Τις τελευταίες μέρες, τον δημόσιο διάλογο, στη χώρα μας, απασχολεί, μεταξύ άλλων, η (αντι)συνταγματικότητα των νεοπαγών νομοθετικών ρυθμίσεων που προβλέπουν μόνιμη παρουσία της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει σοβαρά και άλλες χώρες. Από τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το ζήτημα αυτό, στη Γαλλία, ξεχωρίζουν δύο, όχι τόσο για το περιεχόμενό τους όσο για το ύφος του λόγου μέσω του οποίου εκφέρονται, για τις σχέσεις, τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις που αυτές οι δύο θέσεις απηχούν.
Η πρώτη θέση, η οποία ανατρέπει ό,τι γινόταν δεκτό, πριν από αυτή, σχετικά με την παρουσία των αστυνομικών αρχών στους πανεπιστημιακούς χώρους, διατυπώθηκε μέσω ενός λόγου που είναι απόλυτα εξουσιαστικός. Ο λόγος αυτός αντλεί το κύρος του από την ιερότητα του προσώπου που τον εκφέρει, για το οποίο οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν καλλιεργήσει την πίστη ότι είναι αλάθητο, ακόμη κι αν αντιφάσκει με προηγούμενες ρήσεις του. Το ύφος του παραπάνω λόγου δεν επιδέχεται αντίλογο. Εκλαμβάνει την όποια αμφισβήτησή του ως ιεροσυλία ή και ανοησία. Το ύφος αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνον ηθικά. Εμφανίζει μια ευρύτερη θεσμική επιτελεστικότητα. Επιδιώκει να διαμορφώσει συμπεριφορές, κάνοντας όποιον βγει έξω από την εκάστοτε «ορθή» κοσμοθεωρία να αισθάνεται ότι έχει διαπράξει ένα είδος «προπατορικού αμαρτήματος». Αυτού του είδους ο αφοριστικός λόγος δεν έχει καμία σχέση με τον επιστημονικό λόγο της νεωτερικότητας. Είναι το είδος του λόγου που διατύπωνε ο εκκλησιαστικός κλήρος για να εμπεδώσει τα προνόμια της ιδιωτικής μεσαιωνικής κοινωνίας (societas civilis) και που διατυπώνει, στις μέρες μας, κυρίως ένας τεχνοκρατικός «κλήρος», ο οποίος, με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης, υποστηρίζει και νομιμοποιεί τη νέα κοινωνική ιεραρχία, έχοντας ως στόχο να διασφαλίζει μια ενιαία αντίληψη των πραγμάτων[1].
Η δεύτερη θέση, η οποία τάσσεται υπέρ της δυνατότητας της αστυνομίας να παρεμβαίνει στους χώρους των πανεπιστημίων χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή της εκ μέρους των πανεπιστημιακών αρχών, υποστηρίχθηκε από έναν επιφανή εν ενεργεία καθηγητή νομικής σχολής. Η θέση αυτή διατυπώνεται μέσω ενός επιστημονικού λόγου συγκροτημένου, τεκμηριωμένου, με ύφος ιδιαίτερα δυναμικό που, πάντως, δεν ξεπερνά τα όρια της ακαδημαϊκής δεοντολογίας. Με πλούσια και πρωτότυπη επιχειρηματολογία, προσπαθεί να ανατρέψει την παραδοσιακή ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, τονίζοντας τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημιακών χώρων, αναδεικνύοντας τη σημασία της τήρησης της τάξης, της ηρεμίας και της ασφάλειας στους χώρους αυτούς και προβάλλοντας ότι οι ειδικές διοικητικές αρμοδιότητες των πανεπιστημιακών αρχών δεν μπορούν να περιορίσουν την άσκηση των γενικών αρμοδιοτήτων των αστυνομικών αρχών. Εντούτοις, ο παραπάνω συνταγματικός λόγος δεν είναι αξιόπιστος, προεχόντως διότι η αντικειμενικότητά του είναι ιδιαίτερα κλονισμένη. Οι συνθήκες εκφοράς του αφήνουν εύλογες υπόνοιες ότι στοχεύει στην υποκατάσταση των πανεπιστημιακών αρχών από τις αστυνομικές. Ο επιφανής καθηγητής, αντιμετωπίζοντας τη γενικευμένη αντίδραση των φοιτητών εξαιτίας της εξωπανεπιστημιακής δραστηριότητάς του, δεν εμπιστεύεται τις πανεπιστημιακές αρχές της σχολής του και η παρουσία της αστυνομίας θα τον έκανε να αισθανθεί πιο ασφαλής.
Οι μορφές συνταγματικού λόγου μέσω των οποίων εκφέρονται οι δύο παραπάνω θέσεις σχετικά με την παρουσία της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους, αποτελούν παραδειγματικές περιπτώσεις υποτίμησης του επιστημονικού λόγου. Ο αφοριστικός λόγος της πρώτης περίπτωσης αναιρεί πλήρως τον επιστημονικό λόγο, καθώς ενδιαφέρεται, κυρίως, για τη χειραγώγηση του κοινωνικού συνόλου και, ενίοτε, την προώθηση κάποιου φονταμενταλισμού. Στη δεύτερη περίπτωση, ένας ευφυής επιστημονικός λόγος εκπίπτει σε τεχνική προώθησης συγκυριακών συμφερόντων. Και οι δύο αυτές μορφές συνταγματικού λόγου αδιαφορούν, κατά βάθος, για την αναζήτηση της αλήθειας.
Βέβαια, ουδεμία μορφή λόγου φτάνει στην απόλυτη αλήθεια, ούτε μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενική, ούτε στερείται κάποιας σκοπιμότητας. Ειδικότερα, ο συνταγματικός λόγος δεν μπορεί να διακριθεί απόλυτα ούτε από τη θεολογία ούτε από τον πολιτικό λόγο. Επιπλέον, ο συνταγματικός λόγος μπορεί, κατά τρόπο θεμιτό, να μην διατυπώνεται σε ανύποπτο χρόνο πριν τεθεί στην πράξη το εριστό ζήτημα, αλλά να εκφέρεται εκ των υστέρων, ιδίως στο πλαίσιο μιας τυπικής γνωμοδότησης ή μιας εξειδικευμένης επαγγελματικής υπεράσπισης ιδιωτικών ή δημόσιων συμφερόντων ενώπιον διοικητικών ή δικαστικών αρχών. Περαιτέρω, η εκφορά οποιουδήποτε συνταγματικού λόγου εμφανίζει ασάφειες και γεννά απορίες, όπως κάθε μορφή εκφοράς λόγου. Ωστόσο, κανένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά του συνταγματικού λόγου δεν τον καθιστά υποχρεωτικά ανειλικρινή, ούτε οδηγεί οπωσδήποτε σε αθέμιτη εργαλειοποίηση της επιστήμης. Σε τελική ανάλυση, η ανειλικρίνεια και η αθέμιτη εργαλειοποίηση προκύπτουν από τα ειδικά πραγματολογικά δεδομένα, τον χρόνο και τον τρόπο της εκφοράς κάθε λόγου, καθώς, επίσης, από την ιδιότητα και το βιογραφικό αυτού που τον εκφέρει. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων επιτρέπει στα μέλη μιας ανοικτής κοινωνίας να αξιολογούν τον κάθε λόγο και να τον βάζουν στη θέση που του αναλογεί, τουλάχιστον σε βάθος χρόνου.
Και οι δύο θέσεις που αποτέλεσαν αφορμή για αυτό το σύντομο σχόλιο αφορούν το Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η πρώτη είναι αυτή που διατυπώθηκε στις 13 Απριλίου 1231, στην παπική βούλα Parens scientiarum, με την οποία, μετά από αναταραχές δύο ετών στο παραπάνω Πανεπιστήμιο, ο Πάπας Γρηγόριος Θ’ όρισε, μεταξύ άλλων, ότι μόνον ο Επίσκοπος του Παρισιού είναι υπεύθυνος για τη δημόσια τάξη στο Πανεπιστήμιο και όχι οι αρχές της πόλης[2]. Στην παπική αυτή βούλα εντοπίζεται από πολλούς η ιστορική καταγωγή της ανεξαρτησίας των γαλλικών πανεπιστημίων. Η δεύτερη θέση διατυπώθηκε από τον Gaston Jèze, καθηγητή διοικητικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Παρισιού, σε υπόμνημα που αυτός έστειλε στις 26 Φεβρουαρίου 1936 στη Διοίκηση του Πανεπιστημίου. Είχαν προηγηθεί κινητοποιήσεις, κυρίως ακροδεξιών φοιτητών, που εμπόδιζαν τη διεξαγωγή των μαθημάτων του Jèze, αντιδρώντας στο γεγονός ότι ο τελευταίος είχε υπερασπιστεί τον Χαϊλέ Σελασιέ, Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, σε μια υπόθεση κατά της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι, που εκκρεμούσε ενώπιον του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη. Λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του, ο Jèze είχε δεχθεί μια πολύ χλιαρή υποστήριξη εκ μέρους των λοιπών συναδέλφων του στη Σχολή, οι περισσότεροι από τους οποίους ασπάζονταν δεξιές πεποιθήσεις. Η θέση που υποστήριξε στο παραπάνω υπόμνημά του, καίτοι ενδιαφέρουσα, δεν απηχεί την κρατούσα άποψη στο γαλλικό δίκαιο[3]. Στη Γαλλία, η ιστορία της οποίας σημαδεύεται από πολυάριθμες κινητοποιήσεις και έντονες συγκρούσεις στους πανεπιστημιακούς χώρους, γίνεται παγίως δεκτό ότι, ενόψει της αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων και της ακαδημαϊκής ελευθερίας, τα όργανα της αστυνομίας μπορούν να εισέρχονται στους παραπάνω χώρους μόνον όταν καλούνται αρμοδίως από τις πανεπιστημιακές αρχές ή σε περίπτωση αυτόφωρου σοβαρού εγκλήματος, επικείμενης καταστροφής (π.χ. σε περίπτωση πυρκαγιάς) ή εισαγγελικής εντολής[4].
[1]Βλ. J. Kotkin, The Coming of Neo-Feudalism: A Warning to the Global Middle Class, Encounter Books, 2020, passim.
[2]https://clio-texte.clionautes.org/la-bulle-parens-scientiarum-pour-luniversite-de-paris-13-avril-1231.html
[3]Βλ. O. Beaud, Les libertés universitaires à l’abandon ?, Dalloz, 2010, ιδίως σ. 228 επ..
[4]Βλ. και το άρθρο L 712-2 6° του Κώδικα της Εκπαίδευσης (code de l’éducation).