«Ματαιοπονούν ή παραπλανούν την κοινή γνώμη όσοι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι θα διορθωθούν τα κακώς κείμενα του πολιτικού μας συστήματος ή οι δυσπραγίες της διοίκησης και της δικαιοσύνης με μια νέα συνταγματική αναθεώρηση. Δεν φταίει το Σύνταγμα –γι΄αυτό και δεν διορθώνονται με το Σύνταγμα- αλλά ούτε και το Πολίτευμα για ‘τα σκάνδαλα’ και τη ‘διαφθορά’, για την αναξιοπιστία της πολιτικής και των πολιτικών, για τις ανεπάρκειες του πολιτικού μας συστήματος, αλλά οι φορείς της εξουσίας και οι πρακτικές που ακολουθούνται».
Η συνταγματική αναθεώρηση 2008 είχε τελικά άδοξο τέλος. Άρχισε φιλόδοξα και συναινετικά το 2006, με καλούς σχετικά οιωνούς, αφού με εξαίρεση τη θέση του «Συνασπισμού», όλα τα άλλα τα κόμματα αποδέχτηκαν την αναγκαιότητα και χρησιμότητά της και έσπευσαν υπερθεματίζοντας με δικές τους, πιο ριζοσπαστικές, προτάσεις να υπερκεράσουν την ‘συντηρητική’, όπως έλεγαν, πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Η κατάληξή της δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών που δημιούργησε η εξαγγελία της: αναθεωρήθηκαν τελικά τρείς μόνον συνταγματικές διατάξεις , όχι και τόσο σημαντικές, μετά από συμφωνία της κυβερνητικής πλειοψηφίας με τα τρία μικρότερα κόμματα.
Ξεκίνησε με πρόταση του Προέδρου και των 162 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, που κίνησαν την αναθεωρητική διαδικασία στις 25 Μαΐου 2006, προτείνοντας την αναθεώρηση περισσοτέρων από 25 άρθρων και πάνω από 50 συνταγματικών διατάξεων. Ορισμένες, όχι λίγες, αφορούσαν διατάξεις που είχαν ήδη αναθεωρηθεί το 2001. Η πρόταση πάντως του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και των 113 βουλευτών του επανερχόταν σε ορισμένες διατάξεις, που μόλις είχαν αναθεωρηθεί, με εντυπωσιακά μεγάλες πλειοψηφίες μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς αναθεωρητικής συναίνεσης. , που μόλις είχε αναθεωρηθεί, πανηγυρικά
Το συναινετικό κλίμα και της νέας διαδικασίας έμελλε ωστόσο να διαταραχθεί, λίγους μήνες μετά, στις τελευταίες συνεδριάσεις της Ειδικής Επιτροπής Αναθεώρησης, τον Ιανουάριο του 2007, όταν το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης άλλαξε, ξαφνικά, στάση και αποφάσισε να μη συμμετάσχει στη διαδικασία της Αναθεώρησης. Στη συζήτηση που επακολούθησε, τον επόμενο μήνα, στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία κλήθηκε να αποφασίσει επί των προτάσεων των κομμάτων και βουλευτών, ως προς τις διατάξεις που χρειάζεται να αναθεωρηθούν, έδειξε ξεκάθαρα ότι το ζήτημα της Αναθεώρησης είχε ουσιαστικά λήξει. Η απόλυτη, αλλά όχι αυξημένη πλειοψηφία των βουλευτών, που συγκεντρώθηκε στις διπλές κατ΄άρθρο ψηφοφορίες, προδίκαζε την αβέβαιη τύχη της στην επόμενη Βουλή, που θα ήταν Αναθεωρητική.
Έτσι, στην Η΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, που συγκλήθηκε μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 και έπρεπε να αποφασίσει για το περιεχόμενο των διατάξεων, που είχε κρίνει αναθεωρητέες με απλή πλειοψηφία η προηγούμενη Βουλή , δεν στάθηκε δυνατόν, όπως αναμενόταν άλλωστε, να σχηματιστεί η απαιτούμενη, αυτή τη φορά, αυξημένη πλειοψηφία των βουλευτών. Η απουσία ευρείας διακομματικής συναίνεσης, είτε μόνον στην πρώτη Βουλή -όπως είχε συμβεί με την Αναθεώρηση του 1986- είτε τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη -όπως συνέβη με την Αναθεώρηση του 2001- δεν άφηνε περιθώρια για αισιόδοξες προβλέψεις.
Το μόνο που απέμενε στην Η΄Αναθεωρητική Βουλή ήταν να κριθεί το μέλλον της επόμενης αναθεωρητικής διαδικασίας: θα ξεκινούσε αμέσως, όπως επεδίωκε το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ή μετά από πέντε χρόνια, όπως ήθελαν τα περισσότερα κόμματα; Για να μπορεί να ξεκινήσει αμέσως μια νέα αναθεωρητική διαδικασία, θα έπρεπε θα θεωρηθεί ματαιωθείσα και όχι περατωθείσα ή περαιωθείσα η παρούσα, δηλαδή δεν θα έπρεπε να αναθεωρηθεί ούτε μία διάταξη συνταγματική. Αντίθετα, για να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 110 παρ. 6Σ, που δεν επιτρέπει νέα αναθεώρηση του Συντάγματος πριν παρέλθει πενταετία από την «περάτωση της προηγούμενης», θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αναθεώρηση έστω και μίας από τις προτεινόμενες αναθεωρητέες διατάξεις.
Έτσι και έγινε. Με την σύμπραξη των μικρότερων κομμάτων, του ‘ΣΥΡΙΖΑ’, του ‘ΚΚΕ’ και του ΛΑΟΣ, σχηματίστηκε η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 και στάθηκε δυνατόν να αναθεωρηθούν τρείς διατάξεις: η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 με την οποία καταργήθηκε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, που είχε καθιερωθεί με την Αναθεώρηση του 2001, η διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 στην οποία προστέθηκαν δύο εδάφια σχετικά με τη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του Προϋπολογισμού, και η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 4 με την οποία επιβάλλεται ειδική μέριμνα του κράτους για τις νησιώτικες και ορεινές περιοχές.
Έτσι περάτωσε το έργο της με το Ψήφισμα της 27 Μαΐου 2008 η Η΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων.
Χάθηκε μήπως μια ευκαιρία για την ανανέωση του συνταγματικού μας χάρτη; Κατά τη γνώμη μου όχι. Τα συντάγματα δεν έγιναν για να αναθεωρούνται κάθε πέντε χρόνια, και μάλιστα με την προσθήκη λεπτομερειακών, φλύαρων, «νομογενούς» χαρακτήρα και νομοθετικού περιεχομένου διατάξεων. Αλλά για να ισχύουν εσαεί, πέρα και ανεξάρτητα από την συγκυρία, διότι δεν είναι, όπως οι νόμοι, συγκυριακά αλλά κείμενα του μακρύ χρόνου. Θεσπίζονται για να εμπνέουν διαρκώς με τις γενικές αρχές και διακηρύξεις τους, με λιτές και απέριττες και, αναγκαστικά, αόριστες διατυπώσεις τους ∙ για να εγγυώνται σταθερότητα και ασφάλεια, για να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του Πολιτεύματος και την συνοχή της έννομης τάξης. Περιορίζονται εξ ορισμού στα βασικά και θεμελιώδη του Πολιτεύματος και της έννομης ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων. Η αναγκαία προσαρμογή ή ο εκσυγχρονισμός του νοήματός τους στην διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα γίνεται κυρίως μέσα από την συνταγματική πρακτική, νομοθετική και διοικητική, καθώς και μέσα από την ερμηνεία τους.
Ματαιοπονούν ή παραπλανούν την κοινή γνώμη όσοι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι θα διορθωθούν τα κακώς κείμενα του πολιτικού μας συστήματος ή οι δυσπραγίες της διοίκησης και της δικαιοσύνης με μια νέα συνταγματική αναθεώρηση. Δεν φταίει το Σύνταγμα –γι΄αυτό και δεν διορθώνονται με το Σύνταγμα- αλλά ούτε και το Πολίτευμα είναι υπεύθυνο για ‘τα σκάνδαλα’ και τη ‘διαφθορά’, για την αναξιοπιστία της πολιτικής και των πολιτικών, για τις ανεπάρκειες του πολιτικού μας συστήματος, αλλά οι φορείς της εξουσίας και οι πρακτικές που ακολουθούνται.
Έχει ανάγκη, πράγματι, από αλλαγές το πολιτικό μας σύστημα και μάλιστα ριζικές. Οι αλλαγές όμως αυτές και οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να επιτευχθούν και με νομοθετικά και διοικητικά μέσα, εφ΄όσον συνοδευτούν τα ίδια με τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στους φορείς τους και κυρίως με την καλλιέργεια πολιτικού ήθους σε άρχοντες και αρχόμενους. Μας χρειάζεται, πριν από όλα, ένας νέος συνταγματικός πατριωτισμός.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε στις 1 Σεπτεμβρίου του 2008, αμέσως μετά την μίνι Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975/1986, με το πέρας της, με αφορμή την δημοσίευση του κειμένου του νέου Συντάγματος σε «μίνι» έκδοση από τις εκδόσεις Σάκκουλα. Αποτέλεσε τον Πρόλογο του συνταγματικού κειμένου. Η ανάρτησή του στον ιστότοπο του Ομίλου Μάνεση δικαιολογείται, κατά την γνώμη μου, από την συνταγματική επικαιρότητα της νέας αναθεωρητικής διαδικασίας καθώς και από την αναλογία που παρουσιάζουν οι δύο αναθεωρητικές συγκυρίες.