- Οι αρχές της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στο διεθνές δίκαιο περιβάλλοντος – ιδίως η αρχή της διαγενεακής ισότητας
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο διεθνές δίκαιο στηρίζεται σε ορισμένες βασικές αρχές, που ανιχνεύονται στις διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις[1]. Η πρώτη θεμελιώδης αρχή που πηγάζει από το γράμμα του άρθρου 3 της Σύμβασης του 1992 είναι η διαγενεακή προοπτική στην προστασία του κλιματικού συστήματος. Βάση της αρχής αυτής είναι η επισήμανση πως «περιβάλλον» και «φύση» δεν είναι έννοιες συνώνυμες, ούτε ταυτόσημες. Συνήθως προτάσσονται δύο αντιτιθέμενες (εν πολλοίς) οπτικές-άξονες για τη νομική έννοια του περιβάλλοντος: Αφενός η ανθρωποκεντρική οπτική, που συντείνει στην προστασία του ζωτικού χώρου των ατόμων λόγω των οικονομικών τους συμφερόντων, αφετέρου η οικολογική, που αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων και την εν γένει προστασία του περιβάλλοντος ως (συλλογικού) αγαθού έχοντος αξία καθαυτό αλλά και ως αναγκαίου παράγοντα για την επιβίωση και των μελλουσών γενεών[2], εντάσσοντάς το στη διαγενεακή προοπτική. Κατά την ανθρωποκεντρική αντίληψη, ο άνθρωπος κυριαρχεί ως ον στη φύση και διαθέτει συνείδηση, ώστε να διερευνά τις αιτίες της και να αποκαλύπτει τα μυστικά της και να έχει επίγνωση και μνήμη των ενεργειών, στις οποίες προβαίνει. Η διάδραση ανθρώπου και φύσης μεταβάλλεται κατά χρόνο και κατά τόπο.
Ιδίως δε στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, η ερμηνεία του περιβάλλοντος καθίσταται συνθετότερη και μάλλον ταυτίζεται με την εκδοχή lato sensu, σύμφωνα με την οποία η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής συνιστά και ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος [3].
Κατά την αρχή, λοιπόν, της διαγενεακής ισότητας (που αποδίδεται ως equity – ορθονομία/ευθυδικία[4]) και συνιστά βασικό ερμηνευτικό και μεθοδολογικό εργαλείο του όλου δικαίου του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, τα κράτη θα πρέπει να διαχειρίζονται το περιβάλλον, ώστε στα ωφελήματα από αυτό να μπορούν να έχουν πρόσβαση και οι μέλλουσες γενεές κατά το δυνατό εξίσου. Ερείδεται δε αυτή στην έννοια καταπιστεύματος (trustee – στο common law)[5], σύμφωνα με το οποίο διαχειριζόμαστε, ώστε να περάσει και στους επόμενους (υποχρέωση περιβαλλοντικής προστασίας και για το μέλλον)[6]. Η αρχή αυτή στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή συναντάται συχνότατα και στις λεγόμενες climate litigations (κλιματικές προσφυγές)[7].
Τον 20ο αι. με την εδραίωση της ανάγκης περιβαλλοντικής προστασίας, αναπτύχθηκαν οικολογικές και οικονομικές θεωρήσεις, χωρίς όμως να υπάρχει παράλληλη στέρεη πολιτική βούληση σε διεθνές επίπεδο[8]. Ως αντίπαλες δυνάμεις πολλάκις προβάλλονται η κοινωνική δικαιοσύνη και η οικολογική ισορροπία. Όπως επισημαίνεται, η δυσκολία για την ένταξη της οικολογικής δικαιοσύνης στη νομική συστηματική ερείδεται στο ότι η οικολογική δικαιοσύνη αναλύεται στους άξονες του χώρου (ευθύνη για το περιβάλλον) και του χρόνου (ευθύνη για τις μέλλουσες γενεές) και στην εγγενή δυσχέρεια ακριβούς χάραξης της περιβαλλοντικής ζημίας. Βεβαίως, σημειωτέον πως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν έχει αναφερθεί ρητώς στην αρχή της διαγενεακής ισότητας, προκειμένου να επιλύσει τις αγόμενες ενώπιόν του διαφορές. Η αρχή της διαγενεακής ισότητας εισάγει, όπως λέγεται χαρακτηριστικώς, ευθέως την ανθρώπινη παράμετρο στο διεθνές δίκαιο για την κλιματική αλλαγή. Η πρακτική της εφαρμογή οράται στο διάβα του χρόνου, ιδίως δε σε οριακές και σύνθετες περιπτώσεις, όπως η ανάγκη προστασίας ευάλωτων πληθυσμών, τα δικαιώματα του παιδιού ή των κλιματικών προσφύγων[9].
Ως αρχή, όμως, κατά την άποψη του γράφοντος, ενέχει και συνταγματολογική αναφορά. Η αρχή αυτή βασίζεται στην ισότητα. Διευρύνει ως έναν βαθμό την αρχή της ισότητας, που αποτελεί πυρήνα των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων και ερμηνεύεται ως ισονομία, ήτοι ως ισότητα απέναντι στον νόμο[10]. Κατά τούτο, ειδικά στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, η διαγενεακή ευθυδικία μεταθέτει την αρχή της ισότητας σε έναν όχι παροντικό, αλλά μελλοντικό χρόνο[11], αφού οι παρούσες γενεές καλούνται να συμπεριφέρονται (παντοιοτρόπως, στο πλαίσιο της ατομικής και επιχειρηματικής τους δραστηριότητας) κατά τρόπο που να μην παραβλάπτει τις μέλλουσες γενεές, οι οποίες θεωρούνται ως φέρουσες ίσα δικαιώματα στην απόλαυση των φυσικών πόρων και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η αρχή αυτή, όμως, ενέχει και μία άλλη δυναμική, στη συσχέτιση του περιβάλλοντος με την προστασία της υγείας – άμεσα και έμμεσα. Η υπερθέρμανση του πλανήτη δυνητικώς επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην τωρινή και μελλοντική ανθρώπινη υγεία. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι σωρευτικά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μη αναστρέψιμα. Οι άνθρωποι που είναι σχετικά φτωχοί και ανίσχυροι είναι πιθανό να υποφέρουν ολοένα και περισσότερο. Ως ισόκυρα (συνταγματικά) έννομα αγαθά, το περιβάλλον και η υγεία συνιστούν μία αδιάσπαστη ολότητα, όπου το ένα συμπληρώνει και εξισορροπεί το άλλο. Δέον δε όπως συνερμηνεύονται στο πλαίσιο συγκεκριμένων σταθμίσεων[12]. Είναι γεγονός πως σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, κατά το μάλλον ή το ήττον, η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ανασχέσεως της κλιματικής αλλαγής δύναται να θεωρηθεί επιβαλλόμενη ως εκ της ανάγκης προστασίας της ανθρώπινης υγείας (βλ. κάτωθι υπό το φως της αρχής της προφύλαξης). Επί παραδείγματι, η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να επιταχυνθεί από τις ξηρασίες και επακόλουθες αποτυχίες καλλιέργειας σε ορισμένες τοποθεσίες, που οδηγούν σε απώλεια ζωών, φτώχεια και κακή διατροφή για τους ανθρώπους που διαβιούν εκεί, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να αποδυναμώσει την υγεία εγκύων γυναικών σε αυτούς τους πληθυσμούς, των οποίων τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αρρωστήσουν ήδη από την παιδική τους ηλικία[13]. Συνεπώς, ο σεβασμός της αρχής της διαγενεακής ευθυδικίας επιβάλλει – ώστε να μην εγκλωβιστούμε σε μία στενή της θέαση – την ισόρροπη προστασία περιβάλλοντος (κλίματος, εδώ) και υγείας και τη σφαιρική αντιμετώπιση των λοιπών ανισοτήτων, σύμφωνα και με τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης που έχει θέσει ο ΟΗΕ.
- Η σταδιακή ωρίμαση της climate change litigation
Η climate change litigation (η νομική αντιδικία για την αλλαγή του κλίματος, γνωστή και ως «δικονομία για το κλίμα») αντικρίζεται στη θεωρία ως ένα αναδυόμενο σώμα δικαστικών υποθέσεων για την περαιτέρω προσπάθεια μετριασμού της κλιματικής αλλαγής από δημόσιους φορείς, όπως κυβερνήσεις και εταιρείες, αλλά και ιδιώτες.
Ενόψει της αργής πολιτικής της κλιματικής αλλαγής που καθυστερεί τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, ακτιβιστές και νομικοί έχουν αυξήσει τις προσπάθειες να χρησιμοποιήσουν εθνικά και διεθνή δικαστικά συστήματα για να προωθήσουν την προσπάθεια[14]. Στο πλαίσιο αυτό, έχει προταθεί από τη θεωρία ο όρος «στρατηγική» προσφυγή στη δικαιοσύνη (strategic litigation) για την υπέρβαση των δικονομικών ορίων του forum και την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων[15].
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα νομικά εργαλεία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής διατίθενται ολοένα και περισσότερο μέσω της νομοθεσίας, και η νομολογία έχει αναδείξει τις σχετικές με το κλίμα νομικές προκλήσεις, που σχετίζονται με όλους τους κλάδους δικαίου. Πολλές από τις υποθέσεις και προσεγγίσεις έχουν επικεντρωθεί στην προώθηση των αναγκών της κλιματικής δικαιοσύνης και του κινήματος για το κλίμα της νεολαίας.
Η τελευταία ειδική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για τον στόχο 1,5 βαθμών καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι ο υφιστάμενος στόχος των 2 βαθμών θα είχε καταστροφικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες: μόλις επιτευχθούν ορισμένα σημεία ανατροπής, τα φαινόμενα ντόμινο θα προκαλούσαν παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία θα λάβει χώρα με ακόμη ταχύτερο ρυθμό από ό,τι συμβαίνει ήδη ως αποτέλεσμα των ανθρωπογενών εκπομπών. Σύμφωνα με την έκθεση, ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς απαιτεί ριζική αλλαγή προσέγγισης και μάλιστα άμεση. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας αναφέρει ότι οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 εξακολουθούν να αυξάνονται αντί να μειώνονται. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και ο στόχος των 2 βαθμών αρχίζει να απομακρύνεται. Με τη θέρμανση να έχει ήδη φτάσει τον ένα βαθμό, οδεύουμε προς θέρμανση 3 ή και 4 βαθμών. Ως εκ τούτου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να κινηθούν νομικά, αξιοποιώντας αρχικώς τα ένδικα βοηθήματα που οι έννομες τάξεις τους προβλέπουν.
Στον τομέα της climate change litigation, πληθαίνουν, λοιπόν, σταδιακώς οι προσφυγές στα δικαστήρια με επίκληση της κλιματικής αλλαγής. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των προσφυγών είναι[16]:
- Ενάγοντες/προσφεύγοντες είναι αρκετές κατηγορίες προσώπων, π.χ. ομοσπονδιακές πολιτείες, Δήμοι, Περιφέρειες, ΜΚΟ, αγρότες, φυσικά πρόσωπα κλπ.[17]
- Εναγόμενοι/καθού είναι τα κράτη (το Δημόσιο), οι Δήμοι, αλλά και ιδιώτες (βιομηχανίες – Carbon Majors[18])
- Αφορούν όλες τις χώρες του πλανήτη, με αρκετά, ωστόσο, διαφορετικά γνωρίσματα η καθεμιά
- Τα επιχειρήματά τους αντλούνται από τα εσωτερικά τους δίκαια, αλλά και το διεθνές δίκαιο
- Τα δικονομικά ζητήματα που αναφύονται ομοιάζουν αρκετά μεταξύ τους
- Ως αποδεικτικά τους μέσα προσάγουν συχνότατα επιστημονικά στοιχεία και εμπειρικά δεδομένα[19].
Ως προς την πρόσβαση των πολιτών (φυσικών προσώπων) και ΜΚΟ στη δικαιοσύνη[20]: Εξασφαλίζεται η διαφάνεια, η δημοκρατία, ο πλουραλισμός απόψεων και πραγματούται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (δικαίωμα κατοχυρωμένο στις εθνικές τάξεις, την ΕΣΔΑ, το Διεθνές Σύμφωνο, και την ενωσιακή δικαιοταξία). Πραγματώνονται οι προβλέψεις της Σύμβασης Άαρχους που απονέμει περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα στους πολίτες (στην οποία η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος). Η δικαστική προστασία (ιδιωτών και ΜΚΟ) αφορά την ορθή πρόσβαση στην πληροφορία, την παραβίαση του δικαιώματος συμμετοχής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Επίσης, δίνεται έμφαση στην αρχή αποκατάστασης των περιβαλλοντικών προσβολών και της «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη παρέχει πλήρη προστασία (οριστική και προσωρινή) και το προσιτό κόστος της, αλλά και η αποτελεσματικότητα (βλ. και το άρθρο 19 ΣΕΕ) των ενδίκων βοηθημάτων συν τω χρόνω. Ως προς την πρόσβαση των ΜΚΟ στη δικαιοσύνη, οι τελευταίες διαθέτουν τη σαφή τεχνογνωσία, το ενδιαφέρον και το έννομο συμφέρον, ανά πεδίο δραστηριότητας[21].
Κοινά προβλήματα για τους ιδιώτες και ΜΚΟ είναι επίσης:
- το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος: Διανοίγεται, ωστόσο, υπέρμετρα το έννομο συμφέρον, σε βαθμό που προσομοιάζει της actio popularis, ενώ ενίοτε το κόστος είναι de facto απαγορευτικό. Τα εθνικά δικαστήρια είναι εξαιρετικά σημαντικά στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων. Δύνανται δε να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, με το οποίο διεξάγεται ειλικρινής διάλογος (βλ. και αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας)
- το ζήτημα της νομικής βάσης (βλ. π.χ. Connecticut κ. American Electric Power[22])
- το ζήτημα ορθής ερμηνείας των σχετικών περιβαλλοντικών νόμων (βλ. Greenpeace Nordic Association κ. Ministry of Petroleum and Energy)[23]
- το ζήτημα έκτασης και έντασης δικαστικού ελέγχου, όπως και το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών (ο Δικαστής ως προστάτης του πλανήτη;)
- τα δικονομικά απαράδεκτα που συχνά αναφύονται (βλ. Juliana and others κ. USA)[24] το ζήτημα του είδους των προσβαλλομένων πράξεων και το αν – σε ενωσιακό επίπεδο – αφορούν άμεσα και ατομικά (ρήτρα Plaumann-Peoples’ Climate Case του ΔΕΕ)[25].
- Οι σχετικές υποθέσεις ενώπιον του ΕΔΔΑ
Το ΕΔΔΑ ανακοίνωσε τις αποφάσεις του στις 9-4-2024 για τις τρεις υποθέσεις[26]:
- Η πρώτη απόφαση αφορά την προσφυγή μιας ελβετικής ένωσης, των «Ηλικιωμένων για την προστασία του κλίματος», στην οποία συμμετέχουν 2.500 γυναίκες ηλικίας 73 ετών κατά μέσο όρο. Καταγγέλλουν “την αδυναμία των ελβετικών αρχών να περιορίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής”, οι οποίες έχουν αρνητικές συνέπειες στις συνθήκες ζωής τους και την υγεία τους. Επιδιώκουν το ΕΔΔΑ να αναγκάσει τη Βέρνη να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τα ορυκτά καύσιμα πιο γρήγορα από όσο έχει σχεδιάσει. Η υπόθεση Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others v. Switzerland αφορούσε ειδικότερα καταγγελία τεσσάρων γυναικών και μιας ελβετικής ένωσης, της Verein KlimaSeniorinnen Schweiz, τα μέλη της οποίας ανησυχούν για τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη στις συνθήκες διαβίωσης και στην υγεία τους. Θεωρούν ότι οι ελβετικές αρχές δεν λαμβάνουν επαρκή μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
- Η δεύτερη υπόθεση αφορά την προσφυγή το 2020 έξι νεαρών Πορτογάλων – ηλικίας 12 με 24 ετών– οι οποίοι κατηγορούν συνολικά 32 χώρες στην Ευρώπη που εκλύουν τη μεγαλύτερη ποσότητα αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ότι απέτυχαν να αποτρέψουν την καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη, με αποτέλεσμα να απειλείται η ζωή τους. Δεν ζητούν αποζημίωση, αλλά από το ΕΔΔΑ να αναγκάσει τις κυβερνήσεις να περιορίσουν δραστικά τις εκπομπές των αερίων αυτών. Η υπόθεση Duarte Agostinho και άλλοι κατά Πορτογαλίας και 32 Άλλοι αφορούσε τις τρέχουσες και μελλοντικές σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τις οποίες οι αιτούντες αποδίδουν στα εναγόμενα κράτη και τις οποίες ισχυρίζονται ότι επηρεάζουν τη ζωή, την ευημερία, την ψυχική τους υγεία και την ειρηνική απόλαυση των σπιτιών τους. Όσον αφορά την εξωεδαφική δικαιοδοσία των εναγόμενων κρατών εκτός της Πορτογαλίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν λόγοι στη Σύμβαση για επέκταση της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας τους με τον τρόπο που ζήτησαν οι αιτούντες. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ακολουθήσει καμία νομική οδό στην Πορτογαλία σχετικά με τις καταγγελίες τους, η καταγγελία των προσφευγόντων κατά της Πορτογαλίας ήταν επίσης απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες τις προσφυγές που κατατέθηκαν κατά της Πορτογαλίας και των άλλων κρατών για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.
- Τέλος, στην τρίτη υπόθεση ο Νταμιέν Καρέμ, πρώην δήμαρχος της πόλης Γραντ- Σινθ στη βόρεια Γαλλία, προσέφυγε κατά της άρνησης του Παρισιού να λάβει πιο φιλόδοξα μέτρα για να περιορίσει την κλιματική αλλαγή. Η υπόθεση Carême κατά Γαλλίας αφορούσε μια καταγγελία από έναν πρώην κάτοικο και δήμαρχο του δήμου Grande-Synthe, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Γαλλία δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει την υπερθέρμανση του πλανήτη και ότι αυτή η αποτυχία συνεπάγεται παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Ειδικότερα, τούτων λεχθέντων, επισκοπείται εγγύτερα μια σειρά από αποφάσεις για ζητήματα κλιματικής αλλαγής που έχουν απασχολήσει το ΕΔΔΑ:
αα) Duarte Agostinho και άλλοι κατά Πορτογαλίας και 32 άλλων κρατών (αρ. 39371/20)
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2020 έξι νεαροί Πορτογάλοι υπέβαλαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ κατά 33 χωρών. Με την προσφυγή ισχυρίζονται ότι αυτές παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτυγχάνοντας να λάβουν επαρκή μέτρα για την κλιματική αλλαγή και ζητείται δικαστική εντολή που απαιτεί να αναλάβουν πιο φιλόδοξα μέτρα.
Η προσφυγή βασίζεται στα άρθρα 2, 8 και 14 της ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα να μην υφίστανται τα άτομα διακρίσεις. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι το δικαίωμά τους στη ζωή απειλείται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Πορτογαλία, όπως οι δασικές πυρκαγιές, ότι το δικαίωμά τους στην ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει τη σωματική και ψυχική τους ευεξία, η οποία απειλείται από τους καύσωνες που τους αναγκάζουν να περνούν περισσότερο χρόνο σε εσωτερικούς χώρους και ότι ως νέοι άνθρωποι θα βιώσουν τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής[27].
Η υπόθεση ασκείται κατά των κρατών μελών της ΕΕ (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Κύπρος, Τσεχία, Γερμανία, Ελλάδα, Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Κροατία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Λετονία, Μάλτα, την Ολλανδία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακική Δημοκρατία, τη Σλοβενία, την Ισπανία και τη Σουηδία) καθώς και τη Νορβηγία, τη Ρωσία, την Ελβετία, την Τουρκία, την Ουκρανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι ερωτηθέντες δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτυγχάνοντας να συμφωνήσουν σε μειώσεις εκπομπών που θα διατηρήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, όπως προβλέπεται από τη Συμφωνία των Παρισίων.
Στις 30 Νοεμβρίου 2020 το ΕΔΔΑ κοινοποίησε την υπόθεση σε 33 αντίδικες χώρες, ζητώντας από αυτές να απαντήσουν έως τα τέλη Φεβρουαρίου 2021. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Δίκτυο Νομικής Δράσης (GLAN), το οποίο υποστηρίζει την περίπτωση, μόνο μια ελάχιστη μειοψηφία υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου παρακολουθούνται και κοινοποιούνται γρήγορα.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 το Δικαστήριο απέρριψε μια πρόταση των εναγόμενων κυβερνήσεων που ζητούσαν από το Δικαστήριο να ακυρώσει την ταχεία απόφασή του. Οι κυβερνήσεις είχαν ζητήσει από το Δικαστήριο να ανατρέψει την εξέταση κατά προτεραιότητα της υπόθεσης και να ακούσει επιχειρήματα μόνο για το παραδεκτό της υπόθεσης. Το Δικαστήριο έστειλε επιστολή στα μέρη με την οποία απέρριψε αυτές τις προτάσεις και έδωσε στους κατηγορούμενους προθεσμία έως τις 27 Μαΐου 2021, για να υποβάλουν υπεράσπιση τόσο για το παραδεκτό όσο και για την ουσία της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο επέτρεψε επίσης μέχρι τις 6 Μαΐου 2021 παρεμβάσεις τρίτων. Μεταξύ άλλων επτά παρεμβάσεων τρίτων, στις 5 Μαΐου 2021 η Διεθνής Αμνηστία παρενέβη στην υπόθεση και υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις στο ΕΔΔΑ. Ο ισχυρισμός υποστηρίζει τη θέση των εναγόντων, παρέχοντας νομικά επιχειρήματα στο Δικαστήριο, για να αποδείξει ότι το διεθνές δίκαιο απαιτεί από τα κράτη να μην βλάπτουν και να μην επιτρέπουν σε εταιρείες εντός της δικαιοδοσίας τους να βλάπτουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων εκτός των συνόρων τους.
Στις 19 Μαΐου 2021 έγινε νέα παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις στο ΕΔΔΑ. Σημειώνοντας τον έντονο αντίκτυπο της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Επίτροπος υποστηρίζει ότι τα διεθνή νομοθετήματα για το περιβάλλον και τα δικαιώματα των παιδιών θα πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του πεδίου της υποχρέωσης των κρατών να αποτρέπουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούνται από περιβαλλοντική βλάβη. Η Επιτροπή στηρίζει την υπεράσπιση της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος σε ορθή νομική αιτιολογία και επιστημονικά τεκμήρια. Ο όρος «κλιματική έκτακτη ανάγκη» εκφράζει την πολιτική βούληση για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συμφωνία των Παρισίων. Ο Επίτροπος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο αυξανόμενος αριθμός αιτήσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή παρέχει στο Δικαστήριο μια μοναδική ευκαιρία να συνεχίσει να χαράσσει τη νομική οδό προς την πληρέστερη εφαρμογή της Σύμβασης και να προσφέρει προστασία της ζωής σε άτομα που πλήττονται από περιβαλλοντική υποβάθμιση και κλιματική αλλαγή.
Στις 14 Αυγούστου 2021 οι προσφεύγοντες έλαβαν τις αντίστοιχες προτάσεις των κυβερνήσεων. Ωστόσο, μετά από νομική συμβουλή, οι ενάγοντες αποφάσισαν να μην τις δημοσιοποιήσουν. Οι προσφεύγοντες έχουν προθεσμία έως τις 12 Ιανουαρίου 2022, για να ανταποκριθούν στις υπερασπίσεις των κυβερνήσεων.
Στις 30 Ιουνίου 2022 το Τμήμα του ΕΔΔΑ παραιτήθηκε από τη δικαιοδοσία υπέρ του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως. Η υπόθεση εξετάστηκε από το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ που αποτελείται από 17 δικαστές λόγω του γεγονότος ότι η υπόθεση εγείρει ένα σοβαρό ερώτημα που επηρεάζει την ερμηνεία της Σύμβασης (άρθρο 30 ΕΣΔΑ)[28].
Σύμφωνα με την κρίση από 9 Απριλίου 2024, όσον αφορά την εξωεδαφική δικαιοδοσία των εναγόμενων κρατών εκτός της Πορτογαλίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν λόγοι στη Σύμβαση για επέκταση της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας τους με τον τρόπο που ζήτησαν οι αιτούντες. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ακολουθήσει καμία νομική οδό στην Πορτογαλία σχετικά με τις καταγγελίες τους, η καταγγελία των προσφευγόντων κατά της Πορτογαλίας ήταν επίσης απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες τις προσφυγές που κατατέθηκαν κατά της Πορτογαλίας και των άλλων κρατών για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.
αβ) Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others κατά Ελβετίας (αρ. 53600/20)[29]
Το 2016 μια ομάδα ηλικιωμένων γυναικών κατέθεσε δικόγραφο κατά του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Περιβάλλοντος Μεταφορών, Ενέργειας και Επικοινωνιών (DETEC), του Ομοσπονδιακού Γραφείου για το Περιβάλλον και του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ενέργειας, ισχυριζόμενες ότι αυτοί οι φορείς της ελβετικής Κυβέρνησης δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ελβετικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς δεν έθεσαν την Ελβετία σε μια τροχιά μείωσης των εκπομπών που συνάδει με τον στόχο της διατήρησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας πολύ κάτω από τους 2ºC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα[30].
Συγκεκριμένα, οι αναφέρουσες ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση παραβίασε τα άρθρα 10 (δικαίωμα στη ζωή), 73 (αρχή της βιωσιμότητας) και 74 (προστασία του περιβάλλοντος) του ελβετικού Συντάγματος και τα άρθρα 2 και 8 της ΕΣΔΑ. Ισχυρίστηκαν ότι η δημογραφική τους ομάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στους καύσωνες που αναμένεται να προκύψουν από την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για μια σημαντική απόφαση, όπου αναδεικνύονται οι φυλετικές και ηλικιακές προβληματικές δικαιωμάτων έναντι της κλιματικής αλλαγής.
Κάλεσαν το ελβετικό κοινοβούλιο και τις αρμόδιες ομοσπονδιακές υπηρεσίες να αναπτύξουν μια ρυθμιστική προσέγγιση σε διάφορους τομείς που θα επιτύχει μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 25% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2020 και τουλάχιστον 50% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2050. Η αναφορά επέκρινε τόσο τους στόχους που συζητούνταν τότε στο κοινοβούλιο (20% έως το 2020 και 30% έως το 2030) όσο και τα μέτρα με τα οποία η κυβέρνηση θα επιδίωκε αυτούς τους στόχους. Η αναφορά απορρίφθηκε από την DETEC στις 25 Απριλίου 2017. Η DETEC διαπίστωσε ότι οι αναφέρουσες δεν είχαν νομιμοποίηση, επειδή τα δικαιώματά τους δεν θίγονταν, όπως απαιτείται από το άρθρο 25α παρ. 1 APA (Νόμος περί διοικητικής διαδικασίας, Verwaltungsverfahrensgesetz, VwVG).
Η DETEC διαπίστωσε ότι οι αναφέρουσες επεδίωξαν ρύθμιση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 μέσω γενικών κανονισμών, αντί να αναζητήσουν αποκατάσταση για παραβίαση των ειδικών νόμιμων δικαιωμάτων τους. Η DETEC διαπίστωσε περαιτέρω ότι οι αναφέρουσες δεν είχαν την ιδιότητα του θύματος σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, επειδή επεδίωκαν να υπηρετήσουν το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον της υιοθέτησης νομοθετικής μεταρρύθμισης για τη μείωση των εκπομπών CO2. Οι αναφέρουσες άσκησαν έφεση στις 26 Μαΐου 2017. Στις 27 Νοεμβρίου 2018, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Ελβετίας απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι οι Ελβετές γυναίκες άνω των 75 ετών δεν επηρεάζονται αποκλειστικά από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (συμφωνώντας έτσι με τον ισχυρισμό της DETEC ότι η ζημία και η αποκατάσταση αυτής δεν ήταν εξειδικευμένες αμιγώς για τις αιτούσες).
Το 2019 υπέβαλαν έφεση κατά της απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ελβετίας. Στις 20 Μαΐου 2020 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα προβεβλημένα δικαιώματα των εναγουσών δεν είχαν επηρεαστεί με επαρκή ένταση και ότι η προσφυγή που επιδιώκουν πρέπει να επιτευχθεί με πολιτικά και όχι νομικά μέσα.
Στις 26 Νοεμβρίου 2020 έχοντας εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα στην Ελβετία, οι ενάγουσες υπέβαλαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ.
Τα επιχειρήματα της αντιδίκου πλευράς περιλαμβάνουν τις σκέψεις ότι το πρόσωπο που ασκεί το ένδικο βοήθημα δεν μπορεί να είναι θύμα βάσει της ΕΣΔΑ, καθώς είναι νομικό πρόσωπο που δεν απολαμβάνει ανθρώπινα δικαιώματα, η υπόθεση επιχειρεί να παρακάμψει τη Συμφωνία των Παρισίων, απαιτώντας από την Ελβετία να μειώσει τις εκπομπές της με δικαστικά μέσα, θέτοντας την ΕΣΔΑ εκτός της αρμοδιότητάς της η οποία είναι αποκλειστικά να αποφασίσει για τη Σύμβαση και πως αυτή η αιτιώδης συνάφεια δεν έχει αποδειχθεί από τις προσφεύγουσες μεταξύ των παραλείψεων της καθού χώρας και των επιπτώσεων της θερμότητας στα δικαιώματα των αιτουσών ή ότι η κλιματική αλλαγή τις θέτει σε άμεσο κίνδυνο· και κατά την επικύρωση της Συμφωνίας των Παρισίων και τον καθορισμό δεσμεύσεων για μείωση των εκπομπών στην NDC της Ελβετίας, η αντίδικος πλευρά λαμβάνει εύλογα και κατάλληλα μέτρα για την προστασία αυτών των δικαιωμάτων.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απαίτηση χορήγησης δικαιώματος στα θύματα θα πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να αναγνωρίζονται συλλογικά θύματα. Η Συμφωνία των Παρισίων δεν υπονομεύει τις υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα επιστημονικά στοιχεία που υποβλήθηκαν καταδεικνύουν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των δικαιωμάτων του αιτούντος και ότι η συμμετοχή πολλών κρατών στην κλιματική αλλαγή δεν αποκλείει τη μερική ευθύνη της αντιδίκου πλευράς. Ότι η NDC της Ελβετίας δεν συνάδει με τον στόχο των 1,5°C, όπως ισχυρίζεται και ότι υπάρχουν περαιτέρω μέτρα ανοιχτά στον εναγόμενο, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης εκπομπών που συμβαίνουν στο εξωτερικό, τα οποία βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα στον έλεγχο της αντιδίκου πλευράς.
Έχουν επίσης κατατεθεί παρεμβάσεις τρίτων από τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικτύων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Σύμβαση περιλαμβάνει το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας από τις κρατικές αρχές από τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή, την υγεία, την ευημερία και την ποιότητα ζωής. Ωστόσο, έκρινε ότι οι τέσσερις μεμονωμένοι αιτούντες δεν πληρούσαν τα κριτήρια της κατάστασης του θύματος σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης και έκρινε τις καταγγελίες τους απαράδεκτες. Η αιτούσα ένωση, αντίθετα, είχε το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της Σύμβασης και ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν είχε συμμορφωθεί με τα καθήκοντά της («θετικές υποχρεώσεις») βάσει της Σύμβασης σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
Το Δικαστήριο ξεκίνησε σημειώνοντας ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή μόνο εντός των ορίων της άσκησης των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με το άρθρο 19 (Σύσταση του Δικαστηρίου) της ΕΣΔΑ, η οποία είναι να διασφαλίσει την τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει τα Μέρη της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Ταυτόχρονα, είχε υπόψη του ότι η ανεπαρκής κρατική δράση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής επιδείνωσε τους κινδύνους επιβλαβών συνεπειών και εγείρει επακόλουθες απειλές για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – απειλές που έχουν ήδη αναγνωριστεί από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Επομένως, η τρέχουσα κατάσταση περιλάμβανε επιτακτικές για τη σημερινή εποχή συνθήκες, επιβεβαιωμένες από επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει στον ρόλο του ως δικαστικού οργάνου επιφορτισμένου με την επιβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι γεγονός ότι υπάρχουν επαρκώς αξιόπιστες ενδείξεις ότι
Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή υπάρχει, ότι αποτελεί σοβαρή τρέχουσα και μελλοντική απειλή για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διασφαλίζονται βάσει της Σύμβασης, ότι τα κράτη το γνωρίζουν και είναι σε θέση να λάβουν μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, ώστε οι σχετικοί κίνδυνοι να προβλεφθούν χαμηλότεροι, εάν η άνοδος της θερμοκρασίας περιοριστεί σε 1,5 oC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και εάν ληφθούν επειγόντως μέτρα. Σημείωσε ότι οι τρέχουσες παγκόσμιες προσπάθειες μετριασμού δεν επαρκούν για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σημείωσε επίσης ότι, ενώ οι νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη βάσει της Σύμβασης επεκτείνονται και σε αυτά τα άτομα επί του παρόντος εν ζωή, οι οποίοι, σε δεδομένη χρονική στιγμή, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία ενός δεδομένου συμβαλλόμενου μέρους, είναι σαφές ότι οι μελλοντικές γενιές είναι πιθανό να φέρουν ένα όλο και πιο σοβαρό βάρος των συνεπειών του παρουσιάζουν αποτυχίες και παραλείψεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ιδιότητας του θύματος των μεμονωμένων αιτούντων, το δικαίωμα της αιτούσας ένωσης να υποβάλει υπόθεση σε δικαστήριο (locus standi) και η δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 2 και 8 της Σύμβασης.
Προκειμένου να διεκδικήσει την ιδιότητα του θύματος βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης στο πλαίσιο καταγγελιών σχετικά με την κλιματική αλλαγή, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μεμονωμένοι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι επηρεάζονται προσωπικά και άμεσα από την κυβερνητική δράση ή αδράνεια. Αυτό εξαρτάται από δύο κλειδιά κριτήρια: (α) υψηλή ένταση έκθεσης του αιτούντος στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και (β) επιτακτική ανάγκη να εξασφαλιστεί η ατομική προστασία του αιτούντος. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το όριο για τον καθορισμό του καθεστώτος του θύματος σε περιπτώσεις κλιματικής αλλαγής είναι ιδιαίτερα υψηλό, και η Σύμβαση δεν αποδέχεται καταγγελίες γενικού δημόσιου συμφέροντος (actio popularis). Έχοντας εξετάσει προσεκτικά τη φύση και το εύρος των καταγγελιών των μεμονωμένων αιτούντων και το υλικό που υποβλήθηκε από αυτούς, τον βαθμό πιθανότητας ή/και πιθανότητας των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον χρόνο, τον συγκεκριμένο αντίκτυπο στη ζωή, την υγεία ή την ευημερία κάθε αιτούντος, το μέγεθος και τη διάρκεια των επιβλαβών επιπτώσεων, το εύρος του κινδύνου (τοπικό ή γενικό) και τη φύση του κινδύνου ευπάθειας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι τέσσερις μεμονωμένοι αιτούντες δεν πληρούσαν την κατάσταση του θύματος σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 34 της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, κήρυξε τις προσφυγές τους απαράδεκτες.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι σε περιβαλλοντικές όπως και σε άλλες περιπτώσεις, προκειμένου να διεκδικήσει την ιδιότητα του θύματος παραβίασης της ΕΣΔΑ κατά την έννοια του άρθρου 34, καταρχήν, πρέπει να έχει «επηρεαστεί άμεσα» (βλ., για παράδειγμα, Lambert and Others κ. Γαλλίας [GC], 2015, 89)[31]. Με άλλα λόγια, για τους σκοπούς του άρθρου 34, η λέξη «θύμα» σημαίνει το πρόσωπο άμεσα επηρεάζονται από την επίμαχη πράξη ή παράλειψη (Balmer-Schafroth and Others κ. Ελβετίας, 1997, παρ. 26[32]). Σύμφωνα με τη γενική νομολογία του άρθρου 34, οι πλησιέστεροι συγγενείς προσώπου που έχει πεθάνει σε συγκεκριμένο περιβαλλοντικό πλαίσιο μπορεί να ισχυριστούν ότι είναι θύματα παραβίασης του άρθρου 2. Ωστόσο, το Δικαστήριο αποδέχεται σε κάποιο βαθμό την έννοια του «δυνητικού θύματος». Έτσι ο αιτών μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι θύμα κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης, εάν προσκομίσει εύλογες και πειστικές αποδείξεις για την πιθανή πραγματοποίηση παραβίασης που προσωπικά τον επηρεάζουν (βλ. Πρακτικό Οδηγό για τα Κριτήρια Αποδοχής, παρ. 30-31). Το Δικαστήριο εφάρμοσε αυτά τα κριτήρια στις υποθέσεις Asselbourg and Others κ. Λουξεμβούργου (αποφ.), 1999 και Aly Bernard et 47 autres personnes physiques ainsi que l’association Greenpeace-Luxembourg κ. Λουξεμβούργου (δ.), 1999).
Το γεγονός και μόνο να τεθεί τέλος σε μια περίπτωση ρύπανσης ή περιβαλλοντικής διαταραχής είναι ανεπαρκές για να στερήσει από τα άτομα που εκτίθενται σε αυτήν την ιδιότητα του θύματός τους (López Ostra κ. Ισπανίας, 1994, παρ. 42; Martínez και Pino Manzano κ. Ισπανίας, 2012, παρ. 28). Ομοίως, το γεγονός ότι ένας ντόπιος κάτοικος είχε μετακομίσει για να γλιτώσει από τη ρύπανση ή την ενόχληση από το περιβάλλον ήταν ανεπαρκής για να του στερήσει την ιδιότητα του θύματος (López Ostra κ. Ισπανίας, 1994, παρ. 42; Yevgeniy Dmitriyev κ. Ρωσίας, 2020, παρ. 37). Για να απωλέσει κάποιος την ιδιότητά του ως θύματος, οι εγχώριες αρχές πρέπει να έχουν βρει παραβίαση και λήψη απόφασης που συνιστά επαρκή αποκατάσταση για την εν λόγω παράβαση. Η ιδιότητα του αιτούντος ως θύματος μπορεί να εξαρτάται από την αποζημίωση που επιδικάζεται σε εθνικό επίπεδο βάσει των γεγονότων για τα οποία παραπονείται προηγουμένως το Δικαστήριο και σχετικά με το εάν οι εθνικές αρχές έχουν αναγνωρίσει, είτε ρητά είτε εμμέσως παραβίαση της Σύμβασης. Το Δικαστήριο επανέλαβε το γεγονός αυτό στην υπόθεση Murillo-Saldias κλπ. κ. Ισπανίας (dec.), 2006, όπου συγγενής θυμάτων από κατολίσθηση λάσπης είχε παραπονεθεί για παραβίαση των άρθρων 2, 6 παρ. 1 και 13 της Σύμβασης. Αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι είναι θύμα αυτών των παραβιάσεων δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο του είχε επιδικάσει ένα εύλογο ποσό αποζημίωση για τους θανάτους των συγγενών του, αφού θεωρούσε τις αρχές υπεύθυνες για το ατύχημα. Η προληπτική απόδοση της ιδιότητας του θύματος λαμβάνει χώρα σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου ο κίνδυνος ή η πιθανότητα επέλευσής του είναι υψηλός.
Όσον αφορά τη θέση των ενώσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κλιματικής αλλαγής ως κοινή ανησυχία της ανθρωπότητας και την ανάγκη προώθησης της κατανομής των βαρών μεταξύ των γενεών κατέστησε σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η προσφυγή σε νομικές ενέργειες από ενώσεις στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ο αποκλεισμός των καταγγελιών γενικού δημοσίου συμφέροντος (actio popularis) στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ απαιτεί, ωστόσο, ότι, προκειμένου η αιτούσα ένωση να έχει το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό ιδιωτών και να υποβάλει αίτηση λόγω της εικαζόμενης παράλειψης ενός κράτους να λάβει επαρκή μέτρα για την προστασία τους από τις βλαβερές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή τους και στην υγεία τους, πρέπει να συμμορφώνεται με ορισμένες προϋποθέσεις που περιγράφονται στην απόφαση. Το δικαίωμα ένωσης να ενεργεί για λογαριασμό των μελών της ή άλλων επηρεαζόμενων ατόμων εντός της δικαιοδοσίας δεν υπόκειται σε χωριστή απαίτηση από εκείνους για λογαριασμό των οποίων έχει εκδοθεί η υπόθεση, εφόσον θα πληρούσαν οι ίδιοι τις απαιτήσεις κατάστασης θύματος για τα άτομα. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτούσα ένωση εκπλήρωσε τις προϋποθέσεις και τα σχετικά κριτήρια και είχε το αναγκαίο κύρος για να ενεργήσει για λογαριασμό των μελών της σε αυτή την περίπτωση. Επίσης
έκρινε ότι το άρθρο 8 είχε εφαρμογή στην καταγγελία της. Ενόψει της διαπίστωσής του ότι το άρθρο 8 εφαρμόζεται στην καταγγελία της αιτούσας ένωσης, το Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει την υπόθεση από την οπτική γωνία του άρθρου 2. Σημείωσε ωστόσο ότι οι αρχές που αναπτύσσονται βάσει του εν λόγω άρθρου είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, παρόμοια με εκείνα που αναπτύχθηκαν βάσει του άρθρου 8.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης περιλαμβάνει δικαίωμα των ιδιωτών στην αποτελεσματικότητα της προστασίας από τις κρατικές αρχές από τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή τους, στην υγεία, ευεξία και ποιότητα ζωής τους. Στο πλαίσιο αυτό, το κύριο καθήκον ενός συμβαλλόμενου κράτους είναι να υιοθετεί και να εφαρμόζει στην πράξη, κανονισμούς και μέτρα ικανά να μετριάσουν τις υπάρχουσες και δυνητικά μη αναστρέψιμες, μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η υποχρέωση απορρέει από την αιτιώδη σχέση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της απόλαυσης των δικαιωμάτων της Σύμβασης, και το γεγονός ότι το αντικείμενο και ο σκοπός της Σύμβασης, ως μέσο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαιτεί να ερμηνεύονται οι διατάξεις της και να εφαρμόζονται έτσι ώστε να διασφαλίζονται πρακτικά και αποτελεσματικά δικαιώματα. Το Δικαστήριο τόνισε ότι είναι μόνο αρμόδιο για την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Ωστόσο, σημείωσε ότι ευθυγραμμίζεται με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη, κυρίως στο πλαίσιο της Σύμβασης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) και τη Συμφωνία των Παρισίων του 2015 και υπό το φως των συναρπαστικών επιστημονικών συμβουλών που παρέχονται, ειδικότερα, από την
Διακυβερνητική Ομάδα για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), τα κράτη πρέπει να λάβουν τα μέτρα που στοχεύουν στην αποτροπή αύξησης των συγκεντρώσεων GHG στη Γη και την αποτροπή της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πέρα από τα επίπεδα που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές και μη αναστρέψιμες δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 8. Ο αποτελεσματικός σεβασμός αυτών των δικαιωμάτων απαιτεί από τα κράτη να λάβουν μέτρα για τη μείωση των επιπέδων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με σκοπό την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας, καταρχήν εντός των επόμενων τριών δεκαετιών. Από αυτή την άποψη, τα κράτη πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή σχετικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα, τα οποία πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εγχώριου ρυθμιστικού πλαισίου, ως βάση για μέτρα μετριασμού. Όσον αφορά την καταγγελία της αιτούσας ένωσης σε σχέση με την Ελβετία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν κρίσιμα κενά στη διαδικασία θέσπισης του σχετικού εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας των ελβετικών αρχών να ποσοτικοποιήσουν, μέσω προϋπολογισμού άνθρακα ή εθνικών στόχων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG). Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Ελβετία είχε αποτύχει στο παρελθόν να επιτύχει τους προηγούμενους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι ελβετικές αρχές δεν είχαν ενεργήσει έγκαιρα και με τον κατάλληλο τρόπο για να επινοήσουν και να εφαρμόσουν τη σχετική νομοθεσία και τα μέτρα σύμφωνα με τις θετικές υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 8 της Συνθήκης, οι οποίες ήταν συναφείς στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ως εκ τούτου, η Ελβετική Συνομοσπονδία είχε υπερβεί τη διακριτική της ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») και παρέλειψε να συμμορφωθεί με τα καθήκοντά της ως προς αυτό. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται στην καταγγελία της αιτούσας ένωσης, στο μέτρο που αφορούσε την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων μετριασμού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, επαναλαμβάνοντας την ιδιαίτερη σημασία της συλλογικής δράσης στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ο αιτών σύλλογος είχε την ιδιότητα του θύματος σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, ενώ, για λόγους παρόμοιους με εκείνους της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 8, οι μεμονωμένοι αιτούντες δεν είχαν αυτή την ιδιότητα. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων είχαν επιδιώξει να διακρίνουν το ζήτημα της ατομικής προστασίας από καταγγελίες γενικού δημόσιου συμφέροντος (actio popularis), όπως ότι μόνο η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων ήταν εγγυημένη σύμφωνα με το άρθρο 25α του ομοσπονδιακού νόμου για τη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόρριψη της νομικής αγωγής της αιτούσας ένωσης, πρώτα από μια διοικητική αρχή, την DETEC, και στη συνέχεια από τα εθνικά δικαστήρια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας, ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα πρόσβασής τους σε δικαστήριο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει πειστικούς λόγους και κατάφεραν να δεχτούν λαμβάνοντας υπόψη τα επιτακτικά επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την κλιματική αλλαγή και δεν είχε λάβει τα σοβαρά παράπονα του συλλόγου. Καθώς δεν υπήρχαν περαιτέρω νομικοί δρόμοι ή διασφαλίσεις στη διάθεση της αιτούσας ένωσης, ή μεμονωμένων αιτούντων/μελών της ένωσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο έκρινε απαραίτητο να τονίσει τον βασικό ρόλο που διαδραματίζουν τα εθνικά δικαστήρια στην κλιματική αλλαγή και τόνισε τη σημασία της πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, δεδομένου των αρχών ης κοινής ευθύνης και της επικουρικότητας, εναπόκειτο κυρίως στις εθνικές αρχές, μεταξύ των οποίων τα δικαστήρια, για να εξασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων της Σύμβασης.
αγ) Carême κατά Γαλλίας (αρ. 7189/21)
Αυτή η υπόθεση αφορά μια καταγγελία από έναν κάτοικο και πρώην δήμαρχο του δήμου Grande-Synthe, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Γαλλία δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει την κλιματική αλλαγή και ότι αυτή η αποτυχία συνεπάγεται παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της Σύμβασης) και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης). Η αίτηση κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου 2021. Το Τμήμα στο οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση παραιτήθηκε από τη δικαιοδοσία του υπέρ του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως στις 31 Μαΐου 2022[33].
Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την αίτηση, με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν είχε την ιδιότητα του θύματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης.
- Συνοπτικά συμπεράσματα
Συμπεραίνεται ευκόλως ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ για ζητήματα κλιματικής αλλαγής τελεί υπό σαφή ωρίμαση. Η κλιματική αλλαγή θίγει δικαιώματα των προσφευγόντων, όπως η ζωή, η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κλπ.[34] Οι αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή υπόκεινται σε εκθετική αύξηση ανάλογα με τον βαθμό της κλιματικής αλλαγής που τελικά λαμβάνει χώρα. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι μηχανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (οι ειδικές διαδικασίες, τα όργανα της Συνθήκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η Παγκόσμια Περιοδική Αναθεώρηση) και το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προσπάθησαν να επιστήσουν εκ νέου την προσοχή στα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή μέσω σειράς ψηφισμάτων, εκθέσεων και δραστηριοτήτων σχετικά με το θέμα, και υποστηρίζοντας μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για την κλιματική αλλαγή, η οποία διέπεται από ολιστικό πνεύμα, με τη θεώρηση του πλανήτη ως ενιαίου συστήματος[35]. Το προοίμιο της Συμφωνίας των Παρισίων στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή καθιστά σαφές ότι όλα τα κράτη «θα πρέπει, όταν αναλαμβάνουν δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, να σέβονται, να προωθούν και να λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Όπως τόνισε το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για τη διαμόρφωση και υλοποίηση παγκόσμιων πολιτικών και μέτρων που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής[36].
Όπως υποστηρίζει ο A. Giddens, δεν διαθέτουμε ακόμα μια ενδελεχή ανάλυση για τις πολιτικές καινοτομίες των κρατών για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης, στη βάση και της ενίσχυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καταρχάς, εκκινεί από τη σκέψη πως και η έννοια του «κράτους» περιλαμβάνει πολλαπλά επίπεδα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων, των περιφερειών και των τοπικών κυβερνήσεων (π.χ. στις ΗΠΑ). Η έννοια του «προοπτικού σχεδιασμού» έχει ενταχθεί στη σκέψη του, καθώς και η ιδέα του «διασφαλίζοντος κράτους»[37]. Ωστόσο, όλα τα σενάρια αναγκαστικά λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα και το ρίσκο.
Οι έννοιες «οικολογική σοφία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «συμμετοχική δημοκρατία», «βιωσιμότητα», «σεβασμός στην ποικιλότητα» έχουν ανάγκη από σαφή εξειδίκευση στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής. Έτσι, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα εξειδικεύεται επί τη βάσει πέντε στοιχείων: της κατάστασης οικολογικών συστημάτων, των πιέσεων των στοιχείων, της επίδρασης αυτής της σύγκρουσης στην ανθρώπινη κοινωνία και της ικανότητας ανάπτυξης διαχειριστικών μηχανισμών των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Η κλιματική αλλαγή μπορεί να ιδωθεί ως «πολιτικό συμβόλαιο», που απαιτεί, όμως, τη γενίκευση σε όλα τα κράτη για να ευδοκιμήσει.
Αλλά ανεξαρτήτως της διεθνούς πολιτικής, εξίσου σημαίνουσα αναδεικνύεται και η εγχώρια πολιτική, με την υιοθέτηση μιας προσέγγισης ερειδόμενης στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας προσέγγισης που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και που κατά την παρούσα πρόταση μπορούν να υιοθετηθούν και από το ΕΔΔΑ είναι ότι, καθώς διαμορφώνονται πολιτικές και προγράμματα, ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η εκπλήρωση του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε όλοι να τα απολαμβάνουν. Τούτο προϋποθέτει τη διέλευση από τα κάτωθι στάδια:
- Πρέπει να προσδιοριστούν οι φορείς δικαιωμάτων και τα κατ’ ιδίαν δικαιώματά τους, καθώς και οι αντίστοιχοι υπεύθυνοι και οι υποχρεώσεις τους, προκειμένου να βρεθούν τρόποι ενίσχυσης των ικανοτήτων των κατόχων δικαιωμάτων να υποβάλουν τις αξιώσεις τους και των δικαιούχων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αντιστρόφως, πρέπει να προσδιοριστούν και οι φορείς υποχρεώσεων[38].
- Οι αρχές και τα πρότυπα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι βασικές παγκόσμιες συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να καθοδηγούν όλες τις πολιτικές και τον προγραμματισμό σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας.
- Τα επιμέρους λαμβανόμενα και υλοποιούμενα μέτρα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
- Εγκυμονούνται ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή αποτελεί η ίδια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[39].
- Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα επιβάλλουν την υποχρέωση στα κράτη όχι μόνο να σέβονται αυτά τα δικαιώματα αλλά και να τα προστατεύουν και να τα εκπληρώνουν, παρέχοντας έναν υψηλό βαθμό περιβαλλοντικής προστασίας[40]. Για να παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι απαραίτητο το ίδιο το κράτος να παρεμβαίνει στα δικαιώματα των ανθρώπων μέσω των δικών του ενεργειών: καταρχήν, μια παραβίαση μπορεί επίσης να συμβεί, εάν το κράτος δεν εκπληρώσει το καθήκον του να προστατεύσει τους ανθρώπους από παραβιάσεις τρίτων. Οι Κατευθυντήριες Αρχές του ΟΗΕ για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα επιβεβαιώνουν ότι τα κράτη έχουν καθήκον να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα από απειλές από οικονομικούς παράγοντες, ενώ οι οικονομικοί φορείς (ιδιωτικοί φορείς) έχουν καθήκον να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα[41]. Επιπλέον, ενδέχεται να γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης, εάν τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται από τις ενέργειες των οικονομικών παραγόντων, πάντοτε με την κατάφαση της ζημίας και του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου.
- Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε διεθνές επίπεδο με μέσα του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς διπλωματίας δεν απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ατομικά, ιδωμένο ως μονάδα[42].
- Τα δικαιώματα στο δίκαιο της κλιματικής αλλαγής αποκτούν μία διαχρονική, διαγενεακή διάσταση, η οποία είναι αυξημένη σε σχέση με το κλασικό συνταγματικό δίκαιο των θεμελιωδών ελευθεριών.
Κομβική παραμένει στη σχετική βιβλιογραφία η έμπνευση άλλων αποφάσεων από τη νομολογία του ΕΔΔΑ γενικώς περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η λεγόμενη απόφαση Urgenda (συναντάται συχνά και ως Urgenta)[43] μνημονεύεται από πληθώρα πηγών, άρθρων, μελετών και συγγραμμάτων σχετικών με την κλιματική αλλαγή.
Η Ολλανδία είχε δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα επίπεδα του 1990 κατά 49% έως το 2030 με διάφορους ενδιάμεσους στόχους. Ωστόσο, η Ολλανδική Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Αξιολόγησης έκρινε ότι η χώρα δεν θα κατορθώσει να επιτύχει τους στόχους της για το 2020. Το 2012 ο Ολλανδός δικηγόρος Roger Cox τάχθηκε υπέρ της δικαστικής παρέμβασης για την αναγκαστική δράση κατά της κλιματικής αλλαγής. Το 2013 το Ίδρυμα Urgenda, με 900 συνενάγοντες, κατέθεσε αγωγή κατά της κυβέρνησης της Ολλανδίας «για τη μη λήψη επαρκών μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που προκαλούν επικίνδυνη κλιματική αλλαγή». Το 2015 το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης αποφάσισε ότι η κυβέρνηση της Ολλανδίας πρέπει να προβεί σε περαιτέρω θετικές ενέργειες, για να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προκειμένου να προστατεύσει τους πολίτες της από την κλιματική αλλαγή (υπόθεση Urgenda). Περιγράφηκε ως «κρίση που δημιούργησε νομολογιακό προηγούμενο» και ως «η πρώτη υπόθεση για την κλιματική ευθύνη στον κόσμο»[44].
Επί της ουσίας, το Δικαστήριο δέχεται ότι απαιτούνται προληπτικά μέτρα, ακόμα και αν η υλοποίησή τους κρίνεται αβέβαιη. Κάθε χώρα είναι υπεύθυνη για το δικό της μερίδιο, επανεξετάζεται η πολιτική του κράτους και αυτή εξευρίσκεται ανεπαρκής από το Δικαστήριο. Το Supreme Court δέχεται παραβίαση των άρθρων 2 και 8 της ΕΣΔΑ. Η απόφαση συνιστά βάση για παραβίαση θετικού καθήκοντος, εντάσσεται δε στην κοινή ερμηνευτική μέθοδο του ΕΔΔΑ.
Στο πλαίσιο, όμως, του culture justification, το δικαστήριο δεν διευκρίνισε ακριβώς το ποσοστό που πρέπει να μειωθούν οι εκπομπές των αερίων.
Σημαντικό, ωστόσο, παραμένει πως νομολογήθηκε ότι θεμελιώνονται θετικές υποχρεώσεις των κρατών να αναλάβουν συγκεκριμένη δράση για την κλιματική αλλαγή. Η απόφαση αυτή στη νομική θεωρία αλλού επικροτήθηκε και αλλού κατακρίθηκε, αφού το δικαστήριο πραγματοποιεί σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Σημαίνον είναι και το ζήτημα των ορίων του δικαστικού ελέγχου, που διατρέχει όλο το δίκαιο για την κλιματική αλλαγή[45].
Σύμφωνα με τον James Thornton, διευθύνοντα σύμβουλο της Client Earth, «Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι βασίζεται στην ουσία στην καθιερωμένη επιστήμη και την αρχαία αρχή του καθήκοντος φροντίδας μιας κυβέρνησης. Αυτή η συλλογιστική ισχύει σε οποιοδήποτε νομικό σύστημα και σίγουρα θα χρησιμοποιηθεί από τα δικαστήρια σε άλλες χώρες»[46], ρήση που αποδείχτηκε προφητική.
Το 2019 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας επικύρωσε την απόφαση επί της έφεσης. Έτσι, επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση πρέπει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 25% από τα επίπεδα του 1990 έως το τέλος του 2020, με βάση την αυτονόητη θεώρηση ότι η κλιματική αλλαγή ενέχει κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
Το Εφετείο της Χάγης αποφάσισε υπέρ των προσφευγόντων και διέταξε την ολλανδική κυβέρνηση να λάβει πιο αποτελεσματικά μέτρα για την κλιματική αλλαγή. Η απόφαση απαιτεί από την κυβέρνηση να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 25% έως το 2020.
Το πιο σημαντικό σημείο στην υπόθεση Urgenda είναι η νομική βάση της απόφασης του δικαστηρίου, που δεν ήταν άλλη από το επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας του κράτους: Το δικαστήριο θεώρησε ότι ο ανεπαρκής μετριασμός της κλιματικής αλλαγής αποτελεί επικίνδυνη παραβίαση αυτού του καθήκοντος. Ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο σημείο είναι ότι το δικαστήριο θεώρησε ότι η τρέχουσα κατάσταση της έρευνας για το κλίμα επιβάλλει στο κράτος συγκεκριμένες (θετικές) υποχρεώσεις για δράση[47]. Θεώρησε ότι, από νομική άποψη, το καθήκον της κυβέρνησης να αποτρέψει τις κλιματικές αλλαγές που επηρεάζουν τη ζωή και την υγεία υπαγορεύει την υιοθέτηση μιας οδού μείωσης των εκπομπών, προσαρμοσμένης στον στόχο δύο βαθμών που καθορίζει η IPCC. Η απόφαση ελήφθη πριν από τη δημοσίευση της Ειδικής Έκθεσης της IPCC που συνιστά ξεκάθαρα στόχο 1,5 βαθμού. Διερωτάται, λοιπόν, ευλόγως κανείς: Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχε προχωρήσει η απόφαση ακόμη παραπέρα;[48]
Η απόφαση είναι σημαντική, καθώς καταδεικνύει πώς ένα δικαστήριο μπορεί να καθορίσει τις ευθύνες ενός μεμονωμένου κράτους, παρά το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή προκαλείται από πολλούς άλλους παράγοντες που μοιράζονται την ευθύνη για τις επιβλαβείς επιπτώσεις της. Σε όλο τον κόσμο εξαπλώνεται μία κίνηση κατάθεσης δικογράφων για τη δικαστική αναγνώριση της νομικής ευθύνης στους φορείς που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή. Η απόφαση Urgenda, η οποία έχει θεωρηθεί ως η «ισχυρότερη» από όλες, καθιστά σαφές ότι το γεγονός πως ένα κράτος συνεισφέρει σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με πολλούς άλλους παράγοντες δεν αποκλείει την ατομική του ευθύνη. Η απόφαση περιέχει σημαντικές προτάσεις στις οποίες μπορούν να βασιστούν οι προσφεύγοντες και τα δικαστήρια σε παρόμοιες υποθέσεις.
Η διαδικασία σε όλες τις περιπτώσεις διέπεται από τον ολλανδικό αστικό κώδικα και τον ολλανδικό κώδικα πολιτικής δικονομίας. Επιπλέον, οι διατάξεις του ολλανδικού συνταγματικού δικαίου σχετικά με την επίδραση του διεθνούς δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη ήταν πολύ σημαντικές. Η απόφαση αναδεικνύει και το ιδιωτικό δίκαιο της κλιματικής αλλαγής που τελεί σε αλληλεξάρτηση με το δημόσιο-συνταγματικό. Τονίζουμε τρεις σχετικές πτυχές αυτού του ολλανδικού νομικού πλαισίου:
Πρώτον, η Urgenda είχε το δικαίωμα να υποβάλει αξίωση συλλογικής αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 3:305 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα. Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι τα συμφέροντα των κατοίκων της Ολλανδίας σε σχέση με την κλιματική αλλαγή είναι επαρκώς πανομοιότυπα και μπορούν να «ομαδοποιηθούν», έτσι ώστε η νομική προστασία με συλλογική αγωγή να είναι πιο αποτελεσματική. Διαπίστωσε ότι αυτό υποστηρίχθηκε επίσης από τη Σύμβαση του Άαρχους.
Δεύτερον, σύμφωνα με τους κανόνες του ολλανδικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τα δικαστήρια θα μπορούσαν να θεωρήσουν δεδομένα εκείνα τα γεγονότα στα οποία συμφωνούν οι διάδικοι και γεγονότα που παρουσιάζονται από το ένα μέρος και δεν αμφισβητούνται (επαρκώς) από το άλλο. Δεδομένου ότι το ολλανδικό κράτος συμφώνησε με την Urgenda πως η κλιματική αλλαγή παρουσίαζε σοβαρούς κινδύνους, τα δικαστήρια δεν χρειάστηκε να λάβουν απόφαση για αυτά τα γεγονότα.
Τρίτον, σε όλη τη διαδικασία το διεθνές δίκαιο διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Βάσει του άρθρου 93 του ολλανδικού Συντάγματος, διατάξεις του διεθνούς δικαίου οι οποίες μπορεί να είναι «δεσμευτικές για κάθε πρόσωπο» εφαρμόζονται άμεσα στην εθνική έννομη τάξη. Το Εφετείο και το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισαν την άμεση επίδραση της ΕΣΔΑ, στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί και η Urgenda. Άλλοι κανόνες που ενέπνευσαν το Δικαστήριο περιελάμβαναν τη Σύμβαση Πλαίσιο του 1992, τη Συμφωνία των Παρισίων του 2015, την υποχρέωση άσκησης δέουσας επιμέλειας για την πρόληψη σημαντικών διασυνοριακών ζημιών και την αρχή της προφύλαξης.
[1] Βλ. γενικώς, Π. Γαλάνη, Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, 231 επ.
[2] Βλ. ενδεικτικά ΟλΣτΕ 1672/2005.
[3] Υπό την επήρεια μεταξύ άλλων και του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης, όπου το αντίστοιχο ιδεολογικό τρίπτυχο είναι σαφώς παρεμφερές: «προστασία-ανάπτυξη-συνοχή» Στην περίπτωση της αειφόρου ανάπτυξης διαφαίνεται ότι το μεν αξιακό-ποιοτικό και «φαντασιακό» ρεύμα ευνοεί τη θεώρησή της ως στόχο ή κατευθυντήριο κανόνα, ενώ το επιστημονικό-ποσοτικό και «συμβολικό» ευνοεί τη θεώρησή της ως sui generis νομικής αρχής. Όπως πάντως και να έχει το θέμα, η αειφόρος ανάπτυξη συνιστά αναντίρρητα μια αιχμηρή πρόκληση για το δίκαιο και ιδιαίτερα τη θεωρία που συνοδεύει τη νομική πλαισίωση του περιβαλλοντικού προβλήματος, από την αντιμετώπιση εξάλλου του οποίου θα κριθεί τελικώς η αξία της.
[4] L. Sohn, E. Brown Weiss. “Intergenerational Equity in International Law.” Proceedings of the Annual Meeting (American Society of International Law), vol. 81, 1987, 126-133. JSTOR, www.jstor.org/stable/25658355. Accessed 1 May 2021.
[5] Αντλούμενο και από άλλους κλάδους δικαίου, λ.χ. το Κληρονομικό Δίκαιο.
[6] Η θεώρηση του public trust για τα περιβαλλοντικά ζητήματα δικαιολογεί το συναφές ευρύτατο έννομο συμφέρον που δέχεται πολλάκις η εθνική και ενωσιακή νομολογία, Κ. Manahan, “The Constitutional Public Trust Doctrine” Environmental Law, vol. 49, no. 1, 2019, 263-305. JSTOR, www.jstor.org/stable/26794285. Accessed 23 Apr. 2021.
[7] L. Sohn, E. Brown Weiss, ό.π., 130.
[8] Βλ. ΕΔΔΑ, Hatton and others κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 8.7.2003 (αρ. προσφ. 36022/97)
[9] Ε. Gibbons, “Climate Change, Children’s Rights, and the Pursuit of Intergenerational Climate Justice.” Health and Human Rights, vol. 16, no. 1, 2014, 19-31. JSTOR, www.jstor.org/stable/healhumarigh.16.1.19. Accessed 29 Apr. 2021., A. Dupont, “The Strategic Implications of Climate Change”, Survival, vol. 50, issue 3, 2008, 46.
[10] Ε.Κ. Αναστοπούλου, Π. Γαλάνης, Δ. Μπατσούλας, Επιλεγμένα Θέματα Συνταγματικών Δικαιωμάτων, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2021, 32.
[11] M.E. Guy, S.A. McCandless. “Social Equity: Its Legacy, Its Promise.” Public Administration Review, vol. 72, 2012, S5-S13., www.jstor.org/stable/41688032. Accessed 6 May 2021.
[12] Πρβλ. στην παρ’ ημίν νομολογία τις: ΣτΕ 1525-1541/1981, 2242/1994 κλπ.
[13] K. Vibhute ENVIRONMENT, PRESENT AND FUTURE GENERATIONS : INTERGENERATIONAL EQUITY, JUSTICE AND RESPONSIBILITY. Journal of the Indian Law Institute, 39(2/4), 281-288.
[14] Βλ. και Π. Πικραμμένο, Η Κλιματική Δίκη: Μια καθοριστική εξέλιξη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε: Το Βιώσιμο Κράτος, Τιμ. Τόμος Κ. Σακελλαροπούλου, εκδ. Σάκκουλα, 2022.
[15] Μ. Γαβουνέλη σε: Κλιματική Κρίση και Δίκαιο, 2022, εκδ. Σάκκουλα, 31.
[16] M. Dellinger, See you in court: Around the World in Eight Climate Change Lawsuits, William and Mary Environmental Law and Policy Review, 42, 525-551.
[17] Ε. Δούση, Διεθνές δίκαιο και διπλωματία της κλιματικής αλλαγής, 2020, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 114.
[18] Carbon Majors θεωρούνται οι Μεγάλοι Ρυπαίνοντες.
[19] J. Setzer, C. Higham, Global Trends in climate change litigation, 2021 snapshot, London, Gratham Research Institute on Climate Change and the Environment and Centre for Climate Change Economics and Policy, LSE, 2021.
[20] Β. Καραγεώργου, Κλιματική αλλαγή και ανθρώπινα δικαιώματα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων: Μια νέα εντεινόμενη τάση ως αφετηρία για καινοτομικές προσεγγίσεις, σε: Τιμ. Τόμος Κ. Σακελλαροπούλου, Το Βιώσιμο Κράτος, εκδ. Σάκκουλα, 2022.
[21] C. Pandey, “Managing Climate Change: Shifting Roles for NGOs in the Climate Negotiations.” Environmental Values, vol. 24, no. 6, 2015, 799-824. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/43695280. Accessed 13 Aug. 2022.
[22] American Electric Power Co. v. Connecticut, https://www.oyez.org/cases/2010/10-174.
[23]Greenpeace Nordic and others v. USA, http://climatecasechart.com/non-us-case/greenpeace-nordic-assn-and-nature-youth-v-norway-ministry-of-petroleum-and-energy/.
[24] Juliana v. USA, http://climatecasechart.com/case/juliana-v-united-states/.
[25] ΔΕΕ, Υπόθ. C-565/19P, Απόφ. της 25ης Μαρτίου 2021, ECLI:EU:C:2021:252.
[26] https://www.echr.coe.int/w/grand-chamber-rulings-in-the-climate-change-cases. Press release: Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others v. Switzerland, Press release: Carême v. France, Press release: Duarte Agostinho and Others v. Portugal and 32 Others.
[27] Duarte Agostinho and others v. Portugal et. al., http://climatecasechart.com/non-us-case/youth-for-climate-justice-v-austria-et-al/.
[28] ΕΔΔΑ, Duarte Agostinho and Others κ. Πορτογαλίας κλπ. (αρ προσφ. 39371/20).
[29] ΕΔΔΑ, Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others κ. Ελβετίας (αρ. προσφ. 53600/20).
[30] Association of Swiss Senior Women for Climate Protection v. Federal Department of the Environment Transport, Energy and Communications (DETEC) and Others, Απόφαση της 5/5/2020, http://climatecasechart.com/non-us-case/union-of-swiss-senior-women-for-climate-protection-v-swiss-federal-parliament/.
[31] ΕΔΔΑ, Lambert και λοιποί κ. Γαλλίας, 24.8.1998 (αρ. προσφ. 23618/94).
[32] ΕΔΔΑ, Balmer-Schafroth and Others κ. Ελβετίας, 26.8.1997 (αρ. προσφ. 22110/93).
[33] ΕΔΔΑ, Carême κ. Γαλλίας (αρ. προσφ. 7189/21).
[34] D. Shelton, What Happened in Rio to Human Rights? – Yearbook of International Environmental Law (1992) 3 (1): 75-93 doi:10.1093/yiel/3.1.75, http://yielaw.oxfordjournals.org.
[35] RAND Corporation. Systemic Risk: It’s Not Just in the Financial Sector. RAND Corporation, 2020. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep24271. Accessed 4 Aug. 2022.
[36] S. Roos, “Climate Change and Human Rights: What Follows for Corporate Human Rights Responsibility?” Climate Change: International Law and Global Governance: Volume I: Legal Responses and Global Responsibility, edited by Oliver C. Ruppel et al., 1st ed., Nomos Verlagsgesellschaft mbH, 2013, 299-322. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/j.ctv941w8s.15. Accessed 13Aug. 2022.
[37] A. Giddens, Η πολιτική των κλιματικών αλλαγών, εκδ. Μεταίχμιο, 2009, 56-58.
[38] Μ. Robinson, “Justice, Human Rights, and Climate Change.” The Fletcher Forum of World Affairs, vol. 39, no. 2, 2015, 9-12. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/45290144. Accessed 6 Aug. 2022.
[39] J. Gallen. “Between Rhetoric and Reality: Ten Years of the United Nations Human Rights Council.” Irish Studies in International Affairs, vol. 27, 2016, 125-43. JSTOR, https://doi.org/10.3318/isia.2016.27.2. Accessed 9 Aug. 2022. Βλ. για την Ελλάδα την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα της διαΝΕΟσις για την κλιματική αλλαγή/κρίση στην Ελλάδα, https://www.dianeosis.org/research/climate_change/, Έκθεση του Green Tank με τίτλο «Ο ρόλος της νεολαίας στη Δίκαιη Μετάβαση: Η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας», Οκτώβριος 2022, https://thegreentank.gr/wp-content/uploads/2022/10/202210_TheGreenTank_YouthReport_EL.pdf, Accessed 10 October 2022.
[40] Πρβλ. και το άρθρο 191 ΣΛΕΕ, που καθιερώνει ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.
[41] S. Nanthini, T. Nair, Framing Climate Change: The Need for a Human Security Perspective. S. Rajaratnam School of International Studies, 2021. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep36218. Accessed 6 Aug. 2022.
[42] Α. Ηλιάδου σε: Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, ό.π., 22.
[43] State of the Netherlands v. Urgenda Foundation, ECLI:NL:HR:2019:200.
[44] De Graaf, J. H. Jans. “The Urgenda Decision: Netherlands Liable for Role in Causing Dangerous Global Climate Change.” Journal of Environmental Law, vol. 27, no. 3, 2015, 517-27.
[45] Κ. Καλλικάκη, Απόφαση “URGENTA”: Μια νέα προοπτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; ΠερΔικ 2/2017, 213.
[46] S. Roy, “Urgenda II and Its Discontents.” Carbon & Climate Law Review, vol. 13, no. 2, 2019, 130-41.
[47] De Jong, R. Elbert, “Dutch State Ordered to Cut Carbon Emissions.” European Journal of Risk Regulation, vol. 6, no. 3, 2015, 448-53.
[48] M. Zemel, “THE RISE OF RIGHTS-BASED CLIMATE LITIGATION AND GERMANY’S SUSCEPTIBILITY TO SUIT.” Fordham Environmental Law Review, vol. 29, no. 3, 2018, 484-527.