Οι ιδιαιτερότητες του πολέμου στην Ουκρανία  

Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Επικεφαλής του επιστημονικού συμβουλίου της Νομικής Σχολής Λευκωσίας

Αισθάνομαι την ανάγκη πριν αρχίσω να εκφράσω δημόσια   τα αισθήματα οδύνης και αποτροπιασμού που μου προξενούν τα όσα, φρικτά και απίστευτα, συμβαίνουν στις μέρες μας στον κοινό μας σπίτι, την Ευρώπη. Και όλα αυτά εξ αιτίας μια απρόκλητης και αναίτιας εισβολής, που κήρυξε η Ρωσία κατά της Ουκρανίας. Παράλληλα όμως θα ήθελα να εκφράσω, με στεντόρεια τη φωνή, τον θαυμασμό μου στον ουκρανικό λαό για το εθνικό του φρόνημα, την αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό του.

 Μάχη του ουκρανικού λαού για την εθνική του κυριαρχία

Η μάχη που δίνουν  οι Ουκρανοί είναι βέβαια, πρώτα, πόλεμος για την  υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας και  της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους,  μάχη  για την πατρίδα τους. Πολεμούν, αμυνόμενοι, ενώπιον της διεθνούς κοινωνίας διεκδικώντας το αναφαίρετο δικαίωμα να ορίζουν, ελεύθερα, όπως όλοι οι λαοί του κόσμου, τη μοίρα τους, να διασφαλίσουν την αυτοδιάθεση και τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό τους.

Δεν είναι, φυσικά,  η πρώτη φορά που στην  ιστορία των εθνικών κρατών    ένα έθνος πολεμά για να μπορεί να ζεί σε ένα  δικό του κράτος, κυρίαρχο, ανεξάρτητο και ακηδεμόνευτο. Η γένεση του ελληνικού κράτους, διακόσια χρόνια πριν, είναι ένα αντιπροσωπευτικό ιστορικό παράδειγμα αυτής της διαπίστωσης Είναι όμως, ίσως,  η πρώτη φορά που ένα  γειτονικό κράτος, ένα αδελφό έθνος, ομόδοξο, μερικά ομόγλωσσο και πάντως γλωσσικά συγγενές,  κηρύσσει αναπάντεχα και αναίτια πόλεμο, εισβάλλοντας στην  γειτονική του χώρα αμφισβητώντας την εθνική της υπόσταση, ως κυρίαρχο κράτος, παραβιάζοντας διεθνείς συνθήκες, που είχε υπογράψει μόλις πριν δέκα  χρόνια και με τις οποίες αναγνώριζε τα εδαφικά σύνορα της Ουκρανίας. Και όλα αυτά με πρόσχημα την «απειλή» της ασφάλειάς  του από το «ενδεχόμενο ένταξης» της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Για να   αποτρέψει αυτόν τον υποτιθέμενο και ενδεχόμενο κίνδυνο, το καθεστώς Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία και να προκαλέσει έτσι για λόγους προληπτικούς έναν παγκόσμιο πόλεμο,  αδιαφορώντας για τις ανυπολόγιστες συνέπειες  που θα έχει σε νεκρούς ή τραυματίες, σε πρόσφυγες, σε  καταστροφές, στην παγκόσμια οικονομία.

Πόλεμος του  καθεστώτος Πούτιν ερήμην του  λαού χωρίς ιδεολογία και δικαιολογία

Η σοβιετική μεγαλομανία του Πούτιν, ενός απολυταρχικού ηγέτη,  που ονειρεύεται να νεκραναστήσει την τσαρική αυτοκρατορία και την σοβιετική παντοδυναμία, και να ζήσει, μετά από αιώνες  την χαμένη δόξα τους, είναι από μόνη της μια ύβρις και μια πρόκληση στην παγκόσμια ιστορία. Και η ιστορία όταν προκαλείται εκδικείται και μάλιστα σκληρά. Δεν επαναλαμβάνεται, ως γνωστόν. Η επανάληψή της είναι  ιλαροτραγωδία και στην προκειμένη  περίπτωση   μια τραγωδία.

Δεν  είναι όμως  ο πόλεμος αυτός μόνον μια υβριστική περιφρόνηση της Ιστορίας, είναι και μια πρόκληση, μια τυχοδιωκτική  δοκιμασία για την ίδια την  Ρωσία, ως κράτος και ως έθνος και κυρίως  για το καθεστώς Πούτιν που τον προκάλεσε.  Διότι προκλήθηκε και διεξάγεται, εν αγνοία ή ερήμην, απ΄ότι φαίνεται, του ρωσικού λαού, τον οποίο δεν προετοίμασε κατάλληλα ιδεολογικά, ούτε πρόλαβε να τον φανατίσει εναντίον του υποτιθέμενου εχθρού. Η απουσία ιδεολογίας και η ανεπαρκής δικαιολογία για την εισβολή, τόσο στην εσωτερική όσο και στην διεθνή  κοινή γνώμη, είναι,  πιστεύω,  μια  σοβαρή αδυναμία του εισβολέα, τέτοια και τόση που μπορεί να αποβεί μοιραία για το καθεστώς και πάντως θα του κοστίσει ακριβά, πολύ ακριβά σε φθορά, σε ισχύ και σε διεθνή ακτινοβολία.

Θα το πληρώσει, δυστυχώς, σίγουρα η Ρωσία, ως χώρα. Το κύρος της και η ακτινοβολίας της ως παγκόσμιας υπερδύναμης έχει ήδη τρωθεί ανεπανόρθωτα, είτε χάσει τον πόλεμο είτε τον κερδίσει κατακτώντας ένα μέρος της Ουκρανίας, έστω και κρίσιμο γεωπολιτικά, όπως το Ντομπάς και την Μαριούπολη, με μια αιματοβαμμένη συνθήκη. Δεν κερδίζεις  πόλεμο χωρίς ψυχή και μάλιστα επί εδάφους, ενώ  έχεις χάσει ήδη  τον πόλεμο της προπαγάνδας, με πεσμένο ή ανύπαρκτο το ηθικό του στρατού σου, που δεν ξέρει γιατί πολεμά και για ποιο λόγο σκοτώνεται.

Η διεκδίκηση ενός ηγεμονικού ρόλου της Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκακιέρα, σε μια εποχή γεωπολιτικών ανακατατάξεων, εμφανίζεται έχει αποδυναμωμένη. Κινδυνεύει να απωλέσει, και μάλιστα   βασικά, εσωτερικά και διεθνή  ερείσματα. Όλα δείχνουν ότι ο Πούτιν θα χάσει  ακόμη και αν κάτι κερδίσει. Η νίκη του θα είναι σίγουρα Πύρρειος έχοντας και αυτός, τελικά, την τύχη του φιλόδοξου,  βίαιου και στυγνού  πολιτικού ηγέτη, του βασιλέα της Ηπείρου.

Πόλεμος ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος

Θα ήταν όμως λάθος, αν αποδίδαμε την τραγική αυτή κατάσταση αποκλειστικά στο αλλοπρόσαλλο πρόσωπο του  Πούτιν και δεν το συναρτούσαμε με το πολιτικό καθεστώς, που έχει εγκαθιδρύσει ο ίδιος. Πρόκειται κατά την γνώμη μου για ένα καθεστώς ολοκληρωτικό, που φέρνει όλα σχεδόν τα στίγματα ενός ολοκληρωτικού κράτους, με προσωπείο και βιτρίνα  αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μπορεί μεν να είχαν εγκατασταθεί, τυπικά,  αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, που άλλαξαν, είναι αλήθεια,  εν μέρει τουλάχιστον, τον  τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, πού ίσχυε πριν εβδομήντα χρόνια. Η Ρωσία για πρώτη φορά στην Ιστορία της γνώρισε τη σημασία και την αξία των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Χωρίς όμως     οι διάδοχοι του σοβιετικού κράτους να έχουν αποποιηθεί  την   βαριά κληρονομιά του και πάντως χωρίς  να θίξουν  αυτό που ονομάζουμε  βαθύ κράτος. Το  στρατιωτικό κατεστημένο και τις   παντοδύναμες και στυγνές μυστικές υπηρεσίες του κομμουνιστικού καθεστώτος,   γνήσιο τέκνων των οποίων υπήρξε ο Πούτιν.

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα χρησιμοποιούν, όπως μας ανέλυσαν οι Χάννα Αρεντ, ο Raymond Aron, o Claude Lefort και ο Κορνήλιος Καστοριάδης,  ως εργαλεία τους την προπαγάνδα -την ιδεολογία και το ψεύδος-  μαζί με την τρομοκρατία και την διασπορά του τρόμου, κατασκευάζουν «άτομα» φοβισμένα και  τα οργανώνουν καταναγκαστικά σε μια μάζα απολιτική και δουλική οπαδών του καθεστώτος. Η ολοκληρωτική εξουσία θεοποιεί το κράτος, κατασκευάζει μια κραταιά στρατιωτική γραφειοκρατία και μια αστυνομοκρατία μαζί με πανίσχυρες μυστικές υπηρεσίες. Οι εξορίες οι δολοφονίες και οι δηλητηριάσεις, όσων αντιτίθενται ή δεν υπηρετούν πιστά τον αρχηγό του κράτους δεν ήταν σπάνιες. Το πλέον όμως χαρακτηριστικό γνώρισμα των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι  η περιφρόνηση της ζωής, ατομικά ή συλλογικά, η ισοπέδωσή της ή  ο εκμηδενισμός της. Δεν αξίζει να ζείς όταν είσαι ή γίνεσαι εχθρός του λαού ή του κράτους.  Αυτό το τελευταίο, αποτρόπαιο, χαρακτηριστικό το γνωρίσαμε  στην Μπούτσα σε όλη την φρικαλεότητά του  και το ζούμε στην Μαριούπολη.

Από την άλλη μεριά, είναι εξίσου, αλήθεια ότι  ο ρωσικός λαός δεν εξοικειώθηκε ποτέ του,  στο σύνολό του, σε διάρκεια με τα αγαθά μιας  δημοκρατίας. Η κοινωνία  δεν ένοιωσε  στο πετσί της, ως καθημερινό βίωμα, την ατομική και πολιτική ελευθερία ούτε  αγωνίστηκε, ως λαός, για να την κατακτήσει. Δεν έχει διαμορφωθεί άρα παράδοση δημοκρατική ή  αντίστασης ούτε το ανάλογο δημοκρατικός ήθος και έθος.

Η απουσία ωστόσο δημοκρατικής παράδοσης και αντίστασης, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην παραπλανητική, ουσιο-κρατική, αντίληψη ότι ο ρωσικό λαός έχει στο DNA του τον ολοκληρωτισμό, ότι έχει μάθει να υποτάσσεται και ότι  είναι μοιρολάτρης και από την φύση του,  δουλοπρεπής  και υποτακτικός. Αν είναι οι ιστορικές συνθήκες που τον έκαναν έτσι (και έτσι είναι αφού αιώνες τώρα ζεί και ανέχεται ή συντάσσεται με δεσποτικά, όπως ήταν η «Αυτοκρατορία της Ρωσίας και πασών των Ρωσιών,  ή με ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως το σταλινικό) τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι μπορεί, κάτω από διαφορετικές, κατάλληλες, ιστορικές συνθήκες  να διαμορφωθεί ένας άλλος,  δημοκρατικός αυτή την φορά πολιτικός εαυτός.

Η ιστορία μας διδάσκει το παρελθόν,  εξηγεί  κατά ένα μεγάλο μέρος το παρόν, αλλά δεν προδιαγράφει ούτε προεξοφλεί, και μάλιστα αιτιατά, το μέλλον. Το μέλλον είναι ανοικτό στην ιστορία και είναι συχνά απρόβλεπτο.

Δεν είναι πάντως πόλεμος μεταξύ εθνών  

Στο πλαίσιο των συλλογισμών αυτών θα πρέπει να δούμε και να σκεφτούμε τη φύση και την έκβαση του πολέμου αυτού. Ο σημερινός πόλεμος μοιάζει με εθνικός αλλά δεν είναι. Έστω και αν για τους  Ουκρανούς βιώνεται ασυνείδητα ως εθνικοαπελευθερωτικός. Δεν διεκδικούν την εθνική τους απελευθέρωση οι Ουκρανοί, γιατί την έχουν ήδη κατακτήσει. Έχουν  διαμορφώσει την εθνική-κρατική τους υπόσταση και ταυτότητα.  Αγωνίζονται, απλώς, για την υπεράσπιση της εθνικής τους κυριαρχίας και ακεραιότητας της χώρας τους έχοντας απέναντί τους έναν επίδοξο κατακτητή, που επιδιώκει να  κατακτήσει την Ουκρανία και να την κάνει χώρα υποτελή και πάντως να την ακρωτηριάσει, ως προς το ανατολικό μέρος της.

Δεν πρόκειται για πόλεμο εθνικό   και για έναν άλλο πρόσθετο λόγο. Δεν πολεμάει το ουκρανικό έθνος το ρωσικό, ούτε  ο ρωσικός λαός  τον ουκρανικό λαό, αφού δεν υπήρξαν ποτέ  εχθροί, εθνικοί, ούτε τώρα είναι. Απλώς το ρωσικό κράτος επιτίθεται στο ουκρανικό, αμφισβητώντας την εθνική και κρατική του υπόσταση.

Στην πραγματικότητα,  πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ δύο ανεξάρτητων  κρατών. Το ρωσικό κράτος κήρυξε κατά του ουκρανικού κράτους πόλεμο  επεκτατικό, πόλεμο επίδειξης κρατικής ισχύος και διεκδίκησης περιφερειακής ηγεμονίας. Τελεία και παύλα.

 Ούτε  πόλεμος των Ουκρανών στο όνομα των λαών για τη Δημοκρατία. Για τη Δημοκρατία δεν γίνεται πόλεμος αλλά επανάσταση

Εξίσου εσφαλμένο θεωρώ, πολιτικά, και το σχήμα ότι ο πόλεμος αυτός είναι ένα πόλεμος για τη δημοκρατία και ότι αυτό που διακυβεύεται τελικά είναι το δημοκρατικό πολίτευμα ως αξία οικουμενική, οι ελευθερίες  και το κράτος δικαίου, που αντιπαρατίθενται σε ένα απολυταρχικό καθεστώς.  Πρόκειται υποστηρίζουν για έναν πόλεμο με τεράστια συμβολική σημασία και  ότι ως τέτοιον θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε όλοι εμείς, που ασπαζόμαστε τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες.

Είναι προφανές ότι η εκδοχή αυτή προβάλλεται για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικούς. Και για αυτούς ίσως να δικαιολογείται. Δεν ανταποκρίνεται ωστόσο στην ιστορική πραγματικότητα, όπως την ζούμε. Οι συμβολισμοί που αναδύονται  και διαθλώνται για λόγους προπαγανδιστικούς  από τα αντιμαχόμενα μέρη δεν πρέπει να μας παρασύρουν ούτε να τους αφήσουμε να θολώσουν τα  βασικά χαρακτηριστικά του πολέμου.

Για  τη Δημοκρατία δεν γίνεται  πόλεμος αλλά επανάσταση. Η δημοκρατία  δεν εξάγεται ούτε εισάγεται ούτε επιβάλλεται με πόλεμο και καταναγκαστικά, όπως συνέβη στη  Λιβύη, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν με τους Αμερικανούς. Η στρατηγικό αυτό εγχείρημα έχει αποτύχει και έχει επιφέρει τραγικά, αντίθετα, αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.

Η δημοκρατία είναι υπόθεση εσωτερική του κάθε  λαού ξεχωριστά. Είναι θέμα αυτοδιάθεσης και συλλογικού αυτοπροσδιορισμού του. Το πώς και από ποιους θα κυβερνηθούν οι δύο λαοί μετά τον σημερινό πόλεμο  θα το αποφασίσουν μόνοι τους. Μπορεί η δημοκρατία να έρχεται μετά από πόλεμο και συχνά αυτό συμβαίνει, αλλά δεν επιβάλλεται με πόλεμο.

Επί πλέον, το  πολεμικό αυτό ιδεολόγημα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι Αμερικανοί και μάλιστα και στην παρούσα συγκυρία, ότι στρατηγικός σκοπός τους  είναι η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν, είναι πολιτικά ολέθριο και ιδεολογικά συνιστά  προσβολή ή και άρνηση της ουσίας της δημοκρατίας.  Η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν, που όλοι ευχόμαστε, έστω και αν επέλθει ως αποτέλεσμα του πολέμου, είναι υπόθεση του ρωσικού λαού αποκλειστικά και μόνον.  Δεν χρειάζεται η Δημοκρατία κηδεμόνες ούτε υστερόβουλους  πολιτικά  καλοθελητές ούτε πολεμικούς φιλάνθρωπους.

Ούτε πόλεμος Δύσης -Ανατολής

Το ίδιο  ατυχή θεωρώ πολιτικά και ιδεολογικά την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι πρόκειται για μια πολιτισμική  αντιπαράθεση Ανατολής Δύσης. Όχι μόνον διότι η διχαστική αυτή θεωρητική και ιδεολογική κατασκευή, μας οδηγεί ευθέως σε πόλεμο πολιτισμών, τύπου Χάμιλτον. Κυρίως  διότι η Ρωσία είναι  μια ευρωασιατική χώρα   με πολλά τοπογραφικά και πολιτισμικά ερείσματα στην Ευρώπη.  Η επαφή και η συμπόρευσή της  ιστορικά και πολιτιστικά με την Ευρώπη είναι μακραίωνη και υπήρξε διαρκής και έντονη.

Το ασιατικό της παρελθόν και η μογγολική της καταγωγή δεν αποκλείει τον εξευρωπαϊσμό της. Μισή Ευρώπη και μισή Ασία γεωγραφικά,  ο λαός  της και η ιστορίας της διχάζονται, αμφιταλαντεύονται  ανάμεσα στην έλξη της μιας ή της άλλης ηπείρου. Η διχασμένη πολιτιστική της ταυτότητα θα την ακολουθεί αιωνίως, όπως συμβαίνει και με άλλες χώρες, με τρανταχτό  ιστορικό παράδειγμα τη   γειτονική μας Τουρκία. Χωρίς τίποτε να είναι πάντως προδιαγεγραμμένο.

Υπάρχει ωστόσο ένα δεδομένο που γέρνει προς την μεριά της Ευρώπης. Τις τελευταίες τέσσερις τετραετίες ο ρωσικός λαός δοκίμασε, έστω και περιχαρακωμένους, τους θεσμούς και  αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, γεύτηκες τους χυμούς της ελευθερίας, ατομικής, πολιτικής και οικονομικής. Ο συγχρωτισμός αυτός δεν μπορεί παρά να έχει αφήσει ίχνη ανεξίτηλα, που δεν είναι δυνατόν να σβήσουν εύκολα και να μην επηρεάσουν τις μεταπολεμικές πολικές εξελίξεις. Ο ρωσικός λαός, ένα μέρος του τουλάχιστον, και σίγουρα οι διάφορες ελίτ, έχουν μπολιαστεί με το  αίτημα της δημοκρατίας. Ολιγάρχες, νεόπλουτοι,  ανεξάρτητοι επαγγελματίες, έμποροι, αστοί και υπάλληλοι, επιστήμονες  κ.ά.  δοκίμασαν το  μήλο του καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Ορισμένοι μάλιστα πλούτισαν επειδή εκμεταλλεύτηκαν τα οικονομικά πλεονεκτήματα μιας παγκόσμιας οικονομίας της αφοράς. Δεν μπορούν να απαλλαγούν από την έλξη της  και από την αναζήτησή της.

Εξάλλου καμία χώρα δεν μπορεί να επιζήσει μακροπρόθεσμα αποκομμένη και απομονωμένη   από τον κόσμο και ειδικά από τον φυσικό γεωγραφικό περίγυρό της και μάλιστα όταν βρίσκεται σε οξύτατη αντιπαράθεση μαζί του. Η Ρωσία δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς την Ευρώπη, την έχει ανάγκη ούτε η Ευρώπη να ευημερήσει χωρίς ή σε αντιπαλότητα με την Ρωσία.

Η Ευρώπη ως πολιτική οντότητα πρέπει να φροντίσει να μην σπρώξει την Ρωσία στην μεριά της Ασίας και να την ρίξει απερίσκεπτα στην αγκαλιά της Κίνας. Οφείλει η ηγεσία της  να δείξει την εποχή των διηπειρωτικών  γεωπολιτικών ανακατατάξεων   πολιτική ωριμότητα και διορατικότητα.  Γνωρίζει βέβαια  ότι τα συμφέροντά της και οι βλέψεις της δεν ταυτίζονται με εκείνες της Αμερικής.

********************************

Είναι, από την άλλη μεριά, γεγονός ότι η ρωσική κοινωνία δείχνει σήμερα μουδιασμένη, με ανύπαρκτη κοινωνική αντίδραση. Ακόμη και απέναντι στις οικονομικές κυρώσεις. Η στάση της αυτή δεν είναι ωστόσο ανεξήγητη και μάλιστα εν καιρώ πολέμου. Η αναγκαστική,  παντελής σιωπή της  σήμερα, μπορεί να βγάλει κραυγή αύριο, μετά τον πόλεμο. Δεν πρέπει  να ταυτίζουμε το κράτος της Ρωσίας με τον ρωσικό λαό.

Μπορεί  σήμερα να επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή. Αύριο όμως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει  τι θα γίνει.  Μια ενδεχόμενη κατάρρευση ή μια  εξέγερση αργά ή γρήγορα με ένα coup de palais, όπως έγινε επί Γκορμπατσόφ, κατά του Πούτιν, μετά τον πόλεμο και ανεξάρτητα από την έκβασή του, είναι μια προοπτική  στην οποία εμείς οι Ευρωπαίοι, μαζί με τον ουκρανικό λαός πρέπει να προσβλέπουμε, να ευχόμαστε και να απεργαζόμαστε.

Για τον λόγο αυτό οφείλουμε  κάθε φορά που εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στον δοκιμαζόμενο και αφανιζόμενο ουκρανικό λαό, να μην ξεχνάμε και τον δυναστευόμενο από τον Πούτιν ρωσικό, και να δηλώνουμε  και στην περίπτωση αυτή την αλληλεγγύη μας στους αντιφρονούντες Ρώσους, και γενικά στην αντιπολίτευση, που παλεύουν  και αυτοί κάτω από σκοτεινές και τρομοκρατικές συνθήκες  για την ελευθερία τους.

 

[Γραπτή, εκτενέστερη και επεξεργασμένη, απόδοση ομιλίας σε εκδήλωση που διοργανώθηκε στην Θεσσαλονίκη σε αίθουσα του Δημαρχείου από την ‘Πρωτοβουλία πολιτών κατά της Ρωσικής εισβολής και του πολέμου’  και την ‘Ουκρανό-ελληνική κοινότητα Θεσσαλονίκης’ σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο ‘Επίκεντρο’  στις 3 Μαΐου 2022]

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

four − 4 =