Α. Το τελευταίο διάστημα εκπορεύονται ξανά από την κυβέρνηση σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου που ψήφισε η ίδια, προκειμένου να υποβιβασθεί το όριο αυτοδυναμίας σχεδόν στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος (35%).
Έχω γράψει επανειλημμένα για το απαράδεκτο παιχνίδι της κολοκυθιάς στο οποίο αρέσκεται η ΝΔ, σταθμίζοντας κάθε φορά τα εκλογικά δεδομένα και προσαρμόζοντας ανάλογα τα ποσοστά της αυτοδυναμίας που θέτει ο εκλογικός νόμος, ερήμην του Συντάγματος αλλά και της θεσμικής υπευθυνότητας απέναντι στους κανόνες της σύγχρονης δημοκρατίας. Σε όλους τους εκλογικούς νόμους της, μέχρι και τον πρόσφατο (και μη αρεστό πλέον…), η λογική ήταν και είναι η ίδια. Να μεθοδεύεται η μονοκομματική επικράτησή της ΝΔ, με μικροπολιτικό προσδιορισμό του ορίου αυτοδυναμίας και με ταυτόχρονο αποκλεισμό των συνασπισμών από την πριμοδότηση, ακόμη και αν είναι πρώτοι. Και όλα αυτά με πλήρη αδιαφορία για την υπέρμετρη σχετικοποίηση, στην πρώτη περίπτωση, και για την πλήρη παραβίαση, στην δεύτερη, των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητας, της ισοδυναμίας της ψήφου και της εν γένει πολιτικής ισότητας (ως προς τα κόμματα) αλλά και με την κυνική εκμετάλλευση του ότι δεν υπάρχει στην χώρα μας, όπως έπρεπε, Συνταγματικό Δικαστήριο που να ασκεί προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των εκλογικών νόμων…
Β. Δεν θα κουράσω όμως τους αναγνώστες με μια επανάληψη των σχετικών επιχειρημάτων, αρκούμενος απλώς να παραπέμψω σε παλαιότερα άρθρα ελεύθερης πρόσβασης, με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές (βλ. «Τα συνταγματικά προβλήματα του εκλογικού νόμου», tvxs.gr, 23.3.2012, «Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος ως κριτήριο δημοκρατικής και συνταγματικής αξιοπιστίας», Constitutionalism.gr, 09-10-2015 «To εκλογικό σύστημα στη δίνη αντισυνταγματικών και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων», Constitutionalism.gr, 22.1.2020). Ο λόγος που αποφάσισα να γράψω το σημερινό κείμενο είναι η διαπίστωση, που δεν είναι μόνον δική μου, ότι ο πρωθυπουργός φαίνεται να επανεξετάζει τα όρια της θεσμικής σοβαρότητας που ο ίδιος είχε θέσει -αποκλείοντας ρητά πριν από λίγο καιρό κάθε περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου- και να προσπαθεί να μετρήσει τις αντιδράσεις που θα προκληθούν αν επιχειρήσει την κυβίστηση που υπονοούν διάφοροι συνεργάτες του. Προς αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται με προθυμία όλα τα φίλια ΜΜΕ, τα οποία, με την συντριπτική και καταθλιπτική υπεροπλία τους, βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη με ποικίλα υποβολιμαία δημοσιεύματα. Η μόνιμη δε επωδός τους είναι ότι λόγω των πρόσφατων εξελίξεων (δηλαδή της ανυποληψίας του κυβερνώντος κόμματος μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών…) κινδυνεύει η κυβερνητική σταθερότητα και άρα η μόνη λύση είναι να ξανααλλάξει ο εκλογικός νόμος. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι το όριο της αυτοδυναμίας πρέπει να υποβιβασθεί περίπου στο 1/3 του εκλογικού σώματος -δηλαδή να προσαρμοσθεί στα δημοσκοπικά μέτρα της ΝΔ- προκειμένου να διασφαλισθεί η μονοκομματική επικράτησή της, μιας και κανένα από τα άλλα κόμματα δεν φαίνεται διατεθειμένο να συνεργασθεί μαζί της.
Γ. Εν πρώτοις πρέπει να επισημανθεί ότι όλη αυτή η παραφιλολογία εκκινεί από λάθος αφετηρία και είναι εξόχως παραπλανητική. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, η κυβερνητική σταθερότητα δεν είναι τίποτε παραπάνω από έναν έμμεσα συναγόμενο συνταγματικό σκοπό ή έστω από μια οιονεί συνταγματική αρχή, που πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά με άλλους συνταγματικούς σκοπούς και ιδίως με γνήσιες -και άρα υπέρτερες- συνταγματικές αρχές, όπως, εν προκειμένω, η ισοδυναμία της ψήφου, η αντιπροσωπευτικότητα του εκλογικού σώματος και η αναλογικότητα (και όπως η πολιτική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και προστασία η αρχή του κράτους δικαίου, στην περίπτωση των υποκλοπών…). Σε κάθε δε περίπτωση, η κυβερνητική σταθερότητα δεν νοείται, σε καμία περίπτωση, να ταυτίζεται με την πάση θυσία -και ιδίως με κάθε θεσμικό κόστος- επικράτηση μονοκομματικών κυβερνήσεων. Μια τέτοια «κυβερνητική σταθερότητα» δεν έχει κανένα έρεισμα στο Σύνταγμα.
Αυτή είναι η επιστημονική παρακαταθήκη του αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση για το ζήτημα αυτό και αυτή είναι η συντριπτικώς επικρατούσα γνώμη στην θεωρία του συνταγματικού δικαίου (βλ. τα προαναφερθέντα άρθρα μου και αναλυτικότερα την ενδελεχή και κριτική παρουσίαση του σχετικού προβληματισμού από τον Χ. Ανθόπουλο, Εκλογικά Συστήματα και Συνταγματικές Δεσμεύσεις, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 117 επ., με τις εκεί παραπομπές). Στο σημείο αυτό μάλιστα θα ήθελα να θυμίσω το πόσο γλαφυρά συνόψισε αυτήν την κρατούσα γνώμη ο επίσης αείμνηστος Γιώργος Παπαδημητρίου, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του στη Βουλή:
«Στο εκλογικό σύστημα υπάρχουν αρχές που το προσδιορίζουν, αρχές οι οποίες είναι σαφώς υπέρτερες του σκοπού τον οποίο θεωρεί επιδιωκτέο και θεμιτό το Σύνταγμα, δηλαδή τη διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας. Κύριοι συνάδελφοι, η κυβερνητική σταθερότητα δεν αποτελεί συνταγματική αρχή. Αποτελεί απλώς σκοπό προς τον οποίο αποβλέπει –και εύλογα– το Σύνταγμα. Αντίθετα, οι αρχές, τις οποίες ανάφερα [της ισότητας της ψήφου και της ίσης αντιπροσώπευσης] είναι συνταγματικές αρχές με συγκεκριμένο περιεχόμενο και προσδιορισμένη λειτουργία για την οργάνωση και τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος» «Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση Ο΄ 22.1.2008, σ. 3699 επ..
Δ. Πέρα από τα ανωτέρω, όμως, η άποψη για δεύτερο εκλογικό νόμο της παρούσας κυβέρνησης, που θα αντικαταστήσει τον πρώτο για τις μεθεπόμενες εκλογές, γεννά εύλογο συνταγματικό προβληματισμό και ως προς το διαδικαστικό μέρος. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει να αναλογισθούμε ποια ήταν η ratio -δηλαδή η νομικοπολιτική στόχευση- της νέας συνταγματικής ρύθμισης του εκλογικού συστήματος, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του 2001. Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στην ισχύουσα πλέον διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία:
«Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται από των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Γιατί ψηφίσθηκε η διάταξη αυτή; Για έναν και μόνο λόγο: για να αποφευχθούν μικροκομματικές μεθοδεύσεις σαν αυτές που είχαν παρατηρηθεί, έως τότε, από όλες τις κυβερνήσεις, με εκλογικούς νόμους που αποσκοπούσαν στην εκμετάλλευση της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας για την φαλκίδευση του εκλογικού αποτελέσματος.
Μετά την ψήφιση της διάταξης αυτής είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα δεν εξέλιπε εντελώς, καθώς και πάλι έγιναν μικροκομματικοί υπολογισμοί, με το βλέμμα στις μεθεπόμενες εκλογές (αυτό για παράδειγμα έγινε τόσο με την καθυστερημένη και επιτηδευμένη ψήφιση του νόμου της «απλής και άδολης αναλογικής» του ΣΥΡΙΖΑ, που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, όσο και με τον συνταγματικά προβληματικό νόμο της ΝΔ, που θα ισχύσει κανονικά -αν δεν αλλάξει…- στις μεθεπόμενες εκλογές). Σε γενικές γραμμές όμως τα αποτελέσματα ήταν αναμφισβήτητα θετικά, διότι τέθηκε πράγματι ένα νέο πλαίσιο νομοθετικής πολιτικής για το εκλογικό σύστημα. Είναι δε βέβαιο ότι η πορεία των εκλογικών μας θεσμών θα είχε πλέον δρομολογηθεί σε νέες βάσεις, αν δεν είχε υπονομευθεί στο μεταξύ από δύο αντίθετες με το πνεύμα του Συντάγματος επιλογές:
Η πρώτη επιλογή ήταν του ίδιου του πρωθυπουργού, ο οποίος έσπευσε από νωρίς να προδικάσει σαν αναπόφευκτες τις δεύτερες εκλογές, με την απαράδεκτη θεσμικά θέση του ότι «θα κάψει» μετά βδελυγμίας τις εκλογές της απλής αναλογικής, μη μετέχοντας στις διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης (θέση που ηχεί τουλάχιστον παράξενα στα αυτιά των Ευρωπαίων, μιας και στις δημοκρατικά προηγμένες χώρες η απλή αναλογική είναι μάλλον ο κανόνας…). Και σαν να μην έφτανε αυτό, το οποίο συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, εμπαιγμό της λαϊκής κυριαρχίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος, η κυβέρνηση έφερε σιγά σιγά στο προσκήνιο και μια δεύτερη επιλογή: άρχισε και πάλι τις διαρροές και τα μισόλογα για την εκ νέου αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η οποία βέβαια τίποτε δεν εγγυάται ότι θα είναι η τελευταία, ιδίως αν οι εκλογές δεν γίνουν πρόωρα (διότι μπορεί, για παράδειγμα, δύο μήνες πριν από τις εκλογές, να έχουμε και νέα αλλαγή των πολιτικών δεδομένων…).
Ο συνδυασμός λοιπόν της διακήρυξης του πρωθυπουργού για «κάψιμο» των εκλογών της απλής αναλογικής, με την σχεδιαζόμενη, όπως φαίνεται, δημιουργία ενός «νομοθετικού πανεριού» από το οποίο -σαν άλλος μάγος του Οζ- θα βγάζει κάθε φορά, ανάλογα με το εκλογικό του συμφέρον, το εκλογικό σύστημα που επιθυμεί, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ratio της αναθεώρησης του 2001 (και θα ήθελα πράγματι να ακούσω επ’αυτού τις απόψεις των τότε πρωταγωνιστών της). Και τούτο διότι αυτό που ο συνταγματικός νομοθέτης επιχείρησε να θέσει πανηγυρικά εκποδών από το πολιτικό μας σύστημα, η κυβέρνηση επιχειρεί να το επαναφέρει από το παράθυρο, καταφεύγοντας ακόμη μια φορά σε φτηνές και κυνικές μεθοδεύσεις, οι οποίες συνιστούν καταφανώς «περιγραφή», δηλαδή επιτηδευμένη παράκαμψη του Συντάγματος. Όσο δε για το επιχείρημα ότι και οι άλλοι έκαναν αντίστοιχες, αυτό προφανώς δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, όχι γιατί δεν έκαναν αλλά γιατί όποιος επιχειρεί τέτοιους συμψηφισμούς -και μάλιστα υπερακοντίζοντας κατά πολύ εν προκειμένω- δεν μπορεί να διεκδικεί δάφνες ούτε θεσμικής αξιοπιστίας ούτε πολιτικής σοβαρότητας…
Ε. Ειλικρινά εύχομαι και ελπίζω ο πρωθυπουργός στο τέλος να μην ενδώσει σε τέτοιες καιροσκοπικές λογικές, που οδηγούν αναπόφευκτα σε καταστρατήγηση του Συντάγματος. Αρκετά τραυματίσθηκε το κύρος του με τις υποκλοπές, ας φροντίσει τουλάχιστον να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα. Αν μάλιστα αποφάσιζε όχι μόνο να αντισταθεί στις ως άνω προτροπές αλλά και να κάνει μια υπέρβαση για το εκλογικό σύστημα, ίσως θα είχε και κάποιο κέρδος για την πολιτική υστεροφημία του. Τέτοια, υπέρβαση, για παράδειγμα, θα ήταν να καλέσει όλα τα κόμματα σε διάλογο για μια συναινετική αλλαγή του εκλογικού νόμου, με σημείο εκκίνησης την απλή αναλογική αλλά και με δυνατότητα μετάπτωσή της σε σύστημα λελογισμένης πριμοδότησης του πρώτου κόμματος ή συνασπισμού (αν ξεπερασθεί ένα συγκεκριμένο όριο, σχετικά κοντά στην αυτοδυναμία, που να την δικαιολογεί -πχ 42-44%- και με πρόσθετη προϋπόθεση το πρώτο κόμμα να απέχει από το δεύτερο τουλάχιστόν 2%). Μόνο ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα μπορεί να θέσει τις βάσεις για μια μακροπρόθεσμη πολιτική -αλλά όχι κατ’ανάγκην μονοκομματική- σταθερότητα, με ταυτόχρονο σεβασμό της «αρχής της ευρύτερης δυνατής λαϊκής εκπροσωπήσεως, που απορρέει από την έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», για να θυμηθούμε μια πρωτοποριακή απόφαση του Εκλογοδικείου (ΑΕΔ 36/1990).
Το ότι το προτείνω βέβαια δεν σημαίνει ότι έχω αυταπάτες… Απλώς προσπαθώ να εισαγάγω κάποια στοιχεία προβληματισμού για το πως θα μπορούσε να ασκηθεί η πολιτική σε τέτοιους κρίσιμους τομείς αν κυβέρνηση και κόμματα ήταν έστω και στοιχειωδώς διατεθειμένα να συζητήσουν σε κλίμα νηφαλιότητας και με όρους εθνικής συνεννόησης…
Δημοσιεύθηκε στο ieidiseis.gr, 7.9.2022
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών