1.2 Αδύνατη η παράκαμψη συνταγματικής διάταξης με διεθνή συνθήκη
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις και οριοθέτηση του θέματος
Ο Αριστόβουλος Μάνεσης αναφερόταν συχνά στο γνωστό απόσπασμα του Αββά Σιεγιές, από το «Qu’est-ce que le Tiers État?»[1]: “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα». Σε αντίθεση με την αυτονόητη αυτή σύνοψη της ουσίας του συνταγματισμού, διατυπώνεται εσχάτως από την κυβέρνηση και ομοφρονούντες έγκριτους δημοσιολόγους η άποψη ότι η απαγόρευση ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων του άρθρου 16 του Συντάγματος μπορεί να παρακαμφθεί νομοθετικά ή με τη σύναψη διεθνών συμβάσεων, ενόψει εννοιολογικού επικαθορισμού των επιταγών του από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Κατά την άποψη αυτή, όπως αρχικά διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο Ι. Σαρμά, το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει πλήρως ένα αυτοτελές δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, ως εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, το οποίο, κατά τις μεταγενέστερες γνωμοδοτήσεις, επιβάλλεται στην ελληνική συνταγματική τάξη, ακόμη και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος[2]. Κατά τον Σαρμά, η «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κατοχυρώνεται ως «μορφή της επιχειρηματικής ελευθερίας», άρα ως «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» νοείται και η δυνατότητα ενός επιχειρηματία να ιδρύσει ως επιχείρηση εκπαιδευτικό ίδρυμα.» (…). « (Κ)αι επομένως προστατεύεται από αυτήν η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις»[3].
Συνεπώς, εάν η θέση αυτή επικρατήσει, θα επιτρέπεται (ή μάλλον θα επιβάλλεται) από το Ευρωπαϊκό δίκαιο η λειτουργία όχι απλώς «μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ», όπως υποτίθεται ότι υποστήριζε μέχρι σήμερα η Νέα Δημοκρατία[4] και σχεδόν όλοι οι θεωρητικοί, αλλά «ενός τύπου «επιχειρηματικού» Πανεπιστημίου που δεν υπάρχει πουθενά», κατά την εύλογη διατύπωση του Ευ. Βενιζέλου σε προγενέστερη δημοσίευση[5]. Ο ίδιος, άλλωστε, υποστήριζε τότε, ότι «το ισχύον Σύνταγμα εκλαμβάνεται από ορισμένους ως φραγμός για νέες οργανωτικές πρωτοβουλίες στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι έτσι. Το άρθρο 16 παρ. 5 με τα ερμηνευτικά περιθώρια που περιέχει και τα οποία δεν θίγονται σε τίποτα από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι φραγμός αλλά εγγύηση σοβαρότητας και αξιοπιστίας των πρωτοβουλιών αυτών[6].»
Προκύπτει, βεβαίως, ένα εύλογο ερώτημα για την κυβερνητική βιασύνη για τη νομοθετική παράκαμψη της συνταγματικής αναθεώρησης, όχι μόνον γιατί αυτή μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, το 2024, αλλά κυρίως διότι η αρχική επιστημονική άποψη για την ύπαρξη παρόμοιου κοινοτικού δικαιώματος ίδρυσης επιχειρηματικών ΑΕΙ είχε διατυπωθεί από τον Πρόεδρο Ι. Σαρμά ήδη από το 2018. Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;[7] Αυτό το πολιτικό ερώτημα όμως αφορά αποκλειστικά την κυβερνητική αξιοπιστία και δεν απαλλάσσει από την ανάγκη εξέτασης της βασιμότητας των συναφών νομικών επιχειρημάτων.
1.1 Αδύνατη η σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 σε αντίθεση με την γραμματική του διατύπωση
Σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, «η σωστή ερμηνευτική προσέγγιση των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων επιβάλλεται να είναι, κατά πρώτον, εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο και, κατά δεύτερον, τελολογική, να οδηγεί δηλαδή στην παραδοχή ότι η απαγόρευση που προβλέπεται από αυτές αφορά μόνο «τη σύσταση» σχολών από ιδιώτες και όχι την εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων άλλης χώρας[8]». Ανάλογη ερμηνεία επιχειρείται από τις γνωμοδοτήσεις.
Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία. Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη[9].»
Συνεπώς, η παρ. 5 του άρθρου του Συντάγματος, που ορίζει ότι «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» δεν μπορεί να ερμηνευθεί, ενόψει της κατηγορηματικής διατύπωσης «αποκλειστικά», ότι επιτρέπει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης και από φορείς που δεν είναι ΝΠΔΔ. Ομοίως η παράγραφος 6 κατά την οποία «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι μπορεί και να μην είναι[10].
Ούτε, τέλος, ενόψει των παραπάνω σαφών απαγορεύσεων και της αυτονόητης συστηματικής τους ερμηνείας μπορεί να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η παρ. 8 («H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται») κωλύει μεν την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά επιτρέπει τη λειτουργία τους, με την εγκατάσταση παραρτημάτων άλλων Πανεπιστημίων. Τα περίφημα αυτά «παραρτήματα» θα είναι ΝΠΔΔ; Εάν όχι, πώς θα παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση, εφόσον αυτή, κατά την παρ. 5, παρέχεται «αποκλειστικά» από δημόσια νομικά πρόσωπα; Οι καθηγητές τους θα είναι δημόσιοι λειτουργοί, όπως ορίζει η παρ. 6; Με ποιο θαυματουργό τρόπο; (Προφανώς, η ακαδημαϊκή συνεργασία αλλοδαπών ιδιωτικών ΑΕΙ με ελληνικά ΑΕΙ καθόλου δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ήδη εφαρμόζεται.)
Ο συνταγματικός νομοθέτης σαφώς διατύπωσε μια ρητή επιταγή που απαγορεύει την εν γένει ύπαρξη και λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ στην Ελλάδα, κερδοσκοπικών ή μη. Μόνον έτσι δικαιολογούνται τρεις επάλληλες και ουσιαστικά παρόμοιες επιτακτικές διατάξεις στο ίδιο άρθρο. Το όριο της ερμηνείας των ταυτόσημων αυτών επιταγών («δεν υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη πανεπιστήμιο-επιχείρηση!) θα πρέπει να μην θίγει τον πυρήνα της απαγόρευσης, όποιος και να είναι ο μεταγενέστερος εννοιολογικός επικαθορισμός της.
Παρόμοια σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία, που «διέσωσε», κατά την έκφραση του Ν. Αλιβιζάτου[11], το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης ενόψει της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, είναι αυτή του ισχύοντος νόμου 3696/2008. Ο νόμος αυτός, κατόπιν του σχετικού διαλόγου του Συμβουλίου της Επικρατείας με το ΔΕΕ[12], αναγνωρίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα που πηγάζουν από την ευρωπαϊκή επιταγή της αναγνώρισης τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης ως όρο της ελευθερίας μετακίνησης προσώπων και υπηρεσιών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ακαδημαϊκή ισοτίμηση ή την αναγνώριση ως Πανεπιστημίων των «κολλεγίων» που παρέχουν σχετικούς τίτλους, κατόπιν συμφωνιών δικαιόχρησης με ευρωπαϊκά ΑΕΙ.
1.2 Αδύνατη η παράκαμψη συνταγματικής διάταξης με διεθνή συνθήκη
Εξίσου πρόδηλα αβάσιμη είναι και η άποψη ότι είναι δυνατόν να καταστεί ανενεργή η συνταγματική απαγόρευση με διεθνείς συνθήκες, είτε διακρατικές είτε με την καινοφανή και αφ’ εαυτή της συνταγματικά προβληματική εκδοχή της σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και αμερικανικών, βρετανικών ή άλλων εκτός ΕΕ πανεπιστημίων. Είναι σαφές ότι εάν οι παρ. 5, 6 και 8 του άρθρου 16 παραμένουν σε ισχύ, δεν μπορούν να «παρακαμφθούν νομότυπα» (sic)[13] μέσω μιας διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής εκπαιδευτικής συμφωνίας, εφόσον, αναντίρρητα, οι ρυθμίσεις κάθε διεθνούς συνθήκης έχουν ανώτερη τυπική ισχύ από το νόμο, κατώτερη όμως από το Σύνταγμα.
Ενόψει του προφανούς αυτού και προκειμένου να τεθούν εκποδών οι ως άνω απαγορεύσεις, διατυπώνεται ένα επιχείρημα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, στη βάση της απόφασης του ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-66/18)[14]. Η απόφαση αυτή της 6ης Οκτωβρίου 2020 αναφέρεται στη δέσμευση των κρατών μελών από τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services -GATS-). Ειδικότερα, το ΔΕΕ έκρινε εκεί ότι η Γενική Συμφωνία αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης και «τα κράτη μέλη, όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την ως άνω Συμφωνία (…)εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη».
Όμως, το επιχείρημα για την υποχώρηση της συνταγματικής υποχρέωσης δυνάμει υποχρεώσεων της Ελλάδας από την GATS βασίζεται σε πραγματολογικά εσφαλμένα δεδομένα: η χώρα μας, δεν δεσμεύεται από την εν λόγω σύμβαση, ως προς το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, διότι με ρητή δήλωση-εξαίρεση, όπως προβλέπεται συμβατικά για την επιβολή «περιορισμών πρόσβασης στην αγορά», έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματός της να θέτει κάθε είδους περιορισμούς στην Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς δεσμεύσεις, ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν αναγνωρισμένα διπλώματα από το κράτος[15].
Η εξαίρεση αυτή είχε τεθεί κατά δέσμια, απευθείας από το Σύνταγμα, αρμοδιότητα της Κυβέρνησης κατά την διαπραγμάτευση της Συνθήκης, λόγω της υποχρέωσης σεβασμού της τήρησης των παρ. 5, 6 και 8. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν είναι επιτρεπτή και η ανάκληση της, εφόσον δεν έχει αναθεωρηθεί το Σύνταγμα[16]. Η αντισυνταγματικότητα της ανάκλησης, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί αυτοτελώς από το ΣτΕ, ως κυβερνητική πράξη, οπωσδήποτε θα διαπιστωθεί στο επίπεδο του παρεμπίπτοντος ελέγχου στο πλαίσιο κάθε αίτησης ακύρωσης κατά πράξης που θα ερείδεται σε αυτήν. Συνεπώς, είναι αλυσιτελή, αλλά και αντίθετα στην καταχρηστική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου[17] όσα αντίθετα «νομότυπα» προβάλλονται.
2. Έχουν καταστεί ανενεργές οι απαγορεύσεις του άρθρου 16 από τον επικαθορισμό τους από το ενωσιακό δίκαιο;
Απομένει, πρακτικά, μόνον μια ερμηνευτική εκδοχή, που να επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων χωρίς την προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16: ότι οι σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ανενενεργές, ενόψει της επιγενόμενης αναγνώρισης από το Ευρωπαϊκό δίκαιο θεμελιώδους δικαιώματος ίδρυσης κερδοσκοπικών, επιχειρηματικών ΑΕΙ. Κατά το Σαρμά: «με το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη η
ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν κατοχυρώνεται ως «αρχή»,
αλλά ως ελευθερία που ενεργοποιείται ευθέως και αυτοτελώς με βάση τη
διάταξη του ειρημένου άρθρου, χωρίς να χρήζει ειδικής εθνικής ή ενωσιακής
νομοθεσίας προς τούτο[18].»
Με όλο τον προσήκοντα -και ειλικρινή- σεβασμό στο συγγραφέα, θεωρώ ότι η εφαρμογή της άποψης αυτής θα συνιστούσε κλασική περίπτωση επέκτασης αρμοδιοτήτων ultra vires της ΕΕ, για τους παρακάτω λόγους:
- Η εκπαίδευση παραμένει, βάσει των Συνθηκών, ουσιωδώς εθνική αρμοδιότητα με επικουρική και συντρέχουσα μόνον αρμοδιότητα της ΕΕ. Στο Κεφάλαιο ΧΙΙ της Συνθήκης ορίζεται σαφώς ότι η Ένωση «συνδράμει» τα Κράτη μέλη της στην ανάπτυξη ποιοτικής εκπαίδευσης, συμπληρώνοντας τη δράση τους, «σεβόμενη πλήρως» την ευθύνη των Κρατών μελών να οργανώσουν αυτά το εκπαιδευτικό τους σύστημα» (άρθρο 165 παρ. 1).
- Περαιτέρω, ο Χάρτης δεν μπορεί να προσθέσει νέες αρμοδιότητες στην Ένωση. Στο άρθρο 51 παρ. 2 του Χάρτη ορίζεται: «Ο παρών Χάρτης δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την Ένωση ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όπως ορίζονται στις Συνθήκες». Εξ άλλου, στο άρθρο 52 παρ. 5 του Χάρτη ρητά διευκρινίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη που περιέχουν αρχές μπορούν να εφαρμόζονται με νομοθετικές και εκτελεστικές πράξεις των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και με πράξη των Κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Η επίκληση των διατάξεων αυτών ενώπιον δικαστηρίου είναι παραδεκτή μόνον για την ερμηνεία των εν λόγω πράξεων και τον έλεγχο της νομιμότητάς τους».
- Τέλος, στο άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» ασκείται «σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκηση της» -δηλαδή, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, πρωταρχικά σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Άλλωστε, εάν υπήρχε ήδη θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα αναγόμενο στο Χάρτη, στο οποίο θα ήταν αντίθετη η εθνική νομοθεσία, η Επιτροπή θα είχε προ πολλού ασκήσει προσφυγή παράβασης κατά της Ελλάδας (ΣΛΕΕ 258-260), για παράβαση υποχρέωσης της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι αλήθεια ότι πρόσθετες κοινοτικές αρμοδιότητες στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρίσθηκαν στο παρελθόν από το ΔΕΕ –στην πραγματικότητα εφευρέθηκαν-, μέσω της επεκτατικής ερμηνείας και εφαρμογής δύο κυρίως θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, όπου περιλαμβάνεται και το δικαίωμα εγκατάστασης επιχειρήσεων, και της ελεύθερης κυκλοφορίας για την παροχή, αλλά και την αποδοχή, υπηρεσιών. Αυτές όμως οι αρμοδιότητες αφορούν, από τη φύση και τη λειτουργία τους στην ενωμένη αγορά, αποκλειστικά τα επαγγελματικά δικαιώματα, όχι τα ακαδημαϊκά.
Όπως δέχεται παγίως έως σήμερα η νομολογία του ΣτΕ, «τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, διαφορετικό δε είναι το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών»[19]. Αυτή η διάκριση επιβάλλεται αφενός από την έλλειψη παντελώς αρμοδιότητας της Ένωσης στον ακαδημαϊκό τομέα και αφετέρου από την αρχή της αναλογικότητας: για την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και υπηρεσιών υπεραρκεί η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Συνεπώς, το ευρωπαϊκό δίκαιο, μέσω του ΔΕΕ έχει πράγματι προσδιορίσει συσταλτικά τις απαγορεύσεις του άρθρου 16, βάσει των προδικαστικών ερωτημάτων που είχε αποστείλει το ΣτΕ[20], χωρίς όμως να τις έχει εξαφανίσει. Είναι όμως δυνατή η «αυτοκτονία» του Συντάγματος, ακόμη και εάν το ΔΕΕ δεν έχει επιβάλει τη θανατική του καταδίκη; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν ερμηνευτικά, από Έλληνες ερμηνευτές ή εφαρμοστές του Συντάγματος, να συναχθεί η κανονιστική εξαφάνιση των περιορισμών του, μέσω της επανανοηματοδότησης τους, ακόμη και χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη κοινοτική υποχρέωση;
2.1 Η σχέση του Ευρωπαϊκού Δικαίου με τα εθνικά συντάγματα στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού
Υποστηρίζεται ότι «η ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8, όπως και του Συντάγματος συνολικά, δεν μπορεί να είναι ούτε γραμματική ούτε «οριτζιναλιστική», προσκολλημένη στην αρχική βούληση του συντακτικού νομοθέτη και στην πρόσληψη της γραμματικής διατύπωσης σύμφωνα με τα δεδομένα και τα συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκαν οι διατάξεις. Το Σύνταγμα, ιδίως σήμερα, υπό συνθήκες πολυεπίπεδου συνταγματισμού και πολλαπλότητας των έννομων τάξεων ( εθνική, ενωσιακή, διεθνής ) πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το Δίκαιο της ΕΕ και προς το Διεθνές Δίκαιο με στόχο να διατηρούνται σε κάθε περίπτωση στο ύψιστο δυνατό επίπεδο οι εγγυήσεις της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[21].»
Συνυπογράφω τις παραπάνω αποδοχές, με δύο όμως σημαντικές επιφυλάξεις/προσθήκες: Πρώτον, δεν συνιστά γραμματική ερμηνεία, αλλά αυτονόητο όριο κάθε ερμηνείας το γράμμα της ερμηνευόμενης διάταξης (βλ. σχετικά παραπάνω, 1.1.). Δεύτερον, δεν είναι μόνον το Σύνταγμα που υπόκειται σε ερμηνεία σε αρμονία με τους άλλους δύο παράγοντες του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, δηλαδή το κοινοτικό δίκαιο και το κοινοδίκαιο δικαιωμάτων των Συνθηκών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και οι τρεις συνιστώσες του σύνθετου συνταγματισμού βρίσκονται σε σχέση ισότιμης αλληλεξάρτησης, μέχρις ότου τουλάχιστον υπάρξει Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και πλήρης ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ[22].
Στο πλαίσιο αυτό, αφενός το κοινοτικό δίκαιο, ως προς την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία με την ΕΣΔΑ, η οποία αποτελεί το ελάχιστο πρότυπο προστασίας σε σχέση με την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος στο άρθρο 52 παράγραφος 3 ορίζει τα εξής: «Στο βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση.» Επιπλέον, η ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΣΕΕ[23]. Τέλος, το ΕΔΔΑ ναι μεν δεν έχει δικαιοδοσία να ελέγχει ευθέως τη συμμόρφωση των πράξεων και των διατάξεων της ΕΕ προς την ΕΣΔΑ, έχει όμως δικαιοδοσία να αποφαίνεται επί των πράξεων των κρατών μελών, που θέτουν σε εφαρμογή υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ[24].
Αφετέρου, τόσο το ΔΕΕ όσο και το ΕΔΔΑ οφείλουν να σέβονται τις εθνικές συνταγματικές τάξεις και να διαπιστώνουν τυχόν αντίθεση τους με το ευρωπαϊκό δίκαιο ή την ΕΣΔΑ, μόνον εάν δεν είναι δυνατή η εναρμονισμένη ερμηνεία των αντιτιθέμενων διατάξεων. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει από την ασύντακτη, ανιεαράρχητη σήμερα δομή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού[25], όπως περιγράφεται στο Ψήφισμα 2491/2023 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στη βάση σχετικής Έκθεσης μου[26]: «Δεν υφίσταται ιεραρχική σχέση μεταξύ του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών ανώτατων ή συνταγματικών δικαστηρίων ή μεταξύ της Σύμβασης, του δικαίου της ΕΕ και των εθνικών συνταγμάτων, κατά την παραδοσιακή προσέγγιση της ιεραρχίας των κανόνων στο εθνικό συνταγματικό πλαίσιο. Πράγματι, οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής μιας τέτοιας ιεραρχίας είναι προβληματική και αλυσιτελής». (…) «Ενώ καθένα από αυτά τα δικαστήρια είναι ανώτατο στη δική του έννομη τάξη, οι αποφάσεις τους, ακριβώς όπως οι έννομες τάξεις τους, τέμνονται και αλληλοεπιδρούν. Ως μέρος του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, κάθε δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίζει τις αποφάσεις του άλλου στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι αποφάσεις σέβονται τις αμοιβαία συμφωνημένες θεμελιώδεις αρχές[27].»
2.2. Αντίθετη με τη νομολογία των συνταγματικών και ανώτατων Ευρωπαϊκών δικαστηρίων η άποψη για τον άμεσο επικαθορισμό της συνταγματικής τάξης από τη νομολογία του ΔΕΕ
Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, ο πολυεπίπεδος συνταγματισμός στην Ευρώπη δεν σημαίνει μονομερή επικαθορισμό των εθνικών συνταγματικών τάξεων από την κοινοτική αλλά αντίθετα, υποχρέωση «συμπληρωματικότητας και αμοιβαίου σεβασμού»[28] μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων. Είναι σαφές ότι η αρχή της απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως διατυπώθηκε στην Costa[29], ισχύει για την κοινοτική έννομη τάξη και τα άμεσα όργανα της ως αυτοεκπληρούμενο αξίωμα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και του ενιαίου των κανόνων της. Το “ΔΕΕ locuta, res finita”, όμως, ισχύει άνευ άλλου τινός μόνο για το Λουξεμβούργο. Από την οπτική των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων, ο κανόνας δικαίου που επιτρέπει την εισαγωγή του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη και θέτει τα όρια εφαρμογής του δεν μπορεί παρά να αναζητείται αποκλειστικά στο Σύνταγμα. Με τα λόγια ενός συνταγματικού δικαστή, “το κοινοτικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται γιατί υπερτερεί έναντι του Συντάγματος, αλλά γιατί το Σύνταγμα ερμηνεύεται έτσι ώστε να μην εμποδίζει την εφαρμογή του[30].”
Για το λόγο αυτό, η κρατούσα αντίληψη στο Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο, ενόψει και των συναφών αποφάσεων ανώτατων και συνταγματικών δικαστηρίων που θα παρουσιαστούν συνοπτικά παρακάτω, δεν είναι αυτή της απόλυτης, αλλά της σχετικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου[31]: το κοινοτικό δίκαιο πράγματι υπερέχει έναντι κάθε εσωτερικού εθνικού κανόνα δικαίου, ως προς τις ρητά απονεμημένες στην ΕΕ αρμοδιότητες. Η υπεροχή αυτή δεν προκύπτει λόγω της τυπικά ανώτερης ισχύος του, αλλά απλώς διότι οι εθνικές συνταγματικές τάξεις μεταβίβασαν τις παραπάνω αρμοδιότητες στην Ένωση, στο πλαίσιο εθελοντικού περιορισμού της κυριαρχίας τους και αυτές ασκούνται, πλέον, αποκλειστικά ως ενωσιακές.
Άλλωστε, ο κανόνας της απόλυτης υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου δεν προβλέπεται στις Συνθήκες. Παρόμοια ρήτρα είχε συμπεριληφθεί στο άρθρο I-6 τους σχεδίου της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, μετά όμως την διαδοχική καταψήφιση του Σχεδίου από τους λαούς της Γαλλίας και της Ολλανδίας παραλείφθηκε στο κείμενο της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Συνεπώς, στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής τάξης, οι διατάξεις του άρθρου 28 δεν αποτελούν απλώς τη νομική βάση για την ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και το βασικό κριτήριο κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικού και κοινοτικού δικαίου[32].
Ακριβώς επειδή το εθνικό Σύνταγμα αποτελεί τη Grundnorm της δικής τους έννομης τάξης, τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια διατυπώνουν δύο σημαντικές επιφυλάξεις ως προς τη σχέση συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου: Αφενός θεωρούν ότι η υπεροχή του τελευταίου αφορά μόνον τις ρητά απενεμημένες από τις Συνθήκες αρμοδιότητες και όχι όσες ασκούνται ultra vires από όργανα της -συμπεριλαμβάνομένου του ΔΕΕ- και ότι έχουν παράλληλη αρμοδιότητα με αυτό να ελέγχουν παρόμοια υπέρβαση (παρακάτω, 2.2.1).
Αφετέρου, ότι διατηρούν την αρμοδιότητα υπεράσπισης της συνταγματικής τους ταυτότητας έναντι κάθε κοινοτικής αρμοδιότητας που τη θέτει σε κίνδυνο, ακόμη και δυνάμει του πρωτογενούς ευρωπαϊκου δικαίου, τόσο λόγω της διάταξης του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ («Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση»), όσο και -κυρίως- λόγω της πρωταρχίας του εθνικού Συντάγματος στην εθνική έννομη τάξη. Αμφισβητούν δε στο ΔΕΕ την αποκλειστική αυθεντική ερμηνεία για το τι συνιστά «εθνική ταυτότητα», ως «θεμιτό σκοπό», ικανό να δικαιολογήσει τη μη πλήρη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, ακριβώς διότι, ως προς αυτά, η σχετική αρμοδιότητα απορρέει ευθέως από την δική τους έννομη τάξη[33] (παρακάτω 2.2.2).
2.2.1 Έλεγχος υπέρβασης των απονεμημένων αρμοδιοτήτων (ultra vires)
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και εγκατέλειψε με την απόφαση του “solange 2”[34] την αρχική του επιφύλαξη κατά της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όσο δεν ήταν επαρκώς οργανωμένη σε κοινοτικό επίπεδο η προστασία των δικαιωμάτων, επανήλθε με νέες επιφυλάξεις βασισμένες τόσο στον έλεγχο ultra vires όσο και στην υπεράσπιση της εθνικλής συνταγματικής ταυτότητας. Στην απόφαση του για τη συνταγματικότητα της Συνθήκης της Λισαβόνας[35], διατύπωσε έντονα τη θέση ότι η ενοποίηση της Ευρώπης δεν μπορεί να θίξει την δημοκρατική αρχή, η οποία κατά το άρθρο 79 παρ. 3 του Θεμελιώδη Νόμου ανήκει στον πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος[36]. Μάλιστα, το κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής αυτής είναι κυρίως εθνικό: δεν επιτρέπεται να καταστεί η Γερμανική Βουλή κέλυφος κενό αρμοδιοτήτων, δεδομένου ότι εκ των ουκ άνευ στοιχείο της Δημοκρατίας είναι η απ’ ευθείας νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας μέσω της τελικής αναγωγής της στο λαό.
Στη συνέχεια, αντίθετα με ότι δεχόταν έως τότε[37], το BVerfGe θεώρησε ότι έχει δικαιοδοσία επί κάθε κοινοτικού μέτρου που έχει άμεση εφαρμογή ή αποτέλεσμα στη Γερμανία, απορρίπτοντας πρακτικά την θέση του ΔΕΕ περί αποκλειστικής δικής του δικαιοδοσίας. Για πρώτη φορά, επίσης, διακήρυξε ότι διατηρεί την αρμοδιότητα του ελέγχου του κατά πόσο κάποιος κοινοτικός κανόνας του παράγωγου κοινοτικού δικαίου έχει εκδοθεί χωρίς να έχει επαρκή βάση στις Συνθήκες (ausbrechender Rechtsakt), οπότε και θα είναι ανεφάρμοστος στο γερμανικό έδαφος. Με άλλα λόγια, αναγνώρισε για τον εαυτό του την τελευταία λέξη σε ένα είδος συλλογικής δικαιοδοσίας σε σύμπραξη με το ΔΕΕ επί του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, ιδίως ως προς τον έλεγχο της αρμοδιότητας έκδοσης του.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ακολουθώντας τις παραδοσιακές θέσεις περί κυριαρχίας[38], δέχεται παγίως ότι το Σύνταγμα, ως υπέρτατος κανόνας, δεν απορρέει και δεν εξαρτάται νομικά από καμία άλλη πηγή δικαίου (recthlich unabgeleiteter, rechtlich höchste Gewalt[39]), εκφράζοντας τη συντακτική βούληση του λαού, ως Staatsvolk, δηλαδή ως δήμου. Ελλείψει ευρωπαϊκού λαού ως υποκειμένου της συντακτικής διαδικασίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να διεκδικήσει υπεροχή παρά μόνον ως προς τις παραχωρημένες από τα κυρίαρχα Κράτη αρμοδιότητες, ενώ πηγή της νομιμοποίησης του κοινοτικού δικαίου παραμένουν οι επιμέρους λαοί των Κρατών Μελών , όπως εκφράζονται μέσω των κοινοβουλίων τους.
Εξ αυτού του λόγου οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες στερούνται το βασικότερο γνώρισμα κυριαρχίας: την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας (Kompetenz-Kompetenz), με άλλα λόγια την γενική αρμοδιότητα απονομής αρμοδιοτήτων, την εξουσία του κυρίαρχου να ρυθμίζει νομικά αυτόνομα και χωρίς ετεροκαθορισμό κάθε θέμα της έννομης τάξης. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατικών οντοτήτων διαφορετικών επιπέδων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ομοσπονδιακών πολιτειών, η Kompetenz-Kompetenz προσδιορίζει ποιος έχει την εξουσία αναθεώρησης αυτού τούτου του συνταγματικού καταμερισμού: εάν η υπερκείμενη πολιτεία δεν μπορεί αυτόνομα και χωρίς τη βούληση των υποκειμένων “ομόσπονδων” οντοτήτων να τον αναθεωρήσει, τότε υποκείμενο της κυριαρχίας δεν είναι η ίδια, αλλά τα τελευταία[40]. Για το λόγο αυτό, μέχρι σήμερα τα Κράτη παραμένουν οι κύριοι των Συνθηκών.
Επί των παραπάνω νομολογιακών βάσεων βασίσθηκαν οι μεταγενέστερες επάλληλες αποφάσεις Weiss και PSPP[41] που αμφισβήτησαν πλέον έμπρακτα και όχι απλώς θεωρητικά την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως την ερμηνεύει το ΔΕΕ. Η PSPP νομολόγησε ότι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την αγορά κρατικών ομολόγων, αλλά και η σχετική απόφαση του ΔΕΕ, που τις έκρινε νόμιμες, σε απάντηση σχετικού προδικαστικού ερωτήματος της Weiss[42], συνιστούν ultra vires υπέρβαση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων και άρα δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα εντός της Γερμανίας[43].
Κατά το δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της κατά τρόπο που έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με την αρχή της ανάθεσης (conferral) δεδομένου ότι η άσκηση παρόμοιων αρμοδιοτήτων θα απαιτούσε τροποποίηση της Συνθήκης ή μια εξελικτική ρήτρα, με τη συμμετοχή του γερμανού νομοθέτη[44]. Επιπροσθέτως, κατά το BVerfGe, το ΔΕΕ προδήλως απέτυχε στην εξέταση του κατά πόσον η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητες της ως προς την άσκηση νομισματική πολιτικής: μην εφαρμόζοντας ουσιαστικά την αρχή της αναλογικότητας[45] κατέστησε την κρίση του «αντικειμενικά αυθαίρετη». Τέλος, επιχειρηματολόγησε ειδικά ως προς την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και γενικότερα των αρχών των κρατών μελών να προβαίνουν σε έλεγχο ultra vires ως εξής: «εάν τα κράτη μέλη απείχαν από τη διεξαγωγή κάθε είδους ελέγχου ultra vires, θα παραχωρούσαν στα όργανα της ΕΕ αποκλειστική εξουσία επί των Συνθηκών ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η ΕΕ υιοθετεί νομική ερμηνεία που ουσιαστικά ισοδυναμεί με τροποποίηση της συνθήκης ή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της» [46].
Ενδιαφέρον είναι ότι, αν και οι αποφάσεις αυτές του Γερμανικού Συνταγματικού δικαστηρίου προκάλεσαν πολλά νομικά και πολιτικά σχόλια, δεν ήταν μεμονωμένες και ούτε καν οι πρώτες που έκριναν κοινοτικές πράξεις ή αποφάσεις ανεφάρμοστες στο εσωτερικό δίκαιο ως ultra vires. Το πρώτο δικαστήριο που κήρυξε ευθέως πράξη του δικαίου της ΕΕ ultra vires -και μάλιστα όχι άλλη από απόφαση του ΔΕΕ- ήταν το Τσεχικό Συνταγματικό Δικαστήριο, επί της C-399/09 Marie Landtová της 22ας Ιουνίου 2011[47]. Μετά την απόφαση αυτή και πριν από τη Weiss και το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας αρνήθηκε επίσης να αναγνωρίσει την οριζόντια εφαρμογή στη χώρα αυτή της απαγόρευσης των διακρίσεων ως γενικής αρχής του δικαίου της ΕΕ στην υπόθεση του Ajos του 2016[48].
Ο Τσέχος Δικαστής έκρινε ότι το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου στην εν λόγω απόφαση Marie Landtová, σχετική με τους όρους του «βελούδινου διαζυγίου» Τσεχίας και Σλοβακίας, είχε υπερβεί το πεδίο των απονεμημένων αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και ως εκ τούτου είχε ενεργήσει ultra vires. Υπογράμμισε επίσης τον ρόλο του ως «ανώτατου ερμηνευτή των συνταγματικών κανόνων (…), που έχουν την ανώτερη νομική ισχύ στην τσεχική επικράτεια»[49]. Κατ’αυτόν, αντίθετη ερμηνεία των εθνικών διατάξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ, θα παραβίαζε την αρμοδιότητα και το προνόμιο της Αναθεωρητικής Συνέλευσης για τροποποίηση του Συντάγματος[50].
Κινούμενο σε ανάλογο μήκος κύματος, το Γαλλικό Conseil Constitutionnel ανέκαθεν θεωρούσε ότι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες δεν είναι φορείς ιδίας κυριαρχίας αλλά ασκούν μόνον εκχωρημένες αρμοδιότητες, δυνάμει του άρθρου 55 του γαλλικού Συντάγματος του 1958 και του Προοιμίου του γαλλικού Συντάγματος του 1946.[51] Για το λόγο αυτό, στην απόφαση του 92-308 το Conseil Constitutionnel υπαγόρευσε στο γαλλικό Κοινοβούλιο την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης, ώστε να θεραπευθεί η αντισυνταγματικότητα της Συνθήκης του Μάαστριχτ σε σχέση με διατάξεις της που έθιγαν “ουσιώδεις” πλευρές άσκησης της εθνικής κυριαρχίας. Πράγματι, το νέο άρθρο 88-1 του γαλλικού Συντάγματος ρητά επιτρέπει την κοινή άσκηση αρμοδιοτήτων με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το Δικαστήριο ρητά όμως έθεσε ως όρο ότι η άσκηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν επιτρέπεται να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματα και, κυρίως, την ουσία της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας (“Ουσιώδης” θεωρείται από το Δικαστήριο η αρμοδιότητα του εθνικού Κράτους να εξασφαλίζει το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών, τη συνέχεια της ζωής του έθνους και την περιφρούρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών).
Στην δε μεταγενέστερη απόφαση του 92-312 το Conseil Constitutionnel διευκρίνισε ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει το ακριβές περιεχόμενο της κυριαρχίας (άρθρο 3 του γαλλικού Συντάγματος), με σεβασμό των διαδικαστικών προϋποθέσεων της αναθεώρησης και την δημοκρατική αρχή, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 89 του εν λόγω Συντάγματος[52]. Περαιτέρω, με την απόφασή του 97-394 της 31ης Δεκεμβρίου 1997, δέχθηκε, περαιτέρω, ότι δεν είναι ανεκτός συνταγματικά ο ουσιώδης περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας από την αυθαίρετη διεύρυνση των απονεμημένων στην ΕΕ αρμοδιοτήτων. Οι βασικές αποδοχές αυτής της νομολογίας έγιναν δεκτές και από την απόφαση 2004-496, η οποία έκρινε τη συνταγματικότητα της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα[53].
Ανάλογη είναι η νομολογία και του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας στην Γνώμη που εξέδωσε ως προς το εάν η Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ήταν συμβατή με το ισπανικό Σύνταγμα[54]. Κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 93 του Ισπανικού Συντάγματος, βάσει του οποίου έγινε η ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ενσωμάτωνει σιωπηρά ουσιαστικά όρια στην ολοκλήρωση: τον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας, τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και το σύστημα αξιών καθιερώνονται στο Σύνταγμα, ιδίως στα θεμελιώδη δικαιώματα[55].
2.2.2 Η εθνική συνταγματική ταυτότητα
Ακόμη και εάν υπήρχε (που δεν υπάρχει) κοινοτικό δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ΑΕΙ, όπως παρατηρούσαν εύστοχα σε παλαιότερη κοινή δημοσίευση οι Τσάτσος και Τσουκαλάς, «η υποχρέωση του εθνικού συνταγματικού νομοθέτη να προσαρμόσει τον θεμελιώδη νόμο της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν μπορεί να έχει ως έννομη συνέχεια την αγνόηση μιας άλλης θεμελιώδους αρχής της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, που είναι ο σεβασμός της εθνικής φυσιογνωμίας των κρατών μελών. Αν λοιπόν η αποκλειστική ανάθεση της ανώτατης εκπαίδευσης σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αξιολογηθεί ως σταθερό στοιχείο του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού, τότε τίθεται πραγματικά το ερώτημα, εάν κατά το ενωσιακό δίκαιο ο εθνικός συνταγματικός νομοθέτης έχει την υποχρέωση να καταργήσει το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. 1»[56].
Ορθά προσδιορίζεται παραπάνω από τους Τσάτσο και Τσουκαλά η διάταξη του άρθρου 16 ως «σταθερού στοιχείου του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού», της «συνταγματικής ταυτότητας», δηλαδή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ. Και τούτο διότι, αντίθετα με την διάταξη του «βασικού μετόχου», η οποία ως βραχύβια και θνησιγενής δεν άφησε ορατό στίγμα στην έννομη ελληνική τάξη, η ρύθμιση του άρθρου 16 όχι μονον διαμόρφωσε σε όλη την διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας το ακαδημαϊκό θεσμικό πεδίο, αλλά και απετέλεσε πεδίο πραγματικών «πολιτισμικών μαχών» ανάμεσα στους υπέρμαχους και τους πολέμιους της. Το εάν θα αναθεωρηθεί ή όχι απετέλεσε κεντρικό δικαιοπολιτικό διακύβευμα όλων των αναθεωρήσεων μετά το 1985, και όχι απλώς στην κοινότητα των ερμηνευτών του Συντάγματος ή των πολιτικών κομμάτων, αλλά με άμεση συμμετοχή μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, πολλών πολιτών, ιδίως φοιτητών και ακαδημαϊκών.
Ας σημειωθεί εδώ, ότι πέραν των ιδιοσυγκρατικών στοιχείων κάθε εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[57], υφίσταται μια θεμελιώδης ασυμμετρία ανάμεσα στην κοινοτική και το σύνολο των επιμέρους εθνικών εννόμων τάξεων: όλα τα κράτη-μέλη είναι κοινωνικά κράτη, είτε ενσωματώνοντας ρητά μια συνταγματική ρήτρα περί «Κοινωνικού Κράτους», είτε μέσω της συμπερίληψης ενός κατάλογου θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμά τους. Αντιθέτως, η κοινωνική αρχή είναι απούσα από τις Συνθήκες και το οικονομικό Σύνταγμα της Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ. Συνεπώς, στα κράτη μέλη η συνύπαρξη της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής και η αλληλεξάρτηση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών διαμορφώνει, κατά συνταγματική επιταγή, ένα πρότυπο «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, που είναι ριζικά διαφορετικό από την κυρίαρχη σε επίπεδο ΕΕ «οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό»[58].
Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να αξιολογηθεί ως συστατικό στοιχείο της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς. Συμπροσδιορίζει την ελληνικη συνταγματική ταυτότητα σε συνδιασμό με τα άλλα κοινωνικά δικαιώματα, τις ρυθμίσεις των άρθρων 25 παρ. 1 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου) και 106 παρ. 2 (H ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας).
Συνεπώς, το άρθρο 16 αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού κοινωνικού κράτους δικαίου, θεμελιώδους αρχής του πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, όσοι είναι αντίθετοι στο άρθρο 16, είναι και αντίθετοι στο άρθρο 106 παρ. 2 και στην ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμα[59]. Για να επικρατήσουν οι απόψεις αυτές, όμως, οι υπέρμαχοι τους θα πρέπει να πείσουν τη Βουλή και τον ελληνικό λαό να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Δεν αρκεί η επίκληση του κοινοτικού δικαστή για να μεταβληθεί άρδην και ερήμην της λαϊκής βούλησης μία συνταγματική εθνική τάξη. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν πλήττεται μόνον η κοινωνική, αλλά και η φιλελεύθερη και δημοκρατική αρχή.
Ακολουθεί ενδεικτική αναφορά πρόσφατων αποφάσεων Συνταγματικών Δικαστηρίων που υπεράσπισαν την εθνική τους ταυτότητα έναντι αντίθετων κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
Πολύ πριν από την θέσπιση του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ περί «συνταγματικής ταυτότητας», το Ιταλικό Συνταγματικό δικαστήριο είχε διατυπώσει στις αποφάσεις Frontini, Granital και Fragd την θεωρία των controlimiti στην υπεροχή του κοινοτικού δικαίου[60]. Νομολόγησε εκεί, ότι, βάσει του άρθρου 11 του Ιταλικού Συντάγματος, διατηρεί την αρμοδιότητα να εξετάζει, εξαιρετικά, την αντίθεση κανόνων του κοινοτικού δικαίου προς τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, κυρίως στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αν και όχι μόνον. Πλέον πρόσφατα, ως κατ’εξοχήν φιλευρωπαϊκό δικαστήριο, αντιδρώντας στις αποφάσεις Taricco Ι[61] και ΙΙ[62] του ΔΕΕ δεν αναφέρθηκε στη θεωρία των controlimiti, αλλά επιχείρησε να εμπλακεί σε έναν διάλογο με το ΔΕΕ, αποστέλλοντας σχετικό προδικαστικό ερώτημα[63].
Κατόπιν της άρνησης ουσιαστικά του ΔΕΕ να εμπλακεί σε ένα ουσιαστικό διάλογο αναγνώρισης της συνταγματικής ιταλικής ταυτότητας, το Δικαστήριο ενέμεινε στην υπεράσπιση της συνταγματικής του τάξης, κρίνοντας ότι το άρθρο 325 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στην Ιταλία μόνον στο βαθμό που είναι συμβατό με τη τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας (άρθρο 25 παρ. 2 του Ιταλικού Συντάγματος) και επιβεβαίωσε ότι «μόνο το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εξακριβώσει εάν το δίκαιο της ΕΕ έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές του συνταγματικού συστήματος και, ιδίως με τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ατόμου»[64]. Έχοντας διαπιστώσει τη μερική αντισυνταγματικότητα του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, η Corte υποστήριξε ότι ενόψει της συνταγματικής ταυτότητας της Ιταλίας, η απόφαση του ΔΕΕ «δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαίτηση ένα κράτος μέλος να εγκαταλείψει τις υπέρτατες αρχές της συνταγματικής του τάξης».
Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο διατύπωσε χωρίς την αβρότητα του ιταλικού τις δικές του επιφυλάξεις ως προς την προστασία της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας, με αφετηρία την απόφαση του για τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Επιβεβαίωσε εκεί την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να υπερασπίζει την εθνική ταυτότητα της έννομης τάξης του, εφόσον τόσο αυτός όσο και τα άλλα άμεσα κρατικά όργανα, φέρουν συνταγματική ευθύνη σε ό,τι αφορά την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Integrationsverantwortung), που περιλαμβάνει την υποχρέωση να αντιδρούν όταν ενωσιακά όργανα υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες τους με τρόπο που αμφισβητεί την γερμανική συνταγματική τάξη. Κατά το Δικαστήριο, «η συνταγματική ταυτότητα είναι αναφαίρετο στοιχείο της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης ενός λαού. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του εκλογικού δικαιώματος και να διαφυλαχθεί η δημοκρατική αυτοδιάθεση, είναι αναγκαίο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να ελέγχει, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, την μη παραβίαση της συνταγματικής ταυτότητας από πράξεις της Κοινότητας ή της Ένωσης και ότι η τελευταία δεν παραβιάζει προφανώς τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί[65]».
Πιο πρόσφατα, στην απόφαση Mr. R (που ορισμένοι αποκαλούν Solange III), το BVerfGe έκρινε αντισυνταγματική μίαν απόφαση έκδοσης Αμερικανού πολίτη, βάσει Ευρωπαϊκού Εντάλματος, ως αντίθετη στην αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[66]. Κατά το δικαστήριο, η συμμόρφωση με την αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία καλύπτεται από τη ρήτρα αιωνιότητας του ΘΝ, αποτελεί εγχώρια εκτελεστό δίκαιο, που επιβάλλει έλεγχο στην εφαρμογή του δίκαιου της ΕΕ, για λόγους προστασίας της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[67]. Το σημαντικό αυτής της απόφασης είναι ότι δεν θέτει χρονικούς περιορισμούς (Solange, τόσο όσο), αλλά αναγνωρίζει διαρκή αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του κατά πόσο προστατεύεται στην εθνική κοινοτική τάξη η αρχή της ανθρώπινης αξίας[68]. Μάλιστα, ενόψει των παραπάνω αποδοχών, η απόφαση εξηγεί γιατί η παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΕ) δεν ήταν απαραίτητη, λόγω του δόγματος της acte claire.
Σε ανάλογο πλαίσιο, το Conseil Constitutionnel αποφάσισε το 2006 να ασκεί έλεγχο στο εάν η μεταφορά μιας οδηγίας της ΕΕ παραβιάζει κανόνες ή αρχές εγγενείς στη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας[69]. Στη συνέχεια νομολόγησε ότι για θέματα συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, που επιμερίζονται μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της, διερευνά τυχόν αντισυνταγματικότητα σε όλο το σώμα του γαλλικού συνταγματικού δικαίου, ενώ για θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ, ασκεί έλεγχο αποκλειστικά με αναφορά στις αρχές της γαλλικής συνταγματικής ταυτότητας[70].
Σε συνέχεια, το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’Etat) αποφάσισε ότι έχει αρμοδιότητα να κρίνει ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα συγκεκριμένων Οδηγιών και ότι εφεξής, προτού υποβάλει ερώτημα στο ΔΕΕ, το ίδιο θα εξετάζει πρώτα εάν η Οδηγία είναι συμβατή με τις εσωτερικές συνταγματικές διατάξεις ή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[71]. Προγενέστερη νομολογία [72]ήδη όριζε ότι η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν ισχύει ως προς διατάξεις συνταγματικού χαρακτήρα, εφόσον η συνταγματική αρχή δεν διασφαλίζεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ισοδύναμο κοινοτικό κανόνα ή αρχή.
Κατά τον Εισηγητή της απόφασης του 2007, «ο υφιστάμενος νομικός πλουραλισμός δεν επιτρέπει πλέον στην κελσενιανή πυραμίδα να περιγράψει επαρκώς τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών έννομων τάξεων του εθνικού δικαίου, του δικαίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ». Συνεπώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ότι η ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου ανάγεται πλήρως στη δικαιοδοσία του, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο συνταγματικότητας ή συμφωνίας με την ΕΣΔΑ. Και σε πρόσφατη απόφαση του 2021, η Ολομέλεια του Conseil d’État ενεργοποίησε τη νομολογία αυτή (« ρήτρα διασφάλισης Arcelor»), επιβεβαιώνοντας την αρμοδιότητα του να ελέγξει τη συμβατότητα του ενωσιακού δικαίου με τους κανόνες και τις αρχές του εθνικού Συντάγματος που είναι «συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας»[73].
Από τη σύντομη αυτή αναδρομή στη νομολογία, προκύπτει σαφώς ότι ο δικαστής των συνταγματικών και ανώτατων δικαστηρίων διατηρεί για τον εαυτό του την αρμοδιότητα να κρίνει σε τι συνίσταται η εθνική συνταγματική του ταυτότητα, την οποία εύλογα εξακολουθεί να θεωρεί ύψιστο κανόνα αναφοράς, και όχι όπως το ΔΕΕ, απλώς θεμέλιο λόγων γενικού συμφέροντος που, ενδεχομένως, να μπορούν, ίσως, κατά περίπτωση, και με εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να περιορίσουν τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες[74]. Επίσης, όπως είναι αναμενόμενο, λόγω της πρωταρχίας του Συντάγματος, τα συνταγματικά και ανώτατα δικαστήρια θεωρούν ότι αυτά και όχι το ΔΕΕ έχουν τον πρώτο λόγο ως προς τον προσδιορισμό της συνταγματικής τους ταυτότητα. Ακόμη και το φιλικότερο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, θεωρεί ότι το ίδιο έχει την εξουσία να ορίσει σε τι συνίσταται η εθνική ταυτότητα και τις συνέπειες, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, ενώ επαφίεται στο ΔΕΕ να ορίσει τις συνέπειες για άλλες χώρες από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού δικαίου.
Ενόψει της αδύνατης αναγνώρισης της απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της ανάγκης εναρμόνισης του με τις εθνικές συνταγματικές τάξεις, μια από τις εξέχουσες αυθεντίες του ευρωπαϊκού δικαίου, ο καθηγητής H. H. Weiler, έχει προτείνει πρόσφατα την θέσπιση ενός νέου σχηματισμού του ΔΕΕ, που θα εξετάζει περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ κοινοτικού δικαίου και συνταγματικών κανόνων, ιδίως σε περιπτώσεις ultra vires[75]. Το νέο αυτό Μικτό Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως θα προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του και θα συμμετέχουν σε αυτό έξι δικαστές του Δικαστηρίου και έξι δικαστές από τα Συνταγματικά ή Ανώτατα Δικαστήρια των κρατών μελών σε προκαθορισμένη σειρά. Θα αποφασίζει δε με αυξημένη πλειοψηφία οκτώ ή εννέα δικαστών, ώστε να είναι σαφές ότι η σχετική απόφαση αντανακλά τις διαμορφωμένες θέσεις του κοινού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.
3. Συμπερασματικά: η «παράκαμψη» του Συντάγματος συνιστά κατάλυσή του
Φημολογείται ότι η κυβέρνηση δεν συνομιλεί μόνον με ακαδημαϊκούς, αλλά και με δικαστές στο πλαίσιο της επεξεργασίας του κρίσιμου νομοσχεδίου της για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά και της προετοιμασίας της δικαστικής του αμφισβήτησης. Θεωρώ, προσωπικά, θεμιτό δικαστικοί να δίνουν την γνώμη τους για παρόμοια σοβαρά θέματα, εφόσον καλούνται, και, προφανώς, εφόσον αυτοεξαιρεθούν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Πέραν όμως από την ιδιωτική τους γνώμη, κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους, οι δικαστές δεσμεύονται όχι απλώς από θεωρητικές κατασκευές, όπως αυτή του «συνταγματικού πατριωτισμού», αλλά από τον όρκο που έδωσαν και τις επιταγές του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος: κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.
Ακόμη και εάν τίποτα από όσα προηγήθηκαν δεν είναι ορθό, ακόμη και εάν πράγματι υπάρχει ένα δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων στο ευρωπαϊκό δίκαιο και αυτό υπερισχύει του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να προκύψουν έννομες συνέπειες στην Ελληνική έννομη τάξη, πρέπει να υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση. Ενόψει του αυστηρού χαρακτήρα της συνταγματικής μας τάξης, το άρθρο 28 δεν αποτελεί εναλλακτική οδό αναθεώρησης σε σχέση με το άρθρο 110[76]. Κατά τη ρητή επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 28, οι περιορισμοί ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, δεν πρέπει να θίγουν τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αναθεώρηση χωρίς την άμεση συμμετοχή του εκλογικού σώματος και απόφαση της Βουλής συνιστά άμεση αναίρεση του δημοκρατικού της χαρακτήρα. Κατά αυτόθροη κατάληξη, η συνταγματική τάξη που θα προκύψει από την ελλειμματική αυτή αναθεώρηση δεν θα είναι δημοκρατική.
Συνεπώς, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και ο περιορισμός της κυριαρχίας της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ως όριο τις συνταγματικές διατάξεις, που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν «σιωπηλά» από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 110. Αυτός είναι, άλλωστε, ο χωρίς εξαίρεση, κανόνας που ακολουθούν όλες οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες: όταν μία διάταξη του Συντάγματος κρίνεται ότι είναι αντίθετη σε πλευρές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αναθεωρείται. Έτσι, πέραν των άλλων περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν, η Ισπανία αναθεώρησε το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος της, η Πορτογαλία τα άρθρα 7 παρ. 6, 15 παρ. 5 και 105, η Σουηδία το άρθρο 5 του κεφαλαίου 10, η Αυστρία προσέθεσε τα νέα άρθρα 23a έως 23f, η Φινλανδία το νέο άρθρο 33α, κ.ο.κ.
Άλλωστε, η επίσπευση της κατάθεσης νομοσχεδίου αντίθετου προς την υφιστάμενη συνταγματική διαπίστωση, ουσιαστικά δεσμεύει και καθιστά εικονική και κενού περιεχομένου μεταγενέστερη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16. Εάν θεωρηθεί δεδομένο ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο καθιερώνει δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών («επιχειρηματικών», κατά τον προαναφερθέντα χαρακτηρισμό του Ε. Βενιζέλου[77]) πανεπιστημίων, κανένα περιθώριο δεν θα έχει η αναθεωρητική βουλή να ορίσει, π.χ., ότι επιτρέπεται η λειτουργία μόνον μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών ΑΕΙ.
Συνεπώς, όσο το άρθρο 16 του Συντάγματος ισχύει και δεν έχει αναθεωρηθεί, οποιοδήποτε νομοθέτημα είναι αντίθετο προς αυτό, θα είναι ανεφάρμοστο ως αντισυνταγματικό. Σχετικές αιτήσεις αναστολής κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που έχουν προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης και ερείδονται στον αντισυνταγματικό νόμο, θα πρέπει να γίνουν δεκτές ως προδήλως βάσιμες. Παραπομπή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν νοείται, διότι η διασαφήνιση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων έχει ήδη γίνει από τον ευρωπαίο δικαστή βάσει των προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν ήδη υποβληθεί[78]. Σε κάθε περίπτωση, δεν ανάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου εκτός της ελληνικής έννομης τάξης, η ερμηνεία της υποχρέωσης του Έλληνα δικαστή να σεβαστεί τις επιταγές των άρθρων 87 παρ. 2 και 110 του Συντάγματος, μέχρι τυχόν αναθεώρηση του άρθρου 16. Ο σεβασμός του Συντάγματος αποτελεί ύψιστη και πρωταρχική νομική, ηθική, και πατριωτική υποχρέωση του δικαστή. Κάθε contra constitutionem ερμηνεία συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αυτής υποχρέωσης.
Η «παράκαμψη» του Συντάγματος δεν διαφέρει από την κατάλυσή του.
[1] Αbbé Sieyès, Qu’est-ce que le Tiers État?, 1789.
[2] Ο Πρόεδρος Ι. Σαρμάς δημοσίευσε τη σχετική μελέτη του το 2018, πριν διατυπωθεί η κυβερνητική πρόταση και δεν εξετάζει αναλυτικά εάν απαιτείται ή όχι αναθεώρηση του Συντάγματος για την αναγνώριση του εν λόγω κοινοτικού δικαιώματος. Αποδέχεται, πάντως, ότι η, κατ’ αυτόν, ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων «δεν χρήζει ειδικής εθνικής ή ενωσιακής νομοθεσίας» για να ενεργοποιηθεί. Βλ. Ι. Σαρμά, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα, ∆τΑ, 2018, σ. 647 κ.ε. και σε https://www.constitutionalism.gr/2018-sarmas-idrysi-idiotikon-panepistimion/. Το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται σε γνωμοδοτήσεις των συναδέλφων Ευ. Βενιζέλου-Β. Σκουρή, Α. Μανιτάκη, Ν. Αλιβιζάτου και Φ. Σπυρόπουλου. Από αυτές είχαν δημοσιευθεί, από όσο γνωρίζω, και λήφθηκαν υπόψη όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο η γνωμοδότηση του Α. Μανιτάκη, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης, https://www.constitutionalism.gr/i-sintagmatiki-apagorefsi-tis-idrisis-sxolon-apo-idiotes/ και η συνοπτική παρουσίαση της γνωμοδότησης Ευ. Βενιζέλου-Β. Σκουρή, Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, σε https://www.evenizelos.gr/mme/articlesinthepress/articles2023/6927-venizelos-skouris-nea-aei.html.
[3] Ibidem.
[4] Βλ. σχετικά σημ. 7.
[5] Ευ. Βενιζέλου, Η αλήθεια για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, «Το Βήμα», 7.6.1998, https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-alitheia-gia-ta-idiwtika-panepistimia/.
[6] Ibidem. Πρβλ. Δ. Τσάτσου, Η Μεγάλη Παρακμή, Κείμενα για την αναξιοπιστία της πολιτείας και της πολιτικής», Καστανιώτης, Αθήνα, σ. 284, Κ. Γιαννακόπουλο, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou/.
[7] Στην αναθεώρηση του 2019 η σχετική πρόταση της ΝΔ είχε ως εξής:
«Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Ενώ το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Στο πλαίσιο της πρότασης αυτής κρίνεται αναγκαία η σχετικοποίηση της απόλυτης απαγόρευσης δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσον αφορά την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Πυρήνα της προτεινόμενης συνταγματικής ρύθμισης αποτελεί η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποκλειστικώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (υπογράμμιση δική μου), από ιδιώτες, υπό την αυστηρή εποπτεία του Κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε τις ακόλουθες αναθεωρητικές παρεμβάσεις:
α) Καταρχάς, η παράγραφος 5 του άρθρου 16 πρέπει ν’ αναθεωρηθεί, έτσι ώστε να μην λειτουργεί αποτρεπτικώς για την δημιουργία μη δημόσιων φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτόν προτείνουμε την απάλειψη της λέξης «αποκλειστικά» από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής και την προσθήκη του όρου «δημόσια» πριν από την φράση «ανώτατη εκπαίδευση». Με τον τρόπο αυτόν, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης παραγράφου και δεν δημιουργεί προβλήματα στην εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μη δημόσιους φορείς παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης, στην ίδια παράγραφο θα πρέπει να οροθετηθεί η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να διευκολύνει την ορθολογική ανάπτυξή της, για ν’ αντανακλά τις νέες εξελίξεις που έχουν ως σήμερα συντελεστεί στο πεδίο του πανεπιστημιακού και του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.
β) Εξάλλου, στην παράγραφο 6 του άρθρου 16, και προκειμένου να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρμογής της εν όψει της προτεινόμενης τροποποίησης της προηγούμενης παραγράφου, πρέπει να προστεθεί ο όρος «δημόσιων» πριν από τον όρο «ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».
γ) Στην δε παράγραφο 7 προτείνουμε την κατάργηση της φράσης «από το Κράτος», προς εναρμόνιση με τα παραπάνω και προκειμένου να είναι συνταγματικώς ανεκτή η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης όχι μόνον από το Κράτος, αλλά και από άλλους φορείς (π.χ. κοινωνικούς εταίρους), υπό κρατική, πάντοτε αυστηρή, εποπτεία.
δ) Δεδομένου ότι η παράγραφος 8 αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη του συστήματος ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Χώρα μας, πρέπει αυτή ν’ αναδιατυπωθεί προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης ότι η παιδεία παραμένει θεμελιώδες δημόσιο αγαθό. Και η παροχή της από μη δημόσιους φορείς, σ’ όλες τις βαθμίδες, γίνεται μόνον κατά παραχώρηση από το Κράτος και υπό αυστηρή εποπτεία τήρησης συγκεκριμένων προδιαγραφών και προϋποθέσεων. Ενώ είναι αναγκαίο ν’ απαλειφθεί το δεύτερο εδάφιό της, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Για την διασφάλιση της υψηλής στάθμης της παρεχόμενης ανώτατης εκπαίδευσης, κρίνεται σκόπιμη η πρόβλεψη, στην ίδια παράγραφο, ότι τα προσόντα των διδασκόντων στ’ ανωτέρω μη κρατικά ιδρύματα θα είναι ανάλογα μ’ εκείνα των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
ε) Παράλληλα, προτείνουμε την συμπλήρωση του άρθρου 16 με την προσθήκη νέας παραγράφου –κατά προτίμηση αρ. 9, μ’ αντίστοιχη αναρίθμηση της παρ. 9 σε παρ. 10- με την οποία θα κατοχυρώνεται συνταγματικώς το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή μη. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύεται η σημασία που αποδίδει η Πολιτεία στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην αποτροπή φαινομένων αλλοίωσης της πεμπτουσίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Ενώ, περαιτέρω, θεσμοθετείται το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση αποτελεί ώριμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο, πέρα από το γεγονός ότι εναρμονίζεται με τα ισχύοντα στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συμβάλει, κατά μεγάλο βαθμό, στην ανάδειξη της Χώρας μας σε κέντρο παιδείας και πολιτισμού για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Περαιτέρω, η υιοθέτηση αυτής της πρότασης διευρύνει τις εκπαιδευτικές επιλογές κι ευκαιρίες των νέων, συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και περιορίζει σημαντικά την «μετανάστευση» μεγάλου αριθμού Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η οποία επιφέρει οικονομική αιμορραγία στις οικογένειές τους και οδηγεί στην απώλεια ικανού και πολύτιμου επιστημονικού δυναμικού. Δεδομένου μάλιστα ότι, πολλοί απ’ όσους φοιτούν στην αλλοδαπή, προτιμούν τελικά να παραμείνουν εκεί και μετά το πέρας των σπουδών τους. Υπό τα δεδομένα λοιπόν αυτά η προωθούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, μέσω της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού με τα υφιστάμενα κρατικά πανεπιστήμια, αποβαίνει τελικά προς όφελος της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και της παιδείας γενικότερα.»
[8] Να σημειωθεί εδώ ξανά ότι η αρχική μελέτη Ι. Σαρμά, στην οποία βασίζονται και παραπέμπουν και οι άλλες γνωμοδοτήσεις της σημ. 2, ρητά αναφέρεται σε δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικού ΑΕΙ, όχι απλώς στη λειτουργία παραρτήματος.
[9] Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 198. (Η έμφαση είναι του συγγραφέα).
[10] Έτσι, ευλόγως, και η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενδεικτικά, ΣτΕ 922/2023 (σκέψη 7): «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών.» Πρβλ. και ΣτΕ (Ολ.) 178/2023 και τις αποφάσεις της σημ. 19.
[11] Ν. Αλιβιζάτου, Ιδιωτικά πανεπιστήμια: το κόστος της ατολμίας ΔτΑ, 77/2018, σ. 641 κ.ε.
[12] Με τη νομολογία που διαμορφώθηκε από την αποστολή σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων ( ΣτΕ 3977/2003, 778/2007, όπου και ορθή μειοψηφία από την νυν Πρόεδρο του ΣτΕ Ε. Νίκα για τη διατύπωση του ερωτήματος, ώστε να συμπεριληφθεί η συνταγματική απαγόρευση), την απάντηση του ΔΕΚ (Πέρος C- 141/04), και των προηγούμενων ανάλογων αποφάσεων του (Βλασσόπουλος κατά Ελλάδας C-340/89, Παναγιωτοπούλου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (του Πρωτοδικείου Τ-16/90) και Tieffry C-71/76). Βλ. ΣτΕ 1234/2007, 3065/2007, 4161/2011 πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλου, https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou, του ίδιου Το άρθρο 16 Σ., το κοινοτικό δίκαιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας …δέκα χρόνια μετά. Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ Δ΄ 778/2007, ΕφημΔΔ 2/2007, σ. 140 επ.. Πλέον πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ βλ. παρακάτω, σημ. 19.
[13] Έτσι ο Α. Μανιτάκης, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης, όπ. π., σημ. 2: «7. Ο πλέον νομικά αρμόζων τρόπος να παρακαμφθεί, νομότυπα, η συνταγματική απαγόρευση της εγκατάστασης παραρτήματος ξένου ιδιωτικού ή και κρατικού πανεπιστημίου χώρας της ΕΕ στην ελληνική επικράτεια είναι η σύναψη και εφαρμογή μιας διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής εκπαιδευτικής συμφωνίας»,
[14] C-66/18 – Επιτροπή κατά Ουγγαρίας της 6ης Οκτωβρίου 2020, https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&num=c-66/18.
[15] «Unbound for education institutions granting recognized State diplomas» / «Non consolidé pour les établissements d’enseignement qui délivrent des diplômes reconnus par l’État».
[16] Βλ. αναλυτική σχετική επιχειρηματολογία σε Κ. Γιαννακόπουλου, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, https://www.constitutionalism.gr/o-sevasmos-tou-sintagmatos-kai-i-epifilaxi-pou-exei-diatiposi-i-ellada-stis-gats/.
[17] ΔΕΕ, 9.3.1999, C-212/97, Centros, σκέψη 24. Βλ. σχετικά Κ. Γιαννακόπουλο, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, όπ. π., σημ. 6, σε υποσημείωση 46.
[18] Ι. Σαρμά, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα, όπ. π., σημ. 2.
[19] ΣτΕ (Ολ.) 178/2023, σκέψη 15, πρβλ. 922/2023, 727/2022, 1071-172/2021, 2253/2019, 3451/2011 επτ, 570/2010 και ΣτΕ 39/2001, 2076/1999, ΣτΕ (Ολ.) 3457/1998.
[20] Βλ. παραπάνω, σημ. 12.
[21] Σύνοψη γνωμοδότησης Βενιζέλου-Σκουρή, όπ. π. σημ. 1.
[22] Την οποία ουσιαστικά υπονομεύει το ΔΕΕ, ενδεχομένως αντιλαμβανόμενο, ότι μετά την προσχώρηση, η νομολογία του ως προς τα δικαιώματα θα αντιμετωπίζεται από το ΕΔΔΑ όπως η νομολογία όλων των άλλων Ευρωπαϊκών συνταγματικών ανώτατων δικαστηρίων. («Όπως του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας», κατά την προσφυή διατύπωση του H. H. Weiler, στο hearing για την διαμόρφωση της Έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης «European Convention on Human Rights and national constitutions, https://pace.coe.int/en/files/31695/html. ) Υπενθυμίζεται ότι όταν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει σχετικά για την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ, το ΔΕΚ είχε αρχικά κρίνει με τη γνωμοδότηση 2/94, ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει αρμοδιότητα της ΕΚ να θεσπίζει κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή να συνάπτει διεθνείς συμβάσεις στον τομέα αυτό, γεγονός που καθιστούσε την προσχώρηση νομικά αδύνατη. Ενόψει της σαφούς βούλησης όλων των κρατών μελών, η Συνθήκη της Λισαβόνας κάλυψε το κενό αυτό με την εισαγωγή του άρθρου 6 παράγραφος 2, που κατέστησε την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ υποχρεωτική. Το 2010, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η ΕΕ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με σχέδιο συμφωνίας προσχώρησης, που οριστικοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2013. Στις 18 Δεκεμβρίου 2014, όμως, το ΔΕΕ εξέδωσε και πάλι αρνητική γνωμοδότηση στην οποία δήλωνε ότι το σχέδιο συμφωνίας μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα ειδικά χαρακτηριστικά και την αυτονομία του δικαίου της ΕΕ (γνωμοδότηση 2/13), όπως την αντιλαμβάνεται το ίδιο. Ως συνέπεια, μέχρι σήμερα και παρά την διακηρυγμένη βούληση της Επιτροπής και όλων των κρατών μελών, η ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ καρκινοβατεί.
[23] Rutili, υπόθεση 36/75.
[24] Bosphorus Hava Yollari Turizm ve Ticaret Anonim S iketi v Ireland 2005-VI, 42 EHRR 1. Βλ. Γ. Κατρούγκαλου, Η
απόφαση «Βόσπορος» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το
κοινοτικό δίκαιο, ΔτΑ, 2006, σ. 656.
[25] Βλ., ενδεικτικά, N. Walker, The idea of constitutional pluralism, 65 Modern Law Review 2002, σ. 317, F. Ost, Michel Van de Kerchove, De la pyramide au réseau? Pour une théorie dialectique du droit Facultés Universitaires Saint Louis; Brussels, 2011, F. Mayer, M. Wendel, Multilevel constitutionalism and constitutional pluralism, σε Matej Avbelj, Jan Komárek (eds), Constitutional pluralism in the European Union and beyond, Hart Publishing, 2012. Πρβλ. την έννοια της «συνταγματικής ανοχής» σε Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και κοινοτικό δίκαιο: το ζήτημα της «υπεροχής», Α. Ν. Σάκκουλας, 2009. Αντίθετα, κριτικός είναι ο C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Σάκκουλας, Αθήνα 2019, κατά τον οποίο η θεώρηση του συνταγματικού πλουραλισμού συνιστά «επαναφουδεοποίηση» που «ρευστοποιεί και εργαλειοποιεί το συνταγματικό δίκαιο και την ερμηνεία του, καθώς, εκτός των άλλων, δημιουργεί την αίσθηση ότι, σε κάθε περίπτωση, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ένα εύπλαστο αμάλγαμα θεμελιωδών, εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων που μπορούν να προσαρμόζονται κατά το δοκούν στις κρατούσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές εξελίξεις.» (Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, όπ. π., σημ. 6)
[26] Res 2491, 25 Απριλίου 2023, https://pace.coe.int/en/files/31753#trace-4, παρα. 3 και 7. Το Ψήφισμα αυτό της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης υπερψηφίσθηκε σχεδόν ομόφωνα, με μόνον δύο αρνητικές ψήφους. Βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Εθνικά Συντάγματα, https://www.constitutionalism.gr/evropaiki-simvasi-dikaiomaton-tou-anthropou-kai-ethnika-sintagmata/
[27] Σημειωτέον ότι, κατά το ΔΕΕ, οι Συστάσεις και τα Ψηφίσματα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν αποτελούν απλώς πολιτικά κείμενα, αλλά συμπροσδιορίζουν τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ένωσης. Βλ., ενδεικτικά, Βλ. ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2020, C-66/18, Επιτροπή κ. Ουγγαρίας, σκέψεις 223-227.
[28] Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης 2491/2023, ibidem, παρα. 7.
[29] C-6/64 Flamino Costa v. E.N.E.L. της 15ης Ιουλίου 1964.
[30] A. La Pergola, P. del Duca, Community Law, International Law and the Italian Constitution, American Journal of Constitutional Law, 1985, σ. 598, σ. 615.
[31] Βλ., ενδεικτικά, A. von Bogdandy, S. Schill, Overcoming absolute primacy: respect for national identity under the Lisbon Treaty, 48 CMLR 2011, σ. 1417, ιδίως σ. 1418–20, M. Belov, The functions of constitutional identity performed in the context of constitutionalization of the EU order and the Europeanization of the legal orders of EU Member States, 9 Perspectives on Federalism 72, 2017, σ. 90, G. Martinico, Taming National Identity: A Systematic Understanding of Article 4.2 TEU, 27 European Public Law, 2021, σ. 447, C. Yannakopoulos, Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé, Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020, Revue du droit public 4/2020, σ. 1041 κ.ε., πρβλ. Π. Παυλόπουλου, Μια έμμεση, πλην σαφής, αμφισβήτηση της υπεροχής του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2020, σ. 2 κ.ε
[32] Πρβλ. Α. Μανιτάκη, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρηση τους, ΤοΣ 1980 σ. 472, ιδίως σ. 497 κ.ε., Ευ. Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 160 κ.ε.
[33] Βλ. και Γ. Κατρούγκαλου, Η σχέση Συντάγματος και Κοινοτικού Δικαίου, ΝοΒ 7/2000, σ. 1089 κ.ε.
[34] BverfGE 73, 339. Βλ. σχετικά Θ. Αντωνίου, Η νέα θέση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου απέναντι στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, ΤοΣ 1987, σ. 693.
[35] BverfGE 89, 155. Βλ., αντί άλλων, Ι. Winkelmann (ed.), Das Maastricht-Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 12. Oktober 1993, Duncker & Humblot, Berlin, 1994, Κ. Χρυσόγονου, Ευρωπαϊκή ενοποίηση και εθνική κυριαρχία, Η απόφαση Μάαστριχτ του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου και οι επιπτώσεις της, ΕΕυρΔ 1995, σ. 103 κ.ε..
[36] BverfGE 89, 155, σ. 172, 182.
[37] Βλ. την απόφαση του BVerfGE 58, 1 Eurocontrol.
[38] Πάγιες θέσεις του εισηγητή δικαστή στην υπόθεση αυτή, P. Kirchhof. Βλ. σχετικά P. Kirchhof, Der deutsche Staat im Prozess der europäischen Integration, in P. Kirchhof, J. Isensee (Hrsg.), Handbuch des Staatsrechts, 1992, VII, σ. 882, K. Doehring, Staat und Verfassung in einem zusammenwachsenden Europa, ZRP 1993.165, D. Murswiek, Maastricht und der pouvoir constituant, Der Staat, 1993.165,
[39] Ibidem, σ. 887.
[40] BVerfGE 89, 155, σ. 196 κ.ε., 210 κ.ε.
[41] BVerfGΕ, Υπόθεση 2 BvR 859/15, 2 BvR 980/16, 2 BvR 2006/15, 2 BvR 1651/15 (18 Ιουλίου 2017), BVerfGE 146, 216 Προδικαστική Παραπομπή, 5 Μαΐου 2020, (Οριστική Απόφαση) βλ., Π. Παυλόπουλου, Μια έμμεση, πλην σαφής, αμφισβήτηση της υπεροχής του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, ο.π., σημ. 31, Μ. Ιωαννίδη, ‘Herr der Verträge?’: Η απόφαση Weiss του BVerfg, Σύνταγμα Watch, 2020, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/herr-der-vertrage-i-apofasi-weiss-tou-bverfg/#_ftn7.
[42] C-493/17 της 11ης Δεκεμβρίου 2018.
[43] BVerfG 2 BvR 859/15, σκέψεις 117 κ.ε..
[44] Ibidem, σκέψη 110.
[45] Ibidem, σκέψη 123.
[46] Ibidem, σκέψη 118.
[47] Απόφαση Pl. ÚS 5/12 της 31ης Ιανουαρίου 2012, www.usoud.cz/view/GetFile?id=6416. Βλ. σχετικά J. Komárek, Czech Constitutional Court Playing with Matches: the Czech Constitutional Court Declares a Judgment of the Court of Justice of the EU Ultra Vires; Judgment of 31 January 2012, Pl. ÚS 5/12, Slovak Pensions XVII, European Constitutional Law Review, 8(2), 2012, σ. 323. Βλ. και τις Pl. ÚS 50/04 (re Sugar Quota Case II) και Pl. ÚS 19/08. Πρβλ. M. Kos, The PSPP Judgment of the Bundesverfassungsgericht, Central European Journal of Comparative Law 2 (1), 2021, 93 κ.ε., σ. 98.
[48] Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας, απόφαση αρ. 15/2014 της 6ης Δεκεμβρίου 2016, βλ. σχετικά H. Krunke, S. Klinge, The Danish Ajos Case: The Missing Case from Maastricht and Lisbon, European Papers – A Journal on Law and Integration, 1(3), 2018, σ. 157 κ.ε., M. Kos, ibidem, σ. 99.
[49] Ibidem, σκέψη 10.
[50] Ibidem, σκέψη 11.
[51] Βλ. ιδίως την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου της 30-12-76, Rec. 15, βλ. σχετικά αντί άλλων, G. Vedel, L’ attitude des jurisdictions françaises envers les traités Européens, in Europa, Université des Saarlands, 1987, D. Rousseau, Droit du Contentieux Constitutionnel, Montchrestien, Paris, 1990, σ. 259 κ.ε..
[52] Βλ., αντί άλλων, G. Vedel, Souveraineté et supranationalité, Pouvoirs, 1993, σ. 79. Πρβλ. και την απόφαση 98-400 DC.
[53] Απόφαση 2004-496 DC της 10ης Ιουνίου 2004, https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/2004/2004496DC.htm.
[54] Απόφαση TC 1/2004, www.tribunalconstitucional.es/es/jurisprudencia/restrad/Paginas/DTC122004en.aspx.
[55] Πρβλ. και την TC 26/2014 της 13ης Φεβρουαρίου 2014 και τις προγενέστερες TC 64/1991 και 108/92. Βλ. σχετικά A. Torres Pérez, Spanish Constitutional Court, Constitutional Dialogue on the European Arrest Warrant: The Spanish Constitutional Court Knocking on Luxembourg’s Door; Spanish Constitutional Court, Order of 9 June 2011, ATC 86/2011’, European Constitutional Law Review, 8 (1), σ. 105, ιδίως σ. 119–121.
[56] Δ. Τσάτσου-Κ. Τσουκαλά «Όχι» στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια TA NEA” Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2006.
[57] Βλ. ενδεικτικά Ν. Παπασπύρου, Τα μονοπάτια του ευρωπαϊκού συνταγματισμού: Διαδρομές και συναντήσεις της αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής παράδοσης πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016. Οι σύγχρονες διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν σχετικοποιήσει αλλά επ’ουδενί καταργήσει τις εθνικές συνταγματικές ταυτότητες.
[58] Βλ. Σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Η «Κοινωνική Ευρώπη» μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας: Πραγματικότητα, όραμα ή αντικατοπτρισμός; Ευρωπαίων Πολιτεία, 2 2008, σ. 351 κ.ε., και τις συναφείς μελέτες του ίδιου, Το ΔΕΚ ως απορρυθμιστής του εργατικού δικαίου, Με αφορμή τις αποφάσεις Viking και Laval (σε συνεργασία με το Νικήτα Αλιπράντη), Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5/2008, σ. 674, The implementation of social rights in Europe, Columbia Journal of European Law, 2/1996, σ. 277 κ.ε., European ‘Social States’ and the USA: An Ocean Apart? European Constitutional Law Review, 2008, 4, σ. 225 κ.ε., The dim perspectives of the European social citizenship, NYU Jean Monnet Paper 7 2007.
[59] Πρβλ. Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Σ. Μάνου, Φ. Σπυρόπουλου, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Πολιτεία, Αθήνα, 2016.
[60] Corte Costituzionale, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1973, No 183/1973, Frontini, ECLI:IT:COST:1973:183, της 5ης Ιουνίου 1984, No 170/1984, Granital, ECLI:IT:COST:1984:170 και της 13ης Απριλίου 1989, Fragd, ECLI:IT:COST:1989:232.
[61] Case C‑105/14 της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=167061&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=367198.
[62] Case C-42/17 της 5ης Δεκεμβρίου 2018, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=197423&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=367198
[63] Corte costituzionale, Order 24/2017.
[64] Corte costituzionale της 14ης Απριλίου 2018 115/2018 (ECLI:IT:COST:2018:115)
[65] BVerfGΕ 123, 267 2 BvE, 2/08.
[66] Mr. R v. Order of the Oberlandesgericht Düsseldorf, 2 BvR 2735/14, https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/2016/bvg16-004.html.
[67] Σκέψεις 37-50.
[68] Βλ. σχετικά J. Nowag, EU law, constitutional identity, and human dignity: A toxic mix? 53 CMLR 2016, https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2840473.
[69] Απόφαση της 27ης Ιουλίου 2006, 2006–540 DC, Loi DADVSI, ECLI:FR:CC:2006:2006:540.DC
[70] Απόφαση της 31ης Ιουλίου 2017, 2017–749 DC, CETA, ECLI:FR:CC:2017:2017:749
[71] CE της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Société Arcelor Atlantique et Lorraine et autres, n° 287110. Βλ. σχετικάΚ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. 273.
[72] CE Sarran et Levacher, της 30ης Οκτωβρίου 1998.
[73] Υποθέσεις με αρ. 393099, 394922, 397844, 397851, 424717, 424718, https://www.conseil-etat.fr/fr/arianeweb/CE/decision/2021-04-21/393099. Βλ.σχετικά Κ. Γιαννακόπουλου, Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο “κλεφτοπόλεμος” των δικαστών. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση “French Data Network et autres”», www.constitutionalism.gr, 4.5.2021.
[74] Πρβλ. τις C-135/08 Rottmann, ECLI:EU:C:2009:588, σκέψη 25, C-36/02 Omega Spielhallen v Oberbürgermeisterin der Bundestadt Bonn [2004] ECR I-09609, C-213/07 Michaniki AE v Ethniko Symvoulio Radiotileorasis [2008] ECR I-09999, σκέψη 65, C-208/09 Ilonka Sayn-Wittgenstein v Landeshauptmann von Wien [2010], σκέψη 83.
[75] J. H. H. Weiler, D. Sarmiento, ‘The EU Judiciary After Weiss: Proposing A New Mixed Chamber of the Court of Justice’, Verfassungsblog, 2 June, 2020, https://verfassungsblog.de/the-eu-judiciary-after-weiss.
[76] Η αντίθετη άποψη της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ελληνικό Συνταγματικό δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σ. 37 κ.ε. δεν επικράτησε, με δεδομένη την πάγια αντίθετη άποψη της θεωρίας. Βλ., αντί άλλων, Α. Μανιτάκη, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρησή τους», ΤοΣ, 1984 σ. 472 κ.ε., ιδίως σ. 492-493, Ευ. Βενιζέλου, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 237 κ.ε., Π. Παυλόπουλου, Η αναθεώρηση του Συντάγματος υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2010, σ. 108 επ. και του ιδίου, ειδικά για το υπό πραγμάτευση θέμα, «Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκοπίου Παυλοπούλου κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ», 12.12.2017, https://www.presidency.gr/simeia-omilias-toy-proedroy-tis-dimokratias-k-prokopioy-paylopoyloy-kata-ton-eortasmo-ton-180-chronon-toy-emp/.
[77] Ευ. Βενιζέλου, Η αλήθεια για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, σημ. 5.
[78] Βλ. σημ. 12.