίωμα διπλωματικής και προξενικής προστασίας
Το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού είναι αρκετά σαφές και δεν προκαλεί προβληματισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 23 ΣΛΕΕ κάθε ευρωπαίος πολίτης που βρίσκεται στο έδαφος τρίτης χώρας, στην οποία δεν αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος, μπορεί να ζητήσει την διπλωματική και προξενική προστασία κάθε άλλου κράτους μέλους που αντιπροσωπεύεται στο τρίτο αυτό κράτος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό δεν παρέχεται μόνο ένα δικαίωμα στους ευρωπαίους πολίτες, αλλά όλα τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν διπλωματική και προξενική προστασία στους ευρωπαίους πολίτες που βρίσκονται σε έδαφος τρίτου κράτους, ανεξαρτήτως της υπηκοότητάς τους και υπό τους ίδιους όρους. Επίσης, τα τρίτα κράτη οφείλουν να παρέχουν σε όλους τους ευρωπαίους πολίτες την ίδια διπλωματική και προξενική προστασία που παρέχουν στους πολίτες ενός κράτους μέλους βάσει διμερούς συμφωνίας, μόνο όμως εφόσον συναινέσουν ρητά σε αυτό τον όρο[81].
Το δικαίωμα αυτό, που κατοχυρώνεται και στο άρθρο 46 ΧΘΔ, έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για τους πολίτες της Ένωσης, ειδικά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως κλοπές, ασθένειες, τραυματισμούς, αναταραχές, φυσικές καταστροφές κ.λπ[82]. Παρά το γεγονός όμως ότι η σπουδαιότητα του δικαιώματος είναι εξαιρετικά μεγάλη, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το δικαίωμα αυτό αφορά το διεθνές και όχι το ενωσιακό δίκαιο, αφού η προέκταση της διπλωματικής και προξενικής προστασίας σε πολίτες άλλων κρατών είναι θεσμός του διεθνούς δικαίου και στην προκειμένη περίπτωση απλώς εξειδικεύεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[83]. Το γεγονός ότι πρόκειται στην ουσία για μία διεθνή συμφωνία και όχι για ένα δικαίωμα που απορρέει άμεσα από τη ΣΛΕΕ[84] καθίσταται σαφές και από το γεγονός ότι η προστασία παρέχεται από τα ίδια τα κράτη μέλη και όχι από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[85], ενώ η απόφαση 95/553 που εξειδικεύει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών δεν είναι πράξη του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, αλλά απόφαση των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, επομένως πρόκειται για μία πράξη στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου[86]. Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο δικαίωμα αυτό εξαντλείται στην έκδοση οδηγιών που απλώς διευκολύνουν την παρεχόμενη προστασία[87]. Δεν θα πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να παραβλέψει κανείς την ευρωπαϊκή διάσταση του δικαιώματος αυτού, καθώς τα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν διπλωματική και προξενική προστασία μέσα από κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.
2.2.4 Δικαίωμα αναφοράς προς τα όργανα της Ένωσης
Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 §2, 3 και 4 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την §2 παρέχεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης το δικαίωμα να υποβάλλει αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για οποιοδήποτε ζήτημα υπάγεται στην αρμοδιότητα της Ένωσης. Το δικαίωμα αυτό εξειδικεύεται στο άρθρο 227 ΣΛΕΕ και κατοχυρώνεται επίσης και στο άρθρο 44 ΧΘΔ. Επίσης, σύμφωνα με την §3 κάθε πολίτης της Ένωσης έχει τη δυνατότητα να απευθύνεται στον Διαμεσολαβητή, δικαίωμα που εξειδικεύεται στο άρθρο 228 ΣΛΕΕ και επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 43 ΧΘΔ. Τέλος, στην §4 παρέχεται η δυνατότητα στους ευρωπαίους πολίτες να απευθύνονται γραπτώς σε οποιοδήποτε από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα της Ένωσης[88].
Ίσως από τον τρόπο αναγραφής του δικαιώματος αυτού στην ΣΛΕΕ να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για δύο ή τρία ξεχωριστά δικαιώματα[89]. Ορθότερη θα ήταν όμως η άποψη ότι πρόκειται για εξειδικεύσεις του ίδιου δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος αναφοράς προς τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι πρόκειται για ένα σπουδαιότατο δικαίωμα, καθώς η δυνατότητα των ευρωπαίων πολιτών να απευθύνονται άμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία ευρωπαϊκής συνείδησης[90]. Επιπλέον, με την παροχή αυτού του δικαιώματος διαφαίνεται η προσπάθεια σύνδεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο με τα κράτη μέλη, αλλά με τους πολίτες των κρατών αυτών, ώστε οι εξαγγελίες περί εγγύτητας και διαφάνειας του άρθρου 1 ΣΕΕ που εδραίωσαν την άποψη περί διπλής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταστούν πραγματικότητα[91].
Θα πρέπει να αναφερθεί βέβαια ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι άγνωστο στον διεθνή χώρο. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα αρκετά συνηθισμένο δικαίωμα στις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το δικαίωμα απευθείας αναφοράς προς τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών[92].
2.2.5 Δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας των πολιτών
Πρόκειται για ένα δικαίωμα που κατοχυρώθηκε στο άρθρο 24 §1 ΣΛΕΕ με τη συνθήκη της Λισαβόνας και θεσπίστηκε στο πλαίσιο ανάπτυξης και καθιέρωσης της συμμετοχικής δημοκρατίας[93]. Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό η συγκέντρωση τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου πολιτών της Ένωσης από σημαντικό αριθμό κρατών μπορεί να προκαλέσει την έκδοση νομικών πράξεων της Ένωσης για τη ρύθμιση ενός ζητήματος[94].
2.2.6 Άλλα δικαιώματα
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι μόνο όσα περιλαμβάνονται στο εν λόγω κεφάλαιο (άρθρα 20-24 ΣΛΕΕ)[95]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των οργάνων της Ένωσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 §3 ΣΛΕΕ[96]. Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό κάθε πολίτης της Ένωσης έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης[97].
Τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης δεν είναι μόνο όσα κατοχυρώνονται στην ΣΛΕΕ. Μετά την κύρωση του ΧΘΔ από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την αναγνώριση της δεσμευτικότητάς του, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης θωρακίζεται με τα δικαιώματα που του παρέχει ο ΧΘΔ. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς όχι μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση εγγυάται την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών αναβαθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο το status τους, αλλά επίσης ενισχύονται οι συνταγματικές βάσεις της ευρωπαϊκής πολιτείας, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβάνει τον ρόλο κράτους που δεν αναγνωρίζει μόνο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της, αλλά καλείται να τα προστατέψει και να εγγυηθεί την ακώλυτη άσκησή τους[98].
2.2.7 Απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας
Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνδέεται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, όπως είναι φυσικό, και για τον λόγο αυτό περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο με αυτή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση περιέλαβε από τα πρώτα της βήματα στο πρωτογενές δίκαιο διατάξεις που επιτάσσουν την ίση μεταχείριση των ευρωπαίων πολιτών, καθώς σε μία πολιτεία που συγκεντρώνει τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς και κουλτούρες είναι εύλογος ο φόβος για δείγματα ρατσισμού και ξενοφοβίας από τα κράτη μέλη. Σήμερα, πέρα από την γενική αρχή της ισότητας των ευρωπαίων πολιτών (άρθρο 9 ΣΕΕ), την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών (άρθρα 8 και 157 ΣΛΕΕ), την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου (20 ΧΘΔ) και την γενική απαγόρευση των διακρίσεων (21 ΧΘΔ, 10 και 19 ΣΛΕΕ), στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ και μία ειδικότερη μορφή απαγόρευσης των διακρίσεων, αυτή που πραγματοποιείται λόγω της ιθαγένειας[99].
Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας είναι μία αρχή που καταγράφεται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο ήδη από την ίδρυση του και έχει προσλάβει άμεση ενέργεια[100]. Με την εισαγωγή της ευρωπαϊκής ιθαγένειας η αρχή αυτή αποσυνδέθηκε από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και έλαβε ένα γενικότερο περιεχόμενο, καλύπτοντας κάθε δραστηριότητα και έκφανση των ευρωπαίων πολιτών. Όπως και τα δικαιώματα διαμονής και μετακίνησης σε άλλο κράτος μέλος, έτσι και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας σήμερα καλύπτει κάθε πολίτη της Ένωσης, ανεξάρτητα από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Την σύνδεση της αρχής αυτής με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια υποδεικνύει εξάλλου και η συστηματική τοποθέτηση των δύο άρθρων (18 και 20 ΣΛΕΕ) στο ίδιο κεφάλαιο της ΣΛΕΕ υπό τον κοινό τίτλο «απαγόρευση των διακρίσεων και ιθαγένεια της ένωσης»[101].
Η εν λόγω αρχή απευθύνεται φυσικά τόσο στα κράτη μέλη όσο και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οφείλουν να επιφυλάσσουν την ίδια μεταχείριση για όλους τους ευρωπαίους πολίτες. Περιεχόμενο της απαγόρευσης τίθενται οι διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, δηλαδή η άνιση μεταχείριση των παρόμοιων καταστάσεων και η όμοια μεταχείριση των διαφορετικών. Σε κάθε περίπτωση επιτρέπεται η παρέκκλιση από την αρχή αυτή, εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικώς και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας[102].
2.3 Υποχρεώσεις των ευρωπαίων πολιτών
Παρά το γεγονός ότι το άρθρο 20 §2 ΣΛΕΕ αναφέρεται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών της Ένωσης, δεν υπάρχει πουθενά στο πρωτογενές και δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο καμία αναφορά για υποχρεώσεις των ευρωπαίων πολιτών[103]. Εξάλλου, εφόσον ούτε η ευρωπαϊκή ιθαγένεια έχει το ίδιο νόημα και περιεχόμενο με την ιθαγένεια όπως είναι γνωστή ως θεσμός του δημοσίου δικαίου, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κρατική υπόσταση και συνταγματική θεμελίωση, δεν είναι νοητή η επιβολή υποχρεώσεων όμοιων με αυτές που επιβάλλει ένα κράτος στους πολίτες του, όπως η υποχρέωση καταβολής φόρων ή εκπλήρωσης στρατιωτικών υποχρεώσεων. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι έχει υποστηριχθεί πως ως υποχρεώσεις μπορούν να νοηθούν ορισμένες απαγορεύσεις που απορρέουν από διατάξεις του πρωτογενούς ή δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, όπως για παράδειγμα από το δίκαιο του ανταγωνισμού (101 και 102 ΣΛΕΕ)[104].
Πάντως το γεγονός ότι από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια απορρέουν μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις αφενός αποτελεί ακόμα μία υπόδειξη πως δεν πρόκειται για την έννοια της ιθαγένειας έτσι όπως είναι γνωστή στα πλαίσια των κρατών, αφετέρου μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τίθενται εμπόδια στον στόχο που καλείται να επιτύχει η ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Πράγματι, η θέσπιση υποχρεώσεων προς τους ευρωπαίους πολίτες θα αύξανε το αίσθημα αλληλεγγύης και συμμετοχής σε έναν ενιαίο χώρο[105], όμως πιθανότατα υπό τις παρούσες συνθήκες θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις στους πολίτες της Ένωσης, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται και να μην προωθείται η διαδικασία ολοκλήρωσης.
2.4 Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και πολίτες τρίτων κρατών
Όπως έχει καταστεί σαφές, δεν υπάρχει καμία σύνδεση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας με τους πολίτες τρίτων κρατών, λόγω του παρακολουθηματικού της χαρακτήρα. Εξαιτίας της άμεσης σύνδεσης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας με την εθνική ιθαγένεια, ο μόνος τρόπος για την απόκτηση της πρώτης είναι μέσα από την απόκτηση της δεύτερης. Το γεγονός αυτό έχει καταλογιστεί ως μειονέκτημα στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια, καθώς μπορεί να λειτουργήσει ως εμπόδιο για την απονομή κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες τρίτων χωρών που ζουν και εργάζονται στην επικράτεια κράτους μέλους[106].
Επίσης, λόγω του αποκλεισμού των πολιτών τρίτων κρατών από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια έχει εκφραστεί ο φόβος για την δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού εθνικισμού»[107]. Για τους λόγους αυτούς έχει προταθεί η επέκταση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας προς τους πολίτες τρίτων κρατών μελών, με την ένταξη πρόβλεψης απονομής της ιθαγένειας σε αυτούς αν πληρούνται ορισμένα κριτήρια[108]. Όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο χωρίς την αποσύνδεση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από τις εθνικές ιθαγένειες και την εξάλειψή τους με τέτοιο τρόπο ώστε να επικρατήσει μόνο η ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Η πλήρης αυτονόμηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και δεν αποκλείεται, πάντως δεν είναι ένα βήμα που αναμένεται σύντομα.
2.5 Συμπέρασμα
Από την ανάλυση που έχει προηγηθεί κατέστη σαφές ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι μία ιθαγένεια, όπως αυτή είναι γνωστή από το δημόσιο δίκαιο. Πρόκειται για μία καταχρηστική χρήση του όρου που υποδηλώνει ίσως τις φιλοδοξίες για την μορφή που θα πάρει μελλοντικά ο θεσμός αυτός. Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν εμφανίζει αυτοτέλεια αλλά συνδέεται άμεσα και εξαρτάται από την εθνική ιθαγένεια δεν αφήνει περιθώρια για μία διαφορετική ερμηνεία.
Όμως το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν έχει αυτοτέλεια, δεν υποβαθμίζει την αξία και το περιεχόμενό της. Πράγματι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια παρουσιάζει μία δυναμική προοπτική, καθώς εμπεριέχει ένα ξεχωριστό και αυτόνομο περιεχόμενο που δεν σχετίζεται με την εθνική ιθαγένεια. Τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και απονέμονται στους πολίτες της Ένωσης δεν τελούν υπό την έγκριση των κρατών μελών ούτε απαιτούν την εμπλοκή τους. Αντιθέτως απονέμονται αυτόματα με την αναγνώριση της ιθαγένειας της Ένωσης.
Η δυναμική όψη της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν φαίνεται μόνο από την αυτοτέλεια των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, αλλά και από το γεγονός ότι τα δικαιώματα αυτά αυξάνονται παράλληλα με την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[109]. Εξάλλου η συμπλήρωση και επέκταση των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών προβλέπεται και στο άρθρο 25 ΣΛΕΕ[110], υποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυναμική διάσταση της ιθαγένειας της Ένωσης[111].
3. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελεί φυσικά πηγή του ενωσιακού δικαίου, όμως οι εξαιρετικά προωθημένες απόψεις που εκφράζονται από το δικαστήριο προσφέρουν μία νέα προοπτική σε θεσμούς και διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, καθιστώντας τη νομολογία παράγοντα διαμόρφωσης του και για τον λόγο αυτό άξια αναφοράς.
3.1 Σκιαγράφηση της δυναμικής της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας
Μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν αυτή που εκδόθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης Micheletti (ΔΕΚ 7.7.1992, C-369/90), λίγο καιρό μετά από την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά ο M. Micheletti είχε διπλή υπηκοότητα, καθώς γεννήθηκε στην Αργεντινή από Ιταλούς γονείς. Αφότου αναγνώρισε στην Ισπανία το πτυχίο που είχε αποκτήσει από πανεπιστήμιο της Αργεντινής και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής στο Ισπανικό κράτος, διεκδίκησε την εφαρμογή των διατάξεων για την ελευθερία της εγκατάστασης, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Οι ισπανικές αρχές αρνήθηκαν την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού, επειδή βαρύνουσα ιθαγένεια του Micheletti ήταν η ιθαγένεια της Αργεντινής, καθώς όντως ο Micheletti είχε αντικειμενικά περισσότερους και πιο έντονους δεσμούς με την Αργεντινή[112].
Το ΔΕΚ στην απόφασή του έκρινε ότι ένα πρόσωπο που έχει πολλές ιθαγένειες είναι ευρωπαίος πολίτης, εφόσον έστω μία από τις ιθαγένειες αυτές είναι ιθαγένεια κράτους μέλους, ακόμα και αν η βαρύνουσα ιθαγένεια κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι ιθαγένεια τρίτου κράτους. Επομένως, όσον αφορά τους ευρωπαίους πολίτες θα πρέπει να τονιστεί ότι η αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί βαρύνουσας ιθαγένειας δεν εφαρμόζεται στο ενωσιακό δίκαιο[113], ενώ το δικαστήριο τόνισε ότι οι αρχές των κρατών μελών δεν έχουν το δικαίωμα να αμφισβητούν την ιθαγένεια ενός άλλου κράτους μέλους και με τον τρόπο αυτό να αρνούνται την εφαρμογή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια σε πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους[114].
Παρότι στην υπόθεση Micheletti το ΔΕΚ εφάρμοσε τις διατάξεις περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας, δεν είχε καταστεί ακόμα σαφές αν οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξαρτήτως οικονομικής δραστηριότητες ή η εφαρμογή τους συντρέχει μόνο όταν ο μετακινούμενος πολίτης πρόκειται να ενεργοποιηθεί οικονομικά στο κράτος υποδοχής. Στις αμφιβολίες αυτές έδωσε απάντηση το ΔΕΚ με την απόφαση του στην υπόθεση Martinez Sala (ΔΕΚ 12.5.1998, C-85/96). Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η Martinez Sala ήταν Ισπανίδα υπήκοος που κατοικούσε στην Γερμανία. Από το 1984 ως το 1994 το γερμανικό κράτος δεν της παρείχε άδειες διαμονής, αλλά μόνο πιστοποιητικά ότι είχε υποβάλει αίτηση για την παράταση της ισχύος της άδειας διαμονής. Μετά την γέννηση της κόρης της, το 1993, η Martinez Sala υπέβαλε αίτηση για την χορήγηση επιδόματος ανατροφής για την κόρη της, την οποία οι γερμανικές αρχές απέρριψαν υπό την αιτιολογία ότι η Martinez Sala δεν είχε ούτε γερμανική υπηκοότητα ούτε άδεια διαμονής στο γερμανικό κράτος[115].
Στην συγκεκριμένη υπόθεση το ΔΕΚ δεν έλαβε σαφή θέση ούτε απάντησε με πληρότητα στο προδικαστικό ερώτημα του γερμανικού δικαστηρίου. Για την απόφαση του αυτή που δημιούργησε έντονους προβληματισμούς[116] το ΔΕΚ κατηγορήθηκε ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις και ότι δεν αιτιολόγησε πλήρως την απάντησή του[117]. Αυτό που αξίζει να συγκρατήσει κανείς από τη συγκεκριμένη απόφαση είναι πως το ΔΕΚ αναγνώρισε στην Martinez Sala το δικαίωμα ελεύθερης διαμονής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια το κράτος υποδοχής είχε την υποχρέωση να μην προβαίνει σε διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Παρά το γεγονός ότι η Martinez Sala από το 1989 δεν εργαζόταν, το ΔΕΚ αναγνώρισε ότι είναι φορέας του δικαιώματος ελεύθερης διαμονής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο σαφές το γεγονός ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν εξαρτώνται από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.
Με μία σειρά αποφάσεων την περίοδο που ακολούθησε τη θέση σε ισχύ της συνθήκης του Μάαστριχτ και την θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, το ΔΕΚ έδωσε με τις αποφάσεις του σαφή απάντηση σε πολλά ζητήματα που αφορούσαν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Με την απόφαση C-193/94 στην υπόθεση Σκαναβή, το ΔΕΚ διευκρίνισε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αποτελεί ειδικότερη έκφανση του γενικού άρθρου 21 ΣΛΕΕ και ειδική διάταξη σε σχέση με αυτή[118]. Επομένως τα δικαιώματα που συνδέονται με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είναι ειδικά σε σχέση με τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και αποτελούν απλώς μία έκφανση και εξειδίκευση των γενικών διατάξεων. Επομένως, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ C-348/96 στην υπόθεση Donatella Calfa, δεν χρειάζεται επίκληση των διατάξεων περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας, αν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι συντρέχει εφαρμογή των ειδικότερων διατάξεων της ΣΛΕΕ, όπως π.χ. των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων ή την ελευθερία παροχής υπηρεσιών[119].
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η διστακτικότητα με την οποία το ΔΕΚ αντιμετώπιζε τα ζητήματα που αφορούσαν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια εξαλείφθηκε. Πια μέσα από την διατύπωση των αποφάσεων φαίνεται ότι το ΔΕΚ θέλησε να αποκτήσει ο θεσμός της ευρωπαϊκής ιθαγένειας μεγαλύτερη σημασία στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[120]. Μία από τις αποφάσεις που σηματοδοτούν αυτή τη στροφή στη νομολογία του ΔΕΚ είναι η απόφαση C-184/99 της 20.9.2001 στην υπόθεση Grzelczyk. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της απόφασης αυτής ένας Γάλλος υπήκοος φοιτούσε και εργαζόταν στο Βέλγιο. Κατά το τέταρτο έτος των σπουδών του σταμάτησε να εργάζεται και ζήτησε να του καταβληθεί το κατώτατο όριο διαβίωσης, αίτημα που το βέλγικο δημόσιο απέρριψε με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω σπουδαστής δεν είχε βέλγικη υπηκοότητα[121].
Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ η ρύθμιση του βέλγικου κράτους αποτελεί απαγορευμένη διάκριση λόγω ιθαγένειας, καθώς αν ο εν λόγω φοιτητής στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν Βέλγος υπήκοος χωρίς να υπάρχει καμία άλλη διαφορά, τότε θα δικαιούνταν το κατώτατο όριο διαβίωσης. Σύμφωνα με το ΔΕΚ, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ μπορεί να το επικαλεστεί οποιοσδήποτε πολίτης της Ένωσης έχει νόμιμο δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος απ’ αυτό της υπηκοότητάς του, για όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου[122]. Με την απόφαση αυτή το ΔΕΚ θέλησε να τονίσει όχι μόνο τη σημασία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, αλλά και να προσδώσει ένα αυξημένο status προστασίας στους ευρωπαίους πολίτες.
Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ έχει απασχολήσει αρκετές φορές το ΔΕΕ και έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις γύρω από τη διάταξη αυτή. Στο ίδιο πλαίσιο με την προηγούμενη απόφαση κινείται και η απόφαση του ΔΕΚ C-209/03 της 15.3.2005 για την υπόθεση Bidar. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή η χορήγηση επιδόματος από το κράτος μόνο σε σπουδαστές που έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού και όχι σε σπουδαστές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, συνιστά απαγορευμένη διάκριση λόγω ιθαγένειας και αντίκειται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ[123]. Διακριτική μεταχείριση μεταξύ των ήδη και των μελλοντικών κατοίκων συνιστά και η ρύθμιση του ελληνικού δικαίου που χορηγεί ευεργέτημα φορολογικής απαλλαγής σε όσους κατοικούν στην Ελλάδα, όχι όμως σε όσους αγοράζουν πρώτη κατοικία στην Ελλάδα ώστε να εγκατασταθούν μελλοντικά σε αυτή και δεν έχουν μετοικήσει ακόμα, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ C-155/09 της 20.1.2011[124].
Ιδιαίτερα σημαντική και ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την αρχή της μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας είναι η C-224/98 της 11.7.2002 για την υπόθεση D’Hoop. Πρόκειται για μία υπήκοο του Βελγίου η οποία ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της στην Γαλλία και επέστρεψε στον Βέλγιο όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακές σπουδές. Το Βέλγιο της αναγνώρισε τον δευτεροβάθμιο τίτλο σπουδών που είχε αποκτήσει στην Γαλλία, όταν όμως, μετά το πέρας των πανεπιστημιακών σπουδών της, ζήτησε να της χορηγηθεί το προβλεπόμενο επίδομα, το βέλγικο κράτος το αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι δεν πληρούταν η προϋπόθεση της ολοκλήρωσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε εκπαιδευτικό σύστημα του Βελγίου.
Το ΔΕΚ έκρινε στην προκειμένη περίπτωση ότι πρόκειται για διακριτική μεταχείριση ευρωπαίου πολίτη λόγω ιθαγένειας. Το ενδιαφέρον στην υπόθεση αυτή είναι ότι σε απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση προβαίνει όχι το κράτος υποδοχής (όπως είναι το σύνηθες, αφού τα κράτη προσπαθούν να θέσουν τους υπηκόους τους σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών), αλλά το κράτος ιθαγένειας. Σύμφωνα με το ΔΕΚ είναι παράλογο να τίθεται ο πολίτης ενός κράτους σε δυσμενέστερη θέση από αυτή στην οποία θα βρισκόταν, αν δεν είχε χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα που του παρέχουν οι συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης[125].
Μία δεκαετία περίπου μετά την εισαγωγή της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, το ΔΕΚ κλήθηκε να λάβει θέση ως προς την πρακτική εμβέλεια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ[126]. O W. Baumbast ήταν Γερμανός υπήκοος που διέμενε μαζί με την οικογένειά του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αφότου η επιχείρησή του πτώχευσε το 1993, άρχισε να εργάζεται σε γερμανικές εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνταν σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως να αλλάξει ο τόπος στον οποίο διατηρούσε τη μόνιμη κατοικία του. Όταν ο Baumbast ζήτησε ανανέωση της άδειας διαμονής του για τον ίδιο και την οικογένειά του, οι βρετανικές αρχές την αρνήθηκαν με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω πολίτης δεν εργαζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο ούτε είχε υγειονομική ασφάλιση στη χώρα αυτή.
Στο προδικαστικό ερώτημα που έστειλε το βρετανικό δικαστήριο απάντησε το ΔΕΚ με την απόφαση C-413/99 της 17.9.2002 (υπόθεση Baumbast). Το ΔΕΚ στην ιδιαίτερα σημαντική αυτή απόφαση έκρινε ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα και μπορούν οι πολίτες της Ένωσης να το επικαλεστούν ώστε να αποκτήσουν δικαίωμα διαμονής στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Το ΔΕΚ τόνισε ότι το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε περιορισμούς, όμως οι περιορισμοί αυτοί τίθενται από το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο και δεν μπορούν τα κράτη να τους διευρύνουν ή να τους ερμηνεύουν κατά βούληση. Αντίθετα τα εθνικά όργανα οφείλουν να ερμηνεύουν τους περιορισμούς που τίθενται ως προς το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου και με βάση την αρχή της αναλογικότητας[127].
Η σημασία της απόφασης αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Αναγνωρίζοντας το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 21 ΣΛΕΕ το ΔΕΚ ανέδειξε το status του ευρωπαίου πολίτη και τη σημασία του θεσμού της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Με την απόφαση αυτή κατέστη σαφές το γεγονός ότι ο θεσμός της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν είναι ούτε ένα απλό ευχολόγιο[128], ούτε μία πανηγυρική διακήρυξη χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, ούτε ένας θεσμός με άγνωστο και επουσιώδες περιεχόμενο[129]. Αντίθετα η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποτελεί μία θεσμική εγγύηση για τους ευρωπαίους πολίτες, που όχι μόνο αναβαθμίζει το status τους, αλλά εγγυάται την ίση αντιμετώπισή τους, ανεξαρτήτως προέλευσης και ιθαγένειας[130].
3.2 Η οικογενειακή επανένωση
Το ΔΕΚ έχει απασχολήσει ιδιαίτερα το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης, για το οποίο έχει εκδοθεί σειρά αποφάσεων. Το ζήτημα αυτό αφορά την παράγωγη κτήση των δικαιωμάτων κυκλοφορίας και διαμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση από πολίτες τρίτων χωρών, όχι επειδή απέκτησαν την εθνική ιθαγένεια ενός κράτους μέλους, αλλά επειδή έχουν συγγενική σχέση με κάποιον ευρωπαίο πολίτη. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πάρα πολλά καθώς και τα προβλήματα που προκύπτουν ως προς το ζήτημα αυτό. Το ΔΕΚ κλήθηκε να ορίσει το εύρος των προσώπων που μπορούν να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος ενός κράτους μέλους επειδή κάποιος συγγενείς τους είναι ευρωπαίος πολίτης, καθώς και αν το δικαίωμα αυτό αποκτάται σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο.
Μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις γύρω από το ζήτημα αυτό είναι η υπόθεση Zhu and Chen, για την οποία εκδόθηκε η απόφαση του ΔΕΚ C-200/02 της 19.10.2004. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά ένα ζευγάρι κινέζων πολιτών μετέβη στην Ιρλανδία με σκοπό να γεννηθεί εκεί το παιδί τους και κατά συνέπεια να αποκτήσει την ιρλανδική υπηκοότητα. Στη συνέχεια η μητέρα και το παιδί εγκαταστάθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και όταν ζητήθηκε η χορήγηση άδειας διαμονής οι βρετανικές αρχές το αρνήθηκαν.
Σύμφωνα με το ΔΕΚ το παιδί που είχε ιρλανδική υπηκοότητα ήταν φυσικά ευρωπαίος πολίτης και κατά συνέπεια ήταν φορέας του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μητέρα του δεν ήταν φυσικά ευρωπαίος πολίτης, καθώς δεν είχε την υπηκοότητα ενός από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως αν δεν αναγνωριζόταν το δικαίωμα ελεύθερης διαμονής στη μητέρα, τότε το αντίστοιχο δικαίωμα του παιδιού θα έχανε κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, καθώς αυτό θα ήταν αναγκασμένο να μείνει εκεί που θα μείνει και το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του. Σύμφωνα με το ΔΕΚ το παιδί έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται από το πρόσωπο που έχει την επιμέλειά του, επομένως το πρόσωπο αυτό έχει το δικαίωμα να κατοικεί μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής, για όσο διάστημα διαρκεί η διαμονή του ευρωπαίου πολίτη στο κράτος υποδοχής. Εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός στη συγκεκριμένη απόφαση ότι το ΔΕΚ απέρριψε τον ισχυρισμό του Ηνωμένου Βασιλείου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Σύμφωνα με το ΔΕΚ εφόσον ένα πρόσωπο απέκτησε με νόμιμο τρόπο την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους (και επομένως και την ευρωπαϊκή ιθαγένεια), τότε οι λόγοι απόκτησης δεν ερευνώνται[131]. Αρκεί να είναι νόμιμος ο τρόπος απόκτησης της εθνικής ιθαγένειας. Εξάλλου δεν θα ήταν λογικό ένα κράτος να εξετάζει ζητήματα που αναφέρονται στο κυριαρχικό δικαίωμα ενός άλλου κράτους για την απονομή ή όχι της εθνικής ιθαγένειας.
Μάλιστα το ΔΕΚ προχώρησε σε ένα ακόμα πιο αποφασιστικό βήμα υποστηρίζοντας ότι για την παράγωγη απονομή του δικαιώματος διαμονής δεν εξετάζεται όχι μόνο η καταχρηστικότητα της προηγηθείσας απονομής ιθαγένειας, αλλά ούτε η νομιμότητα της εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους. Η υπόθεση Metock αφορά δύο συζύγους, ένα πολίτη της Ένωσης και ένα πολίτη τρίτου κράτους. Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ C-127/08 της 25.7.2008 αναγνωρίζεται δικαίωμα διαμονής στον σύζυγο που είναι πολίτης τρίτου κράτους ώστε να διαμείνει μαζί με τον σύζυγό του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να απαιτείται νόμιμη διαμονή και είσοδος στο κράτος μέλος υποδοχής. Για την απονομή του δικαιώματος διαμονής δεν εξετάζεται ούτε ο τόπος και η ημερομηνία τέλεσης του γάμου, ούτε ο τρόπος με τον οποίο ο σύζυγος που δεν είναι ευρωπαίος πολίτης εισήλθε στο έδαφος κράτους μέλους[132]. Επομένως το δικαίωμα διαμονής απονέμεται όχι μόνο στους γονείς ενός προσώπου, αλλά και στον νόμιμο σύζυγο αυτού, χωρίς να εξετάζεται ούτε ο τρόπος απόκτησης της ευρωπαϊκής (και εθνικής) ιθαγένειας, ούτε αν ο τρόπος εισόδου των μη ευρωπαίων πολιτών στο ενωσιακό έδαφος ήταν νόμιμος ή παράνομος.
Παρόμοια με την υπόθεση Zhu and Chen ήταν και η υπόθεση Zambrano. Ένα ζευγάρι κολομβιανών πολιτών μετέβη στο Βέλγιο, όπου ζήτησε την χορήγηση ασύλου, άδειας εργασίας και διαμονής, χωρίς όμως να υπάρξει θετική απάντηση από τις βέλγικες αρχές. Εν τω μεταξύ είχε γεννηθεί στο έδαφος του Βελγίου το παιδί τους, το οποίο απέκτησε την βέλγικη ιθαγένεια. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου C-34/09 της 8.3.2011 με την γέννηση του παιδιού τους οι γονείς αποκτούν αυτόματα δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής. Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε το δικαστήριο ήταν ότι σε περίπτωση που δεν αναγνωριζόταν δικαίωμα διαμονής στους γονείς του παιδιού, τότε αυτό θα εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για να τους ακολουθήσει, επομένως δεν θα μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται λόγω της απονομής της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Αντίθετα, θα πρέπει να απαγορεύονται τα εθνικά μέτρα που εμποδίζουν τους ευρωπαίους πολίτες από την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Μέτρο που θα εξανάγκαζε τους γονείς ενός παιδιού να εγκαταλείψουν το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει το παιδί, θα το εμπόδιζε από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης διαμονής, καθώς θα εξαναγκαζόταν να ακολουθήσει τους γονείς του[133].
Η απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Zambrano προκάλεσε έντονη συζήτηση. Η απόφαση εκδόθηκε με αντίθετες παρατηρήσεις όλων των κρατών μελών, ενώ υπήρξαν πολλοί υποστηριχτές της άποψης ότι πρέπει να τεθούν περιορισμοί, όχι μόνο στην παράγωγη κτήση του δικαιώματος διαμονής λόγω οικογενειακής επανένωσης, αλλά και γενικά στον θεσμό και στα δικαιώματα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας[134]. Από την άλλη οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υποστήριξαν ότι η νομολογία αυτή ενδυναμώνει τον θεσμό της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, δίνοντας του πραγματικό νόημα και ουσιώδες περιεχόμενο και καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο εφικτή την επικράτηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας έναντι των εθνικών, με σκοπό τη δημιουργία μίας συνταγματικής ευρωπαϊκής πολιτείας[135]. Με όποια άποψη και αν τάσσεται κανείς, οφείλει να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεύρυνε κατά ένα μεγάλο μέρος τις συνέπειες της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, καταλαμβάνοντας έναν σημαντικό αριθμό μη ευρωπαίων πολιτών. Παρόλο που οι πολίτες αυτοί δεν είναι φορείς της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, έχουν το δικαίωμα να απολαύσουν ορισμένα από τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή. Οι αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν λόγω αυτού του γεγονότος ανάγκασαν το δικαστήριο να περιορίσει την εμβέλεια της ως τότε νομολογίας του με τις δύο επόμενες αποφάσεις.
Στην υπόθεση McCarthy τα πραγματικά περιστατικά είναι σχεδόν ίδια με αυτά της υπόθεσης Metock. Πολίτης τρίτης χώρας ήταν παντρεμένος με ευρωπαίο πολίτη, ο οποίος όμως δεν είχε κάνει ποτέ χρήση των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία. Το γεγονός ότι ο ευρωπαίος πολίτης δεν είχε μετακινηθεί από το κράτος μέλος στο οποίο διέμενε διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς ώθησε το δικαστήριο στην σκέψη πως ο ευρωπαίος πολίτης δεν εξαναγκάζεται σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει τη χώρα διαμονής του. Με την απόφασή του C-434/09 της 5.5.2011 το δικαστήριο έκρινε ότι ο πολίτης τρίτου κράτους δεν έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής λόγω οικογενειακής επανένωσης από το γεγονός ότι ο σύζυγός του είναι ευρωπαίος πολίτης, αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας από τον ευρωπαίο πολίτη, καθώς σε αυτή τη περίπτωση αυτός δεν εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής του ούτε στερείται τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια[136].
Στα πλαίσια περιορισμού της προηγηθείσας νομολογίας κινείται και η απόφαση του ΔΕΕ C-256/11 της 15.11.2011 στην υπόθεση Dereci κ.α. Πολίτες τρίτων κρατών θέλησαν να διαμείνουν στην Αυστρία, μαζί με μέλη της οικογένειάς τους που είχαν την αυστριακή ιθαγένεια. Κρίσιμα στοιχεία σε αυτή την υπόθεση είναι πρώτον ότι οι ευρωπαίοι πολίτες δεν είχαν ασκήσει το δικαίωμα τους ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία και δεύτερον οι συγγενικές σχέσεις που συνέδεαν τα πρόσωπα δεν περιελάμβαναν ανήλικα τέκνα με γονείς. Το δικαστήριο έκρινε στη συγκεκριμένη υπόθεση ότι οι πολίτες των τρίτων κρατών δεν αποκτούν δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους, καθώς δεν είχε ασκηθεί το δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών για ελεύθερη κυκλοφορία (όπως στην McCarthy και σε αντίθεση με την Metock). Δέχτηκε βέβαια ότι θα μπορούσε να παρασχεθεί δικαίωμα διαμονής στους πολίτες τρίτων χωρών, ακόμα και χωρίς να υφίσταται σχέση ανήλικου τέκνου με γονέα ή συζυγικός δεσμός, αρκεί όμως να αποδειχτεί ότι αν δεν παρασχεθεί το δικαίωμα διαμονής στους μη ευρωπαίους πολίτες, τότε οι πολίτες της Ένωσης θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το κράτος μέλος και στην ουσία θα υποχρεωθούν να στερηθούν τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και να στερηθούν το προνόμιο του να είναι ευρωπαίοι πολίτες. Οικονομικοί λόγοι ή λόγοι διατήρησης της συνοχής της οικογένειας δεν αρκούν για να θεμελιώσουν παράγωγη κτήση του δικαιώματος διαμονής, καθώς δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι ο ευρωπαίος πολίτης δεν έχει άλλη λύση παρά να εγκαταλείψει το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει[137].
Με τις δύο τελευταίες αποφάσεις το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει οι προηγούμενες αποφάσεις σχετικά με την οικογενειακή επανένωση. Για να το πετύχει αυτό μείωσε το πεδίο εφαρμογής του θεσμού αυτού, με μία επιχειρηματολογία όμως που δεν είναι σαφής. Συγκεκριμένα, η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση McCarthy κατηγορήθηκε ότι προκαλεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει[138], καθώς το κριτήριο που το δικαστήριο έθεσε δεν είναι ξεκάθαρο. Αντίθετα, το κριτήριο που έθεσε το ΔΕΕ στην υπόθεση Dereci ήταν πιο σαφές και εύλογο: το δικαίωμα διαμονής παρέχεται σε μη ευρωπαίους πολίτες όταν αυτό καθίσταται αναγκαίο ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να μην υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ουσία στερηθούν την ιδιότητά τους ως πολίτες της Ένωσης. Καθίσταται σαφές ότι το δικαίωμα διαμονής σε μη ευρωπαίους πολίτες παρέχεται προς εξυπηρέτηση των ευρωπαίων πολιτών, ώστε να μην στερηθούν οι τελευταίοι τα δικαιώματά τους ως πολίτες της Ένωσης. Πρόκειται πάντως για μία νομολογιακή κατασκευή που δεν είναι σαφής καθώς τελεί υπό διαμόρφωση. Πιθανότατα τα επόμενα χρόνια να υπάρξουν εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις ως προς το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης.
3.3 Η σημασία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας σύμφωνα με τη νομολογία
Μέσα από τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν έχει καταστεί σαφές ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συμβάλλει δραστικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και στα δικαιώματα που συνδέονται άμεσα με αυτή. Παρόλο που υπήρξε διστακτικό στην αρχή, με τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του το δικαστήριο προχώρησε άλλοτε σε επέκταση του πεδίου εφαρμογής και άλλοτε σε αναγνώριση σημαντικών πτυχών που αφορούν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, καθιστώντας τη σήμερα ένα θεσμό με ιδιαίτερη σημασία για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους πολίτες της.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπάθησε όχι μόνο να καταστήσει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια έναν ιδιαίτερα χρήσιμο θεσμό, αλλά και να καταδείξει την αξία της. Από την διατύπωση των αποφάσεων φαίνεται η προσπάθεια του δικαστηρίου να τονίσει την σπουδαιότητα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας για την ευρωπαϊκή πολιτεία και τους ευρωπαίους πολίτες. Σύμφωνα με την διατύπωση που χρησιμοποιεί πια πάγια το ΔΕΕ «η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει πλέον τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, η οποία εξασφαλίζει την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητά προβλεπόμενων εξαιρέσεων» (βλ. ΔΕΚ, 20.9.2001, Grzelczyk, C-184/99. ΔΕΕ, 2.3.2010, Rottmann, C-135/08. ΔΕΕ, 25.10.2012, Prete, C-367/11)[139]. Η άποψη αυτή του ΔΕΕ εκφράζει τη βαρύτητα που αυτό αποδίδει στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια, καθώς πρόκειται για ένα θεσμό που θέτει τις βάσεις για την ενοποίηση των πολιτών των κρατών μελών, ώστε να μην υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του καθένα.
Επομένως σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρόλος της ιθαγένειας είναι να δημιουργήσει ένα ενιαίο status ευρωπαίου πολίτη για όλους τους πολίτες των κρατών μελών, χωρίς να έχει σημασία η εθνική ιθαγένεια του καθένα. Μέσα από αυτή την ομογενοποίηση[140] θα καταστεί εφικτή και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού λαού που αποτελεί τη βάση για τη συνταγματοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτείας. Το ερώτημα που έχει απασχολήσει αρκετές φορές τη θεωρία είναι πως θα μπορέσει να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού λαού ή να αναγνωριστεί η ύπαρξή του, όταν η ευρωπαϊκή ιθαγένεια εξαρτάται απόλυτα από το κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να απονέμει ή να αφαιρεί την εθνική (και κατά συνέπεια την ευρωπαϊκή) ιθαγένεια. Με άλλη διατύπωση το ερώτημα είναι το εξής: πως είναι επιτρεπτό να αναφερόμαστε σε ευρωπαϊκή πολιτεία που έχει συνταγματικά θεμέλια κράτους, όταν στα ζητήματα που αφορούν την απονομή ή αφαίρεση της ιθαγένειας δεν έχει κανένα λόγο η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μόνο τα κράτη μέλη;
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δώσει μία πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Φυσικά οι όροι κτήσης και απώλεια των ιθαγενειών των κρατών μελών είναι εθνική αρμοδιότητα, όμως η αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να ασκείται «με γνώμονα την τήρηση του κοινοτικού [ενωσιακού] δικαίου» (ΔΕΚ 7.7.1992, Micheletti, C-369/90. ΔΕΚ 20.2.2001, Kaur, C-192/99). Επειδή με την πράξη ανάκλησης της ιθαγένειας ο ενδιαφερόμενος δεν χάνει μόνο την εθνική, αλλά και την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση οι εθνικές αρχές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις συνέπειες που συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο η στέρηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, καθώς και την βαρύτητα της παράβασης που διέπραξε ο ενδιαφερόμενος, τον χρόνο που έχει παρέλθει από τότε και τη δυνατότητα ανάκτησης της αρχικής του ιθαγένειας (ΔΕΕ 2.3.2010, Rottmann, C-135/08)[141].
Οι σκέψεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών για την απονομή ή αφαίρεση της ευρωπαϊκής (και εθνικής) ιθαγένειας. Το γεγονός ότι πρόκειται για δικαίωμα του κράτους δεν αμφισβητείται. Όμως υποχρεώνεται το κράτος να λαμβάνει υπόψη του κάθε φορά ότι μαζί με την παραχώρηση ή αφαίρεση της εθνικής ιθαγένειας, χορηγείται ή στερείται και η ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Επομένως στο ζήτημα αυτό το κράτος δεν έχει απεριόριστη εξουσία, αλλά οφείλει να τηρεί τις αρχές του ενωσιακού δικαίου και κυρίως την αρχής της αναλογικότητας. Πρόκειται για περιορισμό του κρατικού κυριαρχικού δικαιώματος εν όψει της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Επίλογος
Από την ανάλυση που επιχειρήθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια κατέστη σαφές ότι η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο με την έννοια της ιθαγένειας, όπως αυτή είναι γνωστή από το δημόσιο και διεθνές δίκαιο. Η μη ύπαρξη αυτοτέλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, υπό την έννοια ότι συνδέεται άμεσα με την εθνική ιθαγένεια, δικαιολογεί την παραπάνω θέση[142]. Το συμπέρασμα αυτό έχει οδηγήσει στην διατύπωση της θέσης ότι ο ρόλος της ευρωπαϊκής ιθαγένειας είναι κυρίως συμβολικός, ενώ η απονομή αυτής δεν έχει ουσιώδεις επιπτώσεις[143]. Μία τέτοια άποψη όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή, καθώς η συμβολή της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στη σημερινή ευρωπαϊκή πολιτεία είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Στον σημερινό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι όχι μόνο η διασφάλιση της ειρήνης, αλλά και η προαγωγή των αξιών και της ευημερίας των λαών μέσα από την παροχή στους πολίτες ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (άρθρο 3 §1 και §2 ΣΕΕ)[144], ο θεσμός της ευρωπαϊκής ιθαγένειας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς θέτει την «ευρωπαϊκή βάση αλληλεγγύης» μεταξύ των πολιτών της Ένωσης, υπό την έννοια της δημιουργίας μίας δημοκρατικής βούλησης που θα εκτείνεται σε όλο το φάσμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[145]. Υπό αυτό το πρίσμα ο ευρωπαίος πολίτης καθίσταται το επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος[146], παρέχοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνταγματική βάση και οργάνωση.
Η προώθηση της συνταγματικής οργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι η μόνη λειτουργία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Μέσω της ευρωπαϊκής ιθαγένειας κατέστη σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο ένωση κρατών, αλλά και ένωση λαών[147], υπό την έννοια ενός συνόλου ευρωπαίων πολιτών[148]. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς δημιουργεί σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των πολιτών της. Το γεγονός ότι η Ένωση αντλεί την νομιμοποίησή της πια από τους πολίτες πραγματώνει τη ρήση του Jean Monnet για την «ένωση των λαών»[149]. Μέσω της ευρωπαϊκής ιθαγένειας επιτυγχάνεται η δημιουργία ευρωπαϊκής βούλησης, που μεταφράζεται όχι μόνο ως επιθυμία πολιτικής συμμετοχής στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ως βούληση συνύπαρξης των ευρωπαίων πολιτών μεταξύ τους, στα πλαίσια μίας ένωσης που είναι όχι ένωση κρατών, αλλά ένωση πολιτών[150].
Κατανοώντας τον ρόλο αυτό της ευρωπαϊκής ιθαγένειας καθίσταται σαφής και η σημασία της για την λεγόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Πράγματι η ευρωπαϊκή ενοποίηση που επιτυγχάνεται μέσω της ανάδειξης της ιδιότητας και των δικαιωμάτων του πολίτη της Ένωσης και της δημιουργίας ευρωπαϊκής συνείδησης[151] δημιουργεί τις προϋποθέσεις της αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών[152], καθιστώντας την Ευρώπη των Πολιτών ένα εγχείρημα εφικτό, όσο δύσκολη και αν είναι η επίτευξή του[153].
Στο ερώτημα γιατί η ευρωπαϊκή ιθαγένεια πήρε αυτό το όνομα, ενώ στην ουσία δεν πρόκειται για ιθαγένεια όπως είναι γνωστή ως κρατική έννοια, καθώς δεν παρουσιάζει αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, ενώ λείπει το στοιχείο της κυριαρχία και αμφισβητείται ο ψυχολογικός δεσμός του πολίτη προς την Ένωση[154], η απάντηση είναι απλή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα μόρφωμα που δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες προϋπάρχουσες μορφές, όπως ομοσπονδιακό κράτος ή ένωση κρατών. Επομένως και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται από το μόρφωμα αυτό δεν θα πρέπει να συγκρίνονται με άλλες έννοιες, που έχουν μεν το ίδιο όνομα, γίνονται όμως αντιληπτές στα πλαίσια γνωστών και καθιερωμένων μορφωμάτων[155]. Η σημασία της ευρωπαϊκή ιθαγένειας, καθώς και άλλων εννοιών που χρησιμοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο αν η έννοιά της αποσυνδεθεί από αυτή που έχει η ιθαγένεια στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους[156].
Συμπερασματικά η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι η ιθαγένεια, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους. Πρόκειται περισσότερο για μία δέσμη δικαιωμάτων που απονέμονται στους ευρωπαίους πολίτες. Υπό αυτή την έννοια η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο για την ένωση, καθώς τείνει στην επίτευξη ίδιου status για όλους τους ευρωπαίους πολίτες, στην επίτευξη ευρωπαϊκής συνείδησης και στη σύνδεση της Ένωσης με τους πολίτες. Μέσα από αυτή της τη λειτουργία η ευρωπαϊκή ιθαγένεια προωθεί και καθιστά εφικτή την ιδέα της Ευρώπης των πολιτών. Η μελλοντική εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιθαγένειας εξαρτάται από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[157]. Σε ένα μελλοντικό στάδιο δεν αποκλείεται η αυτονόμηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, υπό την έννοια της επικράτησής της επί των εθνικών ιθαγενειών και της εξάλειψής τους. Αυτό το βήμα όμως βρίσκεται αρκετά μακριά, καθώς προϋποθέτει και συμπίπτει με τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους[158].
Αρθρογραφία και Βιβλιογραφία
- Barber N. W., Citizenship, nationalism and the European Union, European Law Review, 2002, 27(3), σελ. 241-259
- Besselink L. F. M., Reestman J. H., Dynamics of European and national citizenship: inclusive or exclusive?, European Constitutional Law Review, 2007, 3(1), σελ. 1-4
- Chalmers D., The unbearable heaviness of European citizenship, European Law Review, 2006, 31(6), σελ. 779-780
- Eijken H., Vries S. A., A new route into the promised land? Being a European citizen after Ruiz Zambrano, European Law Review, 2011, 36(5), σελ. 704-721
- Fabbrini F., Voting rights for non-citizens: the European multilevel and the US federal constitutional systems compared, European Constitutional Law Review, 2011 7(3), σελ. 392-423
- Katarzyna G.-B., The future of European integration: Could it bring a “Europe of citizens”?, Coventry Law Journal, 2013, 18(1), σελ. 1-28
- Kochenov D., Regional citizenships and EU law: the case of the Aland islands and New Caledonia, European Law Review, 2010, 35(3), σελ. 307-325
- Kochenov D., The essence of EU citizenship emerging from the last ten years of academic debate: beyond the cherry blossoms and the moon?, International and Comparative Law Quarterly, 2013, 62(1), σελ. 97-136
- Kochenov D., Plender R., EU citizenship: from an incipient form to an incipient substance? The discovery of the treaty text, European Law Review, 2012, 37(4), σελ. 369-396
- Lansbergen A., Miller N., European citizenship rights in internal situations: an ambiguous revolution? Decision of 8 March 2011, Case C-34/09 Gerardo Ruiz Zambrano v Office national de l’ emploi (ONEM), European Constitutional Law Review, 2011, 7(2), σελ. 287-307
- Wiesbrock A., Disentangling the “Union citizenship puzzle”? The McCarthy case, European Law Review, 2011, 36(6), σελ. 861-873
- Αντωνίου Θ., Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων: προς μία ευρωπαϊκή ιθαγένεια, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 1992, 2, σελ. 201-237
- Βενιζέλος Ε., Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 1993, 2, σελ. 271-290
- Γιαννούλη Χ., Ο ευρωπαίος πολίτης, Διαστάσεις της «ευρωπαϊκής ιθαγένειας» και εμβέλεια της Ευρώπης των Πολιτών, Το Σύνταγμα, 1996, 2, σελ. 347-376
- Γώγος Κ., Προς τη νομική χειραφέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με αφορμή την απόφαση ΔΕΚ της 17.9.2002, C-413/99, Baumbast και R/Secretary of state for the home department), Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 2003, 1, σελ. 115-120
- Δαγτόγλου Π. Δ., Βασικά στοιχεία της συνθήκης του Άμστερνταμ, Μία κριτική ανάλυση (συμπλήρωμα του «ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου»), 1999, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
- Θεοδωρίδης Π., Μαντζούφας Π., Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, Οι μεταμορφώσεις της ιδιότητας του πολίτη, Το Σύνταγμα, 1998, 2, σελ. 271-293
- Ιωάννου Κ., Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, Δύο νέοι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, 1993, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
- Καλαβρός Γ.-Ε. Φ., Γεωργόπουλος Θ. Γ., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεσμικό Δίκαιο, Τόμος Ι, β’ έκδοση, 2013, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
- Καλαβρός Γ.-Ε. Φ., Γεωργόπουλος Θ. Γ., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ουσιαστικό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, β’ έκδοση, 2013, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
- Κανελλόπουλος Π., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Η συνθήκη της Λισσαβόνας, ε’ έκδοση, 2010, εκδ. Σάκκουλα
- Κατσιρέα Ε., Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογία του δικαστηρίου των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 2004, 3, σελ. 479-496
- Κουκιάδης Ι. Δ., Η σχεδιαζόμενη υιοθέτηση από την Ε.Ε. Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, Ειδικό τεύχος, 2001, σελ. 241-260
- Μαριάς Ν., Για μία Ευρωπαϊκή Ένωση των πολιτών και της αλληλεγγύης, Η πορεία προς το Άμστερνταμ, 1997, εκδ. Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
- Παπαγιάννης Δ., Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, Το άρθρο 18 ΣυνθΕΚ και οι νεώτερες εξελίξεις, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, 2002, 2, σελ. 227-272
- Παπαγιάννης Δ., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, δ’ έκδοση, 2011, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
- Παπαδημητρίου Γ., Η συνταγματοποίηση της Ευρωπαίκής Ένωσης, 2002, εκδ. Παπαζήση
- Παπασιώπη-Πασιά Ζ., Ιθαγένεια – Υπηκοότητα, Δύο όροι με μονοσήμαντο περιεχόμενο; Η ελληνική ιθαγένεια – Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Σ.Θ., 1992, 13, σελ. 35-47
- Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, β’ έκδοση, 2013, εκδ. Σάκκουλα
- Στάγκος Π. Ν., Η συνταγματική εξέλιξη της κοινοτικής έννομης τάξης: κοινότητα δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, δημοκρατία, στο Εισαγωγή στις ευρωπαϊκές σπουδές, Τόμος Α’, Ενοποιητική δυναμική – δικαιοταξία – διακυβέρνηση, γ’ έκδοση, επιμ. Στεφάνου Κ., Τσινισιζέλης Μ., Φατούρος Αρ., Χριστοδουλίδης Θ., 2009, εκδ. Ελληνική Πανεπιστημιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Σπουδών (ΕΠΕΕΣ) και εκδ. Ι. Σιδέρης
- Στάγκος Π. Ν., Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, στο Εισαγωγή στις ευρωπαϊκές σπουδές, Τόμος Α’, Ιστορία, θεσμοί και δίκαιο, επιμ. Στεφάνου Κ., Φατούρος Αρ., Χριστοδουλίδης Θ., 2001, εκδ. Ελληνική Πανεπιστημιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Σπουδών (ΕΠΕΕΣ) και Ι. Σιδέρης
- Στεφάνου Κ., Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Η συνθήκη του Μάαστριχτ, Συνθετική θεώρηση, επιμ. Χριστοδουλίδης Θ., Στεφάνου Κ., 1993, εκδ. Ι. Σιδέρης
- Ταγαράς Χ., Μενγκ-Παπαντώνη Μ., Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, 2013, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
- Τσάτσος Δ., Επίμαχες έννοιες της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, Μεθοδολογική συμβολή στην ερμηνεία της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, 1997, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
- Τσάτσος Δ., Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Για μία Ευρωπαϊκή Ένωση των κρατών, των λαών, των πολιτών και του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού, 2007, εκδ. Λιβάνης
- Χριστιανός Β., Κουσκουνά Μ., Παπαδοπούλου Ρ.-Ε., Περάκης Μ., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, 2011, εκδ. Σάκκουλα
[1] Π. Θεοδωρίδης – Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 271-272
[2] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος Ι, σελ. 111-112
[3] Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Ιθαγένεια – Υπηκοότητα, σελ. 36
[4] Δ. Παπαγιάνης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 106
[5] Π. Θεοδωρίδης – Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 275
[6] Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Ιθαγένεια – Υπηκοότητα, σελ. 37-39
[7] Π. Θεοδωρίδης – Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 283
[8] Π. Θεοδωρίδης – Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 283-284
[9] Π. Θεοδωρίδης – Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 289-290
[10] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 112-113
[11] D. Kochenov, The essence of EU citizenship emerging from the last ten years of academic debate: beyond the cherry blossom and the moon?, σελ. 131-135
[12] Π. Θεοδωρίδης – Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 288
[13] Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Ιθαγένεια – Υπηκοότητα, σελ. 47
[14] Δ. Τσάτσος, Επίμαχες έννοιες της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, σελ. 17
[15] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος Ι, σελ. 111
[16] Κ. Στεφάνου, Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 95-97
[17] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 228-229
[18] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 230-240
[19] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος ΙΙ, σελ. 46
[20] Θ. Αντωνίου, Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων: προς μία ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 202
[21] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 115-116
[22] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 423-424
[23] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 404
[24] N. W. Barber, Citizenship, nationalism and the European Union, σελ. 248-256
[25] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 272-274
[26] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 120-122
[27] Χ. Ταγαράς, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 83-84
[28] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 282-283
[29] D. Kochenov, R. Plender, EU citizenship: from an incipient form to an incipient substance? The discovery of the treaty text, σελ. 381-188
[30] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 104-105
[31] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος Ι, σελ. 112
[32] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος Ι, σελ. 112-113
[33] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 284-285
[34] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος Ι, σελ. 113
[35] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 107
[36] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 285-286
[37] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 107-108
[38] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος Ι, σελ. 113
[39] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 107
[40] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 279
[41] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 431
[42] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 241-242
[43] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 106
[44] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 99-100
[45] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 284
[46] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 107-108
[47] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 278-279
[48] Κ. Στεφάνου, Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 98-99
[49] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 290
[50] Ε. Κατσιρέα, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαίκών Κοινοτήτων, σελ. 482
[51] Χ. Γιαννούλη, Ο ευρωπαίος πολίτης, σελ. 352
[52] Ν. Μαριάς, Για μία Ευρωπαϊκή Ένωση των πολιτών και της αλληλεγγύης, σελ. 59
[53] Ε. Κατσιρέα, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σελ. 481-482
[54] Γ. Παπαδημητρίου, Η συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 70-72
[55] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 286-287
[56] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 287-288
[57] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 287
[58] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος ΙΙ, σελ. 45-46
[59] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 124-125
[60] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 280
[61] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 431-432
[62] Κ. Στεφάνου, Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 100-102
[63] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 96
[64] Γ. – Ε. Φ. Καλαβρός – Θ. Γ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος ΙΙ, σελ. 45
[65] Χ. Γιαννούλη, Ο ευρωπαίος πολίτης, σελ. 350-351
[66] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 109-110
[67] Θ. Αντωνίου, Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων: προς μία ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 207
[68] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 291
[69] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 109
[70] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 109
[71] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 281
[72] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 111-112
[73] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 292-295
[74] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 282
[75] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 125
[76] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 110
[77] Κ. Στεφάνου, Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 103
[78] Θ. Αντωνίου, Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων: προς μία ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 214-222
[79] Χ. Γιαννούλη, Ο ευρωπαίος πολίτης, σελ. 354-365, όπου αναλύει τους λόγους για τους οποίους καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αναθεώρησης τους ελληνικού συντάγματος.
[80] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 432
[81] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 112
[82] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 295-296
[83] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 284
[84] Θ. Αντωνίου, Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων: προς μία ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 234-235
[85] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 126
[86] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 296-297
[87] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 111-112
[88] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 112-113
[89] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 283
[90] Θ. Αντωνίου, Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων: προς μία ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 236
[91] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 297
[92] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 126
[93] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 298
[94] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 114
[95] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 112
[96] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 306 επ.
[97] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 113
[98] Ι. Κουκιάδης, Η σχεδιαζόμενη υιοθέτηση από την Ε.Ε. Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας
[99] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 298-299
[100] Π. Δαγτόγλου, Βασικά στοιχεία της συνθήκης του Άμστερνταμ, σελ. 7
[101] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 299-301
[102] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 85-89
[103] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 305
[104] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 122-123
[105] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 433
[106] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 433-434
[107] Χ. Γιαννούλη, Ο ευρωπαίος πολίτης, σελ. 376
[108] L. Besselink, J. Reestman, Dynamics of European and national citizenship: inclusive or exclusive?
[109] Ν. Μαριάς, Για μία Ευρωπαϊκή Ένωση των πολιτών και της αλληλεγγύης, σελ. 59-60
[110] Π. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 114
[111] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 283
[112] Χ. Γιαννούλη, Ο ευρωπαίος πολίτης, σελ. 369-371
[113] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 101
[114] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της ένωσης», σελ. 431
[115] Μ. Κουσκουνά, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, σελ. 299-300
[116] Ε. Κατσιρέα, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σελ. 483-485
[117] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 252
[118] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 246-247
[119] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 250
[120] Μ. Κουσκουνά, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, σελ. 300-304
[121] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 251
[122] Ε. Κατσιρέα, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σελ. 485-488
[123] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 92
[124] Μ. Κουσκουνά, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, σελ. 304-306
[125] Ε. Κατσιρέα, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σελ. 488-490
[126] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 115
[127] Ε. Κατσιρέα, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ιδεώδες του πολιτικού εθνικισμού υπό το πρίσμα της νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σελ. 490-493
[128] A. Lansbergen, N. Miller, European citizenship rights in internal situations: an ambiguous revolution? Decision of 8 March 2011, Case C-34/09 Gerardo Ruiz Zambrano v Office national de l’ emploi (ONEM), σελ. 300-307
[129] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 290
[130] Κ. Γώγος, Προς τη νομική χειραφέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 116-117
[131] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 116-117
[132] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 118
[133] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 119
[134] D. Chalmers, The unbearable heaviness of European citizenship, σελ. 779-780
[135] H. Eijken, S. Vries, A new route into the promised land? Being a European citizen after Ruiz Zambrano, σελ. 710-713
[136] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 120
[137] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 121-122
[138] A. Wiesbrock, Disentangling the “Union citizenship puzzle”? The McCarthy case, σελ. 872-873
[139] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 100
[140] D. Kochenov, Regional citizenships and EU law: the case of the Aland islands and New Caledonia, σελ. 324-325
[141] Χ. Ταγαράς, Μ. Μενγκ-Παπαντώνη, Η κατ’ άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ εσωτερική αγορά, σελ. 101
[142] Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Ιθαγένεια – Υπηκοότητα, σελ. 47
[143] Ε. Βενιζέλος, Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το ελληνικό σύνταγμα, σελ. 271-272
[144] Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 113
[145] Π. Στάγκος, Η συνταγματική εξέλιξη της κοινοτικής έννομης τάξης: κοινότητα δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, δημοκρατία, σελ. 472
[146] Γ. Παπαδημητρίου, Η συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 74
[147] Δ. Τσάτσος, Ευρωπαϊκή συμπολιτεία, σελ. 501
[148] Δ. Τσάτσος, Επίμαχες έννοιες της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, σελ. 17
[149] Ν. Μαριάς, Για μία Ευρωπαϊκή Ένωση των πολιτών και της αλληλεγγύης, σελ. 60-61
[150] Π. Στάγκος, Προς ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα: κράτος δικαίου, θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιότητα του «Πολίτη της Ένωσης», σελ. 435
[151] Κ. Γώγος, Προς τη νομική χειραφέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, σελ. 120
[152] Δ. Παπαγιάννης, Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, σελ. 270
[153] G-B. Katarzyna, The future of European integration: Could it bring a “Europe of citizens”?, σελ. 27-28
[154] Π. Θεοδωρίδης, Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 289-290
[155] Δ. Τσάτσος, Επίμαχες έννοιες της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, σελ. 31
[156] Χ. Γιαννούλη, Ο ευρωπαίος πολίτης, σελ. 376
[157] Κ. Ιωάννου, Κοινή εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σελ. 127
[158] F. Fabbrini, Voting rights for non-citizens: the European multilevel and the US federal constitutional systems compared, σελ. 421-423