Οι εξουσίες του Προέδρου μετά τη συνταγματική αναθεώρηση

Σπύρος Βλαχόπουλος, Γιάννης Τασόπουλος, καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ.


Η παρούσα Βουλή ολοκλήρωσε τη φάση καθορισμού των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, χωρίς να συμπεριλάβει μεταξύ τους εκείνες που αφορούν τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ισως αυτό να οφείλεται και στις συνθήκες πόλωσης που δυστυχώς επικρατούν στη χώρα μας. Χάνεται λοιπόν ακόμη μία ευκαιρία για τη λελογισμένη ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, έτσι ώστε να αποβεί ο προεδρικός θεσμός αξιόπιστο αντίβαρο της εξουσίας.

Πλέον, διαφαίνεται ο κίνδυνος πλήρους αποδυνάμωσης του προεδρικού θεσμού, καθώς επίκειται η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Η πρόταση αυτή ενισχύει τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και προστατεύει την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, υπερέβη δε κατά πολύ τον κρίσιμο αριθμό των 180 ψήφων, έτσι ώστε να αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών της επόμενης Βουλής. Αλλά, αν και επιβεβλημένη, η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής τού στερεί τη μοναδική δυνατότητα άμεσης θεσμικής παρέμβασης που του είχε απομείνει: την παραίτησή του, η οποία θα έθετε σε κίνηση πολιτικές εξελίξεις.

Ωστόσο, στον σύγχρονο κοινοβουλευτισμό, ιδιαίτερα μάλιστα με τον «πρωθυπουργοκεντρικό» χαρακτήρα που επικρατεί στη χώρα μας, είναι κρίσιμα και απαραίτητα τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας. Το ισχύον Σύνταγμα, με όλες τις ατέλειές του, δεν είναι το αίτιο των προβλημάτων της χώρας, ούτε εμποδίζει τη θεραπεία των πιο χτυπητών αδυναμιών του. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να αξιοποιηθούν στο έπακρο τα περιθώρια που αφήνει το Σύνταγμα προκειμένου ο προεδρικός θεσμός να αποκτήσει τον ρόλο που του αρμόζει σε μια σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ο διαθέσιμος μηχανισμός είναι παραδοσιακά, στον αγγλικό κοινοβουλευτισμό, αυτός των «συνθηκών» (conventions) του πολιτεύματος, δηλαδή η επί της αρχής «συμφωνία κυρίων».

Το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος δεν εμποδίζουν να ενεργοποιηθεί η αναπομπή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας νομοσχεδίων ψηφισμένων από τη Βουλή, όχι μόνο για λόγους που συνδέονται με την τήρηση των οργανωτικών διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και για λόγους ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ή αντίθεσης στο ευρωπαϊκό δίκαιο (άρθρο 42 Σ.). Το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να μη συναινεί στην έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, εφόσον δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ελλείπει η εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη την οποία απαιτεί το Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ. 1). Το όφελος για το κράτος δικαίου και τη συνταγματική νομιμότητα θα ήταν ανεκτίμητο, εάν μπορούσαν να διαμορφωθούν συνθήκες του πολιτεύματος οι οποίες να διευκολύνουν τον ελεγκτικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας τουλάχιστον στις δύο αυτές περιπτώσεις.

Αυτό θα μπορούσε να συμφωνηθεί για την επόμενη βουλευτική περίοδο από τους αρχηγούς των πολιτικών δυνάμεων, σε διάσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μια τέτοια ευρεία διακομματική συμφωνία θα συνέβαλλε στην ομαλή εξέλιξη και προσαρμογή της συνταγματικής ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων αυτών, έτσι ώστε να καταστεί εφικτό πολιτικά αυτό που νομικά είναι επιτρεπτό.

Βέβαια το κρίσιμο πρόβλημα είναι η επίτευξη συναίνεσης. Οι συνθήκες του πολιτεύματος, όμως, καθιστούν υπό μία έννοια ευκολότερη τη συναίνεση αυτή: με την πρακτική χρησιμότητά τους και τη θεσμική τους βαρύτητα στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, μπορούν να συμβάλουν στην επίλυση υπαρκτών συνταγματικών προβλημάτων χωρίς να απαιτείται η χρονοβόρα και δυσκίνητη διαδικασία μιας συνταγματικής αναθεώρησης. Πολλοί θα πουν ότι η αναζήτηση θεσμικής συναίνεσης είναι ουτοπική στη σημερινή Ελλάδα. Αλλά η μακρόχρονη κρίση απέδειξε τόσον την ανθεκτικότητα του Συντάγματος του 1975 όσο και την ανάγκη γενναίων κινήσεων για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του.

To κείμενο δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, στις 18.05.2019 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

one × 2 =