Σε ατραπούς δυσπιστίας ο κοινοβουλευτισμός

Αντώνης Κουρουτάκης, υποψήφιος διδάκτορας συνταγματικού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Για άλλη μια φορά ο κοινοβουλευτισμός πλήττεται από την αντιπαράθεση μεταξύ κυβερνητική πλειοψηφίας και αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφορικά με την πρόταση δυσπιστίας εναντίον του Υπουργού Οικονομικών, κ. Στουρνάρα. Η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση ένα πολυνομοσχέδιο[1] με αρίθμητες σελίδες με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Και αν αυτό δεν προξενεί πλέον εντύπωση, η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης σημάδεψε τη διαδικασία.

 

Η πρόθεση του κ. Τσίπρα, προφανώς και ήταν η διακοπή της διαδικασίας ψήφισης του πολυνομοσχεδίου, καθώς όπως ορίζει ο κανονισμός της βουλής, πάσα διαδικασία διακόπτεται μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της πρότασης δυσπιστίας. Από άποψη τακτικής, θα ήταν μια ευφυέστατη κίνηση δεδομένου ότι θα κατέρριπτε την επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης να φέρει για πολλοστή φορά ένα πολυνομοσχέδιο προς ψήφιση με την πρόφαση του κατεπείγοντος.

 

Εμπόδιο σε αυτόν τον τακτικισμό στάθηκε ένα διαδικαστικό κώλυμα. Το Σύνταγμα ορίζει ρητώς ότι πρόταση δυσπιστίας που υπογράφεται από το 1/6 των βουλευτών μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Bουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας.[2] Όμως δεν είχαν περάσει πέντε μήνες από τις 8 Νοεμβρίου οπότε η Αξιωματική Αντιπολίτευση είχε καταθέσει πρόταση δυσπιστίας για το σύνολο της Κυβέρνησης. Το ζήτημα που προέκυψε ήταν αμιγώς νομικό, κυρίως ερμηνευτικό. Ο κανονισμός της Βουλής εξειδικεύοντας τη συνταγματική διάταξη αναφέρει επί λέξει ότι “πρόταση δυσπιστίας δεν μπoρεί να υπoβληθεί πριν περάσει εξάμηνo από την απόρριψη πρoηγoύμενης όμoιας πρότασης”.[3] Με συνέπεια, ο επιθετικός προσδιορισμός “όμοιος” που προηγείται της πρότασης δυσπιστίας στο κείμενο του κανονισμού της Βουλής να δώσει έναυσμα για διαφορετικές απόψεις.

 

Ο κ. Τσίπρας βασίστηκε στον κανονισμό της Βουλής και εύλογα ισχυρίστηκε ότι η κατατεθείσα πρόταση δεν είναι όμοια με εκείνη που κατατέθηκε το Νοέμβριο. Η πρόταση δυσπιστίας του Νοεμβρίου σαφώς αναφερόταν στο σύνολο της Κυβέρνησης ενώ η παρούσα περιοριζόταν σε ένα μόνον Υπουργό. Ο καθηγητής Συνταγματικού δικαίου κ. Χρυσόγονος, σε σχετική γνωμοδότηση[4] είχε θεωτητικοποιήσει αυτήν την άποψη καθώς ισχυρίστηκε ότι η πρόταση δυσπιστίας εις βάρος μεμονωμένου υπουργού δεν ταυτίζεται με την πρόταση δυσπιστίας εις βάρος της συλλογικής ευθύνης της Κυβέρνησης. Ο δε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος κ. Βορίδης, εκ μέρους της πλειοψηφίας επικαλέστηκε την άποψη του καθηγητή κ. Παραρά,[5] ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι αν προηγηθεί πρόταση δυσπιστίας συνολικά για το έργο της κυβερνητικής πολιτικής, αυτή καλύπτει και τις εν μέρει ευθύνες των υπουργών της και κατά συνέπεια ο χρονικός περιορισμός του εξαμήνου αποτρέπει την κατάθεση νέας πρότασης δυσπιστίας.

 

Αν και η πλειοψηφία επέβαλε την άποψής της και εν τέλει το προεδρείο της Βουλής απέρριψε ως απαράδεκτη την πρόταση δυσπιστίας, το νομικό προηγούμενο που θεσπίζει, δεν συμβάλλει στην συνταγματική παράδοσή μας. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν δεχτούμε την άποψη της πλειοψηφίας, ότι πρόταση δυσπιστίας είναι επιτρεπτό να κατατεθεί εντός εξαμήνου, εφόσον δεν καλύπτεται από προγενέστερη,  ενδέχεται η εκάστοτε μειοψηφία των 50 βουλευτών να μπλοκάρει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες με αλλεπάλληλες προτάσεις δυσπιστίας, λόγου χάρη εναντίον διαφορετικών υπουργών, εφόσον δεν έχει καταθέσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον της Κυβέρνησης ως συνόλου. Επιπλέον η διαδικασία περί του παραδεκτού της πρότασης δυσπιστίας δημιουργεί εντονότατο προβληματισμό δεδομένου ότι με αυτό τον τρόπο δύναται καταχρηστικώς η πλειοψηφία να αποστερήσει την εκάστοτε κοινοβουλευτική μειοψηφία από ένα θεσμικό μηχανισμό κοινοβουλευτικού ελέγχου.[6]

 

Ορθότερο θα ήταν ερμηνευτικά, Κυβέρνηση και Αξιωματική Αντιπολίτευση να περιοριστούν στη διατύπωση του Συντάγματος, άποψη που ειπώθηκε από τον καθηγητή κ. Τσακυράκη[7]. Προς επίρρωση της άποψης αυτής, σημειώνεται ότι το Σύνταγμα ρητώς θέτει μόνο μια παρέκκλιση από τον κανόνα του εξαμήνου, στην περίπτωση που η πρόταση δυσπιστίας υποβληθεί υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η πρόταση δυσπιστίας είναι ένα εξαιρετικό μέσο στα χέρια της μειοψηφίας να αντιμετωπίζει ακραίες περιπτώσεις κοινοβουλευτικής εκτροπής. Καταρχήν δεν καθιερώθηκε για να υποκαθιστά τον συνήθη κοινοβουλευτικό έλεγχο πολλώ δε μάλλον για να παρακωλύει την ψήφιση νομοσχεδίων, αλλά και από την άλλη μεριά, το παραδεκτό της πρότασης δυσπιστίας δεν υπόκειται στην έγκριση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

[1] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παράγραφος 5 εδ. β τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμου δεν πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους. Σχετικά με την αδρανοποίηση της διάταξης αυτής βλ Κώστα Χ. Χρυσόγονο, Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση http://www.constitutionalism.gr/site/2056-shediasma-ekdimokratismoy-dwdeka-skeceis-gia-mia-a/

[2] Σύνταγμα, άρθρο 84 παράγραφος 3.

[3] Κανονισμός της Βουλής, ΦΕΚ 51/Α/97, Άρθρο 142, παράγραφος 1.

[4] βλ Κώστα Χ. Χρυσόγονο, Γνωμοδότηση 30.3.2014 http://www.tovima.gr/files/1/2014/03/30/xrisogonos.pdf

[5] βλ. Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975 – Corpus, τόμ. ΙΙΙ, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 1999, σ. 203επ.

[6] αναφορικά με το θεσμό της πρότασης δυσπιστίας ως μηχανισμού κοινοβουλευτικού ελέγχου βλ. Δ. Φιλίππου, Η πρόταση δυσπιστίας ως μέσον άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου, Σάκκουλα, 1990.

[7] βλ. Σταύρο Τσακυράκη, Ο φαύλος κύκλος της δυσπιστίας, Τα Νέα, 1.1.2014 (έντυπη έκδοση).