Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο σχηματισμός Κυβέρνησης

Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ

Τι κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη διαδικασία σχηματισμού Κυβέρνησης; Στη συζήτηση για το άρθρο 37 Συντ. στην αναθεωρητική Βουλή του 1986, η γενική εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη είχε πει ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού δεν έχει μείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τίποτε πλέον να κάνει: «Ανοίγει το άρθρο και χτυπάει κουμπιά!». Ήταν μία πολύ ευρηματική φράση, αλλά ενείχε ένα στοιχείο υπερβολής.

Η αλήθεια είναι ότι το άρθρο 37 Συντ. ακόμη και μετά την αναθεώρηση του το 1986, αφήνει κάποια περιθώρια διακριτικής ευχέρειας και επιλογών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τούτο ισχύει τόσο στην πρώτη φάση των προσπαθειών σχηματισμού Κυβέρνησης, αν δεν υπάρχει μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οπότε αρχίζει ο γύρος των διερευνητικών εντολών, και ακόμη περισσότερο στη δεύτερη φάση, κατά τη διαβούλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και στην τρίτη φάση, όταν η μόνη λύση που απομένει είναι η προκήρυξη νέων εκλογών υπό την ευθύνη εκλογικής κυβέρνησης.

Στη φάση των διερευνητικών εντολών, αν δεν υπάρχει πολιτική συμφωνία για τη συγκρότηση Κυβέρνησης συνασπισμού που θα διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η διακρίβωση της δυνατότητας σχηματισμού μονοκομματικής Κυβέρνησης ή Κυβέρνησης συνασπισμού, η οποία έστω και αν δεν διαθέτει a priori την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί πάντως να τύχει της εμπιστοσύνης της Βουλής, με τη σχετική πλειοψηφία τουλάχιστον 120 βουλευτών επί των παρόντων, εναπόκειται στην κρίση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στην περίπτωση αυτήν μία διερευνητική εντολή μπορεί να μετασχηματισθεί σε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, μόνον εάν υπάρχουν όλες οι ενδείξεις και τα δεδομένα που δημιουργούν μία εύλογη πιθανότητα ότι η Κυβέρνηση αυτή μπορεί να τύχει της εμπιστοσύνης της Βουλής.

Μετά τις εκλογές η φυσιολογική εξέλιξη είναι ο σχηματισμός Κυβέρνησης και όχι η διεξαγωγή νέων εκλογών. Γι’ αυτό, αν αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη φάση της διαβούλευσης με τους αρχηγούς των κομμάτων μπορεί και ο ίδιος να προωθήσει τη δημιουργία βιώσιμης Κυβέρνησης, αν υπάρχουν ακόμα ανοικτές δυνατότητες για τον σχηματισμό της. Μάλιστα σε αυτή τη δεύτερη φάση το Σύνταγμα δεν θέτει αυστηρούς χρονικούς περιορισμούς, έτσι ώστε η διαβούλευση να μπορεί να πάρει μία εύλογη παράταση. Αυτή η «μαιευτική» λειτουργία του Προέδρου της Δημοκρατίας ανταποκρίνεται πλήρως στον ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος.

Αν δεν υπάρξει ούτε τότε λύση, θα πάμε αναγκαστικά σε νέες εκλογές, είτε με οικουμενική εκλογική Κυβέρνηση από όλα τα κόμματα της Βουλής –μία τέτοια κοινή συμφωνία είναι όμως δύσκολο να επιτευχθεί στη φάση αυτή – είτε με υπηρεσιακή εκλογική Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό έναν εκ των τριών Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, τον οποίο επιλέγει κατά την ελεύθερη πολιτική του κρίση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η αποδοχή της εντολής από τον επιλεγέντα αποτελεί υπηρεσιακό του καθήκον και τυχόν άρνηση της συνιστά πειθαρχικό αδίκημα. ‘Όπως είχε επισημάνει ο Σάκης Πεπονής κατά τη συζήτηση για το νέο άρθρο 37 Συντ. και γίνεται δεκτό και από τη θεωρία (βλ. Ευ. Βενιζέλος) , ειδικώς στην περίπτωση της υπηρεσιακής Κυβέρνησης λόγο για τη σύνθεση της έχει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τουλάχιστον όσον αφορά τα κρίσιμα ή «επίκαιρα» Υπουργεία (Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Εσωτερικών).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

three + 1 =