Ποια τα όρια της εξουσίας του διοικητικού Δικαστή και μέχρι που εκτείνεται η δικαιοδοτική του λειτουργία; Στο διοικητικό δίκαιο άπαντες οι δικονομικοί κώδικες περιέχουν συγκεκριμένες διατάξεις που επιχειρούν να οριοθετήσουν την εξουσία αυτή, υπό τους τίτλους «συνέπειες της απόφασης», «εξουσία του Δικαστηρίου» και «όρια ελέγχου της πράξεως ή αποφάσεως», έτσι ώστε να προσδιορίζεται με ακρίβεια η επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας στο πεδίο της Διοίκησης. Η νομολογία με τη σειρά της αναγνωρίζει ως όριο της δικαιοδοτικής λειτουργίας την απαγορευμένη «υποκατάσταση» του δικαστηρίου στο έργο της διοίκησης, έννοια η οποία δεν ανευρίσκεται σε κανένα από τα ρυθμιστικά νομοθετήματα, αποτελώντας εν πολλοίς είδωλο-δημιούργημα της ίδιας της διοικητικής δικαιοσύνης. Και για τον ίδιο όμως το νομοθέτη, ακόμα και αν δεν αναφέρεται σε αυτήν ρητά, αποτελεί την προκείμενη σε σειρά επιλογών του, με πρώτιστη τη διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας. Πράγματι, η διάκριση των δικαιοδοσιών σε ακυρωτικές και ουσίας μπορεί κάλλιστα να αναγνωστεί ως εξειδίκευση και σημείο ισορροπίας της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.
Ως γνωστόν, οι δύο κατηγορίες ενδίκων βοηθημάτων επιφέρουν διαφορετικά αποτελέσματα στο νομικό (αλλά και στον πραγματικό) κόσμο. Η μεν αίτηση ακυρώσεως έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση (ολική ή μερική) της διοικητικής πράξης από το νομικό κόσμο, ενώ αντίθετα η προσφυγή δίνει στο τακτικό διοικητικό δικαστή την εξουσία όχι απλώς να ακυρώσει, αναπέμποντας στη διοίκηση, αλλά και να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη. Η αναζήτηση των ορίων της απαγορευμένης υποκατάστασης θα λάβει χώρα με αφετηρία μια προσπάθεια δογματικού καταρχήν προσδιορισμού της. Στη συνέχεια, αναδεικνύεται η μεταβλητότητα και οι διακυμάνσεις του ορίου αυτού στη νομολογία, ανάλογα το ειδικότερο πεδίο διαφορών και το στάδιο εφαρμογής της δικαστικής απόφασης.