Ο αγώνας για το Σύνταγμα

Τάκης Βιδάλης, Δρ. Ν., Μέλος της Επιτροπής Ηθικής της Επιστήμης της ΕΕ (EGE/European Commission)

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Α. Μάνεση, ο ελληνικός συνταγματισμός περνά τη χειρότερη κρίση του στην περίοδο της μεταπολίτευσης.

Αν κάτι χαρακτηρίζει το έργο του μεγάλου θεωρητικού ήταν η επιμονή του να θεωρεί το Σύνταγμα νόμο. Αυτή η απλή αντίληψη θα έπρεπε να είναι αυτονόητη σε οποιαδήποτε δημοκρατική κοινωνία. Στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ -όπως απέδειξαν οι διαρκείς εκτροπές από την ίδρυση του κράτους- όσο κι αν αγωνίστηκαν πολλοί. Ο Μάνεσης ξεχώρισε ανάμεσά τους στην προδικτατορική περίοδο, όταν αντέδρασε έμπρακτα στον μεσσιανισμό των κρατούντων που τους κολάκευαν οι δημοσιολόγοι της εποχής, και φυσικά το πλήρωσε.

Μετά το ’74, ο συνταγματισμός έδειξε να έχει μια ευκαιρία μοναδική. Από τότε, το απόφθεγμα της «καλύτερης δημοκρατίας» και των «θεσμών που λειτουργούν αδιατάρακτα» κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο, ξορκίζοντας ένα παρελθόν που όλοι ήθελαν να ξεχαστεί.

Όταν όλα κατέρρευσαν στο Καστελόριζο, ένα ερώτημα προέκυψε: πώς γίνεται η «καλύτερη δημοκρατία» (αυτή, δηλαδή, που εφαρμόζει το Σύνταγμα ως νόμο) να χρεωκοπεί, χωρίς πολέμους και πραξικοπήματα; Δύο είναι οι πιθανές απαντήσεις: είτε το Σύνταγμα εφαρμόστηκε μεν, αλλά ήταν ακατάλληλο, είτε ήταν κατάλληλο, αλλά απλώς δεν εφαρμόστηκε. Αν ισχύει η πρώτη απάντηση, τότε γιατί άραγε μιλούσαμε για την «καλύτερη» δημοκρατία αποθεώνοντας το Σύνταγμα του ’75; Αν πάλι ισχύει η δεύτερη, τότε -κατά την προσέγγιση του Μάνεση- πάλι φταίει το Σύνταγμα: γιατί δεν εξασφάλισε με κατάλληλες προβλέψεις  την ίδια την εφαρμογή του, αλλά αφέθηκε στον «πατριωτισμό» των κυβερνώντων. Και με τις δύο εκδοχές, χαμένος είναι ο συνταγματισμός. Εδώ βρισκόμαστε ως σήμερα…

Όταν ο Μάνεσης επέμενε ότι το Σύνταγμα είναι νόμος, εννοούσε ένα, κυρίως: ότι, για την προστασία του υπάρχουν κυρώσεις, προληπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα, οι «εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος». Γι’ αυτές ακριβώς μίλησε διεξοδικά στο εμβληματικό προδικτατορικό του έργο, επειδή -ως αυθεντικός επιστήμονας- δυσπιστούσε στις «καλές προθέσεις» των προσώπων που στελεχώνουν τα όργανα του κράτους (αργότερα δυσπιστούσε σε όποιον ασκεί οποιασδήποτε μορφής εξουσία γενικότερα…). Ήθελε η αρχιτεκτονική του Συντάγματος (και του θετικού συνταγματικού δικαίου συνολικά) να είναι τέτοια που να αποτρέπει αντικειμενικά την παραβίασή του: οι κυρώσεις είναι, για την αντίληψη αυτή, θέμα μηχανικής των θεσμών, ψυχρής λογικής ροπών και δυνάμεων που αλληλεπιδρούν, ανεξάρτητα από πρόσωπα.

Η μεταπολιτευτική συνταγματική θεωρία έκανε το παν για να ξεχαστεί αυτή η αναγκαία συνθήκη των «εγγυήσεων τηρήσεως του Συντάγματος». Ήδη, οι πιο προβεβλημένοι εκπρόσωποι της πρώτης γενιάς των μαθητών του Μάνεση αντιτάχθηκαν στο «θετικισμό», που υποτίθεται ότι απομόνωνε το συνταγματικό δίκαιο από την πολιτική ηθική και προετοίμαζε περιπέτειες τύπου Βαϊμάρης. Ο αντιθετικισμός ήταν η ερμηνευτική πανάκεια του μεταπολιτευτικού συνταγματικού δικαίου και προβαλλόταν σε κάθε ευκαιρία από ultra πολιτικοποιημένους ιδεολόγους στα πανεπιστήμια, μέσα στην ευφορία της «καλύτερης δημοκρατίας».

Το ότι έτσι άνοιγε ο δρόμος για την επικράτηση μιας αντίληψης του Συντάγματος ως κειμένου «αρχών», «ευέλικτων» στην εφαρμογή, άρα ευάλωτων σε επιχειρήματα γυμνής ισχύος (η διαβόητη «κανονιστική δύναμη του πραγματικού»), δεν μας απασχολούσε. Η σταδιακή απομάκρυνση από το Σύνταγμα-νόμο για χάρη ενός Συντάγματος-λογοτεχνήματος σήμαινε για το mainstream ελληνικό συνταγματικό δίκαιο μια μοιραία μετάλλαξη: την υποβάθμιση της επιστημονικής ανάλυσης προς όφελος της ρητορικής επίδοσης, μιας μεταμοντέρνας αντίληψης της ερμηνείας σε πνευματώδη «γλωσσικά ενεργήματα».

Αυτή η μετάλλαξη ενσωμάτωσε σταδιακά τους πάντες, ακόμη και υπηρέτες ή νοσταλγούς της χούντας ή νεοφασίστες «με δημοκρατικό πρόσωπο». Όλοι μπορούν πλέον να επικαλεστούν το Σύνταγμα -ή να το αλλάξουν όπως τους αρέσει-, χωρίς όμως να θεωρούν ότι είναι κάτι πραγματικά σημαντικό, ότι δεσμεύει κάποιους τέλος πάντων. Ο αφορισμός -πάλι, δυστυχώς, μαθητών του Μάνεση- ότι «δεν φταίει το Σύνταγμα», κυριάρχησε απόλυτα και ακούστηκε κατ’ εξοχήν στις δύσκολες στιγμές των κρίσεων: το Σύνταγμα στεκόταν απλώς στον Όλυμπο, χωρίς να ενοχλεί κανέναν, αποθεώθηκε για να μη μας απασχολεί.

Η περίοδος της οικονομικής κρίσης, όπως και η περίοδος της πανδημίας, μας δίνουν πολλά παραδείγματα πρακτικών συνεπειών αυτής της «αισθητικής» παρέκβασης του συνταγματικού λόγου, τόσο στο κεφάλαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όσο και σε εκείνο της λειτουργίας των κρατικών οργάνων. Η άτακτη υποχώρηση στο κεφάλαιο της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας (το πώς ερμηνεύτηκε το άρθρο 106, σε σχέση με το άρθρο 28 και τη συμμετοχή μας στην ΕΕ), η επιστροφή ενός βάρβαρου κρατικού πατερναλισμού στη δημόσια υγεία, ύστερα από έναν αιώνα περίπου (με τίμημα χιλιάδες ζωών που χάθηκαν άδικα), ιδίως όμως η βίαιη ανακατανομή του εθνικού πλούτου προς όφελος μιας παντοδύναμης εξουσίας ολιγαρχών (που πλέον απολαμβάνει μια ελευθερία κινήσεων αδιανόητη για τους προκατόχους της άλλων εποχών), είναι ίσως τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ήττας του συνταγματισμού. Γιατί εκεί όπου οι κυβερνήσεις μας νομοθετούν ασύστολα υπό το πρόσχημα της «σωτηρίας της Πατρίδας», το Σύνταγμα έχει χάσει πια κάθε κύρος ως πραγματικός νόμος εξοπλισμένος με κυρώσεις, για να το πάρουν σοβαρά αυτές οι τελευταίες.

Από πολιτική άποψη, η στάση αυτή -που μοιάζει να κυριαρχεί σήμερα στους «ειδικούς»-, διευκόλυνε απίστευτα τους -κατά κανόνα εξουσιομανείς- πολιτικούς μας εκπροσώπους, ιδίως όσους τύχαινε να κυβερνούν. Γιατί η απομάκρυνση από τη μανεσική αντίληψη του Συντάγματος-νόμου σημαίνει κυρίως την εγκατάλειψη της ανεξάρτητης κριτικής της πολιτικής. Πραγματικά, αν κάπου έχει σημασία η «επιστημονικότητα» του συνταγματικού δικαίου, είναι ότι εξασφαλίζει την πιο στέρεη βάση για την κριτική των κρατούντων, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, ομαλές ή όχι. Εντελώς αντίθετα, το Σύνταγμα-λογοτέχνημα ευνόησε τη μόδα των συνταγματολόγων-πολιτικών ή συμβούλων πολιτικών (επίσημων ή αφανών) στο πλευρό της εκάστοτε εξουσίας και ποτέ απέναντί της: η ανώδυνη ρητορική για το Σύνταγμα έχει αγαπηθεί όσο ποτέ από τους αντιπροσώπους μας και τα ΜΜΕ, καθώς συμβάλλει στο show-time της επίσημης πολιτικής.

Ύστερα από αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των πιο έγκυρων κατατάξεων για την ποιότητα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας (όχι μόνο μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών), με χρέος πολύ υψηλότερο από εκείνο της εποχής του Καστελόριζου και (σε σχέση με τότε) κατεστραμμένο το κράτος-πρόνοιας. Θεωρείται, πολύ περισσότερο, μία από τις χώρες της Δύσης που βαθμιαία υιοθετεί χαρακτηριστικά ολοκληρωτικών καθεστώτων, ιδίως λόγω της αντιμετώπισης των ελευθεριών της έκφρασης και της πληροφόρησης, του απόρρητου των επικοινωνιών, ακόμη και της σωματικής ακεραιότητας (μεταναστευτικό, συμπεριφορά της αστυνομίας). Αυτά είναι δείγματα χαρακτηριστικά για το επίπεδο του εγχώριου συνταγματισμού, ας μη γελιόμαστε: όσο «βρίσκουν» οι πολιτικοί μας αντιπρόσωποι, τόσο «κάνουν»…

Στο ναδίρ του κύρους των θεσμών, η επιστροφή στον «εγγυητισμό» του Α. Μάνεση δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Ισοδυναμεί σήμερα με έναν αγώνα για το Σύνταγμα, που πολύ λίγοι και εντελώς σποραδικά είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν. Τον αγώνα αυτόν θα έπρεπε κάποτε να ενθαρρύνει ο Όμιλος Μάνεση, αν υποθέσουμε ότι είναι κάποιου είδους θεματοφύλακας. Να εμπνεύσει, δηλαδή, μια νέα γενιά ανεξάρτητων επιστημόνων, δύσπιστων απέναντι στις παντοειδείς εξουσίες (πολιτειακές, πολιτικές ή ακαδημαϊκές), πραγματικών εραστών της ορθολογικής κριτικής σκέψης – όχι «φυτών» που ευδοκιμούν στα αμφιθέατρα και στα σπουδαστήρια. Δεν θέλησε έως σήμερα να το κάνει: μια «συμπεριληπτική» αντίληψη απόψεων που κυριάρχησε από τα πρώτα του βήματα, μοιραία τον άφησε χωρίς σαφές στίγμα, κυρίως επιστημονικό. Η αποφυγή συγκρουσιακών πρωτοβουλιών (που θα έπρεπε να αναληφθούν ακριβώς στο όνομα του εγγυητισμού) και η αγωνία μιας πάση θυσία «καθεστωτικής» παρουσίας (ακόμη και με τη συμμετοχή πολιτειακών παραγόντων στις εκδηλώσεις του!) αδυνατίζουν μάλλον παρά ενισχύουν την ανεξαρτησία του, αφού αυτή κρίνεται αποκλειστικά από το επιχείρημα, χωρίς να έχει ανάγκη τρίτους.

Ο Α. Μάνεσης -που από νέος δεν είχε τίποτε να αποδείξει σε κανέναν- ήξερε να κάνει πέρα πολλούς που τον πλησίαζαν. Ο Όμιλος;

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

three × five =