Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτείων Αμερικής (Η.Π.Α.), αποπέφθηκε από τη θέση του στις 3 Οκτωβρίου 2023 ο κατέχων το θεσμικό αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων (Speaker of the House of Representatives) – αξίωμα εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένου ότι ο κάτοχος του είναι δεύτερος τη τάξει στην ανάληψη της Προεδρίας των Η.Π.Α. μετά τον Αντιπρόεδρο των Η.Π.Α. σε περίπτωση που ο Πρόεδρος δε δύναται να εκπληρώσει τα καθήκοντα του – Ρεπουμπλικανός Βουλευτής της California Kevin McCarthy με 216 ψήφους υπέρ και 210 κατά. Ο McCarthy είχε ψηφισθεί (με την ακριβώς ίδια αναλογία ψήφων) ως Πρόεδρος της Βουλής μόλις 10 μήνες πριν, τον Ιανουάριο του 2023, μετά από μαραθώνια διαδικασία 15 αλλεπάλληλων ψηφοφοριών στη Βουλή.
Κομβικό ρόλο και στις δύο ανωτέρω διαδικασίες διαδραμάτισαν μέλη της ακροδεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, επονομαζόμενη ως Ομάδα της Ελευθερίας (Freedom Caucus). Στην Ομάδα έχουν προστεθεί ήδη από τις Προεδρικές εκλογές του 2020 και τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 (στις τελευταίες εκ των οποίων οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία στη Βουλή, ενώ οι Δημοκρατικοί διατήρησαν περιορισμένη πλειοψηφία στη Γερουσία) πολλά μέλη που υποστηρίζουν τον τέως Πρόεδρο Donald J. Trump και τους ισχυρισμούς περί εκλογικής νοθείας, κλπ. Μέλη της Ομάδας είχαν αρνηθεί τον Ιανουάριο επί 14 ψηφοφορίες να ψηφίσουν υπέρ του McCarthy για το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής, εκτός εάν ικανοποιούνταν σειρά αιτημάτων τους. Για να υπερκερασθεί το εμπόδιο, ο McCarthy συμφώνησε, εν τέλει, στα περισσότερα εξ αυτών, με αποτέλεσμα την υπερψήφιση της εκλογής του στη 15η ψηφοφορία.
Μία εκ των παραχωρήσεων του McCarthy υπήρξε και η αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, επιτρέποντας την πρόταση για αποπομπή του Προέδρου της Βουλής από οποιονδήποτε Βουλευτή ατομικά. Το Κεφάλαιο IX (παρ. 315) περιλαμβάνει τη σχετική διάταξη απομάκρυνσης του Προέδρου, η οποία δύναται να λάβει χώρα σύμφωνα με τη βούληση του Σώματος («A Speaker may be removed at the will of the House, and a Speaker pro tempore appointed»). Κατ΄ αρχήν, η κατάθεση πρότασης για αποπομπή του Προέδρου συνιστά Θέμα Προνομίων (Question of Privileges) της Βουλής, ήτοι αφορά σε θεμελιώδες θέμα ασφάλειας, αξιοπρεπείας, και ακεραιότητας των ίδιων των διαδικασιών της Βουλής ως θεσμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής οφείλει να φέρει οποιοδήποτε Θέμα Προνομίων σε ψηφοφορία στο Σώμα το αργότερο εντός 2 ημερών (στις οποίες να διεξάγονται νομοθετικές λειτουργίες). Το Μάρτιο του 2019, η Βουλή της 116ης Κοινοβουλευτικής Περιόδου (116th Congress), με πλειοψηφία Δημοκρατικών, προσέθεσε διάταξη σύμφωνα με την οποία Ψήφισμα (Resolution) κένωσης της θέσης του Προέδρου συνιστά Θέμα Προνομίων (και, συνεπώς, δύναται να υπάρξει) μόνον εάν κατατεθεί υπό την καθοδήγηση Κοινοβουλευτικής Ομάδας («if offered by direction of a party caucus or conference»). Η διάταξη καθισθούσθε, εν τοις πράγμασι, αναγκαία τη συμφωνία τουλάχιστον της κοινοβουλευτικής ηγεσίας πολιτικού κόμματος εντός της Βουλής για την κατάθεση ενός τέτοιου Ψηφίσματος. Με την παραχώρηση του McCarthy για να καμφθούν οι αντιρρήσεις μελών της Ομάδας Ελευθερίας στην εκλογή του ως Προέδρου, τροποποιήθηκε ο Κανονισμός στην 118ης Κοινοβουλευτική Περίοδο (118th Congress), διαγράφοντας την ανωτέρω προϋπόθεση, καθιστώντας δυνατή την κατάθεση Ψηφίσματος κένωσης της θέσης του Προέδρου από οποιονδήποτε Βουλευτή ατομικά, και οδηγώντας σε πιο επισφαλή θέση τον McCarthy, όντας πλέον στη διακριτική ευχέρεια οποιοδήποτε βουλευτή να εκκινήσει διαδικασία απομάκρυνσης του.
Οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν νομοτελειακά σε πραγμάτωση των ανωτέρω, ιδιαιτέρως λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ήδη εκ της υποψηφιότητας του McCarthy εχθρική στάση μελών της Ομάδας Ελευθερίας. Με την Ομάδα να έχει συνεχώς αυξανόμενη δύναμη εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στη Βουλή, η πολιτική ισορροπία εντός της Βουλής απομακρυνόταν αυξανόμενα από δυνατότητα (και) δια-κομματικών συμφωνιών, αλλά και από περισσότερο μετριοπαθείς (ακόμη και εντός του ιδίου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος) απόψεις (π.χ., η πολιτική κατάσταση σχετικά με το χρέος των Η.Π.Α. τον Ιούνιο του 2023). Αυτό αντικατοπτρίσθηκε και στο κυρίαρχο πολιτικό θέμα των ημερών, ήτοι την ανάγκη λήψης απόφασης από το Κογκρέσο για χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η προθεσμία για την οποία έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου. Δεδομένων των μεγάλων διαφωνιών μεταξύ Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι επιθυμούσαν δραστικές περικοπές δαπανών με σκοπό τη μείωση του δημοσίου χρέους, συμπεριλαμβανομένης της παύσης παροχής οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία, και Δημοκρατικών, οι οποία αντιτίθεντο στα ανωτέρω, έμοιαζε αδύνατο να επιτευχθεί συμφωνία. Μη συμφωνία, όμως, θα οδηγούσε στην παύση λειτουργίας σχεδόν όλης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν όλων των δημοσίων ομοσπονδιακών υπηρεσιών, και τη θέση σε διαθεσιμότητα εκατοντάδων χιλιάδων ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων (περιλαμβανομένου στρατιωτικού προσωπικού, το οποίο θα έπρεπε μεν να εργασθεί, αλλά δίχως μισθό)[1].
Σε συνέχεια αλλεπάλληλων προσπαθειών για επίτευξη συμφωνίας, και με μόλις ώρες να έχουν απομείνει έως τη λήξη της προθεσμίας, ο McCarthy, ως Πρόεδρος της Βουλής, επέλεξε να υποστηρίξει – τουλάχιστον προσωρινό – συμβιβασμό με τους Δημοκρατικούς για να αποτραπεί το αδιέξοδο, για χρηματοδότηση στα τωρινά επίπεδα έως τις 17 Νοεμβρίου, επιτρέποντας το σχετικό νομοσχέδιο να τεθεί προς ψήφιση από την Ολομέλεια. Το νομοσχέδιο, το οποίο δεν περιλαμβάνει οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία, υπερψηφίσθηκε ανήμερα της λήξης της προθεσμίας από όλους τους Δημοκρατικούς και σχεδόν όλους τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλής (335 υπέρ έναντι 91 κατά) και από την πλειοψηφία της Γερουσίας, και υπογράφηκε από τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Joseph R. Biden την ίδια ημέρα (Public Law 118-15). Όμως Ρεπουμπλικανοί της άκρα δεξιάς πτέρυγας των Ρεπουμπλικανών είχαν ταχθεί έναντι οποιασδήποτε συμφωνίας – έστω και προσωρινής – η οποία δεν ικανοποιούσε τα αιτήματα τους. Ένας εκ των περισσότερο προβεβλημένων υποστηρικτών της επιχειρηματολογίας αυτής, και, εν συνεπεία, ίσως ο περισσότερο εναντιωθείς στην κίνηση του McCarthy για συμβιβασμό, είναι ο Ρεπουμπλικανός Βουλευτής της Florida Matt Gaetz[2].
Ήδη την επόμενη ημέρα μετά την έγκριση του νομσχεδίου, ο Gaetz ανακοίνωσε την πρόθεση του να καταθέσει πρόταση αποπομπής του McCarthy, και 2 ημέρες μετά, στις 3 Οκτωβρίου, κατέθεσε πρόταση Ψηφίσματος ανακηρύσσοντας τη θέση του Προέδρου της Βουλής κενή (προτείνοντας, τοιουτοτρόπως, την επί της ουσίας αποπομπή του McCarthy). Το νομοσχέδιο υπερψηφίσθηκε από όλους τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι είχαν εκ πρωϊμίου καθορίσει ότι δε θα προσέτρεχαν σε βοήθεια του McCarthy (ψηφίζοντας κατά της αποπομπής) και ότι αυτό ήταν ένα εσωκομματικό θέμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, από τον Gaetz και από επιπλέον 8 Ρεπουμπλικανούς Βουλευτές, οι οποίοι ήταν και εξ αυτών που είχαν αρνηθεί να παρέχουν υποστήριξη στην υποψηφιότητα του McCarthy για Πρόεδρο της Βουλής τον Ιανουάριο. Μάλιστα, ενώ, προ της ψήφισης, υπήρξε η πρόταση να τεθεί η συζήτηση επί του προταθέντος Ψηφίσματος σε αναστολή (ως μία τελευταία λύση αποφυγής της αποπομπής), καταψηφίσθηκε από τους Δημοκρατικούς και 11 Ρεπουμπλικανούς Βουλευτές. Με τον Πρόεδρο να έχει αποπεμφθεί, ορίσθηκε ο Ρεπουμπλικάνος Βουλευτής της North Carolina Patrick McHenry προσωρινός Πρόεδρος (Speaker pro tempore), και υπήρξε αναστολή των περισσότερων εργασιών της Βουλής έως ότου ολοκληρωθούν διεργασίες εντός των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και προταθούν νέοι υποψήφιοι για το αξίωμα.
Αν και παρόμοιες προτάσεις Ψηφισμάτων έχουν κατατεθεί στο παρελθόν[3], ο McCarthy είναι ο πρώτος Πρόεδρος της Βουλής στην ιστορία των Η.Π.Α. που αποπέμπεται. Μάλιστα, στην τελευταία όμοια περίπτωση υπήρξε πάλι εμπλοκή της Ομάδας Ελευθερίας, όταν το 2015 ο Ρεπουμπλικάνος Βουλευτής Mark Meadows κατέθεσε πρόταση αποπομπής έναντι του τότε Προέδρου της Βουλής, επίσης Ρεπουμπλικάνου Βουλευτή John Boehner, δίχως όμως η πρόταση να τεθεί ποτέ σε ψηφοφορία διότι ο Boehner παραιτήθηκε. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία Συνταγματική ή νομική προϋπόθεση ο Πρόεδρος της Βουλής να είναι και Βουλευτής. Το Άρθρο 1, παρ. 2, εδάφιο 5ο, του Συντάγματος των Η.Π.Α. αναφέρει μόνον ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων επιλέγει τον Πρόεδρο και τους κατέχοντες έτερα αξιώματα, δίχως να θέτει κάποιον περιορισμό. Βέβαια, έως σήμερα, όλοι οι Πρόεδροι της Βουλής υπήρξαν, ταυτοχρόνως, και Βουλευτές.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ Ρεπουμπλικανών Βουλευτών να προταθεί ο ίδιος ο τέως Πρόεδρος Trump ως (εξωκοινοβουλευτικός) Πρόεδρος της Βουλής, αν και είναι εξαιρετικά αμφίβολο, σε μία τέτοια περίπτωση, εάν θα ήταν δυνατό να αναλάβει καθήκοντα λόγω πιθανών ασυμβίβαστων μεταξύ Κανονισμού της Βουλής ή της Κοινοβουλευτικής Ομάδος και των νομικών προβλημάτων και ένδικων διαδικασιών στις οποίες έχει εμπλακεί ως κατηγορούμενος. Σε κάθε περίπτωση, πιθανότατα θέτοντας τέλος στις σχετικές συζητήσεις, ο ίδιος ανακοίνωσε την Παρασκευή την υποστήριξη του στον Βουλευτή του Ohio Jim Jordan – μέλος της Ομάδας Ελευθερίας – για Πρόεδρο της Βουλής. Δεδομένης της στήριξης των μελών της Ομάδας Ελευθερίας προς τον τέως Πρόεδρο Trump, είναι πιθανό, εάν τελικώς ισχύσει η υποψηφιότητα του Jordan, να υπερψηφισθεί ευκολότερα σε σύγκριση με την υποψηφιότητα του McCarthy τον Ιανουάριο. Ταυτοχρόνως, όμως, αυτό σημαίνει και σημαντική αύξηση επιρροής της ακροδεξιάς πτέρυγας των Ρεπουμπλικανών – και, εμμέσως, του τέως Προέδρου Trump – στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά και γενικότερα στην πολιτική σκηνή των Η.Π.Α., συνεπαγόμενη και προώθηση αντιστοίχων πολιτικών.
[1] Την τελευταία φορά που έλαβε χώρα κάτι παρόμοιο ήταν το Δεκέμβριο του 2018 επί Προεδρίας Trump, οπότε και αδυναμία συμφωνίας οδήγησε σε παύση λειτουργίας σχεδόν ολόκληρης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για 35 ημέρες.
[2] Ο Gaetz είναι αρκετά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Από το 2021 ήταν υπό διερεύνηση από το Υπουργείου Δικαιοσύνης για πιθανά εγκλήματα σεξουαλικής συμπεριφοράς, όμως η έρευνα αρχειοθετήθηκε το Φεβρουάριο 2023 λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για παραπομπή σε δίκη. Όμοια έρευνα άρχισε την ίδια περίοδο αλλά και συνεχίζει να διεξάγει η Επιτροπή Ηθικής της Βουλής για τα ανωτέρω και, επιπλέον, μεταξύ άλλων, για παραβάσεις σχετικά με παράνομες ναρκωτικές ουσίες, απρεπή συμπεριφορά στην Ολομέλεια του Σώματος (ανάρμοστο οπτικοακουστικό υλικό), χρήση προεκλογικών επιδοτήσεων για προσωπικούς σκοπούς, και μη επιτρεπτή από τον Κανονισμό της Βουλής αποδοχή δώρων.
[3] Μόνον μία φορά έφθασε παρόμοια πρόταση στην Ολομέλεια για ψηφοφορία: το 1910 έναντι του Προέδρου της Βουλής και Ρεπουμπλικανού Βουλευτή Joseph Cannon, η οποία όμως καταψηφίσθηκε.