Ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός εν μέσω δικαιοδοτικών εγγυήσεων και αναστολών: Ο ρόλος των κρατικών και των διαιτητικών δικαστηρίων

Κυριάκος Π. Παπανικολάου, Λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

Η βουλησιοκρατική πρόσληψη του Συντάγματος προϋποθέτει τη συγκρότηση του λαού ως συλλογικού υποκειμένου. Η προϋποτιθέμενη πολιτική ενότητα έχει διέλθει διάφορες φάσεις εντός της συνταγματικής θεωρίας (καταγωγικές και πολιτισμικές θεωρήσεις) και, στην ωριμότερη εκδοχή της, βασίζεται στην ίδια τη βούληση ενότητας, που προβάλλεται στο κοινώς πρακτέο για όλους. Διακρίνεται η ενδοστρεφής βούληση της πολιτικής ενότητας ως corpus (συγκρότηση συλλογικού υποκειμένου) από την εξωστρεφή βούληση καθορισμού του κοινού βίου ως modus (άσκηση κυριαρχίας). Αυτή η βουλησιοκρατική πρόσληψη εντάσσεται στην ευρύτερη θετικιστική προσέγγιση του δικαίου.

Ωστόσο, ιδίως μεταπολεμικά ανεδείχθησαν κανονιστικές συνταγματικές θεωρίες, που φωτίζουν το δίκαιο προεχόντως ως ερμηνεία του κανόνων, και όχι ως θέση επιταγών. Το δίκαιο, και ιδίως το Σύνταγμα, προσλαμβάνεται ως αναστοχαστική διεργασία συνδεδεμένη με ηθικοπολιτικά επιχειρήματα∙ όχι μόνον ανευρίσκεται δια των επιχειρημάτων, αλλά και ευρίσκεται εντός αυτών.

Παρά την ανάδειξη, όμως, των κανονιστικών συνταγματικών θεωριών, και πάντως την απομάκρυνση από αμιγώς βουλησιοκρατικές θεωρήσεις, οι αμφισβητήσεις της συνταγματικής ικανότητας της Ευρώπης, δηλαδή του ευρωπαϊκού συνταγματισμού, βασίζονται συνήθως σε κάποια προβαλλόμενη αδυναμία δόμησης υπερεθνικής συντακτικής εξουσίας. Ωστόσο, η προβολή κάποιας αδυναμίας συγκρότησης πολιτικής ενότητας με βουλησιοκρατικούς όρους παραβλέπει – εκτός των άλλων – τη σύμφυτη με το ευρωπαϊκό εγχείρημα ενοποιητική διάστασή του, δηλαδή τη φύση του ως νομιμοποιητικού γίγνεσθαι. Αυτή η δυναμική, που ζωοδοτείται από διαδοχικούς ενοποιητικούς στόχους, έχει ουσιαστικά ανασταλεί μετά την τελευταία εκπλήρωση προγραμματικού στόχου, δηλαδή της νομισματικής ένωσης. Αυτή δε η αναστολή εξηγεί τις φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις, καθώς και τις δυσχέρειες αντιμετώπισης των σύγχρονων κοινών προκλήσεων εντός μιας Ευρώπης που δεν είναι έμφορη νοήματος στην παρούσα ιστορική φάση.

Η θεωρητική οικοδόμηση της συνταγματικής δυνατότητας της Ευρώπης πρέπει να βασισθεί στη διπλή λειτουργικότητα των πολιτών, δηλαδή στην υπέρβαση της εσωστρεφούς αποκλειστικότητας της μετοχής του κάθε πολίτη στην κυριαρχία μόνον ως μέλους του λαού του εθνικού κράτους. Μέχρι σήμερα η διπλή λειτουργικότητα αναγνωρίζεται κυρίως στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και αποτελεί τον βασικό μοχλό δόμησης του ευρωπαϊκού συνταγματισμού δια της επιβεβαιώσεως μιας ευρωπαϊκής κοινότητας δικαίου. Ο συνταγματικός διάλογος μεταξύ του υπερεθνικού και του κρατικού δικαστή αποτελεί εγγύηση του ευρωπαϊκού συνταγματισμού, οδηγώντας σε αμοιβαίες επιρροές και σε κανονιστικούς συντονισμούς της υπερεθνικής και των κρατικών δικαιοταξιών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα δικαιοδοτικού διαλόγου που ενισχύει τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό αποτελούν οι δικαστικές αποφάσεις στην ιταλικού ενδιαφέροντος υπόθεση Taricco. Από την άλλη πλευρά, αναστολή οικοδόμησης του ευρωπαϊκού συνταγματισμού προκαλούν ερμηνευτικές προσεγγίσεις περιοριστικές του δικαιοδοτικού διαλόγου επί ζητημάτων ενωσιακού ενδιαφέροντος. Η απόφαση του ΔΕΕ επί της υποθέσεως Achmea, αποκλείοντας τα διαιτητικά δικαστήρια από το συντονιστικό ερμηνευτικό δίκτυο των προδικαστικών ερωτημάτων, αποτελεί μια πρόσφατη χαρακτηριστική περίπτωση αναστολής του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.  

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

1 − 1 =