Παρουσίαση: Χαράλαμπος Κουρουνδής, Διδάκτορας Νομικής, ΣΕΠ ΕΑΠ, μεταδιδακτορικός ερευνητής
Η μελέτη του επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ Ακρίτα Καϊδατζή για το δικαστικό έλεγχο των νόμων στην Ελλάδα πληροί όλες τις προϋποθέσεις ενός magnus opus. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, όπως ρητά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, πηγή έμπνευσής του αποτέλεσε το μνημειώδες «Δοκίμιο ελληνικής συνταγματικής θεωρίας»του καθηγητή Γιάννη Δρόσου. Το βιβλίο του Καϊδατζή δεν εκτείνεται σε όλο τοεύρος της συνταγματικής θεωρίας, όπως εκείνο του Δρόσου, εστιάζεται όμως σε ένααντικείμενο που αποτελεί μείζον διακύβευμα του συνταγματισμού από τις απαρχές τουέως σήμερα. Έτσι, το μεγαλύτερο προτέρημά του δεν είναι τόσο ότι κατάφερε να δαμάσειένα αχανές πρωτογενές υλικό ενός σχεδόν αιώνα, επίτευγμα αξιοσημείωτο από μόνοτου. Συνίσταται κυρίως στην επιτυχημένη κριτική παρουσίαση θεωρίας καινομολογίας, την οποία εντάσσει οργανικά τόσο στο ιστορικό πλαίσιο της εποχήςπου καλύπτει η μελέτη, όσο και στη σύγχρονη συζήτηση για τον έλεγχο των νόμωνκαι μάλιστα σε διεθνή κλίμακα.
Ο Καϊδατζής δεν διστάζει να εκθέσει εξαρχής τις ρηξικέλευθες διαθέσεις του. Ήδη από το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του, αμφισβητεί την κρατούσα από την εποχή του Ν.Ν. Σαρίπολου διάκριση μεταξύ ουσιαστικής και τυπικής αντισυνταγματικότητας και τη διάκριση των τυπικών στοιχείων του νόμου σε εξωτερικά (ελέγξιμα δικαστικώς) και εσωτερικά (μη ελέγξιμα καταρχήν από τα Δικαστήρια ως αναγόμενα στα interna corporisτης Βουλής). Η κριτική του επικεντρώνεται σε πρώτο επίπεδο στο γεγονός ότι «η κατηγορία της τυπικής αντισυνταγματικότητας εμφανίζει μια κάποιαν ανακολουθίασε σχέση με τη βασική αντίληψη ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας συνίσταται σε έλεγχο του νομοθετικού κανόνα έναντι ενός συνταγματικού. Τα λεγόμενα τυπικά στοιχεία του νόμου (ότι δηλαδή αυτός έχει προσηκόντως εκδοθεί και δημοσιευθεί) προκύπτουν από το δημοσιευμένο νομοθετικό κείμενο. Αυτό που ελέγχεται είναι η διάταξη, δηλαδή ο τύπος υπό τον οποίον εμφανίζεται η πολιτειακή πράξη «νόμος», και όχι ο κανόνας, δηλαδή το ουσιαστικό περιεχόμενο του νόμου»(σελ. 8). Κατόπιν, προτείνει ως προσφορότερη και ακριβέστερη από την παραδοσιακή κατηγοριοποίηση, τη διάκριση του ελέγχου των νόμων σε τέσσερα διακριτά πεδία: τον έλεγχο α) του υποστατού του νόμου (ο οποίος δεν είναι καταρχήν έλεγχος συνταγματικότητας), β) της διαδικασίας κατάρτισης του νόμου (ο οποίος δεν γίνεται μόνο με βάση το Σύνταγμα αλλά κατά βάση από τον Κανονισμό της Βουλής), γ) του περιεχομένου του νόμου (όχι μόνο με το Σύνταγμα αλλά και με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της ΕΕ) και δ) τoν έλεγχο της συνδρομής των όρων έκδοσης του νόμου (ιδίως αναφορικά με τις προϋποθέσεις έκδοσης των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και των κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος κανονιστικών διαταγμάτων ειδικής ή ειδικότερης νομοθετικής εξουσιοδότησης). Οι εντός των παρενθέσεων επεξηγήσεις αποδεικνύουν ότι η κριτική του συγγραφέα στην κρατούσα αντίληψη όχι μόνο δεν είναι σχολαστική ή επιτηδευμένη αλλά και έχει ενδιαφέρουσες πρακτικές απολήξεις.
Το βιβλίο, πέραν του εισαγωγικού κεφαλαίου και των συνθετικών συμπερασμάτων, χωρίζεται σε δύο κυρίως μέρη από τα οποία το καθένα αποτελείται από έξι κεφάλαια. Το πρώτος μέρος μελετά την καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα. Εκείνη την εποχή, η πολιτική υπεροχή του Συντάγματος, ως έκφρασης της πολιτικής ταυτότητας του έθνους, ήταν δεδομένη, δεν ήταν όμως εξίσου αυτονόητη και η νομική υπεροχή του. Ωστόσο, η συνταγματική θεωρία, από τον Ν. Παπαδούκα και τον Δ.Κυριακό έως τον Ν.Ι. Σαρίπολο, αντιμετώπισε εξαρχής το Σύνταγμα ως νόμο. Το ίδιο και η νομολογία, η οποία με αυτήν την αφετηρία άρχισε να διαμορφώνεισταδιακά κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ελέγχου των νόμων. Έτσι, η εμβληματική ΑΠ 198/1847 έκρινε ότι η δικαστική εξουσία ελέγχει το υποστατό ενός νόμου αλλάόχι και το περιεχόμενό του, διαλαμβάνοντας από τη μια πλευρά ότι «κατά τας αρχάς του Συνταγματικού Δικαίου, τα δικαστήρια είναι αρμόδια να εξετάσουν αν τα παρά των διαδίκων εις αυτά καθυποβαλλόμενα έγγραφα ως νομοθετικαί πράξεις φέρουσιν νομοθετικόν χαρακτήρα, τουτέστι φέρουσι τους παρά του Συντάγματοςαπαιτούμενους τύπους προς σύστασιν νομοθετικής αποφάσεως» και από την άλλη ότι «δεν είναι όμως αρμόδια και να εξελέγξουν τας τοιαύτας νομοθετικάς αποφάσεις ωςπρος το περιεχόμενόν των, καθότι δεν υποτίθεται ποτέ, ότι η εξουσίαπαριστάνουσα την του έθνους κυριαρχίαν παρανομεί» (σελ. 62-63). Στο επίπεδο της θεωρίας, η συστηματικότερη συνηγορία υπέρ του ελέγχου της συνταγματικότητας τωννόμων αναπτύσσεται από τον ρωμαϊστή αστικολόγο Βασίλειο Οικονομίδη το 1875. Σύμφωνα με τον Οικονομίδη, ένα δημοκρατικό Σύνταγμα, στο οποίο «άπασαι αιεξουσίαι πηγάζουσιν εκ του έθνους» και όχι από τη βούληση κάποιουηγεμόνα-μονάρχη, μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως θεμέλιο του ελέγχου. Όπως ωραία μεθερμηνεύει τη σκέψη του ο Καϊδατζής, μ’ αυτόν τον τρόπο ο Οικονομίδηςαποφαίνεται ότι «το θεμέλιο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων εξαρτάται από το είδος του συντάγματος της κάθε πολιτείας» (σελ. 100).
Καταλυτικό ρόλο στην κατοχύρωση του ελέγχου έμελλε να παίξει η ίδια η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, καθώς μείζονες αντιπαραθέσεις της εποχής όπως τα Στηλιτικά ή τα Λαυρεωτικά σημαδεύτηκαν από αιτιάσεις για παραβίαση του Συντάγματος. Στην πρώτη περίπτωση μάλιστα, ο Καϊδατζής εύστοχα εντοπίζει μια ξεχασμένη πρακτική που την ονομάζει νομοθετικό έλεγχο συνταγματικότητας, αφού η Βουλή δεν κατήργησε απλώς κάποιους νόμους αλλά τους ακύρωσε αποφαινόμενη ότι δεν είχαν εξαρχής ισχύ νόμου διότι είχανεκδοθεί κατά παραβίαση του Συντάγματος. Σε νομολογιακό επίπεδο, η πρώτη κρίση νόμου ως αντισυνταγματικού που ανιχνεύει ο συγγραφέας αποδίδεται στην ΕφΑθ1428/1884, που εκδόθηκε αρκετά χρόνια πριν από την περίφημη ΑΠ 23/1897 αλλά αφορούσε κι εκείνη την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας. Η τόλμη του δικαστηρίου επικρίθηκε στον νομικό τύπο και μάλιστα (και) με επιχειρηματολογία σκοπιμότητας που ηχεί επίκαιρα στις μέρες μας: «οποία χαλάρωσις, οποία αποσύνθεσις, οποία φυγάδευσις κεφαλαίων όταν εξ άκρας συνταγματικής ευαισθησίας εκδίδονταιτοιαύται αποφάσεις;». Με βάση τους καρπούς της έρευνας του Καϊδατζή, το συμπέρασμά του μοιάζει αυταπόδεικτο: πρωτοστάτες του ελέγχου υπήρξαν ταδικαστήρια της ουσίας, όχι ο Άρειος Πάγος.
Με αυτά τα δεδομένα, ο συγγραφέας προβαίνει σε δύο καίριες παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ελλάδα ως μηχανισμός προστασίας υποκειμενικών δικαιωμάτων και όχι ως εγγύηση της αντικειμενικής νομιμότητας όπως στις ΗΠΑ με την περίφημη Marbury vs Madisson.Η δεύτερη είναι ότι στην εν λόγω πρώιμη φάση του ελέγχου συνταγματικότητας, τα δικαστήρια συγκρίνουν έναν συγκεκριμένο νομοθετικό κανόνα κατόπιν ερμηνείας του με έναν ιδεατό αφηρημένο συνταγματικό κανόνα χωρίς ερμηνεία του, με αποτέλεσμα να ελέγχουν μόνο την πρόδηλη αντισυνταγματικότητα. Ο δικαστικός έλεγχος, πάντως, οφείλει σε μεγάλο βαθμό την καθιέρωση και τη λαϊκή αποδοχή του στις πολιτικές συνθήκες ,αφού ο κομματικός κατακερματισμός μετά το 1864 συνέβαλλε στην ανάδειξη της δικαστικής εξουσίας ως πόλου συνταγματικής σταθερότητας. Με τα λόγια του συγγραφέα, «ο δικαστικός έλεγχος του νόμου έρχεται ως απάντηση στην αποτυχία της πολιτικής. Όσο περισσότερο απο-νομιμοποιείται η πολιτική εξουσία και όσο οι λοιπές, πολιτικές, εγγυήσεις που προβλέπει το σύνταγμα για την τήρησή του, η κοινοβουλευτική διαδικασία, η πολιτική ευθύνη, οι εκλογές κλπ, αποτυγχάνουν να προστατεύσουν το σύνταγμα,τόσο περισσότερο νομιμοποιείται ο δικαστής να παρέμβει για να εγγυηθεί αυτός, ως τελευταία καταφυγή καικατασταλτικά, την τήρηση του συντάγματος» (σελ. 231).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου πραγματεύεται την εδραίωση του δικαστικού ελέγχου των νόμων κατά τον 20ο αιώνα. Το κίνημα του 1909 και η ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία σήμαναν την έναρξη ενός νομοθετικού ακτιβισμού με έντονα μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά, ο οποίος έγινε ανεκτός από τα δικαστήρια σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, όπου τα πρώτα βήματα της εργατικής νομοθεσίας σκόνταψαν στη δικαστική αντίδραση. Παράλληλα, το 1912 ο Ν.Ν.Σαρίπολος διατύπωσε την πρώτη στην ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου ad hoc θεωρία για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Σύμφωνα με αυτήν, ένας νόμος είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικός, στη δεύτερη δε περίπτωση δεν πρόκειται καν για νόμο και τα δικαστήρια οφείλουν απλώς να το διαπιστώσουνκαι να τον κηρύξουν ανυπόστατο. Ο Καϊδατζής θεωρεί αυτήν την προσέγγισηπροβληματική, διότι παρέβλεπε την έως τότε διαμορφωθείσα νομολογία και αμφισβητούσετη διάκριση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και τον αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας.
Από τη δεύτερη δεκαετία του 20ουαιώνα, η διαρκής εμπόλεμη κατάσταση και ο Εθνικός Διχασμός είχαν ως αποτέλεσμα την«έκλειψη του Συντάγματος». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η επίδραση του πολέμουστο δημόσιο δίκαιο έχει ως συνέπεια «στη λειτουργία του πολιτεύματος ναυποχωρεί η διαβούλευση, δηλαδή το κοινοβούλιο, έναντι της αποφασιστικότητας,δηλαδή της κυβέρνησης, η οποία δεν περιορίζεται πλέον μόνο στο να σχεδιάζει, ναπροτείνει και να υλοποιεί τις δημόσιες πολιτικές, αλλά ολοένα και περισσότεροαναλαμβάνει και τις αποφασίζει η ίδια» (σελ. 329). Σ’ αυτό το διάστημα, οΆρειος Πάγος αρνείται να ελέγξει τη συνδρομή των όρων του δικαίου της ανάγκηςκαι επικαλείται πλέον συστηματικά την αρχή saluspopuli supremalex. Ενδεικτική είναι η ΑΠ 103/1923, ηοποία θεμελίωσε την κρίση της περί επικράτησης της «επανάστασης του 1922» στησυγκατάθεση του λαού και τη συνδρομή των δυνάμεων της χώρας. Έκτοτε, ηνομολογία αποδέχτηκε στο όνομα της αρχής «επανάσταση επικρατήσασα δημιουργείδίκαιο» κάθε πολιτειακή μεταβολή και πραξικόπημα, αγνοώντας επεξεργασίες όπωςεκείνη του Κ. Τριανταφυλλόπουλου που πρότεινε ως κριτήριο αξιολόγησης του«επαναστατικού δικαίου» την αυτοδέσμευση της νέας εξουσίας στους κανόνες πουέθεσε και την κοινωνική αποδοχή των νέων κανόνων δικαίου, δηλαδή την ουσιαστική νομιμοποίησή του.
Η μακρά περίοδος ανωμαλίας φάνηκε να τερματίζεται με την ψήφιση του Συντάγματος του 1927. Η ρητή κατοχύρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με την ερμηνευτική δήλωση επί του άρθρου 5 του εν λόγω Συντάγματος αναγνώριζε μια προϋπάρχουσα πρακτική αλλά και υποδήλωνε και μια ουσιαστική μεταβολή. Ο Καϊδατζής υπογραμμίζει ότι μ’ αυτήν την πρόβλεψη «ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης αναγνωρίζει ως φυσιολογικό και αναπόφευκτο πως οι αντιπρόσωποι του λαού μπορεί και να σφάλλουν, πως οι νόμοι που θεσπίζουν δεν είναι απαραιτήτως έκφραση του ορθού λόγου και ούτε αποτύπωση κάποιου ανώτερου φυσικού δικαίου» (σελ. 405). Η τυποποίηση του θεσμού επισφράγισε τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου και διεύρυνε την έκτασή του. Η πιο σημαντική όμως εξέλιξη υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1927 αναφορικά με τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων ήταν η ίδρυση και λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1929. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, το ΣτΕ σχεδιάστηκε εξαρχής ως αριστοκρατικός θεσμός, εξ ου και τα πρώτα μέλη του διορίστηκαν κατ’ επιλογήν. Ο εναρκτήριος λόγος του προέδρου του Κ. Ρακτιβάν και η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου έδειξαν ότι το ΣτΕ ανέλαβε εξαρχής συνειδητά έναν ενεργητικό ρόλο ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος.
Η νομολογία του ΣτΕ, σύμφωνα με τον Καϊδατζή, σε άλλες περιπτώσεις διεπόταν από μια προσπάθεια αυτοπεριορισμού και σε άλλες από μια τάση υπερερμηνείας, το κριτήριο όμως σε κάθε περίπτωση ήταν οι εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας όπως τις αντιλαμβανόταν το Δικαστήριο. Έτσι, η ΣτΕ 138/1930 θεμελίωσε την ελευθερία του εμπορίου, της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας στο άρθρο 10 του Συντάγματος του 1927 που αφορούσε την προσωπική ελευθερία. Η άλλη όψη του νομίσματος της κατοχύρωσης της ελευθερίας της οικονομικής δράσης ήταν η ανεπιφύλακτη αποδοχή της συνταγματικότητας νόμων που περιόριζαν τις πολιτικές και συλλογικές ελευθερίες στο όνομα της ασφάλειας του κράτους και του κοινωνικού καθεστώτος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ η συνταγματικότητα του περίφημου «Ιδιωνύμου» (ν. 4229/1929) και κρίθηκε ως συνταγματική τόσο η απαγόρευση απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων όσο και η εξομοίωση της απεργίας τους με την υποβολή παραίτησης (ΣτΕ 574/1934). Ακόμα και η απόφαση 246/1930 του Εφετείου Αθηνών η οποία έκρινε ως συνταγματική τη νομοθεσία περί υποχρεωτικής πρόσληψης εφέδρων από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν επικαλέστηκε τη ρητά κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα του 1927 προστασία της εργασίας, αλλά λόγους συντήρησης της τάξης και πρόληψης κοινωνικών ανωμαλιών. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας, για το δικαστήριο «ο πραγματικός –και υπέρτερος, σε βαθμό που να επισκιάζει κάθε αντίρροπο συνταγματικό δικαίωμα της εναγόμενης επιχείρησης- σκοπός του μέτρου που καλείται να εφαρμόσει δεν είναι η προστασία της εργασίας, αλλά η προστασία του καθεστώτος» (σελ. 428). Από αυτήν την άποψη όμως, δεν φαίνεται να ευσταθεί η γενίκευση του Καϊδατζή ότι η αντίληψη που εκφράζεται στην παραπάνω απόφαση «εισάγει αναντίρρητα ένα κάποιο κοινωνικό στοιχείο στη συνταγματική νομολογία και τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων». Στο σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης, αλλά και των άλλων συναφών που παρατίθενται, δεν πρυτανεύει η αναγνώριση κάποιου κοινωνικού στοιχείου αλλά μια ιδιόμορφη raison d’ État. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ΣτΕ 574/1934 που υιοθέτησε μια αντίληψη περί έκτακτων περιστάσεων (εν προκειμένω απεργίας) ως λόγο παρέκκλισης από συνταγματικές ρυθμίσεις με τη λογική ότι αυτές απέβλεψαν στη ρύθμιση των ομαλών μόνο περιστάσεων. Με άλλα λόγια, το ΣτΕ του μεσοπολέμου εμφανίζεται φιλελεύθερο όταν πρόκειται για την κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας ή της ελευθερίας έκφρασης (υπόθεση Δελμούζου) αλλά συντηρητικό όταν πρόκειται για μορφές συλλογικής δράσης όπως η διακίνηση κομμουνιστικών ιδεών και οι απεργίες ή για την ισότητα μεταξύ των φύλων (υπόθεση Ρουσοπούλου). Με αυτήν την έννοια, το ΣτΕ σίγουρα δεν είναι το πιο πειθήνιο στα κελεύσματα της πολιτικής εξουσίας Δικαστήριο, είναι όμως δομικά συστημικό, προμαχώνας του ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος.
Η πολιτική και πολιτειακή κρίση του 1935 σηματοδότησε πάντως την επιστροφή στην κατάσταση «έκλειψης του Συντάγματος». Έτσι, η κυβέρνηση Τσαλδάρη εξέδωσε Συντακτικές Πράξεις τις οποίες το ΣτΕ έκρινε ως νόμιμες επειδή κυρώθηκαν με ψήφισμα εθνοσυνέλευσης. Όπως βέβαια επισημαίνει ο Καϊδατζής, το σχήμα αυτό ήταν κυκλικό, αφού και η εθνοσυνέλευση είχε συγκληθεί με βάση Συντακτική Πράξη. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν παρατηρεί ότι με τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση Κονδύλη, που διαδέχθηκε εκείνη του Τσαλδάρη, το ΣτΕ «αποδέχεταιότι τα πολιτειακά πράγματα θα εξελίσσονται εφεξής ερήμην του – κι αυτό σημαίνει: ερήμην και εκτός της νομιμότητας» (σελ. 614), όπως και όταν σημειώνει ότι τα επόμενα χρόνια το ΣτΕ επιβίωσε μέσα από ένα συνδυασμό ρεαλισμού, ατολμίας και αυτοσυντήρησης.
Συνολικά,το βιβλίο του Καϊδατζή αποτελεί μια σπουδαία πρωτότυπη έρευνα, που καταφέρνεινα τιθασεύσει έναν τεράστιο νομολογιακό και θεωρητικό πλούτο χωρίς να χάνει σεσυνοχή. Παρότι ο όγκος των πυκνογραμμένων 650 σελίδων είναι μεγάλος, με σύνηθες αποτέλεσμα σε παρόμοιες περιπτώσεις το βιβλίο να μην διαβάζεται ολόκληρο αλλάοι αναγνώστες να «ανατρέχουν» σε επιμέρους τμήματά του, το συγκεκριμένο βιβλίο σίγουρααξίζει να διαβαστεί από την αρχή ως το τέλος. Αυτή η επιλογή είναι η πιοπρόσφορη για την πλήρη κατανόηση του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα, ως καρπός μιας διαδικασίας που σχηματοποιήθηκε στο μακρό χρόνο.
Προδημοσίευση από το τεύχος 3/2018 του περιοδικού “Το Σύνταγμα”