Α. Εισαγωγή
Το ζήτημα της οργάνωσης και λειτουργίας της Δικαιοσύνης έχει τεθεί, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, στο επίκεντρο της προσοχής τόσο στα κατ’ ιδίαν κράτη όσο και διεθνώς, ως αμέσως συναπτόμενο με την ποιότητα του κράτους δικαίου.
Ο σχετικός προβληματισμός εστιάζεται στην επιδίωξη να επιτευχθεί ένας διπλός στόχος: από τη μια πλευρά να διαφυλαχθεί το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαστικού έργου, κατ’ εξοχήν δε η ανεξαρτησία και η αμεροληψία, και από την άλλη να προωθηθεί η έγκαιρη (ταχεία) απονομή ποιοτικής δικαιοσύνης.
Η εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ των ως άνω απαιτήσεων αποτελεί διακύβευμα που εκτείνεται οριζόντια σε όλες τις ειδικότερες πτυχές του εν λόγω ζητήματος, μία από τις οποίες είναι και ο τρόπος καθορισμού της σύνθεσης των δικαστηρίων και της ανάθεσης των υποθέσεων σε συγκεκριμένους δικαστές, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσής του θα παρουσιαστούν οι σχετικές κατευθύνσεις σε διεθνές επίπεδο, μια συγκριτική επισκόπηση επιλεγμένων νομοθεσιών άλλων κρατών, τα ισχύοντα στην Ελλάδα και ειδικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), καθώς και μία σχετική απόφαση της Διοικητικής Ολομελείας του ΣτΕ.
Β. Οι αρχές που διέπουν τον καθορισμό της σύνθεσης των δικαστηρίων και της ανάθεσης υποθέσεων σε δικαστές σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα του κράτους δικαίου
Τα ζητήματα του τρόπου καθορισμού των συνθέσεων των δικαστηρίων και του τρόπου ανάθεσης των υποθέσεων σε συγκεκριμένους δικαστές έχουν απασχολήσει διεθνώς τη θεωρία και την οργάνωση της δικαιοσύνης ως συνδεόμενα με τις αρχές του νόμιμου δικαστή, της δικαστικής αμεροληψίας, της εσωτερικής δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά και με το αίτημα για αποδοτική λειτουργία των δικαστηρίων[1].
Αφετηρία για το σχετικό προβληματισμό αποτελεί η παραδοχή ότι η προσωπικότητα του δικαστή παίζει ρόλο στην απόφαση που θα εκδοθεί [2].
Στη Σύσταση (2010)12 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με την ανεξαρτησία, την αποτελεσματικότητα και τις ευθύνες των δικαστών[3], στο Κεφάλαιο ΙΙΙ υπό τον τίτλο «Εσωτερική Ανεξαρτησία» (παρ. 24), αναφέρεται ότι «Η κατανομή των υποθέσεων σε ένα δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθεί αντικειμενικά προκαθορισμένα κριτήρια, ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή. Δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τις επιθυμίες ενός διαδίκου ή οποιουδήποτε άλλου ενδιαφέρεται για την έκβαση της υπόθεσης».[4]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή της Βενετίας), ανεξάρτητο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει τονίσει ότι «η διαδικασία κατανομής των υποθέσεων μεταξύ των δικαστών θα πρέπει να ακολουθεί αντικειμενικά κριτήρια»[5]. Ειδικότερα σε Έκθεσή της για την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (2010) αναφέρονται τα εξής:
«76. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο» (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) …
77. Το κύριο σημείο που πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, είναι ότι, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του άρθρου 6, το μέσο, μέσω του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο πλαίσιο της δίκαιης ακρόασης, δεν πρέπει να είναι μόνο ένα δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο, αλλά και ένα δικαστήριο που είναι τόσο «ανεξάρτητο», όσο και «αμερόληπτο» με γενικούς και ειδικούς όρους. Και κατά την αξιολόγηση αυτών των προϋποθέσεων για μια δίκαιη ακρόαση, το Δικαστήριο του Στρασβούργου εφάρμοσε το αξίωμα ότι «η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται». Όλα αυτά συνεπάγονται ότι οι δικαστές ή τα δικαστικά σώματα που είναι επιφορτισμένα με συγκεκριμένες υποθέσεις δεν πρέπει να επιλέγονται ad hoc ή/και ad personam, αλλά σύμφωνα με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια.
79. Πολλά ευρωπαϊκά συντάγματα περιέχουν ένα υποκειμενικό δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή … Η εγγύηση μπορεί να κατανοηθεί ότι έχει δύο πτυχές. Η μία αφορά το δικαστήριο ως σύνολο. Η άλλη αφορά τον μεμονωμένο δικαστή ή τη δικαστική ομάδα που ασχολείται με την υπόθεση. Από άποψη αρχής, είναι σαφές ότι πρέπει να προωθηθούν και οι δύο πτυχές του «δικαιώματος στο νόμιμο δικαστή». Δεν αρκεί μόνο να καθορίζεται εκ των προτέρων το δικαστήριο (ή ο δικαστικός κλάδος) που είναι αρμόδιο για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Είναι ουσιώδες να καθορίζεται εκ των προτέρων, με την έννοια ότι βασίζεται σε γενικές αντικειμενικές αρχές, η σειρά με την οποία ορίζεται ο μεμονωμένος δικαστής (ή η ομάδα δικαστών) στο πλαίσιο ενός δικαστηρίου. Είναι επιθυμητό να υποδεικνύεται με σαφήνεια σε ποιο όργανο ανατίθεται η τελική ευθύνη για τη σωστή κατανομή των υποθέσεων. Στην εθνική νομοθεσία, προβλέπεται ενίοτε ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων έχουν την εξουσία να κατανέμουν τις υποθέσεις μεταξύ των επιμέρους δικαστών. Ωστόσο, αυτή η εξουσία ενέχει ένα στοιχείο διακριτικής ευχέρειας, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά ως μέσο άσκησης πίεσης στους δικαστές με την υπερφόρτωσή τους με υποθέσεις ή με την ανάθεση μόνο μη σημαντικών υποθέσεων. Είναι επίσης δυνατό να κατευθύνονται πολιτικά ευαίσθητες υποθέσεις σε ορισμένους δικαστές και να αποφεύγεται η ανάθεση σε άλλους. Αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ αποτελεσματικό τρόπο επηρεασμού του αποτελέσματος της διαδικασίας.
80. Προκειμένου να ενισχυθεί η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος συνιστάται ιδιαίτερα η σειρά, με την οποία οι δικαστές χειρίζονται τις υποθέσεις να καθορίζεται με βάση γενικά κριτήρια. Αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, με βάση την αλφαβητική σειρά, με βάση μηχανογραφικό σύστημα ή με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως οι κατηγορίες υποθέσεων. Οι γενικοί κανόνες (συμπεριλαμβανομένων των εξαιρέσεων) πρέπει να διατυπώνονται από το νόμο ή από ειδικούς κανονισμούς που εκδίδονται βάσει νόμου, π.χ. σε δικαστικούς κανονισμούς που θεσπίζονται από το προεδρείο ή τον πρόεδρο. Μπορεί να μην είναι πάντοτε εφικτό να καθιερωθεί ένα πλήρως αφηρημένο ολοκληρωμένο σύστημα που να λειτουργεί για όλες τις υποθέσεις, χωρίς να αφήνει περιθώριο για αποφάσεις σχετικά με την κατανομή σε μεμονωμένες υποθέσεις. Ενδέχεται να υπάρχουν περιστάσεις που απαιτούν να ληφθεί υπόψη ο φόρτος εργασίας ή η εξειδίκευση των δικαστών. Ιδιαίτερα πολύπλοκα νομικά ζητήματα μπορεί να απαιτούν τη συμμετοχή δικαστών που είναι ειδικοί στον τομέα αυτό. Επιπλέον, μπορεί να είναι φρόνιμο να τοποθετούνται για ορισμένο χρονικό διάστημα οι νεοδιοριζόμενοι δικαστές σε μια σύνθεση με περισσότερα έμπειρα μέλη. Περαιτέρω, μπορεί να είναι φρόνιμο όταν ένα δικαστήριο πρέπει να εκδώσει μια απόφαση αρχής σε μια πολύπλοκη ή εμβληματική υπόθεση, να αποφασίζουν ανώτεροι δικαστές. Τα κριτήρια για να λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις από τον πρόεδρο ή το προεδρείο του δικαστηρίου θα πρέπει, ωστόσο, να καθορίζονται εκ των προτέρων. Ιδανικά, η κατανομή αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση.
81. Συμπερασματικά, η Επιτροπή της Βενετίας συνιστά ανεπιφύλακτα η κατανομή των υποθέσεων σε μεμονωμένους δικαστές να βασίζεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, που καθορίζονται εκ των προτέρων με νόμο ή από ειδικούς κανονισμούς που βασίζονται σε νόμο, π.χ. σε δικαστικούς κανονισμούς. Οι εξαιρέσεις πρέπει να αιτιολογούνται».
Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (European Network of Councils for the Judiciary- ENCJ) σε σχετική έκθεσή του (2013-2014)[6] πρότεινε 11 προδιαγραφές για την μέθοδο κατανομής των υποθέσεων[7].
Ο καθηγητής Guido Neppi Modona, Αντιπρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας (1996-2005) και αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής της Βενετίας, επισημαίνει χαρακτηριστικά:
«Έχει παρατηρηθεί ότι συχνά σε δικαστήρια με περισσότερα του ενός συλλογικά όργανα ή περισσότερους μεμονωμένους δικαστές, η κατανομή των εργασιών στο συγκεκριμένο τμήμα ή δικαστή αφήνεται συχνά στις υποκειμενικές και διακριτικές επιλογές του προέδρου του δικαστηρίου. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να είναι δυνατή η επιρροή στην έκβαση της υπόθεσης με την επιλογή ενός δικαστή με συγκεκριμένες ιδεολογικές ή πολιτικές τάσεις ή, αν θέλουμε να ασχοληθούμε με τη διαφθορά στο δικαστικό σώμα, ενός δικαστή που υποτίθεται ότι είναι επιρρεπής σε προτάσεις διαφθοράς. Προκειμένου να ξεπεραστεί ο κίνδυνος των επιλογών κατά διακριτική ευχέρεια, οι οποίες είναι εγγενείς στην εξουσία του επικεφαλής των εργασιών, έχει υιοθετηθεί ο κανόνας ότι ο φυσικός δικαστής καθορίζεται -με συγκεκριμένες εξαιρέσεις, οι οποίες προβλέπονται επίσης από το νόμο ή από ειδικούς κανονισμούς- βάσει αντικειμενικών και γενικών κριτηρίων, όπως για παράδειγμα η αλφαβητική ή χρονολογική σειρά των υποθέσεων, οι κατηγορίες των υποθέσεων, ένα μηχανογραφικό σύστημα. Οι εξαιρέσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το φόρτο εργασίας, την εξειδίκευση των δικαστών, την πολυπλοκότητα των νομικών ζητημάτων κ.λπ. Όσον αφορά τα ιεραρχικά συστήματα, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων μπορούν να είναι οι προνομιούχοι δίαυλοι για την εκτελεστική εξουσία να ασκεί πιέσεις σε ολόκληρο το δικαστικό σώμα. Σε ένα διεφθαρμένο δικαστικό σώμα, μερικές φορές οι πρόεδροι των δικαστηρίων μπορεί επίσης να είναι ο ευκολότερος δίαυλος για την άσκηση διεφθαρμένων πιέσεων σε μεμονωμένους δικαστές. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ιεραρχική δομή του δικαστικού συστήματος έχει επικριθεί ομόφωνα ως ασυμβίβαστη με την ανεξαρτησία του μεμονωμένου δικαστή»[8].
Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών του Συμβουλίου της Ευρώπης (CCEJ) , στη Γνωμοδότηση υπ’ αριθ. 19/2016 σχετικά με το ρόλο των προέδρων των δικαστηρίων (Μέρος Β) σημειώνει τα εξής:
«13. Υπάρχουν διάφορες αρχές που είναι ουσιώδεις στις σχέσεις μεταξύ του προέδρου του δικαστηρίου και των άλλων δικαστών του δικαστηρίου και στο έργο του προέδρου του δικαστηρίου στο πλαίσιο αυτό. Η εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία προϋποθέτει ότι οι επιμέρους δικαστές είναι απαλλαγμένοι από οδηγίες ή πιέσεις του προέδρου του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση υποθέσεων. Οι πρόεδροι των δικαστηρίων, ενεργώντας ως θεματοφύλακες της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της αποτελεσματικότητας του δικαστηρίου, θα πρέπει οι ίδιοι να σέβονται την εσωτερική ανεξαρτησία των δικαστών εντός των δικαστηρίων τους.
14. Έχει ουσιαστική σημασία οι πρόεδροι δικαστηρίων να διοικούν τα δικαστήρια με αυστηρή τήρηση των θεμελιωδών αρχών της δικαστικής εξουσίας…
21. Οι υποθέσεις θα πρέπει να κατανέμονται στους δικαστές σύμφωνα με αντικειμενικά προκαθορισμένα κριτήρια. Δεν θα πρέπει να αφαιρούνται από συγκεκριμένο δικαστή χωρίς βάσιμους λόγους. Οι αποφάσεις για την αφαίρεση υποθέσεων πρέπει να λαμβάνονται μόνο βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων και κατόπιν διαφανούς διαδικασίας. Όταν οι πρόεδροι των δικαστηρίων έχουν ρόλο στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των μελών του δικαστηρίου, πρέπει να εφαρμόζονται οι αρχές αυτές»[9].
Στην υπόθεση Miracle Europe Kft κατά Ουγγαρίας (απόφαση της 12.1.2016) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)[10] υπογράμμισε ότι «η ύψιστη σημασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και της ασφάλειας δικαίου για το κράτος δικαίου απαιτεί ιδιαίτερη σαφήνεια των κανόνων που εφαρμόζονται σε κάθε υπόθεση και σαφείς εγγυήσεις για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας και, κυρίως, για την αποφυγή κάθε φαινομένου αυθαιρεσίας κατά την ανάθεση συγκεκριμένων υποθέσεων σε δικαστές» (σκ. 57). Στη συνέχεια έκρινε ότι «όταν η ανάθεση μιας υπόθεσης εναπόκειται σε διακριτική ευχέρεια, υπό την έννοια ότι οι λεπτομέρειές της δεν προβλέπονται από τον νόμο, η κατάσταση αυτή θέτει σε κίνδυνο την εμφάνιση της αμεροληψίας, επιτρέποντας εικασίες σχετικά με την επιρροή πολιτικών ή άλλων δυνάμεων στο δικαστήριο που αναθέτει την υπόθεση και στον αρμόδιο δικαστή, ακόμη και όταν η ανάθεση της υπόθεσης στον συγκεκριμένο δικαστή ακολουθεί από μόνη της διαφανή κριτήρια. Η σειρά με την οποία καθορίζεται εκ των προτέρων ο μεμονωμένος δικαστής ή η ομάδα που είναι επιφορτισμένη με μια συγκεκριμένη υπόθεση στο πλαίσιο ενός δικαστηρίου, δηλαδή μια σειρά που βασίζεται σε γενικές και αντικειμενικές αρχές, είναι απαραίτητη για τη σαφήνεια, τη διαφάνεια καθώς και για τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Ένα στοιχείο διακριτικής ευχέρειας στην κατανομή ή την ανακατανομή των υποθέσεων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά ως μέσο άσκησης πίεσης στους δικαστές, για παράδειγμα με την υπερφόρτωσή τους με υποθέσεις ή με την ανάθεση μόνο υποθέσεων χαμηλού προφίλ. Είναι επίσης δυνατόν να κατευθύνονται πολιτικά ευαίσθητες υποθέσεις σε ορισμένους δικαστές και να αποφεύγεται η ανάθεσή τους σε άλλους» (σκέψη 58)[11] [12].
Γ. Συγκριτική επισκόπηση νομοθεσίας άλλων κρατών
Στον ευρωπαϊκό χώρο υπάρχουν κράτη, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστρία, στα οποία εφαρμόζονται αντικειμενικά συστήματα ανάθεσης των υποθέσεων:
Στην Ιταλία η αυτόματη ανάθεση εισήχθη τη δεκαετία του 1990 και έχει έκτοτε υποστεί σημαντικές αλλαγές βασισμένες στο οργανωτικό μοντέλο που έχει εγκριθεί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο[13]. Η κατανομή των υποθέσεων στους δικαστές προγραμματίζεται από τον πρόεδρο του τμήματος και είναι συνήθως αυτόματη σύμφωνα με τον αριθμό κατάθεσης, με δυνατότητα απόκλισης από τον κανόνα αυτό ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση[14].
Στη Γερμανία κεντρικό ρόλο έχει το ετήσιο πρόγραμμα κατανομής υποθέσεων κάθε δικαστηρίου, το οποίο καταρτίζεται από συλλογικό όργανο (Προεδρείο) και με το οποίο η ανάθεση σε συγκεκριμένο δικαστή γίνεται βάσει αυτοματισμού (αλφαβητικό σύστημα: πρώτο γράμμα επωνύμου ή περιοχής κατοικίας διαδίκου, χρόνος κατάθεσης) χωρίς να απαιτείται η λήψη ατομικής απόφασης. Εξαιρέσεις είναι δυνατές υπό ειδικές συνθήκες[15] [16].
Στην Αυστρία το δικαστικό συμβούλιο καταρτίζει σχέδιο ανάθεσης για την περίοδο από 1η Φεβρουαρίου μέχρι 31η Ιανουαρίου για την ομοιόμορφη κατανομή των υποθέσεων λαμβάνοντας υπόψη τις επαγγελματικές ικανότητες των δικαστών. Η ανάθεση γίνεται είτε με βάση το πρώτο γράμμα του επωνύμου του ενάγοντος ή του κατηγορουμένου, είτε με το πρώτο γράμμα της οδού της διεύθυνσης κατοικίας είτε βάσει του αριθμού κατάθεσης.
Αντιθέτως, στη Γαλλία η ανάθεση των υποθέσεων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διευθύνοντος το δικαστήριο[17].
Στις Ηνωμένες Πολιτείες αποδίδεται μεγάλη σημασία στην ουδετερότητα της διαδικασίας ανάθεσης υποθέσεων[18] και εφαρμόζεται η τυχαία ανάθεση σε συγκεκριμένους δικαστές με παράλληλη μέριμνα για ίση κατανομή του φόρτου εργασίας[19].
Δ. Τα ισχύοντα στην Ελλάδα και ειδικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας
- Στην ελληνική θεωρία είχε παλαιότερα υποστηριχθεί ότι ο τρόπος κατανομής των διαφορών και υποθέσεων μεταξύ των δικαστών, «λειτουργεί μόνο κατά το φαινόμενο στην ελληνική δικαστική πρακτική», καθώς και ότι «ιδίως αναφορικά με τα πρόσωπα που παρίστανται στις διασκέψεις των δικαστηρίων, ο θεσμός του νόμιμου δικαστή είναι απλή φενάκη στην ελληνική δικαστική πρακτική[20]».
Η απόλυτη αυτή άποψη δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή στη σημερινή εποχή: Η σύνθεση των δικαστηρίων στην Ελλάδα καθορίζεται από το νόμο, ενώ στη νομοθεσία περιέχονται αρκετές ρυθμίσεις για τον αντικειμενικό καθορισμό των συνθέσεων εκ των προτέρων είτε με αποφάσεις συλλογικών οργάνων είτε με κλήρωση[21]. Δεν μπορεί όμως να παραβλεφθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες η συμμετοχή συγκεκριμένων δικαστών στη σύνθεση αποφασίζεται από τον προεδρεύοντα[22], ενώ σε ό,τι αφορά την ανάθεση υπόθεσης σε συγκεκριμένο δικαστή, αυτή συνήθως γίνεται με απόφαση του Προέδρου ή του Προϊσταμένου του δικαστηρίου, με πλήρη απουσία οποιουδήποτε θεσπισμένου αυτοματοποιημένου συστήματος ανάθεσης[23].
Στο άρθρο 20 του π.δ. 18/1989 προβλέπεται ότι ο ορισμός εισηγητή και βοηθού εισηγητή στο ΣτΕ γίνεται από τον Πρόεδρο (του Τμήματος ή της Ολομελείας), ο οποίος μπορεί «οποτεδήποτε, ακόμη και προφορικώς, να αντικαταστήσει με άλλον τον εισηγητή σε περίπτωση κωλύματος». Με το άρθρο 12 του Κανονισμού του ΣτΕ (Β 2323/2008, νεότερη κωδικοποίηση Β 2462/2013) τέθηκαν ορισμένα γενικά κριτήρια για την λήψη της σχετικής απόφασης από τον Πρόεδρο[24]. Ειδικότερα, ως κριτήρια για τον ορισμό εισηγητή και βοηθού εισηγητή από τον Πρόεδρο προβλέπονται τα γενικά ουσιαστικά κριτήρια του αντικειμένου της υπόθεσης και της εμπειρίας του δικαστή που θα οριστεί, καθώς και η μέριμνα για ίση επιβάρυνση των δικαστών [25].
Πρόκειται για καταρχάς εύλογα κριτήρια, η γενικότητα όμως των οποίων – με εξαίρεση την επιβάρυνση, η οποία είναι μετρήσιμη (τουλάχιστον από ποσοτική άποψη)[26] – σε συνδυασμό με την κρατούσα αντίληψη για την αρχή του νόμιμου δικαστή, δημιουργεί δυσχέρεια στην εφαρμογή τους, όπως μπορεί να συναχθεί από το Πρακτικό 2/2016 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο, οι βασικές σκέψεις του οποίου παρατίθενται στη συνέχεια.
- Το Πρακτικό 2/2016 της Ολομελείας του ΣτΕ σε Συμβούλιο[27]
Στο συγκεκριμένο Πρακτικό, την Ολομέλεια του ΣτΕ απασχόλησε η έννοια των διατάξεων του Κανονισμού του Δικαστηρίου για τον ορισμό των δικαστών που θα απαρτίσουν το σχηματισμό, ο οποίος είναι αρμόδιος για την επεξεργασία των σχεδίων κανονιστικών διαταγμάτων που υποβάλλονται στο ΣτΕ. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του Κανονισμού Λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας από τα μέλη του ίδιου σχηματισμού απαρτίζεται η (τριμελής ή πενταμελής) σύνθεση της Επιτροπής, η οποία δικάζει τις αιτήσεις αναστολών, οι οποίες εισάγονται ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου (και στους δύο αυτούς σχηματισμούς μετέχει ex officio ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου).
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 4 εδ. β του π.δ. 18/1989, τα μέλη του εν λόγω σχηματισμού ορίζονται από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Εξ άλλου, με το άρθρο 6 του Κανονισμού Λειτουργίας του ΣτΕ ορίζεται ότι «2. Κατά τη συγκρότηση του σχηματισμού της Ολομελείας προς επεξεργασία διαταγμάτων, λαμβάνεται μέριμνα, ώστε ως τακτικά μέλη να ορίζονται ένας σύμβουλος από κάθε τμήμα, κατά το δυνατόν εκ περιτροπής. Οι πάρεδροι ορίζονται από διαφορετικά τμήματα και εκ περιτροπής. Από διαφορετικά τμήματα ορίζονται επίσης και τα αναπληρωματικά μέλη».
Η Ολομέλεια σε Συμβούλιο αποφάσισε, κατά πλειοψηφία[28], ότι «κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, αλλά και των λοιπών διατάξεων του Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο εκάστοτε ορισμός από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εν Συμβουλίω συγκεκριμένων Συμβούλων ως μελών του ως άνω σχηματισμού δε διενεργείται κατά μηχανικόν αποκλειστικά και μόνο τρόπο, δηλαδή μόνο με τη μέθοδο της εκ περιτροπής και “εις το μέτρον του δυνατού’’ τοποθετήσεώς τους στο σχηματισμό αυτό, αλλά επιβάλλεται, χάριν της καλυτέρας εξυπηρετήσεως των υπηρεσιακών αναγκών, όπως κατά τη συγκρότηση του σχηματισμού αυτού λαμβάνονται υπ’ όψιν και συνεκτιμώνται προεχόντως κριτήρια αντικειμενικά – κατ’ εξοχήν πρόσφορα για τη διασφάλιση τόσο του αμερολήπτου όσο και του διαφανούς χαρακτήρος της σχετικής επιλογής – όπως είναι: η αρχαιότης και η συναπτόμενη με αυτή επαγγελματική εμπειρία και ικανότης, ο φόρτος εργασίας (ο οποίος προσδιορίζεται από τον αριθμό και τη σοβαρότητα των ανατεθεισών στους δικαστάς από τα Τμήματα και την Ολομέλεια υποθέσεων, και τα τυχόν ανατεθέντα σ’ αυτούς πάσης φύσεως πρόσθετα καθηκόντα), οι εξαιρετικές επιστημονικές γνώσεις και επαγγελματικές ικανότητες (όπως αυτές προκύπτουν από τα στοιχεία του ατομικού τους φακέλου), η ικανότητα ταχύτατης, πλήρους και εμπεριστατωμένης επεξεργασίας των μείζονος σπουδαιότητος νομικών ζητημάτων, με την εξέταση των οποίων είναι επιφορτισμένος ο ως άνω σχηματισμός της Ολομελείας καθώς και η ικανότητα ταχύτατης συντάξεως και παραδόσεως στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου των σχετικών σχεδίων πρακτικών επεξεργασίας διαταγμάτων. Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών ως άνω διατάξεων και ο ορισμός συγκεκριμένων Παρέδρων στον ως άνω σχηματισμό επιβάλλεται, για τον αυτό δικαιολογητικό λόγο, να διενεργείται, προεχόντως, επί τη βάσει των αυτών ως άνω αντικειμενικών κριτηρίων και όχι αποκλειστικά και μόνο κατά μηχανικό τρόπο, δηλαδή με τη μέθοδο της εκ περιτροπής τοποθετήσεώς τους ως μελών του ως άνω σχηματισμού». Όπως, στη συνέχεια διαλαμβάνεται στο Πρακτικό, «σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και με γνώμονα πάντοτε την καλύτερη εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών» προτάθηκαν, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τα μέλη για τη συγκρότηση του ως άνω σχηματισμού για το έτος 2016 – «έχοντας υπ’ όψιν, πρωτίστως, τα ως άνω αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των δικαστών, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της εκ περιτροπής τοποθετήσεώς τους στον σχηματισμό αυτό, καθώς και τις αντίστοιχες προτάσεις των προκατόχων (σημ.: του Προέδρου), οι οποίες απηχούν την αυτή ακριβώς, σε σχέση με την πρόταση (σημ.: του Προέδρου), πρακτική, η οποία, σημειωτέον, έχει πλέον παγιωθεί με την επί μακρά σειρά ετών ομόφωνη υιοθέτησή της από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εν Συμβουλίω [βλ. ενδεικτικά τα υπ’ αριθμ. 5/1995, 1/1996, 1/1997, 1/1998, 1/1999, 1/2000, 1/2001, 2/2002, 1/2003, 1/2004, 1/2005, 3/2006, 1/2007, 2/2008, 3/2010, 7/2011, 1/2012, 1/2013, 4/2014 και 1/2015 πρακτικά της Ολομελείας εν Συμβουλίω]».
Αντίθετη άποψη εξέφρασαν τρία μέλη της Ολομελείας[29], τα οποία διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: «Με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α 256), κατοχυρώνεται η αρχή του νόμιμου δικαστή ως μία από τις θεμελιώδεις εγγυήσεις για την παροχή αμερόληπτης και ανεξάρτητης δικαστικής προστασίας. Η αρχή αυτή καταλαμβάνει και τον τρόπο συγκροτήσεως των σχηματισμών των δικαστηρίων, καθώς και την κατανομή των υποθέσεων στους δικαστικούς λειτουργούς (ορισμό εισηγητών). Με τις … διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 4 εδ. β του Π.Δ. 18/1989 και του άρθρου 6 του Κανονισμού, οι οποίες αποβλέπουν στην τήρηση της αρχής του νόμιμου δικαστή, λαμβάνεται πρόνοια η συγκρότηση του σχηματισμού αυτού της Ολομελείας, αφενός να ανήκει στην αρμοδιότητα συλλογικού οργάνου (της Ολομελείας), και αφετέρου να γίνεται με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, έτσι ώστε, όπως γίνεται δεκτό στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, να αποκλείεται η περίπτωση ένας λογικός και ενημερωμένος παρατηρητής να μπορεί να θεωρήσει ότι η συγκρότηση γίνεται βάσει προσωπικών συμπαθειών ή ιδεολογικών συγγενειών. Ειδικότερα απαιτείται ο ορισμός των συμβούλων ως τακτικών μελών να γίνεται από κάθε τμήμα και «κατά το δυνατόν» εκ περιτροπής. Η επιφύλαξη αυτή έχει την έννοια ότι το αντικειμενικό σύστημα του εκ περιτροπής ορισμού μπορεί να κάμπτεται όταν συντρέχουν λόγοι σχετιζόμενοι με την αποδοτικότερη λειτουργία του Δικαστηρίου (όπως, φόρτος εργασίας, λόγοι υγείας κ.λπ.). Αντιθέτως, στην περίπτωση ορισμού των παρέδρων ως τακτικών ή αναπληρωματικών μελών, ο Κανονισμός απαιτεί αδιαστίκτως εκ περιτροπής ορισμό. Παρατηρείται, όμως, ότι από την από το έτος 2009 εφαρμογή του Κανονισμού μέχρι και το έτος 2015 ορίστηκαν, κατ’ αποδοχή εισηγήσεων των αντιστοίχων Προέδρων, ως τακτικά μέλη οι ίδιοι σύμβουλοι πλέον της μιας φοράς (ειδικότερα ένας σύμβουλος 3 φορές, δεκατρείς σύμβουλοι 2 φορές) και οι ίδιοι πάρεδροι επίσης πλέον της μιας φοράς (τρεις από 2 φορές), σε αντίθεση με όσα προβλέπει ο Κανονισμός. Με την εισήγηση που υποβάλλεται, και η οποία ανακοινώθηκε κατά τη συζήτηση του θέματος ενώπιον της Διοικητικής Ολομελείας, προτείνεται να οριστούν ως τακτικά μέλη από το Α Τμήμα ο δεύτερος κατά σειρά αρχαιότητας σύμβουλος (ο πρώτος κατά σειρά δεν έχει οριστεί από την έναρξη ισχύος του Κανονισμού μέχρι σήμερα), από το Β Τμήμα ο τέταρτος κατά σειρά αρχαιότητας (οι προηγούμενοι είχαν οριστεί), από το Γ Τμήμα ο έκτος κατά σειρά αρχαιότητας, οποίος είχε οριστεί και το 2014, (δεν έχουν οριστεί μέχρι σήμερα ο δεύτερος και ο τέταρτος, ενώ ο πέμπτος τελεί σε αναρρωτική άδεια), από το Δ Τμήμα ο έβδομος κατά σειρά αρχαιότητας (δεν έχουν οριστεί μέχρι σήμερα οι τέταρτος, πέμπτος και έκτος), από το Ε Τμήμα ο αρχαιότερος σύμβουλος, ο οποίος τοποθετήθηκε σε αυτό τον Δεκέμβριο 2015, και από το Στ Τμήμα ο τρίτος κατά σειρά αρχαιότητας (δεν έχει οριστεί μέχρι σήμερα ο πρώτος κατά σειρά αρχαιότητας). Αντιστοίχως για τους παρέδρους προτείνεται ο ορισμός ως τακτικού μέλους παρέδρου, ο οποίος είχε οριστεί ως τακτικό μέλος το 2015. Με τα δεδομένα αυτά η συγκεκριμένη εισήγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις του Κανονισμού, κατά το μέρος που προτείνεται ο εκ νέου ορισμός συμβούλων και παρέδρου που έχουν ήδη υπηρετήσει ως τακτικά μέλη, ενώ υπάρχουν πολλοί σύμβουλοι που δεν έχουν ποτέ υπηρετήσει, με αποτέλεσμα να μην τηρείται ο κανόνας του εκ περιτροπής ορισμού. Περαιτέρω, σε όσες ως άνω περιπτώσεις παραλείπονται αρχαιότεροι σύμβουλοι δεν προκύπτει ποιο αντικειμενικό και διαφανές κριτήριο δικαιολογεί αυτή την παράλειψη. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η εισήγηση δεν είναι νόμιμη και πρέπει να αναβληθεί η λήψη απόφασης για να υποβληθεί εισήγηση σύμφωνη με τις διατάξεις του Κανονισμού, οι οποίες εδράζονται στη συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή».
Ε. Συμπεράσματα
Θα ήταν άτοπο να υποστηριχθεί ότι ο καθορισμός των συνθέσεων και η ανάθεση των υποθέσεων με απόφαση μονομελούς οργάνου του δικαστηρίου, συνήθως του προέδρου, έχει ως στόχο την ορισμένη έκβαση της δίκης.
Ο σχετικός προβληματισμός, όπως προκύπτει από τη διεθνή βιβλιογραφία, γεννιέται από τα περιθώρια που, αφηρημένα, αφήνει, προς μια τέτοια κατεύθυνση, η παροχή αυτής της αρμοδιότητας σε ένα πρόσωπο και συνδέεται, με τον τρόπο αυτό, με το ζήτημα του κατά πόσο η σχετική πρακτική συμβιβάζεται με τη θεωρία των φαινομένων που αποτελεί συνιστώσα της αρχής της αμεροληψίας κατ’ άρθρο 6 ΕΣΔΑ, όταν απουσιάζουν, σαφείς, εκ των προτέρων τεθέντες και αντικειμενικοί κανόνες άσκησης της αρμοδιότητας ή δεν εφαρμόζονται, όταν υπάρχουν.
Από τη συγκριτική επισκόπηση προκύπτει ότι στην ευρωπαϊκή νομική οικογένεια υπάρχουν και άλλες χώρες, εκτός από την Ελλάδα, στις οποίες η σχετική αρμοδιότητα ασκείται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Γενικότερα όμως, όπως είναι προφανές από τα σχετικά κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπάρχει πλέον μια καθολική συνειδητοποίηση του προβλήματος και διαμορφώνεται η τάση προς υιοθέτηση, ως κανόνα, της αντικειμενικοποίησης της διαδικασίας καθορισμού των συνθέσεων και ανάθεσης των υποθέσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ουδέτερη-αυτόματη διαδικασία καθορισμού των συνθέσεων και ανάθεσης των υποθέσεων συμβαδίζει απόλυτα με τις αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας[30] και δημιουργεί αντίστοιχη θετική εικόνα για τη Δικαιοσύνη στην κοινωνία και αποτελεί παράγοντα ενισχυτικό της νομιμοποίησής της.
Τα επιχειρήματα υπέρ της διατήρησης, στα ζητήματα αυτά, της διακριτικής εξουσίας του Προέδρου έχουν ουσιαστικό χαρακτήρα και εστιάζονται κυρίως στην ευελιξία που παρέχεται για την επιλογή των πιο έμπειρων, ικανών και εξειδικευμένων δικαστών ανάλογα με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Συνδέονται επίσης με το πρότυπο του Προέδρου-Προϊσταμένου (“boss”), σε αντίθεση με το πρότυπο του Προέδρου ως πρώτου μεταξύ ίσων (“primus inter pares”)[31], με την πεποίθηση ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα η αποτελεσματική λειτουργία των δικαστηρίων. Όμως, η αποτελεσματική λειτουργία των δικαστηρίων δεν εξαρτάται από ένα μόνο παράγοντα (και μάλιστα από μονοπρόσωπο όργανο, ο φορέας του οποίου μεταβάλλεται όλο και ταχύτερα), αλλά από πολλούς, έχει σύνθετο χαρακτήρα και απαιτεί «ολιστική», τόσο δικαιοκρατική όσο και τεχνοκρατική προσέγγιση[32]. Με την αυτόματη ανάθεση δίνεται η ευκαιρία αξιοποίησης και εξέλιξης όλων των δικαστών και έτσι υπηρετείται μακροπρόθεσμα η αποτελεσματική λειτουργία των δικαστηρίων ως συστημάτων.
Για το ελληνικό δικαστικό σύστημα προέχει στην παρούσα φάση να συνειδητοποιηθεί η προβληματική γύρω από τα πιο πάνω ζητήματα και να συζητηθούν όλες οι διαστάσεις της. Έτσι θα γίνει δυνατό να προωθηθούν ρυθμίσεις, με διατάξεις νόμων ή κανονισμών των δικαστηρίων, που θα στοιχούν στις κατευθύνσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και θα θεσπίζουν α) εκ των προτέρων, χωρίς εξαιρέσεις, καθορισμό των συνθέσεων των δικαστηρίων με βάση αντικειμενικά κριτήρια και β) αυτοματοποιημένα συστήματα ως κανόνα για την ανάθεση των υποθέσεων σε συγκεκριμένους δικαστές, με δυνατότητα απόκλισης για λόγους που αφορούν την εξειδίκευση των δικαστών ή την πολυπλοκότητα μιας υπόθεσης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο.
Αναδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, «Το βιώσιμο Κράτος», Ελληνική Εταιρεία Δικαίου του Περιβάλλοντος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
[1] M. Fabri and P. M. Langbroek, Is There a Right Judge for Each Case? A Comparative Study of Case Assignment in Six European Countries, European Journal of Legal Studies, 2007, 1, 2, σελ. 292, https://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/7713/EJLS_2007_1_2_12_FAB_EN.pdf?sequence=1&isAllowed=y (Σημείωση: η τελευταία ημέρα προσπέλασης όλων των διαδικτυακών παραπομπών η 5.11.2021).
[2] A. Bado and K. Szarvas, As luck would have it… Fairness in the Distribution of Cases and Judicial Independence σε A. Bado (ed.), Fair Trial and Judicial Independence- Hungarian Perspectives, Springer, 2014, σελ. 59, https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2748499. Βλ. και Φ. Αρναούτογλου, Η προσωπικότητα του Δικαστή και η Νομολογία, http://www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/%CE%97_%CE%A0%CE%A1%CE%9F%CE%A3%CE%A9%CE%A0%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A4%CE%97%CE%A4%CE%91_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%94%CE%99%CE%9A%CE%91%CE%A3%CE%A4%CE%97.pdf.
[3] Εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 17 Νοεμβρίου 2010 κατά την 1098η συνεδρίαση των αναπληρωτών υπουργών, https://rm.coe.int/cmrec-2010-12-on-independence-efficiency-responsibilites-of-judges/16809f007d . Σχετική αναφορά γινόταν ήδη στη Σύσταση (94)12 της Επιτροπής Υπουργών για την Ανεξαρτησία, την Αποτελεσματικότητα και το Ρόλο των Δικαστών (1994), την οποία αντικατέστησε η Σύσταση (2010)12, στην 1η αρχή «Γενικές αρχές της ανεξαρτησίας των δικαστών», § e: «Η κατανομή των υποθέσεων δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τις επιθυμίες οποιουδήποτε διαδίκου σε μια υπόθεση ή οποιουδήποτε προσώπου που ενδιαφέρεται για την έκβαση της υπόθεσης. Η κατανομή αυτή μπορεί, για παράδειγμα, να γίνεται με κλήρωση ή με σύστημα αυτόματης κατανομής με αλφαβητική σειρά ή με κάποιο παρόμοιο σύστημα», https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=09000016804c84e2. Στο επεξηγηματικό υπόμνημα της Σύστασης του 2010 αναφέρονται τα εξής: «32. Υπάρχουν διάφορα συστήματα κατανομής υποθέσεων βάσει αντικειμενικών προκαθορισμένων κριτηρίων: Αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την κλήρωση, την κατανομή βάσει της αλφαβητικής σειράς των ονομάτων των δικαστών ή την κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα των δικαστηρίων με σειρά που είναι εκ των προτέρων καθορισμένη (¨αυτόματη κατανομή») ή την κατανομή των υποθέσεων στους δικαστές με απόφαση του προέδρου του δικαστηρίου. Σημαντικό είναι στην πράξη η κατανομή να μην υπόκειται σε εξωτερικές ή εσωτερικές επιρροές και δεν αποσκοπεί να ευνοήσει κάποιο από τα διάδικα μέρη. Στο πλαίσιο των κανόνων που διέπουν την κατανομή των υποθέσεων, μπορούν να προβλεφθούν κατάλληλοι κανόνες για την αναπλήρωση των δικαστών. Ο φόρτος εργασίας και η υπερβολική επιβάρυνση αποτελούν βάσιμους λόγους για την ανάθεση ή την αφαίρεση υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχες αποφάσεις λαμβάνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (παρ. 24 της Σύστασης)».
[4] Βλ. αντίστοιχη πρόβλεψη στον Οικουμενικό Χάρτη των Δικαστών της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών, όπως επικαιροποιήθηκε το 2017, στο άρθρο 3 παρ. 4 του οποίου προβλέπονται τα εξής: «Τρόπος κατανομής των υποθέσεων Η κατανομή των υποθέσεων πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικούς κανόνες, οι οποίοι καθορίζονται εκ των προτέρων και κοινοποιούνται στους δικαστές. Οποιαδήποτε απόφαση για την κατανομή πρέπει να λαμβάνεται με διαφανή και επαληθεύσιμο τρόπο. Μια υπόθεση δεν πρέπει να αφαιρείται από συγκεκριμένο δικαστή χωρίς βάσιμους λόγους. Η αξιολόγηση των λόγων αυτών πρέπει να γίνεται από μια αρχή του δικαστικού σώματος με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που έχουν προκαθοριστεί από το νόμο, και ύστερα από μια διαφανή διαδικασία», https://www.iaj-uim.org/universal-charter-of-the-judge-2017/ .
[5] REPORT ON THE INDEPENDENCE OF THE JUDICIAL SYSTEM PART I: THE INDEPENDENCE OF JUDGES Adopted by the Venice Commission at its 82nd Plenary Session (Venice, 12-13 March 2010), Μέρος ΙΙΙ, Κεφάλαιο 11, σελ. 15, παρ. 75. Βλ. https://rm.coe.int/1680700a63 Οι επισημάνσεις αυτές επαναλήφθηκαν και στο κείμενο COMPILATION OF VENICE COMMISSION OPINIONS, REPORTS AND STUDIES ON CONSTITUTIONAL JUSTICE, 2015, στο οποίο επισημαίνεται, σε σχέση με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας, ότι «η κατανομή των υποθέσεων στους εισηγητές δικαστές πρέπει να γίνεται μέσω ενός αυτόματου συστήματος κατανομής υποθέσεων. Δικαιολογημένες εξαιρέσεις από την εφαρμογή του συστήματος πρέπει να τεκμηριώνονται στο φάκελο της δικογραφίας», παρ. 7.4, σελ. 50, https://www.venice.coe.int/webforms/documents/?pdf=CDL-PI(2020)004-e .
[6] Βλ. Minimum Judicial Standards IV, Allocation of Cases, ENCJ Report 2013-2014, https://www.encj.eu/index.php/node/253.
[7] «1. Οι υποθέσεις πρέπει να κατανέμονται με μια βάση, η οποία να βρίσκεται σε συμφωνία με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. 2. Πρέπει να υπάρχει μια θεσπισμένη μέθοδος κατανομής των υποθέσεων, η οποία να είναι προσβάσιμη στο κοινό και να έχει καθοριστεί με νόμο, κανονισμό ή δικαστική ή διοικητική πρακτική. Η μέθοδος κατανομής υποθέσεων πρέπει να διασφαλίζει τη διοίκηση της Δικαιοσύνης κατά τρόπο δίκαιο και χρονικά αποτελεσματικό, καθώς και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού. 4. Οι ακόλουθες αρχές και κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την κατανομή των υποθέσεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις θεσπισμένες μεθόδους κατανομής, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής ή ηλεκτρονικής κατανομής και της κατανομής από ανώτερο δικαστή, προεδρεύοντα δικαστή ή πρόεδρο δικαστηρίου. 5. Οι αρχές και τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη μεθοδολογία κατανομής των υποθέσεων πρέπει να είναι αντικειμενικά και να συμπεριλαμβάνουν τα εξής: 6. Όταν εξετάζεται η πολυπλοκότητα, μπορεί να οριστεί ότι η εξέταση αυτή περιλαμβάνει όλους τους ακόλουθους παράγοντες ή ορισμένους από αυτούς: 7. Η μέθοδος κατανομής πρέπει να εφαρμόζεται ομοιόμορφα σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 5. Διαφορές στην εφαρμογή των αρχών και των κριτηρίων ενδέχεται να είναι αναγκαίες λόγω της φύσης της δικαιοδοσίας, του μεγέθους του Δικαστηρίου, του επιπέδου του Δικαστηρίου και της δικαστικής περιφέρειας, στην οποία εκδικάζεται η υπόθεση. 8. Η κατανομή θα πρέπει να είναι στην αρμοδιότητα του Προέδρου, του αρχαιότερου δικαστή του δικαστηρίου ή ενός συλλογικού οργάνου (συμβουλίου) του δικαστηρίου, αλλά οι πρακτικές ρυθμίσεις για την κατανομή των υποθέσεων μπορούν να ανατεθούν είτε σε άλλον δικαστή είτε σε δικαστικό υπάλληλο εξουσιοδοτημένο για την κατανομή των υποθέσεων. 9. Πρέπει να καταγράφεται το κίνητρο/η αιτιολογία για κάθε παρέκκλιση από την καθιερωμένη μέθοδο κατανομής. 10. Η μέθοδος για την κατανομή των υποθέσεων θα πρέπει να είναι σε συμφωνία με τις αρχές και τα κριτήρια που ορίζονται στο παρόν, είτε ο δικαστής συνεδριάζει μόνος του είτε ως μέλος μιας ομάδας. Όταν οι δικαστές συνεδριάζουν ως ομάδα, η συνδυασμένη σύνθεση της ομάδας πρέπει να συμμορφώνεται με τις αρχές και τα κριτήρια. 11. Οι διάδικοι μιας υπόθεσης δικαιούνται να ενημερώνονται σχετικά με την κατανομή της υπόθεσης σε εύλογο, εν όψει της φύσης και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, χρόνο πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας/εξέτασης της υπόθεσης, καθώς και σχετικά με τον χρόνο, εντός του οποίου ο διάδικος μπορεί να ασκήσει τυχόν δικαίωμα αμφισβήτησης της κατανομής της υπόθεσης στον συγκεκριμένο δικαστή/δικαστές. Αυτό μπορεί να γίνει εγγράφως, ηλεκτρονικά ή με τη δημοσίευση κατάστασης του Δικαστηρίου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο».
[8]G. Neppi Modona, External and Internal Aspects of the Independence of the Judiciary, 5. Internal independence, σελ. 14, 15, “INDEPENDENCE AND INTEGRITY OF THE JUDICIARY” PROCEEDINGS OF THE REGIONAL SEMINAR Istanbul, Turkey, 28 – 29 June 2012, http://www.oecd.org/corruption/acn/IstanbulJune2012ExpertSeminarProceedingsEN.pdf και THE VARIOUS ASPECTS OF EXTERNAL AND INTERNAL INDEPENDENCE OF THE JUDICIARY, SEMINAR ON THE INDEPENDENCE OF JUSTICE, Tunis (Tunisia), 21-22 March 2012 https://www.venice.coe.int/webforms/documents/?pdf=CDL(2012)035-e
[9] https://rm.coe.int/opinion-no-19-on-the-role-of-court-presidents/16806dc2c4
[10] Το οποίο παγίως αναγνωρίζει ότι η κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ έννοια του «νομίμως λειτουργούντος» δικαστηρίου περιλαμβάνει και το ζήτημα της εκάστοτε σύνθεσής του (αποφάσεις του της 25.10.2011, Richert κατά Πολωνίας, 54809/07, σκ. 43, και της 7.9.2017, Ezgeta κατά Κροατίας, 40562/12, σκ. 38), καθώς και εκείνο της χρέωσης (και αναχρέωσης) των υποθέσεων (βλ. ως άνω απόφαση Richert, καθώς και αποφάσεις της 5.10.2010, DMD GROUP a.s. κατά Σλοβακίας, 19334/03, σκ. 62-72, της 12.4.2018, Chim και Przywieczerski v. Poland, 36661/07 και 38433/07, σκ. 138-142 και της 2.5.2019, Pasquini κατά San Marino, 50956/16, σκ. 103 και 107). Τα ανωτέρω συνοψίστηκαν στην απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου της 1.12.2020 στην υπόθεση Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας, (26374/18, σκ. 213 και 217).
[11] H συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε την καταγγελία εταιρείας σχετικά με την εθνική νομοθεσία που
επέτρεπε την εκδίκαση υποθέσεων από δικαστήρια διαφορετικά από τα κατά τόπον αρμόδια. Η αιτούσα εταιρεία άσκησε αγωγή αποζημίωσης σχετικά με ένα κατασκευαστικό έργο. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βουδαπέστης ζήτησε να ανατεθεί η υπόθεση σε άλλο δικαστήριο, επικαλούμενος μεγάλο φόρτο εργασίας του αρμοδίου δικαστηρίου. Ο πρόεδρος της Εθνικής Δικαστικής Υπηρεσίας, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια βάσει της σχετικής νομοθεσίας, δέχθηκε το αίτημα. Η αγωγή της εταιρείας απορρίφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013. Εν τω μεταξύ, η εταιρεία κατέθεσε συνταγματική προσφυγή υποστηρίζοντας ότι τα εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν με αυθαίρετο τρόπο και ότι, ως εκ της μεταφοράς της υπόθεσης, στερήθηκε ένα «δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο». Στις 2 Δεκεμβρίου 2013 το Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι διατάξεις που επέτρεπαν στον πρόεδρο της Εθνικής Δικαστικής Υπηρεσίας να ανακατανέμει υποθέσεις μεταξύ των δικαστηρίων ήταν αντισυνταγματικές και κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν ακύρωσε τις αποφάσεις ανακατανομής που είχαν ήδη ληφθεί σε εν εξελίξει διαδικασίες. Επικαλούμενη το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης), η εταιρεία υποστήριξε ότι το δικαστήριο που ορίστηκε να εκδικάσει την υπόθεσή της δεν ήταν “δικαστήριο που είχε συσταθεί βάσει νόμου”. Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Miracle%20Europe%20Kft%20v.%20Hungary%20(no.%2057774/13)%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-159926%22]} . Βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 10.10.2020, στην υπόθεση DAKTARAS κατά Λιθουανίας (42095/98), στην οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, διότι ο Πρόεδρος του Ποινικού Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού, ο οποίος είχε προσφύγει κατά αποφάσεως του Εφετείου, είχε ορίσει τον εισηγητή και τη σύνθεση που δίκασε την προσφυγή.
[12] Το ζήτημα της κατανομής των υποθέσεων ανέκυψε με ένταση την τελευταία δεκαετία κυρίως στις πρώην κομμουνιστικές ευρωπαϊκές χώρες, βλ. V. Vadász, A. G. Kovács, A game hacked by the dealer, 10 Νοεμβρίου 2020, https://verfassungsblog.de/a-game-hacked-by-the-dealer/, όπου σημειώνονται και τα εξής: «Υπάρχουν πολλοί τρόποι, με τους οποίους μια κυβέρνηση μπορεί να αιχμαλωτίσει το δικαστικό σώμα και να επηρεάσει τις αποφάσεις, ακόμη και χωρίς να λάβει ρητά συγκρουσιακά νομοθετικά μέτρα. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν παρουσιάσει παραδείγματα ελέγχου των δικαστών με ποινικές ή πειθαρχικές διαδικασίες ή πληρωμής των δικαστών με μπόνους ή αυξήσεις μισθών. Ωστόσο, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, καθώς είναι σχεδόν αόρατος, είναι όταν η διοίκηση των δικαστηρίων φροντίζει ώστε οι “σωστοί δικαστές” να παίρνουν τις σημαντικές υποθέσεις… Για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, η κατανομή των υποθέσεων αποτελεί ιερό ζήτημα στις περισσότερες χώρες. Στην Αυστρία, η οποία έχει ένα γενικό νομικό σύστημα παρόμοιο με αυτό της Ουγγαρίας, το Σύνταγμα διακηρύσσει ότι οι κανόνες κατανομής των υποθέσεων καθορίζονται από το νόμο και παρά το ότι η διοίκηση των δικαστηρίων ασκείται από το Υπουργείο, οι τοπικές δικαστικές επιτροπές (Personalsenat) καθορίζουν τους κανόνες κατανομής. Στη Γερμανία, θα ήταν σχεδόν αδιανόητο να μεταφερθεί μια υπόθεση από έναν δικαστή σε έναν άλλο ή σε έναν να οριστεί συγκεκριμένος δικαστής που θα ασχοληθεί με μια υπόθεση που είναι ήδη σε εξέλιξη, και ένα όργανο, η πλειοψηφία του οποίου εκλέγεται από τους δικαστές (Präsidium) έχει τον τελικό λόγο στην κατανομή των υποθέσεων. Υπάρχουν κανόνες κατανομής, όχι μόνο για κάθε δικαστήριο αλλά και για κάθε τμήμα. Σε αυτές τις χώρες ένας υπολογιστής καταγράφει τις υποθέσεις και εγγυάται ότι όλες οι υποθέσεις κατανέμονται στους δικαστές με προκαθορισμένο τρόπο και αποκλείει τη δυνατότητα παρέμβασης εξωτερικών ή εσωτερικών παραγόντων». Πάντως, η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ αποτέλεσε έναυσμα για την επανεξέταση των ζητημάτων αυτών γενικότερα. Βλ. ως προς τις Κάτω Χώρες J. Sillen, The concept of ‘internal judicial independence’ in the case law of the European Court of Human Rights, European Constitutional Law Review, Volume 15, Issue 1, March 2019, σελ. 104 – 133, https://www.cambridge.org/core/journals/european-constitutional-law-review/article/concept-of-internal-judicial-independence-in-the-case-law-of-the-european-court-of-human-rights/384E519248A7571C6126628A345C324D. Σχετικά με την κατανομή υποθέσεων στο ΔΕΕ, στο οποίο η ανάθεση των υποθέσεων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου βλ. Silje Synnøve Lyder Hermansen, Building legitimacy: Strategic case allocations in the Court of Justice of the European Union, Οκτώβριος 2019 https://ps.au.dk/fileadmin/ingen_mappe_valgt/BuildingLegitimacy_Hermansen__1_.pdf, της ίδιας Tending the bar: Case allocations in the Court of Justice of the European Union, Μάιος 2019, https://www.eustudies.org/conference/papers/download/696, όπου υποστηρίζεται ότι με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται η νομιμοποίηση του δικαστηρίου με την επιδίωξη αποδοχής της νομολογίας του από τα κράτη μέλη. Βλ. ακόμη C. Krenn, A Sense of Common Purpose. On the Role of Case Assignment and the Judge-Rapporteur at the European Court of Justice, 25.5.2020, Max Planck Institute for Comparative Public Law & International Law (MPIL), Research Paper No. 2020-31, https://poseidon01.ssrn.com/delivery.php?ID=388082074064088031082013099000127064039053020018026058109064003101114104066027005086004023025048015127038004072087006118112001023025088064054106089067008078067077026023005046002031028122126095023102021079011074115011081073077074022107127092006076066074&EXT=pdf&INDEX=TRUE. Ο τελευταίος, αφού αναφέρει ότι οι δικηγόροι θεωρούν γενικά ότι το σύστημα ανάθεσης υποθέσεων του ΔΕΕ είναι ένα από τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Δικαστηρίου σε σχέση με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, υποστηρίζει ότι το σύστημα ανάθεσης υποθέσεων του ΔΕΕ αποτελεί σημαντικό μηχανισμό για τη θεσμική επιτυχία του Δικαστηρίου. «Έχει επιτρέψει στο Δικαστήριο να διατηρήσει μια αίσθηση κοινού σκοπού, μια ισχυρή και σταθερή ιδέα για την αποστολή του ως θεματοφύλακα της αποτελεσματικότητας και της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ». Εντοπίζει «τρεις βασικές λειτουργίες που επιτελεί η ανάθεση υποθέσεων. Πρώτον, την υποστήριξη της νομολογιακής σταθερότητας και συνέχειας με τη δημιουργία μιας “ελίτ ομάδας” δικαστών που γράφει το μεγαλύτερο μέρος των σημαντικότερων αποφάσεων του ΔΕΕ. Δεύτερον, την ενσωμάτωση των νέων δικαστών του ΔΕΚ μέσω της σταδιακής ανάθεσης πιο δύσκολων υποθέσεων, δομώντας έτσι μια διαδικασία μάθησης για να γίνει κάποιος ολοκληρωμένος δικαστής του ΔΕΚ. Και τρίτον, το σύστημα ανάθεσης υποθέσεων του ΔΕΕ έχει συμβάλει στη διατήρηση αυτού που γενικά χάνεται σε δικαστήρια του μεγέθους του ΔΕΕ: ενός χώρου, όπου και οι 27 δικαστές του ΔΕΕ και οι 11 γενικοί εισαγγελείς ενημερώνονται για όλες τις εισερχόμενες υποθέσεις, συμμετέχουν από κοινού στη συστηματοποίηση της νομολογίας του ΔΕΕ και στη διαμόρφωση της ατζέντας του Δικαστηρίου».
[13] Βλ. παραπάνω 2
[14] F. Fiecconi, Independence, efficiency and quality of justice: comparative perspectives, σελ. 19-20, http://www.europeanrights.eu/public/commenti/BRO15-_Fiecconi_L’ordinamento_giudiziario_italiano.pdf
[15] Βλ. παραπάνω 1 και 2.
[16] Στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, πριν από την έναρξη κάθε δικαστικού έτους, το οποίο ταυτίζεται με το ημερολογιακό έτος, κάθε τμήμα αποφασίζει ποιος δικαστής θα ενεργεί ως εισηγητής δικαστής για κάθε υπόθεση που πρόκειται να εκδικαστεί. Κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, απόκλιση από τις ρυθμίσεις αυτές είναι δυνατή μόνο εάν επιβάλλεται από τον υπερβολικό φόρτο του δικαστή ή από την αδυναμία να ασκήσει τα καθήκοντά του για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. https://www.bundesverfassungsgericht.de/EN/Verfahren/Geschaeftsverteilung/geschaeftsverteilung_node.html
[17] Η διαφορετική προσέγγιση του θέματος στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη οφείλεται στις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες γέννησης και εξέλιξης των δικαστικών συστημάτων. Στη Γαλλία η αρχή του νόμιμου («φυσικού») δικαστή προβλέφθηκε στο άρθρο 4 του γαλλικού Συντάγματος του 1848, αλλά δεν επαναλήφθηκε στα επόμενα συντάγματα. Γινόταν όμως σταθερά δεκτή από τη νομολογία και το 1975 το Συνταγματικό Συμβούλιο δέχθηκε ότι η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου εμπεριέχει αναγκαία την αρχή της ισότητας ενώπιον του δικαστή, στον οποίο έχει ανατεθεί η εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. N. Picardi, Le juge naturel-Principe fondamental en Europe, Revue internationale de droit compare, 2010, σελ. 45-46, https://www.persee.fr/docAsPDF/ridc_0035-3337_2010_num_62_1_19930.pdf Βλ. και E. Jeuland, Le droit au juge naturel et l’organisation judiciaire, Revue française d’administration publique 2008/1 (n° 125), σελ. 33-42, https://www.cairn.info/revue-francaise-d-administration-publique-2008-1-page-33.htm?try_download=1, ο οποίος δέχεται ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αυθαιρεσίας κατά την άσκηση της εξουσίας του Προέδρου του δικαστηρίου να αναθέτει τις υποθέσεις (σελ. 42).
[18] Βλ. χαρακτηριστικές αναφορές: «[Οι δικαστές] είναι άνθρωποι και φέρνουν ένα καλάθι προκαταλήψεων στην έδρα». Κατά συνέπεια, «ο συγκεκριμένος δικαστής, στον οποίο ανατίθεται μια υπόθεση… μπορεί να είναι καθοριστικός για το αποτέλεσμα». Όταν οι δικαστές μπορούν να επιλέγουν υποθέσεις, μεταξύ άλλων, μέσω των απεριόριστων δυνατοτήτων που προσφέρουν οι διατάξεις της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης για τη μεταφορά και για τις συναφείς υποθέσεις, μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε υποθέσεις και να επηρεάσουν την έκβαση των υποθέσεων για οποιαδήποτε σειρά λόγων. «Ορισμένοι μπορεί να το κάνουν αυτό για νομολογιακούς λόγους ή επειδή θεωρούν ότι είναι εξειδικευμένοι», ενώ άλλοι μπορεί να πιστεύουν ότι ο νόμος έχει εφαρμοστεί εσφαλμένα και επιθυμούν να διορθώσουν ένα λάθος. «Μπορεί να επιδιώκουν [μια ανάθεση υπόθεσης] για να προωθήσουν μια δικαστική φιλοσοφία ή ένα σύνολο ηθικών αρχών”, ή για πολύ ανθρώπινους λόγους, όπως η επιθυμία για φήμη. Για την προστασία από την επιρροή της προκατάληψης του δικαστή, ο δικαστής δεν πρέπει να παίζει κανένα ρόλο στη διαδικασία ανάθεσης υποθέσεων. Η διατήρηση της δικαστικής ακεραιότητας απαιτεί ουδέτερη ανάθεση υποθέσεων. Η κλήρωση ενός μη ευνοϊκού δικαστή είναι δίκαιη, όταν είναι θέμα τύχης και τίποτα περισσότερο», (K. Macfarlane The Danger of Nonrandom Case Assignment: How the Southern District of New York’s “Related Cases” Rule Shaped Stop-and-Frisk Rulings, 2014, https://digitalcommons.law.lsu.edu/cgi/viewcontent.cgi?referer=&httpsredir=1&article=1115&context=faculty_scholarship, σελ. 29, με τις εκεί παραπομπές).
[19] Szonja Navratil, Practice of the case allocation system in Hungary, https://helsinki.hu/wp-content/uploads/Practice-of-the-case-allocation-system-in-Hungary-Szonja-Navratil.pdf
[20] Κ. Μπέης, Αρχή του αναφαίρετου νόμιμου δικαστή – ερμηνεία του άρθρου 8 του Συντάγματος, Ερμηνεία, Α΄, 2, http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1096&mnu=1&id=1351
[21] Όπως, ενδεικτικά, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (Α 35) και έχει τροποποιηθεί πολλές φορές: – το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης καταρτίζει τις συνθέσεις των τμημάτων του δικαστηρίου πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους, εφόσον ο νόμος ή ο κανονισμός του δικαστηρίου δεν ορίζει διαφορετικά (άρθρο 15 παρ. 7), – δίνεται εξουσιοδότηση για την κατάρτιση κανονισμών, με τους οποίους, μεταξύ άλλων ορίζονται τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο τρόπος συγκρότησής τους, ο αριθμός των δικασίμων και των υποθέσεων καθεμιάς δικασίμου, η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα, το χρονικό διάστημα που θα υπηρετούν οι δικαστές στα τμήματα, καθώς και οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους (άρθρο 17 περ. Α παρ. 5) – Σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία, καθώς και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον Δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (άρθρο 17 περ. Β παρ. 1), – Σε όσα Πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις για την εκδίκαση των υποθέσεων ασφαλιστικών καταρτίζονται με κλήρωση (άρθρο 17 περ. Γ παρ. 1), – στα ποινικά τμήματα του Αρείου Πάγου η εισαγωγή των αιτήσεων αναίρεσης γίνεται με βάση το αρχικό του επωνύμου του κατηγορουμένου. Σημειώνεται ακόμη ότι οι συνθέσεις των μεγάλων δικαστηρίων της τακτικής δικαιοσύνης αναρτώνται στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων.
[22] Όπως συμβαίνει στις συνθέσεις του ΣτΕ: Ναι μεν οι συμμετοχές των δικαστών στις δικασίμους προκαθορίζονται (συνήθως από το προηγούμενο δικαστικό έτος για το επόμενο) από τον Πρόεδρο του Τμήματος, δεδομένου όμως ότι σε αυτές μετέχουν πλείονες δικαστές, από όσους απαιτούνται για τη συμπλήρωση των συνθέσεων, ποιος ή ποιοι δικαστές (εκτός του εισηγητή) θα μετάσχουν και σε ποιες υποθέσεις αποφασίζεται από τον Πρόεδρο του Τμήματος, συνήθως λίγο πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επίσης στις εμβόλιμες συνεδριάσεις των Τμημάτων και της Ολομελείας, οι συνθέσεις καθορίζονται από τον Πρόεδρο.
[23] Στην πράξη, στα πολιτικά δικαστήρια και στα μονομελή διοικητικά δικαστήρια εφαρμόζονται άτυπες μέθοδοι τυχαίας ανάθεσης, κυρίως με βάση τη σειρά αρχαιότητας των δικαστών.
[24] «1. Ο Πρόεδρος του σχηματισμού ορίζει τους εισηγητές και τους βοηθούς εισηγητές των υποθέσεων, με βάση το αντικείμενο της υποθέσεως, την εμπειρία τους, καθώς και τη συνολική επιβάρυνση τους ενώπιον άλλων σχηματισμών, ιδίως της Ολομελείας, μεριμνώντας για την ίση επιβάρυνση τους. Με τα ίδια κριτήρια γίνεται και η μεταχρέωση των υποθέσεων. 2. Στις υποθέσεις που εισάγονται απευθείας στην Ολομέλεια, εισηγητές ορίζονται, καταρχήν, σύμβουλοι που υπηρετούν στο τμήμα, το οποίο θα ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση τους. 3. Αν ο Πρόεδρος του οικείου τμήματος έχει ήδη ορίσει εισηγητή σύμβουλο και βοηθό εισηγητή, οι ίδιοι ορίζονται στην Ολομέλεια».
[25] Η σημασία της στάθμισης των υποθέσεων για την ίση επιβάρυνση των δικαστών είχε επισημανθεί από τον γράφοντα στην 10/2012 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ σε συμβούλιο για την έγκριση εσωτερικών κανονισμών διοικητικών δικαστηρίων, όπου διατύπωσε τη γνώμη ότι «για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων ο καθορισμός ελαχίστου ορίου ατομικής απόδοσης των δικαστικών λειτουργών ενδείκνυται να εκφράζεται με τη θέσπιση ορίου, το οποίο θα έχει ως βάση τη στάθμιση της δυσκολίας των υποθέσεων που τους ανατίθενται, και όχι με τη θέσπιση απλού αριθμητικού ορίου. Ειδικότερα ενδείκνυται η θέσπιση, με του οικείους κανονισμούς, συστήματος, σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων θα τις χαρακτηρίζει ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας τους με βάση ορισμένη κλίμακα (όπως, 1-5). Η τελική εκτίμηση του συντελεστή δυσκολίας μπορεί να ορίζεται ότι γίνεται μετά την ολοκλήρωση της διασκέψεως. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το ελάχιστο όριο απόδοσης κάθε δικαστικού λειτουργού θα ορίζεται ως συγκεκριμένο άθροισμα μονάδων σταθμισμένης δυσκολίας των υποθέσεων που δίκασε και όχι ως ένα απλό άθροισμά τους, ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας τους. Συμπληρωματικά ενδείκνυται στους κανονισμούς λειτουργίας να θεσπίζονται ως κριτήρια προτάξεως εκδικάσεως των υποθέσεων κατά πρώτο η παλαιότητα, με βάση το χρόνο κατάθεσης, και κατά δεύτερο ο χαρακτήρας τους ως επειγουσών ή μη».
[26] Σημειώνεται ότι με την Οικ. 453/27.11.2018 πράξη της Προέδρου του ΣτΕ, Κ. Σακελλαροπούλου αποφασίσθηκε η σύνταξη Δελτίου Υπόθεσης για κάθε κύριο ένδικο βοήθημα/μέσο. Στο δελτίο αυτό, το οποίο εκπονήθηκε από την Επιτροπή Σχεδιασμού και Οργάνωσης του ΣτΕ υπό την προεδρία του Συμβούλου Κ. Κουσούλη, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στάθμιση της δυσκολίας της υπόθεσης, με βάση τον εκτιμώμενο χρόνο διεκπεραίωσης (με συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων, όπως αριθμός προβαλλομένων λόγων, έκταση δικογράφου, πολυπλοκότητα πραγματικού, εκτιμώμενος όγκος στοιχείων φακέλου, νέα ή δυσχερή νομικά ζητήματα), ο οποίος διακρίνεται σε α) λίγο (απλών απαιτήσεων), β) αρκετό (μέτριων απαιτήσεων) και γ) πολύ (σύνθετων απαιτήσεων). Το Δελτίο Υπόθεσης, με πρωτοβουλία της Προέδρου Μ. Σαρπ και εισήγηση της ίδιας Επιτροπής ενσωματώθηκε στον Κανονισμό του ΣτΕ (Β΄ 4736/2021) με την προσθήκη άρθρου 10Α (βλ. και σχετικό υπόδειγμα στο Παράρτημα του Κανονισμού). Η τήρηση του Δελτίου Υπόθεσης διευκολύνει την εφαρμογή των κριτηρίων του Κανονισμού για την ανάθεση των υποθέσεων σε συγκεκριμένους δικαστές.
[27] Οι σκέψεις του Πρακτικού παρατίθενται χωρίς σχολιασμό για λόγους δεοντολογίας, διότι ο γράφων μετέσχε στη συνεδρίαση.
[28] Η πλειοψηφία αποτελέστηκε από τους Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρο, Αικ. Συγγούνα, Αν. Γκότση, Ν. Μαρκουλάκη, Ι. Γράβαρη, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους Συμβούλους Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Α.-Γ. Βώρο, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Π. Καρλή, Α. Ντέμσια, Φ. Ντζίμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζο, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Θ. Τζοβαρίδου, Ελ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Β. Πλαπούτα, Δ. Εμμανουηλίδη και Ο. Παπαδοπούλου.
[29] Πρόκειται για τους Αντιπροέδρους Χρ. Ράμμο, Κ. Σακελλαροπούλου και τον Σύμβουλο Κων. Κουσούλη.
[30] Έχει χαρακτηριστεί ως σύγχρονη εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας, βλ. A. Badó-C. Guemar, Le dispositif de distribution automatique des dossiers: une garantie moderne de l’indépendance des juges, Revue internationale de droit comparé, 2015, σελ. 567-589, https://www.persee.fr/docAsPDF/ridc_0035-3337_2015_num_67_2_20516.pdf.
[31] Βλ. σχετικά το πολύ ενδιαφέρον άρθρο των A. Blisa και D. Kosař: Court Presidents: The Missing Piece in the Puzzle of Judicial Governance, 6 Μαρτίου 2019, https://www.cambridge.org/core/services/aop-cambridge-core/content/view/A628AC11E64CB9B5A49514367FD5F4CC/S2071832200023324a.pdf/court-presidents-the-missing-piece-in-the-puzzle-of-judicial-governance.pdf. Με το άρθρο επιχειρείται να κατανοηθεί ο ρόλος των προέδρων των δικαστηρίων μέσω της ανάλυσης των εξουσιών τους σε διάφορα πεδία (στη σταδιοδρομία των δικαστών, στη δικαιοδοτική λειτουργία, στη διοίκηση του δικαστηρίου, στα οικονομικά ζητήματα, στην εκπροσώπηση προς τα έξω, στην πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, μέσω της άσκησης προσθέτων καθηκόντων). Η έρευνα γίνεται σε 13 ευρωπαϊκές χώρες και, με βάση τα πιο πάνω πεδία, διαμορφώνεται ένας δείκτης προεδρικής εξουσίας, με την επιφύλαξη διαφοροποίησης εν όψει της διάρκειας της συγκεκριμένης θητείας, του βαθμού διαφάνειας λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, της ύπαρξης ανταγωνιστικών συλλογικών οργάνων αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης, της προσωπικότητας του ατόμου, της εγγύτητας των προέδρων σε πολιτικούς αρχηγούς, της στάσης του νομικού επαγγέλματος, της νομικής κουλτούρας και του πολιτικού περιβάλλοντος. Ο δείκτης εξουσίας καταλήγει στην ακόλουθη κατάταξη: Ρωσία 17, Τσεχία 15, Σλοβενία, Πρόεδρος ΔΕΕ 14, Πολωνία, Σλοβακία, ΕΔΔΑ 12, Γαλλία 10, Ιρλανδία 9, Ιταλία 8, Ρουμανία, Γερμανία, Κάτω Χώρες 7. Ως προς τον καθορισμό συνθέσεων και την ανάθεση υποθέσεων αναφέρονται τα εξής (σελ. 2045-6): «Οι πρόεδροι των δικαστηρίων μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο τη σταδιοδρομία των δικαστών, αλλά και την καθημερινή ζωή και την εργασία τους. Συχνά διαθέτουν ευρείες διευθυντικές εξουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αρκετά αποτελεσματικά. Το πιο σημαντικό είναι ότι μπορούν να αποφασίσουν ποιες και πόσες υποθέσεις θα ανατεθούν σε κάθε δικαστή στα δικαστήριά τους. Αυτό μπορεί να γίνει είτε αποφασίζοντας σε ποιο τμήμα θα μετάσχει ένας δικαστής είτε μέσω της εξουσίας ανάθεσης υποθέσεων. Η σύνθεση ενός τμήματος έχει σημασία σε όλες τις δικαιοδοσίες. Εάν ένας πρόεδρος δικαστηρίου μπορεί να αναδιατάσσει τα τμήματα σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, μπορεί να επηρεάσει τη δυναμική εντός των τμημάτων και μερικές φορές ακόμη και να αλλάξει την έκβαση μιας υπόθεσης. Ωστόσο, η ανάθεση σε ένα τμήμα ή ένα τμήμα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν οι δικαστές δεν είναι γενικοί και τα τμήματα ειδικεύονται σε κάποιον τομέα του δικαίου. Συνήθως, τα δικαστήρια έχουν ξεχωριστά αστικά και ποινικά τμήματα, αλλά μερικές φορές η εξειδίκευση των δικαστών πηγαίνει πολύ παραπέρα και τα ειδικά τμήματα επικεντρώνονται σε έναν πολύ στενό τομέα του δικαίου, όπως στο πτωχευτικό δίκαιο, στην πνευματική ιδιοκτησία δίκαιο ή στο δίκαιο του ανταγωνισμού. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι πρόεδροι των δικαστηρίων de facto αποφασίζουν για την εξειδίκευση των τακτικών δικαστών στα δικαστήριά τους και μπορεί ακόμη και να τους αναγκάζουν επανειλημμένα να προσαρμόζονται σε νέο τομέα δικαίου, γεγονός που μπορεί να είναι αποθαρρυντικό σε ορισμένες περιπτώσεις. Η ανάθεση υποθέσεων είναι μια ακόμη πιο απλή τεχνική. Εάν ένας πρόεδρος δικαστηρίου μπορεί να αναθέσει υποθέσεις κατά διακριτική ευχέρεια ή μπορεί τουλάχιστον να επηρεάσει τον μηχανισμό κατανομής των υποθέσεων, μπορεί να επιτύχει τους ίδιους σκοπούς. Η συγκριτική ανάλυση δείχνει ότι η τυχαία ανάθεση υποθέσεων, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ενός απλού δικαστή να αμφισβητήσει την φερόμενη ως μη ενδεικνυόμενη ανάθεση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, υπάρχει μόνο σε λίγες δικαιοδοσίες που καλύπτονται από την παρούσα έκθεση. Στις περισσότερες χώρες, οι πρόεδροι των δικαστηρίων μπορούν είτε να αναθέτουν υποθέσεις κατά διακριτική ευχέρεια, είτε καθορίζουν (ή τουλάχιστον επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό) τους κανόνες της ανάθεσης υποθέσεων (συνήθως στο λεγόμενο “πρόγραμμα εργασίας”). Επιπλέον, ακόμη και σε χώρες που έχουν καθιερώσει την τυχαία αρχική ανάθεση υποθέσεων οι πρόεδροι των δικαστηρίων μπορούν να εκμεταλλευτούν τα κενά του συστήματος αυτού, να παρακάμψουν την αρχική ανάθεση υποθέσεων και να αναθέσουν την υπόθεση σε άλλο δικαστή. Ο κρίσιμος χαρακτήρας αυτών των δύο εξουσιών είναι προφανής, διότι με την απλή τοποθέτηση ενός δικαστή σε ένα συγκεκριμένο τμήμα ένας πρόεδρος δικαστηρίου μπορεί να καθορίσει την ειδικότητά του για το μέλλον, ενώ η τοποθέτηση ενός δικαστή σε τμήμα που ασχολείται με υποθέσεις εκτός της ειδικότητάς του, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και ως ισχυρό εργαλείο για την τιμωρία ενός ατίθασου δικαστή. Ομοίως, η εξουσία ανάθεσης υποθέσεων, όταν είναι καθαρά διακριτική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο επιβράβευσης ή τιμωρίας με την άνιση κατανομή των υποθέσεων, ανάλογα με τη δυσκολία, τον αριθμό, την πολιτική τους σημασία και άλλα κριτήρια. Ωστόσο, στις χώρες στις οποίες το δικαίωμα του νόμιμου δικαστή (gesetzlicher Richter) έχει συνταγματικό κύρος, η εξουσία των προέδρων των δικαστηρίων να ασχολούνται με την ανάθεση υποθέσεων μειώνεται σημαντικά ή και εξαλείφεται. Με την εμφάνιση του «new public management» και την αυξανόμενη έμφαση στην ταχύτητα της δικαιοσύνης, οι πρόεδροι των δικαστηρίων καθορίζουν επίσης όλο και περισσότερο ποσοστώσεις φόρτου εργασίας και ελέγχουν την εκπλήρωσή τους. Αυτός ο έλεγχος συχνά υπερβαίνει τον απλό έλεγχο του αριθμού των υποθέσεων που διεκπεραιώνονται και μπορεί να μετατραπεί σε μια πλήρη ρύθμιση της ροής των υποθέσεων και της αξιολόγησης της δικαστικής απόδοσης. Μέσω αυτών των μηχανισμών οι πρόεδροι δικαστηρίων μπορούν να κινητοποιήσουν τους πιο αργούς δικαστές, αλλά μπορούν επίσης να ασκήσουν αθέμιτη πίεση που θίγει τις βασικές δικαστικές αξίες ή να δημιουργήσουν μια “κουλτούρα των αριθμών” που μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις της απόδοσης».
[32] Πρότυπη εργασία προς αυτή την κατεύθυνση γίνεται από την Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), μέσω των Ομάδων Εργασίας της για την Ποιότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ-GT-QUAL), για την Αξιολόγηση (CEPEJ-GT-EVAL), για τη διαχείριση του δικαστικού χρόνου (CEPEJ-SATURN) και για την Κυβερνοδικαιοσύνη (CEPEJ-GT-CYBERJUST), https://www.coe.int/en/web/cepej.