Α. Περίληψη της ΟλΣτΕ 376/2014
(το πλήρες κείμενο της απόφασης στο pdf)
Α. Περίληψη της ΟλΣτΕ 376/2014:
Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμ. 376/2014, εκδόθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως ακυρώσεως κατά πολεοδομικών ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν υπό το ένδυμα του νόμου (αρ. 6 του Ν. 3207/2003). Ειδικότερα, με την αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση «των εις το ΦΕΚ Α΄ 302/24.12.2003, υπό το ένδυμα νόμου (3207/03, αρθ. 6), εμπεριεχομένων πολεοδομικών ρυθμίσεων, ήτοι εγκρίσεως ρυμοτομικού σχεδίου στον χώρον Ο.Α.Κ.Α. Αμαρουσίου, εγκρίσεως πράξεων εφαρμογής, αδείας κατασκευής εγκαταστάσεων, καθορισμού χρήσεων, εγκρίσεως της θέσεως και διατάξεως των κτιρίων δια χαρακτηρισμού της τοιαύτης εγκρίσεως ως πολεοδομικής αδείας και, τέλος, αδείας απ’ ευθείας εκποιήσεως των ακινήτων του Ο.Ε.Κ.».
Επί της κρινόμενης αίτησης εκδόθηκε αρχικώς η υπ’ αριθμ. 391/2008 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση. Με αυτήν, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των θεμάτων που ανέκυψαν, αναγομένων α) στο παραδεκτό της αιτήσεως, εν όψει του αιτήματος αυτής να ακυρωθούν ρυθμίσεις τυπικού νόμου καλύπτουσες υπό το ένδυμά του αυτό θέματα αποτελούντα αντικείμενο ρύθμισής τους με διοικητικές πράξεις και β) του, εν όψει και του Κοινοτικού Δικαίου, ισοδυνάμου της προστασίας που παρέχει ο πολιτικός δικαστής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα προς εκείνη που παρέχει η αίτηση ακυρώσεως, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2β του άρθρου 14 του π.δ/τος 18/1989.
Επί της παραπομπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4076/2010 απόφαση της Ολομελείας, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση αποφάσεως, ώστε να εκδικασθεί η υπόθεση μετά την έκδοση απόφασης του ΔΕΕ επί εκκρεμών ενώπιόν του προδικαστικών ερωτημάτων εχόντων άμεση σχέση με το ανωτέρω υπό β) θέμα, τα οποία είχε ήδη υποβάλει σε αυτό με αποφάσεις του της 27 και 31.3.2009 το Βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Επ’ αυτών εκδόθηκε η απόφαση της 18.10.2011 του ΔΕΚ (τμήμα μείζονος συνθέσεως, υποθέσεις C-128 έως 135/09).
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 376/2014 απόφασή του, έκρινε ως εξής:
Κατ’ αρχάς, η αίτηση παραδεκτώς στρέφεται κατά της σιωπηρής διαπίστωσης από την Διεύθυνση Οικοδομικών και Κτηριοδομικών Κανονισμών (στο εξής Δ.Ο.Κ.Κ.) της συμφωνίας των υποβληθεισών μελετών προς τις ρυθμίσεις του άρθρ. 6 του Ν. 3207/2003. Τούτο διότι, για την εφαρμογή της διάταξης του αρ. 2 παρ. 6 του Ν. 3702/2003, με την οποία παρέχεται έγκριση της θέσεως και διατάξεως των κτιρίων και επομένως η έγκριση αυτή επέχει θέση πολεοδομικής άδειας, «απαιτείται να διαπιστωθεί από την αρμόδια υπηρεσία, δηλαδή την ΔΟΚΚ, αν τα υποβαλλόμενα σχέδια είναι σύμφωνα προς τις πολεοδομικές ρυθμίσεις του ανωτέρω άρθρου, η διαπίστωση δε της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής είναι δυνατόν, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, να εκδηλώνεται και σιωπηρώς. Η διαπίστωση αυτή, που επιφέρει έννομα αποτελέσματα διότι αποτελεί όρο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη» (σκέψη 10).
Σύμφωνα με την ειδική γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, «προκειμένου να αποφευχθεί ο αποκλεισμός της αμφισβήτησης με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης της συμφωνίας με το Σύνταγμα αλλά και με κανόνες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος ατομικών ρυθμίσεων που έχουν θεσπισθεί με νόμο κατ’ απόκλιση, έστω και συνταγματικώς κατ’ αρχήν επιτρεπόμενη, της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, στις περιπτώσεις, τουλάχιστον, κατά τις οποίες είναι δυνατή η άμεση εκτέλεση της ρυθμίσεως, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η περαιτέρω έκδοση διοικητικής πράξης, παραδεκτώς αμφισβητείται μόνο η συμφωνία της ρύθμισης με κανόνες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος, και, αν ο σχετικός λόγος κριθεί βάσιμος, ακυρώνεται η διά του νόμου επιβαλλόμενη ατομική ρύθμιση κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η εκτέλεσή της με υλικές ενέργειες». Επομένως, η αίτηση ακυρώσεως παραδεκτώς καταρχήν στρέφεται κατά της επίμαχης ρυθμίσεως, καθώς αυτή εμπεριέχει ατομική πράξη αμέσως εφαρμοστέα, χωρίς να καταλείπεται στάδιο έκδοσης διοικητικής πράξεως.
Στη συνέχεια, το δικαστήριο εξέτασε τη συμφωνία των επίμαχων διατάξεων του Ν. 3702/2003 με τις διατάξεις α) 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και28 παρ. 1 και 2 και β) 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος:
- Αρχικά, δέχθηκε ότι από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 28 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι δεν αποκλείεται μεν η επιβολή με τυπικό νόμο μέτρων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού ατομικού χαρακτήρα «υπό την προϋπόθεση όμως ότι με αυτά δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του ενωσιακού δικαίου. Δεδομένου ότι πρόκειται, πάντως, για απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, η επιβολή των προαναφερόμενων μέτρων με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τούτου έπεται ότι οι λόγοι που επιβάλλουν την ανωτέρω απόκλιση πρέπει να προκύπτουν από την εισηγητική έκθεση του τυπικού αυτού νόμου και τα συνοδεύοντα αυτήν στοιχεία ή (και) από τις συζητήσεις κατά την ψήφισή του στη Βουλή ή, τέλος, από τις συντρέχουσες πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες καθίσταται πρόδηλη η ανάγκη ψήφισής του». Υπόκειται μάλιστα στον οριακό έλεγχο του δικαστή η απαιτούμενη από το Σύνταγμα συνδρομή των προαναφερθέντων λόγων (ΣτΕ Ολ 1847/2008, Ολ 3059/2009).
- Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι από το συνδυασμό των διατάξεων του αρ. 24 παρ. 1 και 2 του Σ προκύπτει ότι απαγορεύεται η λήψη μέτρων που θα επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβίωσης και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή προβλεπόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος (ΣτΕ 1528/2003 Ολομ., 1847/2008 Ολομ., 3059/2009 Ολομ., 415/2011 Ολομ.). Εάν δε τέτοια μέτρα ληφθούν με νόμο «πρέπει είτε σε αυτόν είτε στην εισηγητική του έκθεση και τα συνοδεύοντα αυτήν στοιχεία ή τις συζητήσεις στη Βουλή ή, τέλος, τις συντρέχουσες πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες κατέστη αναγκαία η ψήφισή του, να προκύπτει ο ειδικός πολεοδομικός λόγος σο οποίος απέβαλε τη λήψη τους (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1528/2003). Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται και στην περίπτωση αυτή στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστού, ο οποίος οφείλει βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εάν και κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον (ΣτΕ Ολ 3059/2009, Ολ 415/2011) και, σε περίπτωση που τούτο κατ’ εξαίρεση συμβαίνει, εάν προκύπτει ο ανωτέρω ειδικός πολεοδομικός λόγος (ΣτΕ Ολ 1528/2003)».
Εφαρμόζοντας λοιπόν τα παραπάνω στην περίπτωση του αρ. 6 του Ν. 3207/2003, το Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον συνέτρεχε επείγουσα ανάγκη εκ νέου πολεοδομικής ρύθμισης της περιοχής (όπως προκύπτει από την εντός του Ιουνίου 2003 συνταγείσα «Χωροταξική Πολεοδομική Θεώρηση Ολυμπιακού Χωριού Τύπου», η οποία, κατατεθείσα μαζί με την εισηγητική έκθεση του Ν. 3207/2003 ως Παράρτημα αυτού, αποτελεί την επιστημονική θεμελίωσή του, αλλά και από τις σχετικές συζητήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη ψήφιση του νόμου αυτού), οι διατάξεις του Ν. 3207/2003 περί επεκτάσεως του υπερτοπικού πόλου του Ο.Α.Κ.Α. και καθορισμού χρήσεων σε αυτόν κατά τη μεταολυμπιακή λειτουργία του δεν παραβιάζουν ούτε το αρ. 24 ούτε την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών του αρ. 26 Σ (σκέψη 16).
Κατά την αντίθετη άποψη όμως της Μ. Καραμανώφ «Οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις του Ν. 3207/2003 προσκρούουν στο άρθρο 26 του Συντάγματος στο μέτρο που με αυτές προβλέπεται χρήση συνδεόμενη με κατασκευές που θα χρησιμοποιηθούν μόνο μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, εφ’ όσον στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει ειδικός λόγος θεσπίσεως της ανωτέρω διάταξης με τυπικό νόμο (κατεπείγον)»
Έπειτα, εξετάζοντας ειδικότερα τις συνέπειες των εισαγομένων νέων ρυθμίσεων στο αστικό περιβάλλον της περιοχής, το Δικαστηρίου έκρινε ότι, εφόσον σκοπός του νομοθέτη, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ήταν οι διατάξεις του Ν. 3207/2003 «να αποκλίνουν κατά το δυνατόν λιγότερο του υφισταμένου πριν από αυτούς … γενικότερου πολεοδομικού σχεδιασμού της περιοχής, χωρίς όμως να ανατρέπεται ο νέος προορισμός της ως υπερτοπικού πόλου», δε συντρέχει καταρχήν συνθήκη υποβάθμισης των όρων διαβιώσεως. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις είναι ως προς τούτο σύμφωνες με το αρ. 24 Σ, υπό την προϋπόθεση ότι «από τη συνταγματικώς απαιτούμενη επιστημονική μελέτη, όμως, … προκύπτει ότι εξετάστηκαν ειδικώς οι συνέπειες των εισαγομένων νέων ρυθμίσεων στο αστικό περιβάλλον της περιοχής» (σκέψη 18).
Βάσει λοιπόν της παραπάνω προϋπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταβολή που προβλέπει το αρ.6 του Ν. 3207/2003 στο πολεοδομικό καθεστώς της επίμαχης περιοχής μέσω της αλλαγής των όρων δόμησης και χρήσεων γης, δεν είναι καταρχήν ανεπίτρεπτη από το Σύνταγμα, ενόψει του νέου προορισμού της ως υπερτοπικού πόλου. Η θέσπιση όμως, με το αρ. 6 παρ. 1β’ του Ν. 3207/2003, συντελεστή δόμησης 1, 90 (ο οποίος είναι υπερδιπλάσιος του μέσου συντελεστή του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου για το Οικοδομικό Τετράγωνο 1, όπως αυτό καθορίζεται από το ρυμοτομικό σχέδιο που εγκρίνεται δια της παρ. 1α’ του αρ. 6 του Ν. 3207/2003), όφειλε, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 24 παρ. 1 και 2 του Σ, να φέρει ειδική αιτιολόγηση ως προς την οικιστική επιβάρυνση που θα προκαλέσει στο σύνολο της περιοχής και τις εν γένει συνέπειες στο αστικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η διάταξη του αρ. 6 παρ. 1β’ του Ν. 3207/03 είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στο αρ. 24 του Σ. και ότι, κατ’ επέκταση, είναι ακυρωτέα η αποτελούσα προϋπόθεση εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων σιωπηρή διαπίστωση, από τη Δ.Ο.Κ.Κ., της συμφωνίας των σχετικών μελετών που της υποβλήθηκαν προς τις ανωτέρω διατάξεις (σκέψη 19).
Σύμφωνα με την άποψη της 1ης μειοψηφίας, ο αυξημένος συντελεστής δόμησης στο Ο.Τ. αυτό, που αποτελεί λιγότερο του ενός τρίτου του συνόλου της έκτασης της επίδικης περιοχής, είναι «αυτόθροη συνέπεια της μεταβολής του προορισμού του υπερτοπικού πόλου και, συνεπώς, δεν απητείτο ειδικότερη αιτιολόγηση του καθορισμού του εν λόγω συντελεστή δόμησης. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, και είναι ισχυρή».
Σύμφωνα δε με τη 2η μειοψηφία, «η ανωτέρω αύξηση του μ.σ.δ. κατά δύο δέκατα στο σύνολο της επίδικης περιοχής και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο Ο.Τ.1, σε συνδυασμό προς την προσθήκη ιδιαιτέρως οχλούσης χρήσεως μεγάλου μεγέθους στο Ο.Τ. αυτό και μάλιστα ανεξαρτήτως προς τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, συνεπάγονται υπέρμετρα επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβίωσης των κατοίκων της επίδικης περιοχής σε σχέση με τις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις του Γ.Π.Σ. αυτής και συνεπώς, είναι ανίσχυρες οι επίμαχες διατάξεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 3207/2003, ως αντίθετες προς το άρθρο 24 του Συντάγματος».
Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τη συμφωνία των διατάξεων του Ν. 3207/2003 με την οδηγία 85/337 ΕΟΚ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αρ. 2 της οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον… να χρειάζονται άδεια και εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων». Στο βαθμό λοιπόν που οι πολεοδομικές ρυθμίσεις του αρ. 6 του Ν. 3207/2003 δε συνοδεύονται από εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (η επιστημονική μελέτη που συνοδεύει το Ν. 3207/2003 αντιμετωπίζει κατά κύριο λόγο τα πολεοδομικά ζητήματα), παρόλο που αποτελούν «πολεοδομικό σχεδιασμό» έργων και δραστηριοτήτων που είναι πιθανό να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον (ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332/2002 σε συνδυασμό με το αρ. 3 του Ν. 1650/1986), έρχονται σε αντίθεση με την οδηγία 85/337 ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του αρ. 6 παρ. 1 α’, β’, γ’, και 2 του Ν. 3207/2003 είναι ανίσχυρες και η αποτελούσα προϋπόθεση εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων σιωπηρή διαπίστωση, από τη Δ.Ο.Κ.Κ., της συμφωνίας των σχετικών μελετών που της υποβλήθηκαν προς τις ανωτέρω διατάξεις κρίνεται ακυρωτέα.
Β. Σχόλιο
Ελένη Λάππα, Φοιτήτρια ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ
Η σημασία της απόφασης ΟλΣτΕ 376/2014 έγκειται στο γεγονός ότι, σε αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας αντιμετώπισε το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της περιβεβλημένης το ένδυμα τυπικού νόμου ατομικής ρύθμισης πολεοδομικού και χωροταξικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η αίτηση ακύρωσης στρέφεται κατά της «σιωπηρής έγκρισης» της εκτέλεσης της ατομικής νομοθετικής ρύθμισης από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα για την εκτέλεση των νόμων (εν προκειμένω από τη Διεύθυνση Οικοδομικών και Κτηριοδομικών Κανονισμών του ΥΠΕΧΩΔΕ).
Με αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο υιοθέτησε την πιο «συντηρητική» γνώμη από αυτές που διατυπώθηκαν στην παραπεμπτική ΣτΕ 391/2008 (σκέψη 13), χωρίς όμως να επαναλαμβάνει τη σχετική επιχειρηματολογία που τη θεμελιώνει: εφόσον «η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά πράξεων των διοικητικών αρχών, προκύπτει ότι το ένδικο αυτό βοήθημα είναι απαράδεκτο, όταν στρέφεται ευθέως κατά τυπικού νόμου, έστω και αν αυτός περιέχει ατομική ρύθμιση. Στην περίπτωση όμως αυτή, δηλαδή της προσβολής απλώς τυπικού νόμου, ο οποίος προβαίνει σε εξαντλητική ατομική ρύθμιση και, συνεπώς, αποκλείει την δυνατότητα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δια της ευθείας προσβολής του κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α., πρέπει να θεωρηθεί ότι η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται κατά της «σιωπηρής έγκρισης» της εκτέλεσης της ατομικής αυτής ρυθμίσεως από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι η κατά το Σύνταγμα αρμόδια για την εκτέλεση των νόμων εξουσία» (ΣτΕ 391/2008, σκέψη 13).
Σε αντίθεση με την απόφαση του Τμήματος, το ζήτημα της θέσπισης ατομικής ρύθμισης πολεοδομικού και χωροταξικού χαρακτήρα με νόμο απασχόλησε τη Ολομέλεια όχι σε επίπεδο παραδεκτού αλλά κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων του αρ. 6 Ν. 3207/2003. Συγκεκριμένα, έκρινε πως από τις διατάξεις των αρ. 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 28 παρ.1 και 2 του Σ συνάγεται ότι δεν αποκλείεται η σε εξαιρετικές περιπτώσεις θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο «υπό την προϋπόθεση όμως ότι με τις ρυθμίσεις αυτές δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του κοινοτικού δικαίου» (σκέψη 12) και ότι οι διατάξεις του Ν. 3207/2003 προέκυψαν από την επείγουσα ανάγκη εκ νέου πολεοδομικής ρύθμισης της περιοχής (σκέψη 16).
Όπως γίνεται φανερό, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, θεμελιώνοντας το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως σε «σιωπηρή» διοικητική πράξη, απέφυγε να διατυπώσει κρίση σχετικά με το αν μπορεί να προσβληθεί ευθέως ή όχι ένας νόμος ο οποίος εμπεριέχει ατομική ρύθμιση. Θεωρώντας καταρχήν σύμφωνη με το Σύνταγμα τη θέσπιση τέτοιου νόμου οι περιορισμοί που έθεσε ήταν οι εξής: α) «με τις ρυθμίσεις αυτές δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του κοινοτικού δικαίου» και β) «η επιβολή των προαναφερόμενων μέτρων με τυπικών νόμων είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις». Η συνδρομή δε των προϋποθέσεων αυτών υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστή (σκέψη 12).
Αυτό το οποίο θα μπορούσε εύλογα να αντιταχθεί στην προαναφερθείσα θέση του Δικαστηρίου είναι το εξής: η -έστω και λόγω συνδρομής εξαιρετικής και επείγουσας ανάγκης- θέσπιση με νόμο ατομικών ρυθμίσεων άμεσα εφαρμοστέων, από τη στιγμή που δεν καταλείπεται στάδιο έκδοσης διοικητικών πράξεων είναι σε κάθε περίπτωση αντίθετη με συνταγματικές διατάξεις και αρχές, ιδίως αυτές του αρ. 20 παρ. 1 Σ και του 26 Σ, όπου θεμελιώνονται αντίστοιχα το δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας και η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.
Ορθότερη λοιπόν παρουσιάζεται η πιο «προωθημένη» από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στην ΣτΕ 391/2008, την οποία υιοθέτησε και ο Σύμβουλος Β. Αραβαντινός διατυπώνοντας ειδική γνώμη στην ΟλΣτΕ 376/2014 (σκέψη 11), σύμφωνα με την οποία «ο αποκλεισμός της αμφισβήτησης με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης της συμφωνίας με το Σύνταγμα αλλά και με κανόνες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος ατομικών ρυθμίσεων που έχουν θεσπισθεί με νόμο κατ’ απόκλιση, έστω και συνταγματικώς κατ’ αρχήν επιτρεπόμενη, της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, στις περιπτώσεις, τουλάχιστον, κατά τις οποίες είναι δυνατή η άμεση εκτέλεση της ρύθμισης, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η περαιτέρω έκδοση διοικητικής πράξης, θα οδηγούσε σε ματαίωση της αποστολής των διοικητικών δικαστηρίων, όπως αυτή προβλέπεται στο Σύνταγμα και, γενικότερα, σε ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των τριών λειτουργιών του Κράτους, στην οποία αποβλέπει ο συντακτικός νομοθέτης με τις ανωτέρω διατάξεις. Κατά συνέπεια, κατά την έννοια τόσο της διάταξης του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 20, 28 και 93 αυτού και προς την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, ενόψει της οποίας είναι εφαρμοστέες οι συνταγματικές διατάξεις που αφορούν το σύστημα οργάνωσης της δικαιοσύνης, όσο και της παρ. 1 του άρθρου 45 του π.δ/τος 18/1989 … δεν αποκλείεται στις ανωτέρω περιπτώσεις η ευθεία προσβολή με αίτηση ακύρωσης ατομικής ρύθμισης που έχει μορφή διάταξης τυπικού νόμου» (σκέψη 12).
Βέβαια, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δε χρειάστηκε να αναφερθεί στις συνέπειες που επιφέρει η με νόμο θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων αμέσως εφαρμοστέων, από τη στιγμή που έκρινε ότι οι διατάξεις του αρ. 6 του Ν. 3207/2003 θεσπίζουν ατομικές πράξεις οι οποίες δεν είναι άμεσα εφαρμοστέες, εφόσον η εφαρμογή τους προϋποθέτει την έστω και σιωπηρή διαπίστωση εκ μέρους της Δ.Ο.Κ.Κ. της συμφωνίας των μελετών με τις ανωτέρω διατάξεις (σκέψη 19 και 21). Από τη στιγμή λοιπόν που διαπίστωσε την ύπαρξη και την εκτελεστότητα της «σιωπηρής» διαπίστωσης της Δ.Ο.Κ.Κ., το Δικαστήριο εξασφάλισε το μείζον, τη δυνατότητα δηλαδή δικαστικού ελέγχου της όλης διαδικασίας.
Η θέση όμως αυτή, παρ’ ότι τεκμηριωμένη με μεθοδολογική συνέπεια, δε δίνει οριστική λύση στο πρόβλημα. Και αυτό γιατί εναποθέτει τελικά στην in concreto κρίση του δικαστή το αν θα ελέγξει ή όχι μια ατομική ρύθμιση που έχει θεσπιστεί με νόμο, εξαρτώντας δε τη σχετική διαπίστωση από το σχετικά ασαφές κριτήριο της ύπαρξης η ή μη «σιωπηρών» διοικητικών πράξεων, χωρίς να χρησιμοποιήσει έστω το τεκμήριο που προτάθηκε στην αντίστοιχη γνώμη του Τμήματος, σύμφωνα με την οποία: «η σιωπηρή αυτή έγκριση τεκμαίρεται είτε από σχετικά, μεταγενέστερα του νόμου, έγγραφα της Διοικήσεως μη συνιστώντα εκτελεστές διοικητικές πράξεις, πάντως δε από την έναρξη των υλικών ενεργειών εκτέλεσης της περιεχόμενης στο νόμο ατομικής ρύθμισης» (σκέψη 13 στη ΣτΕ 391/2008).
Ενόψει των παραπάνω, ορθότερο θα ήταν να αναγνωρισθεί ρητά η δυνατότητα ευθείας προσβολής ατομικών πράξεων που έχουν θεσπισθεί με νόμο σε κάθε περίπτωση που δεν καταλείπεται περιθώριο έκδοσης διοικητικών πράξεων. Με τον τρόπο αυτό, ο δικαστής δε θα αναγκαζόταν να καταφεύγει στο ασταθές κριτήριο της ύπαρξης ή μη «σιωπηρών» διοικητικών πράξεων και επομένως θα εξασφαλιζόταν μια ενιαία αντιμετώπιση αυτής της αμφίβολης σκοπιμότητας νομοθετικής πρακτικής.